περισκελής
Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrum → Gewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht
English (LSJ)
(A), περισκελές, (σκέλλω)
A very hard, σίδηρον ὀπτὸν ἐκ πυρὸς περισκελῆ S.Ant.475.
II metaph., obstinate, stubborn, φρένες Id.Aj. 649; ἦθος M.Ant.4.28; χαρακτήρ AP9.578 (Leo Phil.): Comp. περισκελέστερος Simp. in Epict.p.62 D. Adv. Comp. περισκελέστερον, φέρειν to bear more unflinchingly, Men.6.3.
2 of medicines, harsh, irritating, Hp.Ulc.1; ἐλλέβοροι σκληροὶ καὶ π. Thphr.HP9.10.4.
3 excessive, violent, καύματα Philoch.171; ἀὴρ π. ἐφ' ἑκάτερα excessive in heat or cold, Thphr.CP5.14.9, cf. 2.3.3.
4 hard, difficult, τὸ π. τῆς τοιαύτης γεωγραφίας Str.14.1.9, cf.S.E.M.1.39; λοξῶν καὶ π. ὄντων τῶν χρησμῶν Corn.ND32; πρᾶγμα φύσει π. Theon Prog.4.
(B), περισκελές, (σκέλος)
A round the leg: hence περισκελῆ, τά, drawers, LXX Ex.28.38(42), Ph.2.157: sg., περισκελὲς λινοῦν LXX Le. 16.4; cf. περισκέλια.
II with the legs apart, ἄγαλμα π., such as Daedalus first made, Sch.Pl. Euthphr.11b.
German (Pape)
[Seite 591] ές, um die Schenkel, bis an die Schenkel gehend, τὰ περισκελῆ, Beinkleider, Suid. u. a. Sp., wie Plut. – Bei Ath. XI, 476 e wird κέρας ἔκπ ωμα ἀργυροῦν καὶ περισκελὲς πρόσεστι für ein Untergestell erklärt; vgl. Böckh Staatshaush. II p. 320. ές, ringsum sehr dürr, hart, spröde; τὸν ἐγκρατέστατον σίδηρον ὀπτὸν ἐκ πυρὸς περισκελῆ θραυσθέντα καὶ ῥαγέντα πλεῖστ' ἂν εἰσίδοις, Soph. Ant. 471; καύματα, Ath., Theophr. – Uebtr. sehr hartnäckig, eigensinnig, φρένες, Soph. Ai. 635, wo Lob. zu vgl.; unbarmherzig, περισκελῶς φέρειν, aegre ferre, Menand.
French (Bailly abrégé)
1ής, ές :
1 très sec, dur;
2 fig. sec, dur, endurci, opiniâtre.
Étymologie: περί, σκέλλω.
Greek Monolingual
(I)
-ές, ΜΑ
1. (για τον σίδηρο) πολύ σκληρός, τραχύς («τὸν ἐγκρατέστατον σίδηρον ὀπτὸν ἐκ πυρὸς περισκελῆ θραυσθέντα», Σοφ.)
2. μτφ. πολύ επίμονος, ισχυρογνώμων, σκληροτράχηλος («περισκελεῖς φρένες», Σοφ.)
3. (για φάρμακο) δριμύς, δραστικός, ερεθιστικός («ἑλλέβοροι σκληροὶ καὶ περισκελεῖς», Θεόφρ.)
4. υπερβολικός, υπέρμετρος, ισχυρός («περισκελὴς ἀὴρ ἐφ' ἑκάτερα» — ισχυρός αέρας και στη θερμότητα και στο ψύχος, Θεόφρ.)
5. δύσκολος, δυσνόητος («περισκελῶν ὄντων τῶν χρησμῶν», Κορνουτ.)
6. (το ουδ. του συγκριτ. ως επίρρ.) περισκελέστερον
με μεγαλύτερη ακαμψία, με μεγαλύτερη επιμονή («ὁ γὰρ μετρίως πράττων περισκελέστερον ἅπαντα τἀνιαρά φέρει», Μέν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σύνθ. από το περι- με την επιτατ. σημ. «τελείως, εντελώς» και το ρ. σκέλλω «ξηραίνω, στεγνώνω», μέσω ενός αμάρτυρου σκέλος «ξηρότητα, σκληρότητα» (πρβλ. ασκελής)].
(II)
-ές, Α
1. ο γύρω από το σκέλος
2. (για άγαλμα) αυτός που έχει ανοιχτά τα σκέλη («πρῶτος περισκελὲς ἄγαλμα ἐσχημάτισε», Σχολ. Πλάτ.)
3. (το ουδ. στον πληθ.) τὰ περισκελῆ
η εσωτερική περισκελίδα, το σώβρακο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. ισοσκελής].
Greek Monotonic
περισκελής: -ές (σκέλλω), αυτός που είναι στεγνός και σκληρός ολόγυρα, εξαιρετικά σκληρός, λέγεται για τον σίδηρο, σε Σοφ.· μεταφ., επίμονος, πεισματάρης, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
περισκελής:
1 жесткий, твердый (σίδηρος Soph.);
2 упорный, упрямый, своенравный (φρένες Soph.; χαρακτήρ Anth.);
3 сухой (σιτία Plut.);
4 перен. сухой, трудный (sc. μάθημα Sext.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περισκελής -ές [περί, σκέλλω] zeer hard (van ijzer); Soph. Ant. 475; geneesk. zeer sterk (van medicijnen); overdr. stijfkoppig:. αἱ περισκελεῖς φρένες zijn stijfkoppige geest Soph. Ai. 649.
Frisk Etymological English
1.
Grammatical information: adj.
Meaning: very rough, very hard, inflexible (S., Hp., Thphr.; on the meaning in S. cf. Grose ClassRev. 32, 168f.).
Derivatives: περισκέλ-εια, -ία f. harshness, roughness (Arist., Porph.), -ασία f. id. (Orib.); lengthened after θερμασία, φλεγμασία a.o.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Prob. prop. as allround, i.e. completely dried (cf. σκληρός) from *σκέλος barrenness, which is also supposed in ἀσκελής (s. v.); s. σκέλλω.
2.
Grammatical information: adj.
Meaning: 1. going around the legs in τὰ περισκελῆ trousers, sg. τὸ -ές (LXX). --. 2. with the legs around, d.h. with the legs put apart (sch.).
Derivatives: From 1. περισκελίς f. leg-band, -ring (hell.) with -ίδιον (Delos IIa).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: From σκέλος, s.v.
Middle Liddell
περι-σκελής, ές σκέλλω
dry and hard all round, exceeding hard, of iron, Soph.:—metaph. obstinate, stubborn, Soph.
Frisk Etymology German
περισκελής: 1.
{periskelḗs}
Meaning: sehr spröde, sehr hart, unbiegsam (S., Hp., Thphr. usw.; zur Bed. bei S. vgl. Grose ClassRev. 32, 168f.).
Derivative: Davon περισκέλεια, -ία f. Härte, Sprödigkeit (Arist., Porph. u.a.), -ασία f. ib. (Orib.); nach θερμασία, φλεγμασία u.a. erweitert.
Etymology: Wohl eig. als ringsum, d.h. völlig getrocknet (vgl. σκληρός) von *σκέλος Dürre, das auch in ἀσκελής (s. d.) vermutet wird; s. σκέλλω.
Page 2,514
2.
{periskelḗs}
Meaning: 1. um die Schenkel gehend in τὰ περισκελῆ Beinkleider, sg. τὸ -ές (LXX). Davon περισκελίς f. ‘Fuß-spange, -ring’ (hell. u. sp.) mit -ίδιον (Delos IIa). —. 2. mit den Schenkeln ringsherum, d.h. mit auseinandergestellten Beinen (Sch.).
See also: — S. σκέλος.
Page 2,514
English (Woodhouse)
Translations
toilsome
Bulgarian: тежък, уморителен, труден, напрегнат; Catalan: laboriós; Czech: pracný; Dutch: bewerkelijk, arbeidsintensief, laborieus; Faroese: stríggin, strævin, striltin, tungur; French: laborieux; German: arbeitsintensiv, mühselig, mühsam, anstrengend, schwer; Ancient Greek: ἀτμένιος, βαρύμοχθος, διάπονος, δυσπονής, δύσπονος, ἔμμοχθος, ἔμπονος, ἐπίμοχθος, ἐπίπονος, εὔπονος, καματηρός, καματῶδες, καματώδης, μογερός, ὀιζυρός, ὀϊζυρός, πολύμοχθος, πολύπονος, πονηρός, πονικός, πονόεις, ταλαπενθής, φιλόπονος; Irish: saothrach; Italian: laborioso; Latin: laboriosus; Old English: earfoþe; Polish: pracochłonny, mozolny; Portuguese: laborioso, trabalhoso; Romanian: laborios; Russian: трудоёмкий, трудный, тяжёлый, напряжённый, утомительный; Spanish: laborioso; Swedish: mödosam, tung