προβουλεύω
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
Aeol. προβολλεύω (q.v.),
A contrive or concert measures before, ὅπως μηδὲν δεήσει Th.3.82; ὅπως ἂν ῥήϊστα ἐσχηματις μένος ᾖ Hp. Art.52; opp. μετανοέω, Democr.66 (Med.); μὴ προβουλεύσας without premeditation, Arist.EN1135b20:—Med., debate, consider first, τι Hdt.1.133: abs., X.Cyr.4.3.17, Arist.EN1135b10; πρὸς ἕκαστα Hp. Prog.1:—Pass., τὸ προβεβουλευμένον Arist.EN1112a15.
2 of the βουλή at Athens and elsewhere, frame or pass a προβούλευμα, X.HG1.7.7; ἡ βουλὴ ταῦτα προὐβεβουλεύκει D.19.34; ἐξιέναι τοὺς ἱππέας προεβούλευσεν ἡ βουλή Id.21.162; τὴν βουλὴν προβουλεύσασαν ἐξενεγκεῖν εἰς τὸν δῆμον IG12.66.17, 110.37; of a board of πρόβουλοι, π. περί τινος Th.8.1, Arist.Pol.1298b30; of the Spartan γερουσία, Plu. Agis 11; τὸ προβεβουλευμένον, = Lat. senatusconsultum, Plb.6.16.2: impers. in Pass., προβεβούλευται ὅπως ἂν.. it has been decreed that... Ar.Ec.623; τῇ βουλῇ προβεβ., c.acc. et inf., X.HG7.1.2.
3 award by a προβούλευμα, τούτων τῶν προβεβουλευμένων… δωρειῶν D.18.53.
II to have the chief voice in counsel, X.Cyr.8.7.9.
III π. τινός deliberate for one, provide for his interest, Ar.Eq.1342, X.An.3.1.37; τοῦ δήμου for or before the people, Arist.Pol.1299b33.
IV Med., make up one's mind beforehand, prejudge a case, Hp.Fract. 1.
German (Pape)
[Seite 713] voraus beraten, im Gegensatz von ἐπιβουλεύω, Thuc. 3, 82; vgl. 8, 1, ἀρχήν τινα πρεσβυτέρων ἀνδρῶν ἑλέσθαι, οἵ τινες περὶ τῶν παρόντων ὡς ἄν καιρὸς ᾖ προβουλεύσουσι; u. so gew. vom Rat zu Athen, einen vorläufigen Beschluß, προβούλευμα fassen, der nachher dem Volke zur Genehmigung vorgelegt wird; Ar. Equ. 1339; προβεβούλευται, Eccl. 623; Xen. Hell. 7, 1, 2; Dem. 19, 34 u. öfter bei den Rednern, τὸ προβεβουλευμένον ὑπὸ τῆς βουλῆς, Pol. 6, 16, 2; – τινός, berathschlagen für Einen, Xen. An. 3, 1, 37 u. Sp. – Bei Arist. pol. 4, 15 ein πρόβουλος sein. – Med., Her. 1, 133, Xen. Cyr. 4, 3, 17, καὶ προνοεῖν Mem. 2, 10, 3.
French (Bailly abrégé)
1 délibérer auparavant ; particul. à Athènes délibérer en conseil avant de soumettre une affaire à l'assemblée du peuple : τι ou περί τινος délibérer sur une affaire ; δωρεαὶ προβεβουλευμέναι DÉM gratifications votées par le sénat et soumises à la sanction du peuple ; • impers. προβεβούλευται il a été décidé après une délibération préalable;
2 avoir voix prépondérante;
3 délibérer dans l'intérêt de, gén.;
Moy. προβουλεύομαι;
1 délibérer auparavant, examiner auparavant, acc.;
2 délibérer dans l'intérêt de, veiller aux intérêts de, gén..
Étymologie: πρό, βουλεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-βουλεύω act. adviseren, abs.:; οἵτινες περὶ τῶν παρόντων... προβουλεύσουσι die over de situatie advies moesten geven Thuc. 8.1.3; met gen..; ἐπιμελὲς ἔσται τοῦ δήμου προβουλεύειν het zal de taak (van de Raad) zijn de volksvergadering te adviseren Aristot. Pol. 1299b33; onpers. pass..; προβεβούλευται ὅπως ἄν... er is geadviseerd dat Aristoph. Eccl. 623; een voorlopig besluit nemen, met acc.:; ἡ βουλὴ ταῦτα προυβεβουλεύκει de Raad had dat als voorlopig besluit genomen Dem. 19.34; abs. de eerste stem hebben. Xen. Cyr. 8.7.9. tevoren bedenken:. π. ὅπως μηδὲν αὐτῶν δεήσει van tevoren bedenken hoe hij daarmee niets van doen zou hebben Thuc. 3.82.5; μὴ προβουλεύσας zonder voorbedachten rade Aristot. EN 1135b20. med. zich beraden:. τὰ δ’ ἂν νήφοντες προβουλεύσωνται, μεθυσκόμενοι ἐπιδιαγινώσκουσι waarover zij zich nuchter beraden hebben, dat bespreken ze nogmaals wanneer ze dronken zijn Hdt. 1.133.4; προβουλεύεσθαι κρεῖσσον πρὸ τῶν πράξεων ἢ μετανοεῖν het is beter zich te beraden voor het handelen dan later spijt te krijgen Democr. B 66; προελόμενοι μὲν ὅσα προβουλευσάμενοι (πράττομεν) met bewuste keuze handelen wij, wanneer wij ons tevoren beraden hebben Aristot. EN 1135b10. bevooroordeeld zijn:. οἳ μὲν οὖν μηδὲν προβουλεύονται οὐδὲν ἐξαμαρτάνουσι wie volstrekt niet bevooroordeeld is maakt in geen geval grote fouten Hp. Fract. 1.
Russian (Dvoretsky)
προβουλεύω: тж. med.
1 заблаговременно обдумывать или решать, тж. предусматривать (ἐπιβουλεύειν καὶ π. Thuc.): μὴ προβουλεύσας Arst. необдуманно; προβουλεύεσθαί τι Her. подвергать что-л. (предварительному) обсуждению; τὸ προβεβουλευμένον Arst. заранее обдуманное;
2 (об афинской βουλή, спартанской γερουσία или римск. сенате) выносить (предварительное) постановление, принимать решение (περί τινος Thuc., Arst.): τὸ προβεβουλευμένον ὑπὸ τῆς βουλῆς Polyb. постановление совета пятисот; δωρεαὶ προβεβουλευμέναι Dem. предусмотренные советом пятисот награды;
3 печься, заботиться о (чьих-л.) интересах (π. τοῦ πλήθους Xen.; π. τοῦ δήμου Arst.);
4 иметь руководящий голос: τὸ π. καὶ τὸ ἡγεῖσθαι Xen. председательствование в государственном совете и государственное управление.
Greek (Liddell-Scott)
προβουλεύω: βουλεύω, σκέπτομαι πρότερον, προνοῶ, προμελετῶ, ὅπως μηδὲν δεήσοι Θουκ. 3. 82, πρβλ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 819· μὴ προβουλεύσας, χωρὶς νὰ σκεφθῇ πρότερον, οὐχὶ μετὰ σκέψιν, ἄνευ προμελέτης, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 5. 8, 8. ― Μέσ., συζητῶ, συσκέπτομαι πρῶτος ἢ πρότερον ἄλλου, τι Ἡρόδ. 1. 133· ἀπολ., Ξέν. Κύρ. 4. 3, 17, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 5. 8, 5· πρός τι Ἱππ. 36. 24· ― Παθητ., τὸ προβεβουλευμένον Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 2, 17. 2) ἐπὶ τῆς Ἀθήνησι βουλῆς, κρίνω καὶ ἀποφασίζω προκαταρκτικῶς, ἀποφαίνομαι διὰ προβουλεύματος, Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 7· ἡ βουλὴ ταῦτα προβεβούλευκε Δημ. 351, 20· προεβούλευσεν ἡ βουλὴ ἐξιέναι ὁ αὐτ. 567. 3· τὴν δὲ βουλὴν προβουλεύσασαν ἐκκλησίαν ποιεῖν Συλλ. Ἐπιγρ. 75. 18, πρβλ. 106· ἐπὶ ἀρχόντων, προτείνω ψήφισμα, ἀπόφασιν, περί τινος Θουκ. 8. 1, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 14, 14, πρβλ. πρόβουλος Ι· ― ἀπροσώπ. ἐν τῷ παθ., προβεβούλευται ὅπως…, ἔχει ἀποφασισθῇ διὰ προβουλεύματος, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 623· τῇ βουλῇ προβεβ., μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 2· ― οὕτως ἐπὶ τῆς γερουσίας ἐν Σπάρτῃ, Πλουτ. Ἆγις 11· ἐπὶ τῆς Συγκλήτου ἐν Ρώμῃ, Πολύβ. 6. 16, 2. 3) διὰ τοιαύτης ἀποφάσεως παρέχω, τούτων τῶν προβεβουλευμένων... δωρεῶν Δημ. 243. 6. ΙΙ. εἶμαι πρῶτος ἐν τῇ βουλῇ καὶ ἐν τῇ ἐπιψηφίσει τῶν προβουλευμάτων, ἔχω τὴν πρωτεύουσαν γνώμην, Ξεν. Ἑλλ. 8. 7, 9. ΙΙΙ. πρ. τινός, σκέπτομαι περί τινος, προνοῶ διὰ τὸ καλόν τινος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1342, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 37· τοῦ δήμου, ὑπὲρ τοῦ δήμου ἢ πρὸ τοῦ δήμου, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 15, 11. IV. ἐκ τῶν προτέρων ἀποφασίζω περί τινος, Ἱππ. Ἀγμ. 750.
Greek Monolingual
ΝΑ, αιολ. τ. προβολλεύω Α
νεοελλ.
(η μετχ. παθ. παρακμ.) προβεβουλευμένος, -η, -ο
προσχεδιασμένος, προμελετημένος
αρχ.
1. σκέπτομαι ή αποφασίζω κάτι εκ τών προτέρων
2. (στην Αθήνα και για τη βουλή) κρίνω και αποφασίζω προκαταρκτικώς, αποφαίνομαι με προβούλευμα («ἡ βουλὴ ταῦτα προβεβούλευκε», Δημοσθ.)
3. (για τους άρχοντες, τους προβούλους) προτείνω ψήφισμα, υποβάλλω απόφαση προκειμένου να επικυρωθεί από τη βουλή με ψηφοφορία
4. είμαι πρώτος στη βουλή και στην επιψήφιση τών προβουλευμάτων, έχω πρωτεύουσα ή βαρύνουσα γνώμη μέσα στη βουλή
5. προνοώ για το καλό κάποιου («καὶ κήδομαί σου καὶ προβουλεύω μόνος», Αριστοφ.)
6. (μέσ. και παθ.) προβουλεύομαι
α) συζητώ, συσκέπτομαι πρώτος ή πριν από άλλον
β) επιτρέπω με προβούλευμα
γ) αποφασίζω για κάτι εκ τών προτέρων
7. (ως απρόσ.) προβεβούλευται ὅπως
έχει αποφασισθεί με προβούλευμα
β. (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὸ προβεβουλευμένον
βούλευμα, απόφαση της ρωμαϊκής συγκλήτου, προβούλευμα
9. φρ. α) «προβουλεύω τοῦ δήμου» — σκέπτομαι, προνοώ υπέρ του δήμου ή πριν από τον δήμο
β) «μὴ προβουλεύσας» — χωρίς προμελέτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + βουλεύω/βουλεύομαι «σκέπτομαι, αποφασίζω» (< βουλή «σκέψη»)].
Greek Monotonic
προβουλεύω: μέλ. -σω,
I. 1. σκέφτομαι ή μελετώ πιο πριν, σε Θουκ.· συζητώ ή θεωρώ πρώτος, σε Ηρόδ. κ.λπ.
2. λέγεται για τη βουλή στην Αθήνα, κρίνω ή αποφασίζω ένα προβούλευμα, σε Ξεν., Δημ.· λέγεται για άρχοντες, προτείνω ψήφισμα, σε Θουκ.· απρόσ. σε Παθ., τῇ βουλῇ προβεβούλευται, με αιτ. και απαρ., έχει αποφασιστεί με προβούλευμα ότι..., σε Ξεν.
3. αποφαίνομαι με τέτοια απόφαση, σε Δημ.
II. έχω τον πρώτο λόγο στη βουλή και στην ψήφιση των βουλευμάτων, σε Ξεν.
III. προβουλεύω τινός, προνοώ για κάποιον, φροντίζω για το καλό του, σε Αριστοφ., Ξεν.
Middle Liddell
fut. σω
I. to contrive or concert measures before, Thuc.:—Mid. to debate or consider first, Hdt., etc.
2. of the Senate at Athens, to frame or pass a προβούλευμα, Xen., Dem.; of magistrates, to propose decrees, Thuc.:—impers. in Pass., τῇ βουλῇ προβεβούλευται, c. acc. et inf., it has been decreed that, Xen.
3. to award by a decree of this kind, Dem.
II. to have the chief voice in the senate and in passing decrees, Xen.
III. πρ. τινός to deliberate for one, provide for his interest, Ar., Xen.
Lexicon Thucydideum
providere, praecavere, to foresee, guard against, 3.82.5,
ante consultare, to take counsel beforehand, 8.1.3.