ἀκέομαι
English (LSJ)
[ᾰ], Ion. imper. ἀκέο (for ἀκέεο) Hdt.3.40; Ep. part.
A ἀκειόμενος Il.16.29, Od.14.383, Pi.P.9.104: fut. ἀκέσομαι D.C.38.19, Ep. ἀκέσσομαι Musae.199, Att. ἀκοῦμαι (ἐξ-) Men.863: aor. ἠκεσάμην, Ep. imper. ἄκεσσαι, etc.:—Pass., v. sub fin.:
I trans., heal, cure, c. acc. of thing healed, ἕλκος ἄκεσσαι Il.16.523; ἕλκε' ἀκειόμενοι 16.29; ψώρην ἀκέσασθαι Hdt.4.90; of part healed, τὰ ἔσω ἀσκοῖσιν Hp.Mochl.25; ἄχος S.Tr.1035; βλέφαρον ἀκέσαιο τυφλόν E.Hec.1067; τὸν Λητώ τε καὶ Ἄρτεμις . . ἀκέοντο Il.5.448, cf. 402: c. gen. morbi, νούσου . . μ' ἀκέσω βαρυαλγέος Epigr.Gr.803 (Delos), cf. Paus.8.18.8.
2 stanch, quench, πίον τ' ἀκέοντό τε δίψαν Il.22.2, cf. Pi.P.9.104.
3 generally, mend, repair, νῆας ἀκειόμενος Od.14.383; freq. of tailors or cobblers, Luc.Fug.33, Nec.17; of a spider mending its web, Arist. HA623a18.
4 metaph., make amends for, repair, ἁμαρτάδα Hdt.1.167; τὰ ἐπιφερόμενα Id.3.16, cf. E.Med.199; μήνιμα Antipho 4.3.7; ἀδίκημα Pl.R.364c; ἀπορίας X.Mem.2.7.1.
II intr. or abs., apply a remedy, make amends, ἀλλ' ἀκεώμεθα θᾶσσον· ἀκεσταί τοι φρένες ἐσθλῶν Il.13.115; ἀλλ' ἀκέσασθε, φίλοι Od.10.69, cf. S.Ant.1027, Hdt.3.40, Pl.Phlb.30b.
III Act., Hp.Loc.Hom. 10; ἀκέεται in pass. sense, Aret. CA1.1; ἀκεομένου τοῦ κακοῦ Id.SD 1.6: aor. ἀκεσθῆναι Paus.2.27.3.
Spanish (DGE)
tejer, zurcir la araña su tela, Arist.HA 623a18
•de ropa remendar c. ac. ἱμάτιον Men.Fr.474, c. gen. τῶν ἱματίων Luc.Fug.33, del calzado ἀκούμενος τὰ σαθρὰ τῶν ὑποδημάτων Luc.Nec.17.
• Etimología: Cf. 1 ἀκεστής.
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [act. ἀκέουσιν Hp.Loc.Hom.10; jón. pres. ind. ἀκεῦνται Hdt.7.236, imperat. ἀκέο Hdt.3.40, part. ἀκειόμενος Il.16.29, Od.14.383, Pi.P.9.104; ép. aor. ind. ἠκέσατο Il.5.402, 901, imperat. ἄκεσσαι Il.16.523, part. ἀκεσθείς Paus.2.27.2, opt. ἀκέσαιο E.Hec.1067; fut. ἀκέσομαι D.C.38.19.2, ἀκέσσομαι Musae.199]
I 1curar, sanar c. ac. de pers. Il.5.402, 448, 901, κοῦρον Nonn.D.29.141
•c. ac. del mal o afección ἕλκος Il.16.29, 523, Musae.199, A.R.2.156, νόσους Democr.B 31, ψώρην Hdt.4.90, ἄχος S.Tr.1035, βλέφαρον τυφλόν E.Hec.1067, τὰ ἔσω Hp.Mochl.25, κακῷ κακόν ἀκειομένη A.R.4.1082, c. ac. de pers. y gen. νόσου ... μ' ἀκέσω curarás mi enfermedad, ID 2388.3
•sin valor deponente curarse ἀκέεται Aret.CA 1.1.23, ἀκεομένου τοῦ κακοῦ Aret.SD 1.6.2, τῆς μανίας Paus.8.18.8.
2 remediar, calmar δίψαν Il.22.2, Pi.P.9.104.
3 fig., sin valor deponente purificarse μὴ ἀκέσασθαι πρὶν τῷ Δηνὶ τῷ Ἀγοραίῳ ἑκατὸμ βοῦς καταθύσας ICr.App.34.15, cf. 19 (IV a.C.).
II 1de cosas inanimadas reparar, arreglar νῆας Od.14.383
•fig. reparar, remediar ἁμαρτάδα Hdt.1.167, ἀδίκημα Pl.R.364c, τὰς ἀπορίας X.Mem.2.7.1, τάδε E.Med.199, ἐὰν δέ τι καταβλάψῃ ἀκείσθω τοῖς ἰδίοις ἀνηλώμασιν IG 7.3073.31, cf. 37 (Lebadea II a.C.).
2 abs. remediar la situación, poner remedio, Il.13.115, Od.10.69, S.Ant.1027, Hdt.3.40, Pl.Phlb.30b, D.C.l.c.
III act. intr. curarse, buscar remedio λεπταὶ ἐοῦσαι συμπιλέονται, καὶ ἀκέουσιν αὐταὶ σφίσιν ἑωυτῇσι al ser tan finos (los poros) se obstruyen y buscan el remedio en sí mismos Hp.Loc.Hom.10.
• Etimología: Cf. ἄκος, 2 ἀκεστής.
German (Pape)
[Seite 70] (Ableitungunsicher), heilen; fut. ἀκέσομαι, aor. ἠκεσάμην, aor. pass. nur Paus. ἀκεσθέντων ὑπὸ Ἀσκληπιοῦ 2, 27, 3. 3, 19, 7; das act. ἀκέω nur Hippocr.; – Hom. Iliad. 16, 29 ἕλκε' ἀκειόμενοι, ἕλκος ἄκεσσαι 16, 523; τὸν (Αἰνείαν) ἀκέοντο 5, 448; τῷ δ' ἐπὶ Παιήων ὀδυνήφατα φάρμακα πάσσων ἠκέσατ' 5, 402. 901; νῆας ἀκειόμενον Od. 14, 383; ἀκέοντο δίψαν Iliad. 22, 2, stillten den Durst; Iliad. 13. 115 ἀλλ' ἀκεώμεθα θᾶσσον· ἀκεσταί τοι φρένες ἐσθλῶν, Scholl. Aristonic. ὅτι ἀμφίβολον τὸ ἀκεώμεθα, πότερον ἰαθῶμεν ἢ ἀκεσώμεθα· ὃ καὶ ὑγιές, οἷον τὸ ἐλάττωμα ἰασώμεθα; Od. 10, 69 ἀλλ' ἀκέσασθε, φίλοι· δύναμις γὰρ ἐν ὑμῖν, helfet; – Pind. P. 9, 108 δίψαν; – ψώρην τινί. 4, 90; βλέφαρον Hec. 1067; Ep. ad. 162 (App. 322) νούσου τινά, wie Paus. 8, 18, 3, sonst παύειν; τροφῇ τὴν τῆς τροφῆς ἐπιθυμίαν ἀκ. Plut. cup. div. 2; ἄχος Soph. Tr. 1027, κακόν Ant. 1014; λύπας Eur. Med. 203; ἁμαρτάδα, wieder gut machen, Her. 1, 167; ἀδίκημα, aussühnen, Plat. Rep. II, 364 b: τὸ μήνιμα τῶν ἀλιτηρίων Antiph. 4 γ 7; ἀπορίας Xen. Mem. 2, 7, 1; τὰ ἐπιφερόμενα Her. 3, 16, dagegen Vorkehrungen treffen; ausbessern, Sp. bes. von Kleidern, flicken, ἱμάτιον Men. bei Eust. 1647, 58; Luc. fugit. 33; Schuhe Necyom. 17.
French (Bailly abrégé)
v. ἀκέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀκέομαι: (ᾰκ)
1 лечить, исцелять, залечивать (ἕλκος Hom.; ἄχος Soph.): ἀ. τί τινι Her. и τινός τινα Anth. вылечивать кого-л. от чего-л.;
2 чинить, приводить в порядок (νῆας Hom.; τῶν ἳματίων τά διερρωγότα, τὰ σαθρἄ - v.l. σαπρά - τῶν ὑποδημάτων Luc.);
3 утолять (δίψαν Hom., Pind.);
4 искупать, заглаживать (ἁμαρτάδα Her.; ἀδίκημα Plut.);
5 помогать, облегчать (λύπας Eur.): γνώμη ἀ. τι Xen. помогать чему-л. советом.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκέομαι: [ᾰ], Ἰων. προστ. ἄκεο (ἀντὶ ἀκέεο), Ἡρόδ. 3. 40. Ἐπ. μετοχ. ἀκειόμενος, Ἰλ. Π. 29, Ὀδ. Ξ. 383, ὡσαύτως παρὰ Πινδ. Π. 9. 180: μέλλ. ἀκέσομαι, Δίων Κ. 38. 19. Ἐπ. ἀκέσσομαι, Μουσαῖος 199, Ἀττ. ἀκοῦμαι, Πλάτ. Πολ. 364C: ἀόρ. ἠκεσάμην, Ἐπ. προστ. ἄκεσσαι, κτλ.: ἴδε ἐν τέλ.: Ἀποθ. Ι. μεταβ. θεραπεύω, μετ’ αἰτ. τοῦ θεραπευομένου πράγματος, ἕλκος ἄκεσσαι, θεράπευσον τὸ ἕλκος, Ἰλ. Π. 523· ἕλκε’ ἀκειόμενοι, Π. 29· ψώρην ἀκέσασθαι, Ἡρόδ. 4. 90· ἢ μέρους τοῦ θεραπευομένου, βλέφαρον ἀκέσαιο τυφλόν, Εὐρ. Ἑκ. 1067· ὡσαύτως δὲ καὶ τοῦ θεραπευομένου προσώπου, ἐπὶ ... φάρμακα πάσσων ἠκέσατ’, ἐθεράπευσεν αὐτὸν τοῦ τραύματος, Ἰλ. Ε. 402, 901, πρβλ. 448· μετὰ γεν. τοῦ νοσήματος, νούσου ... μ’ ἀκέσω βαρυαλγέος, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 803· πρβλ. Παυσ. 8. 18, 8. 2) καταπαύω, πίον τ’ ἀκέοντό τε δίψαν, Ἰλ. Χ. 2. πρβλ. Πινδ. Π. 9, 180. 3) καθόλου, διορθῶ, ἐπισκευάζω, νῆας ἀκειόμενος, Ὀδ. Ξ. 383· συχνάκις ἐπὶ ῥάπτου ἢ σανδαλοποιοῦ, ὡς τὸ Λατ. resarcire, Λουκ. Δραπέτ. 33, Νεκυομ. 37· ἐπὶ ἀράχνης ἐπισκευαζούσης τὸν ἱστόν της, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 39, 4· πρβλ. ἀκεστής, ἀκεστικός. 4) μεταφ., ἀκ. ἁμαρτάδα, Ἡρόδ. 1. 167· τὰ ἐπιφερόμενα, ὁ αὐτ. 3. 16· κακόν, ἄχος, Σοφ. Ἀντιγ. 1027, Τρ. 1035, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 199· μήνιμα, Ἀντιφ. 128. 4· ἀδίκημα, Πλάτ. Πολ. 364C· ἀπορίας, Ξεν. Ἀπομ. 2. 7. 1. ΙΙ. ἀμετάβ. ἢ ἀπόλ., εὑρίσκω φάρμακον, συμβιβάζομαι, ἀλλ’ ἀκεώμεθα θᾶσσον· ἀκεσταί τοι φρένες ἐσθλῶν, Ἰλ. Ν. 115· ἀλλ’ ἀκέσασθε, φίλοι, Ὀδ. Κ. 69· πρβλ. Ἡρόδ. 3. 40, Πλάτ. Φίληβ. 30B. ΙΙΙ. τὸ ἐνεργ. ἀκέω, ἀπαντᾷ ἐν Ψευδο-Ἱππ. 412, 34, Συλλ. Ἐπιγρ. 511, 18· πρβλ. ἐξακέομαι καὶ ἀκέεται, μετὰ παθ. σημασ. Ἀρεταῖος Θερ. Ὀξ. Παθ. 1. 1, 1· ἀκεομένου τοῦ κακοῦ, ὁ αὐτ. Αἴτ. Χρον. Παθ. 1. 6· ἀόρ. ἀκεσθῆναι, Παυσ. 2. 27, 3.
English (Autenrieth)
ἀκειόμενος, aor. ἠκεσάμην (imp. ἄκεσσαι): heal; νῆας, ‘repair,’ Od. 14.383; met. of thirst (‘slake’), troubles (‘make good’), Il. 13.115, Od. 10.69.
Greek Monolingual
ἀκέομαι (Α)
1. θεραπεύω, περιποιούμαι
«ἕλκος ἄκεσσαι» (Όμ. Π 523)
2. καταπαύω, σταματώ
«πίον τ' ἀκέοντό τε δίψαν» (Όμ. Χ 2)
3. επιδιορθώνω, επισκευάζω
«νῆας ἀκειόμενος» (Όμ. ξ 383)
4. επανορθώνω
«ἀκέομαι ἀδίκημα» (Πλάτ. Πολιτ. 364c)
5. βρίσκω λύση, συμβιβάζομαι
«ἀλλ' ἀκέσασθε φίλοι» (Όμ. κ 69).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκος
το ρ. ἀκέομαι παρουσιάζει ποικιλία σημασιολογικών αποχρώσεων τόσο στην πεζογραφία όσο και στην ποίηση. Απαντά κυρίως ως ιατρικός όρος με τη σημασία «θεραπεύω» και ως τεχνικός όρος με τη σημασία «επανορθώνω, διορθώνω», ενώ παράλληλα χρησιμοποιείται συχνά με μεταφορική σημασία. Η πολυσημία της λ. είναι δυνατόν να οφείλεται σε σημασιολογική εξέλιξη
δηλ. η σημασία «θεραπεύω» προήλθε πιθανώς με περιορισμό της ευρύτερης σημασίας «επανορθώνω», εάν η σημασία αυτή θεωρηθεί ως αρχική, ή και αντίθετα, η σημασία «επιδιορθώνω, επανορθώνω» προήλθε με επέκταση της σημασίας «θεραπεύω». Όπως παρατηρεί ο Chantraine, το ρ. ἀκέομαι ως ιατρ. όρος διαφοροποιείται από το συνώνυμο του ἰῶμαι, αφ’ ενός γιατί δεν συνεκφέρεται μαζί με το όνομα του θεραπευτού (γιατρού), αφ’ ετέρου γιατί δεν έχει ως συμπλήρωμα όνομα προσώπου, όπως το ρ. ἰῶμαι, αλλά το όνομα ασθένειας, πόνου ή πληγής, που θεραπεύεται.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκεσία, ἄκεσις, ἄκεσμα, ἀκεσμός, ἀκεστήρ, ἀκεστός, ἀκέστρα, ἀκέστωρ, ἀκή
αρχ.-μσν.
ἀκεστής.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀκεσίμβροτος, ἀκεσώδυνος, ἀνακέομαι, ἀφακέομαι, διακέομαι, ἐνακέομαι, ἐξακέομαι, ἐπακέομαι, ἐφακέομαι].
Greek Monotonic
ἀκέομαι: [ᾰ], Ιων. προστ. ἄκεο (αντί ἀκέεο), Επικ. μτχ. ἀκειόμενος· μέλ. ἀκέσομαι, Επικ. ἀκέσσομαι, Αττ. ἀκοῦμαι· αόρ. αʹ ἠκεσάμην, Επικ. προστ. ἄκεσσαι (ἄκος)· αποθ.,
1. μτβ., θεραπεύω, επιφέρω ίαση, γιατρεύω, με αιτ. αυτού που θεραπεύεται· ἕλκοςἄκεσσαι, θεράπευσε το έλκος, την πληγή, το τραύμα, σε Ομήρ. Ιλ.· ή, με γεν., όταν λέγεται για το μέρος αυτού που θεραπεύεται· βλέφαρον ἀκέσαιο, σε Ευρ.· επίσης, θεραπεύω έναν άνθρωπο, σε Ομήρ. Ιλ.
2. καταπαύω, κατασβήνω, καταπραΰνω· δίψαν, στο ίδ.
3. γενικά, διορθώνω, επισκευάζω· νῆας, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για ράφτη ή υποδηματοποιό, όπως το Λατ. resarcire, σε Λουκ.
4. μεταφ., επισκευάζω, διορθώνω· ἁμαρτάδα, σε Ηρόδ.· κακόν, σε Σοφ.· απόλ., βρίσκω «φάρμακο», δηλ. τη λύση για κάτι που με απασχολεί, αρκούμαι, συμβιβάζομαι· ἀλλ' ἀκεώμεθα, ἀλλ' ἀκέσασθε, σε Όμηρ.
Middle Liddell
ἄκος [The form ἀκέο is for ἀκέεο.]
I. trans. to heal, cure, ἕλκος ἄκεσσαι heal the sore, Il.; or of part healed, βλέφαρον ἀκέσαιο Eur.; also to heal a person, Il.
2. to stanch, quench, δίψαν Il.
3. generally, to mend, repair, νῆας Od.; applied to a tailor or cobbler, like Lat. resarcire, Luc.
4. metaph. to repair, make amends for, ἁμαρτάδα Hdt.; κακόν Soph.:—absol. to make amends, ἀλλ' ἀκεώμεθα, ἀλλ' ἀκέσασθε Hom.
Mantoulidis Etymological
-οῦμαι (=θεραπεύω). Ἀπό τή λέξη ἄκος (=θεραπεία). Παράγ. ἀπό ἴδια ρίζα: ἄκεσις (=θεραπεία), ἄκεσμα, ἀκεσμός, ἀκέσμιος, ἀκεστήρ (=θεραπευτής), ἀκεστήριον, ἀκεστής, ἀκεστικός, ἀκεστός (=θεραπευτός), ἀνήκεστος (=ἀθεράπευτος), ἄκεστρον (=φάρμακο), ἀκέστωρ (=σωτήρ), ἀκεσώδυνος (=αὐτός πού παύει τίς ὀδύνες), πανακής (=θεραπεύει τά πάντα), πανάκεια (=φάρμακο πού θεραπεύει τά πάντα), ἐξακέομαι (=θεραπεύω ἐντελῶς), ἐξάκεσις, Ἀκουμενός (=μυθολογικός θεός τῆς Ἀθήνας).