κλέβω
Greek Monolingual
κλέβω και κλέφτω και κλέπτω (AM κλέπτω, Μ και κλέπτω και κλέβ[γ]ω και κλέφτω)
1. παίρνω κάτι που δεν μού ανήκει, αφαιρώ από κάποιον κάτι κρυφά ή με απάτη, σφετερίζομαι, καταχρώμαι, ιδιοποιούμαι, υπεξαιρώ (α. «της έκλεψαν τα λεφτά από την τσάντα» β. «μού έκλεψες την ιδέα» γ. «ἵνα μή διαφοιτέοντες τὰς νύκτας κλέπτοιεν παρ' αλλήλων», Ηρόδ.)
2. (για πρόσ.) αρπάζω, απάγω (α. «ο παπούς μου έκλεψε τη γιαγιά μου, γιατί δεν του τήν έδιναν» β. «κλεφτήκανε, γιατί θέλανε να ζήσουν μαζί» γ. «ὅταν παρῇ κλέψαι τε χἀρπᾶσαι βίᾳ», Σοφ.)
3. πετυχαίνω κάτι με βία ή με απάτη, κατορθώνω κάτι με δόλο (α. «της έκλεψε το φιλί» β. «γάμον δ' ἐκλέψατε δώροις», Θεόκρ.)
4. (για ζωγράφο) αντιγράφω (α. «το θέμα του πίνακα είναι κλεμμένο» β. «ζωγράφε, τὰς μορφὰς κλέπτεις μόνον», Λουκιαν.)
νεοελλ.
1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κλεμμένος, -η, -ο
αυτός που προέρχεται από κλοπή, κλοπιμαίος
2. φρ. α) «κλέβω την καρδιά κάποιου» — κάνω κάποιον να μέ ερωτευθεί
β) «κλέβω καιρό» ή «κλέβω χρόνο»
i) εξοικονομώ χρόνο («θα κλέψω λίγο χρόνο, για να σέ δω»)
ii) εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία («ει πως και κλέψουσι καιρό να ξανανεβούσι», Τζάνες)
γ) «συνελήφθη κλέπτων οπώρας» — πιάστηκε στα πράσα
4. παροιμ. «δούλεψε να φας και κλέψε νά 'χεις» — οι περιουσίες σχηματίζονται μόνο με κλέψιμο
νεοελλ.-μσν.
φρ. «κλέπτω τη θέληση κάποιου» — πετυχαίνω τη συγκατάθεση κάποιου
μσν.
1. καταλαμβάνω, κυριεύω πόλη, φρούριο κ.λπ.
2. λεηλατώ, διαρπάζω πόλη, σπίτι κ.λπ.
αρχ.
1. κατεβάζω κρυφά («οἵ πολλάκις μ' ἐφηῦρον ἐξ ἐπάλξεων πλεκταῖσιν εἰς γῆν σῶμα κλέπτουσαν τόδε», Ευρ.)
2. καταλαμβάνω απαρατήρητα («ἤν δὲ καὶ δυνηθῆτε τά τε ὄρη κλέψαι», Ξεν.)
3. απαλλάσσω από κάτι, αφαιρώ κάτι ανεπαίσθητα (α. «τάσεις φωνῆς, αἱ καλούμεναι προσῳδίαι, διάφοροι, κλέπτουσαι τῇ ποικιλίᾳ τὸν κόρον», Διον. Αλ.
β. «ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν ἐσορέοντι κλέπτεται οἱ ἡ αὐγή», Ιπποκρ.)
4. εξαπατώ, παραπλανώ, ξεγελώ κάποιον («οὐκ ἔστι Διὸς κλέψαι νόον», Ησίοδ.)
5. αποκρύπτω, συγκαλύπτω κάτι («τοῖς ὀνόμασι κλέπτων καὶ μεταφέρων τά πράγματα», Αισχίν.)
6. ψιθυρίζω, διαδίδω κακές φήμες («ὑποβαλλόμενοι κλέπτουσι μύθους», Σοφ.)
7. κάνω κάτι κρυφά («κλέπτων ἤ βιαζόμενος», Πλάτ.)
8. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) α) ενεργ. κλέπτων, -ουσα, -ον
επιρρεπής σε κλοπές, κλεπτικός
β) μέσ. κλεπτόμενος, -ένη, -ον
μυστικός, κρυφός («κλεπτομένης λαλιᾶς», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα klep- «κρύβω, κλέβω». Ο αόρ. ἔ-κλεψ-α αντιστοιχεί επακριβώς στον λατ. αόρ. cleps-i. Αντίστοιχοι του ενεστ. κλέπτω είναι ο λατ. ενεστ. clep-o «κλέβω» και ο γοτθ. hlifan «κλέβω», ενώ το λατ. cleps αντιστοιχεί στο ελλ. -κλεψ, που εμφανίζεται μόνον ως β' συνθετικό (πρβλ. βοῦ-κλεψ). Η ετεροιωμένη βαθμίδα klop- της ρίζας εμφανίζεται στα παρ. κλοπή, κλοπός «κλέφτης» και ίσως στο μσν. ιρλδ. cluain «απάτη» (< klop-ni-). Η Ελληνική εμφανίζει και τ. με εκτεταμένη-ετεροιωμένη βαθμίδα, όπως κλωψ «κλέφτης». Τέλος, ο παλαιός παρακμ. κέ-κλαμ-μαι (< κέ-κλαπ-μαι) εμφανίζει ίσως τη συνεσταλμένη βαθμίδα klp- της ρίζας. Δεν αποκλείεται η μακρινή συγγένεια του κλέπτω με το καλύπτω. Ο νεοελλ. τ. κλέβ-ω προέκυψε υποχωρητικά από τον αόρ. ἔ-κλεψ-α, κατά το σχήμα ἔ-τριψ-α: τρίβ-ω, ἔ-θλιψ-α: θλίβ-ω.
ΠΑΡ. κλέπτης, κλεπτικός, κλεψιμαίος, κλοπή
αρχ.
κλέβδην, κλεπία, κλέπος, κλεπτήρ, κλοπός, κλωψ
αρχ.-μσν.
κλέμμα
μσν.
κλεμμός, κλεψοσύνη
νεοελλ.
κλεφτός, κλέψιμο.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κλεψίλογος, κλεψύδρα
αρχ.
κλεπτοτρόφος, κλεπτουργής, κλεψίαμβος, κλεψικοίτης, κλεψιλογώ, κλεψίνους, κλεψίνυμφος, κλεψιποτώ, κλεψίρρυτος, κλεψιτόκος, κλεψίφρων, κλεψίχωλος, κλεψόγονος, κλεψυδράριος
αρχ.-μσν.
κλεπτοτελωνώ, κλεψιγαμία, κλεψίγαμος, κλεψιγαμώ, κλεψίσοφος, κλεψύδριον
μσν.
κλεπτοσπίτης, κλεπτοτελώνημα, κλεπτουργία, κλεψίθυρος, κλεψιμαχώ, κλεψιφάγος
νεοελλ.
κλεπταποδοχή, κλεπταποδόχος, κλεψιτυπία, κλεψίτυπος. (Β' συνθετικό) υποκλέπτω
αρχ.
ανακλέπτω, αντεκκλέπτω, αποκλέπτω, διακλέπτω, εκκλέπτω, παρακλέπτω, συγκλέπτω, συνεκκλέπτω, υπεκκλέπτω
νεοελλ.
κατακλέβω, κατακλέπτω, χαρτοκλέβω].