ἀνθηρός

Revision as of 07:43, 13 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "S.''Ant.''" to "S.''Ant.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἀνθηρά, ἀνθηρόν,
A flowery, blooming, ἔαρ Chaerem.9; λειμών, δάπεδον, Ar.Av.1093, Ra.352; χώρα Str.17.3.12 (Comp.); πρόσοψις, διάθεσις, D.S.5.3,19; τὰ ἀνθηρά = flowery meads, Plu.2.770b; but also, flowering plants, ib.765d.
II metaph., fresh, young, χλόη E.Cyc.541; of music, etc., fresh, new, X.Cyr.1.6.38; of persons, Plu.Pomp.69; ἱλαρὸς καὶ ἀνθηρός 2.50b; cf. ἄνθος II.1 fin.
2 τᾶς μανίας ἀνθηρὸν μένος rage bursting (as it were) into flower, i.e. exuberant, S.Ant.960.
3 bright-coloured, brilliant, τοῦ χαλκοῦ τὸ ἀ. Plu.2.395b; of colours, τὸ ἀνθηρὸν τῶν χρωμάτων Luc.Nigr.13. cf. Plu.2.79d, etc.
4 brilliant, splendid, δειπνάριον Diph.64; ἐδωδή Ph.1.679 (Comp.) (s.v.l.); βίος Max.Tyr.21.1; θεωρία Iamb.in Nic.p.35P.; of personal appearance, dress, etc., ἀνθηρὸς εἱμάτων στολῇ E.IA73. Adv. ἀνθηρῶς Sch.Opp.H.1.459.
5 of style, flowery, florid, ἀ. genus dicendi Quint.Inst.12.10.58,cf.Plu.2.648b; of music, ἀνθηρὰ καὶ μαλακὴ ἁρμονία (metaph. of policy), Id.Per.15; ἂν ἀ. ᾖ τὸ πρᾶγμα, ἔστω καὶ ἡ λέξις τοιαύτη Hermog.Prog. 10. Adv. "ἀνθηρῶς", an exclamation of applause, Plu.2.46a: Comp. ἀνθηρότερον, λέγειν Isoc.13.18.
III ἀνθηρός, ὁ, = ἅλιμον, Ps.-Dsc.1.91.
2 ἀνθηρά, ἡ, name of a lip-salve, Plin.HN24.69, Gal.13.839; also of a plaster, Cels.6.11, Sor. ap. Gal.12.957.

Spanish (DGE)

-ά, -όν
I lleno de flores, florido λειμών Ar.Au.1093, δάπεδον Ar.Ra.352, χλόη E.Cyc.541, ἔαρ Chaerem.9, χώρα Str.17.3.12, de plantas, Plu.2.765d, στέφανος Longus 1.15
subst. τὰ ἀνθηρά prados floridos Plu.2.770b.
II fig.
1 fresco, juvenil (τὴν τῶν θεῶν φύσιν) πρὸς ... τὴν εὐπρέπειαν ἀνθηρόν D.61.11, de la música, X.Cyr.1.6.38, de pers., Hp.Aër.5, Plu.Pomp.69, 2.50a.
2 brillante de cosas: de un esputo, Hp.Acut.(Sp.) 31, Epid.7.7, del pelo Apoc.Petr.3.10
subst. τοῦ χαλκοῦ τὸ ἀ. Plu.2.395b, τὸ ἀ. ... τῶν χρωμάτων Luc.Nigr.13.
3 de pers. elegante, hermoso ἀνθηρὸς μὲν εἱμάτων στολῇ E.IA 73, cf. D.C.Epit.9.17.2
de un poeta florido, refinado E.Fr.955gSn.
del estilo florido, elegante Plu.Per.15, ἂν ἀνθηρὸν τὸ πρᾶγμα, ἔστω καὶ ἡ λέξις τοιαύτη Hermog.Prog.10
neutr. como adv. ἀνθηρότερον ... λέγοντας hablando en forma más elegante Isoc.13.18.
4 de abstr. floreciente, abundante δειπνάριον Diph.64.1, βίος Max.Tyr.15.1, ἐδωδή Ph.1.679 (cód.), θεωρία Iambl.in Nic.p.35.
5 de abstr. que está en el punto culminante en sent. peyor. τᾶς μανίας ... ἀνθηρὸν ... μένος S.Ant.960.
III subst.
1 ἀνθηρός, ὁ bot. armuelle, bledo, Atriplex halimus L., Ps.Dsc.1.91.
2 ἀνθηρόν· τὴν σανδαράκην Hsch.
IV adv. ἀνθηρῶς como exclamación muy bien Plu.2.46a
brillantemente Sch.Opp.H.459.

German (Pape)

[Seite 232] blühend, χλόη Eur. Cycl. 539; λειμών Ar. Av. 1093; δάπεδον Ran. 351; ἔαρ Chaerem. Ath. 608 e; oft Plat., z. B. τὰ ἀνθηρά, Blumen, amat. 19; meist übertr., von frischer, jugendlicher Anmuth, νέα καὶ ἀνθηρά Xen Cyr. 1, 6, 38; von der Rede, ἀνθηρότερον καὶ χαριέστερον λέγειν Isocr. 13, 18; μένος den höchsten Grad erreichend, Soph. Ant. 950; bunt, vielfarbig. τὸ τῶν χρωμά των ἀνθηρόν, die Buntfarbigkeit, Luc. Nigr. 13; vgl. Plut. Pericl. 1; ἀνθ. εἱμάτων στολῇ, mit bunter Kleiderpracht, Eur. I. A. 73.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
1 fleuri ; p. anal. éclatant;
2 qui est dans sa fleur, càd dans toute sa force : μανίας ἀνθηρὰ μένος SOPH folie dans toute sa violence.
Étymologie: ἄνθος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθηρός:
1 цветущий (λειμών Arph.: πρόσοψις Diod.);
2 молодой, свежий (χλόη Eur.);
3 сияющий, веселый, радостный (ἱλαρὸς καὶ ἀ. Plut.);
4 яркий, сверкающий (εἱμάτων στολῇ Eur.; χρώματα Plut.);
5 цветистый, пышный (ὀνόματα Plut.);
6 сильнейший, крайний (μανίας μένος Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθηρός: -ά, -όν, (ἀνθέω) πλήρης ἀνθέων, ἀνθίζων, ἀνθηροῦ τέκνα ἔαρος Χαιρήμ. παρ’ Ἀθην. 608Ε· λειμών, δάπεδον Ἀριστοφ. Ὄρν. 1093, Βάτρ. 351· πρόσοψις, διάθεσις Διόδ. 5. 3, καὶ 19: - τὰ ἀνθηρά, ἀνθηροὶ λειμῶνες, Πλούτ. 2. 770Β· ἀλλ’ ὡσαύτως, φυτὰ ἀνθοφόρα, αὐτόθι 763D. ΙΙ. μεταφ., δροσερός, νεαρός, σφριγῶν, χλόη Εὐρ. Κύκλ. 541: ἐπὶ μουσικῆς κτλ. πρόσφατος, καὶ ἐν τοῖς μουσικοῖς τὰ νέα καὶ τὰ ἀνθηρὰ εὐδοκιμεῖ Ξεν. Κύρ. 1. 6. 38, πρβλ. Πλουτ. Περικλ. 15· ἐπὶ προσώπων, Πλουτ. Πομπ. 69· ἱλαρὸς καὶ ἀνθ. ὁ αὐτ. 2. 50Β· ἴδε ἄνθος ΙΙ. ἐν τέλ. 2) τᾶς μανίας δεινὸν ἀποστάζει ἀνθηρόν τε μένος, «τὸ ἀκμαῖον καὶ ἀνθοῦν ἐν κακοῖς» (Σχολ.) Σοφ. Ἀντ. 960. 3) ζωηρὸν ἔχων χρῶμα, λαμπρός, ὡς τὸ ἀνθινός, ἀνθηρὸς εἰμάτων στολῇ Εὐρ. Ι. Α. 73· τοῦ χαλκοῦ τὸ ἀνθ., ἡ λαμπρότης, ἡ στιλπνότης αὐτοῦ, Πλούτ. 2. 395Β, πρβλ. 79D· ἐπὶ χρωμάτων, τὸ ἀνθ. τῶν χρωμάτων Λουκ. Νεγρ. 13, καὶ συχν. παρὰ Πλουτ. 4) λαμπρός, ἐξαίρετος, τὸ δειπνάριον ἀνθηρὸν ἦν, γλαφυρὸν σφόδρα Δίφιλ. ἐν «Πελιάσι» 1· ἐδωδὴ Φίλων 1. 679. 5) ἐπὶ ὕφους, ἀνθηρόν, γλαφυρόν, Πλούτ. 2. 648Β: οὕτως, ὡς ἐπίρρ., ἀνθηρότερον λέγειν Ἰσοκρ. 294Ε.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀνθηρός, -ά, -όν) άνθος
(για έδαφος ή τόπο) αυτός που έχει πολλά άνθη, λουλουδιασμένος
νεοελλ.
μτφ.
1. (για πρόσωπα) δυνατός, γερός, ευδιάθετος
2. (για πράγματα, καταστάσεις) αυτός που ακμάζει, που ανθεί
3. φρ. «ανθηρά οικονομικά μέσα» — μεγάλη οικονομική ευχέρεια
αρχ.
1. ανθισμένος, γεμάτος λουλούδια
2. μτφ. δροσερός, ακμαίος, νέος
3. μτφ. (για μουσική) νέος, σύγχρονος
4. (για πρόσωπα) ευχάριστος
5. (για χρώματα) ζωηρόχρωμος, λαμπερός, στιλπνός
6. εξαίρετος, λαμπρός
7. (για λογοτεχνικό ύφος ή μουσική) χαριτωμένος, κομψός, γλαφυρός, αρμονικός
8. «τᾱς μανίας δεινὸν ἀνθηρόν τε μένος» (Σοφ.)
το φοβερό το θρασομάνισμά του και τ' άγριο φούντωμα της λύσσας του (Γρυπάρης)
9. επίρρ. ανθηρώς
επιφώνημα επιδοκιμασίας.

Greek Monotonic

ἀνθηρός: -ά, -όν (ἀνθέω),
I. πλήρης λουλουδιών, ανθηρός, αυτός που ανθίζει, σε Αριστοφ.
II. μεταφ., δροσερός, νεαρός, σφριγηλός, σε Ευρ., Ξεν.
2. ἀνθηρὸν μένος, η κακία ξεσπά στο άνθος της, δηλ. είναι στην ακμή της, σε Σοφ.
3. ανοιχτόχρωμος, λαμπερός, σε Ευρ.· τὸ ἀνθ., φωτεινότητα, λαμπρότητα, σε Λουκ.

Middle Liddell

ἀνθέω
I. flowering, blooming, Ar.
II. metaph. blooming, fresh, Eur., Xen.
2. ἀνθηρὸν μένος rage bursting into flower, i. e. at its height, Soph.
3. bright-coloured, bright, Eur.; τὸ ἀνθ. brightness, Luc.