δέρω

English (LSJ)

Ar.V.485, Pl.Euthd.285c, etc.:—also δείρω Hdt.2.39, Ar. Nu.442, Av.365, Cratin.361: impf.
A ἔδερον Il.23.167, Ep. δέρον Od. 8.61: fut. δερῶ Ar.Eq.370: aor. ἔδειρα Il.2.422, (ἀπ-) Hdt.5.25, (ἐκ-) Pl.R. 616a:—Med., v. ἀναδέρω:—Pass., fut. δᾰρήσομαι Ev.Marc.13.9, POxy.653b (ii A.D.): aor. ἐδάρην [ᾰ] Men.Mon.422, (ἀπ-) X.An. 3.5.9, (ἐκ-) Hdt.7.26; part. δαρθείς Nicoch.8: pf. δέδαρμαι (v. infr.):—skin, flay, of animals, δ. βοῦς Il.23.167: prov. κύνα δέρειν δεδαρμένην = flog a dead horse, Pherecr.179; ἀσκὸς δεδάρθαι = to have one's skin flayed off, Sol.33.7; δερῶ σε θύλακον κλοπῆς = I will make a thief's purse of your skin, Ar.Eq.370: prov., πρὶν ἐσφάχθαι δέρεις = first catch your hare, then cook it, Eust.1792.45; ἀέρα δέρειν = 'plough the sands', Id.1215.50, Suid.
2 Anat., separate by avulsion, Herophil. ap. Gal. 2.349.
II colloquially, cudgel, thrash, δέδοκταί μοι δέρεσθαι καὶ δέρειν δι' ἡμέρας Ar.V.485, cf. Nu.442, POxy. l.c. (ii A. D., Pass.): prov., ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται = 'spare the rod and spoil the child', Men. l. c., cf. SIG1109.91 (ii A.D.): metaph., εἰς πρόσωπόν τινα δ. 2 Ep.Cor.11.20. (Cf. Lith. derù 'flay', Skt. dṛṇā́ti 'split'.)

Spanish (DGE)

• Alolema(s): jón., poét. δείρω Il.1.459, Od.10.533, 11.46, Hdt.2.39, Ar.Nu.442, Hp.Haem.4, Cratin.341
• Morfología: [ép. impf. sin aum. 3a sg. δέρον Il.7.316; aor. sin aum. δεῖραν A.R.1.432, v. pas. part. δαρθείς Nicoch.11]
I tr.
1 despellejar, desollar, arrancar la piel totalmente, esp. de anim. en sacrificios βοῦν Il.7.316, cf. 23.167, μῆλα Od.10.533, 11.46, cf. Opp.C.3.282, Hierocl.Facet.146, σῶμα ... τοῦ κτήνεος δείρουσι Hdt.l.c., τὴν ὁλοκαύτωσιν LXX 2Pa.29.34, c. compl. implícito en el cont. Il.1.459, Plu.2.993B, D.Chr.4.44, Hld.5.28, en v. pas. πρόβατον Hp.Haem.4, ἔριφοι PCair.Zen.354.4 (III d.C.), de Marsias, Timocl.19.1, cf. Pl.Euthd.285c
prov. κύνα δέρειν δεδαρμένην = desollar un perro ya desollado ref. a hacer una cosa que ya está hecha, predicar en el desierto, machacar en hierro frío Pherecr.193, πρὶν ἐσφάχθαι δέρεις Eust.1792.45, cf. Sud.
2 c. doble ac. quitar toda la piel de manera que quede hecha algo, e.e., hacer de la piel algo τοὐμὸν σῶμα ... ἀσκὸν δείρειν hacer de mi cuerpo un odre Ar.Nu.442, δερῶ σε θύλακον haré de tu piel un saco Ar.Eq.370, τοῦς (βοῦς) ... δεῖράν τε βοείας (a los bueyes) les quitaron las pieles (para curtirlas), A.R.1.432
en v. pas. mismo sent. c. compl. pred. ἤθελον γάρ κεν ἀσκὸς ... δεδάρθαι habría consentido en que hicieran de mi piel un odre Sol.23.7.
II 1despellejar, desollar parcialmente, escoriar en v. med.-pas. ἀνατεθεὶς ἐπὶ τὴν ἀστράβην ἐδάρην τὸν ὄρρον habiéndome colocado sobre la silla de montar me desollé la rabadilla Luc.Lex.2
part. perf. c. sent. pas. τῇ κράνῃ δεδορκώς desollado en el cráneo, e.e. con el cráneo desollado Ps.Caes.30.29.
2 desollar a golpes, pegar, zurrar σφάττε δεῖρε κόπτε Cratin.l.c., cf. Ar.V.485, a esclavos ὃν μὲν ἔδειραν, ὃν δὲ ἀπέκτειναν Eu.Matt.21.35, εἴ τις εἰς πρόσωπον ὑμᾶς δέρει 2Ep.Cor.11.20, καθ' ἡμέρα<ν> δεροῦσί με PMich.204.9 (II d.C.), cf. POxy.3070.7 (I d.C.), ὁ στρα(τηγὸς) δέδερκέ (sic) με χάριν σου PUps.Frid.9.4 (II/III d.C.), κατέσχον δέ με μεταξὺ πάντων καὶ ἔδερον Manes 100.9, a una mujer por celos AP 5.41, 43 (Rufin.), en v. pas. ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται Men.Mon.573, ὑπὸ φυλάκων δύο ῥάβδοις καὶ κόμμασι SB 7523.3, cf. 12 (II d.C.), POxy.2339.7 (I d.C.), IG 22.1368.91 (II d.C.)
c. ac. int. δέρεται τὰς παντὸς ἀγῶνος πληγάς aludiendo a los combates en la palestra AP 11.79 (Lucill.), Eu.Luc.12.47
prov. ἀέρα δέρων = azotando el aire de algo inefectivo e inútil, 1Ep.Cor.9.26, Chrys.M.49.74.
3 en sent. sexual desollar interpretado así el prov. κύνα δέρειν δεδαρμένην (cf. I 1) ref. al uso de un consolador, Ar.Lys.158
en metáf. erótico-culinaria τὸν ἄνθρωπον ... σφάττειν καὶ δέρειν Luc.Asin.6.
• Etimología: Cf. gót. -taíran, lituan. derù, aesl. derǫ, etc.

French (Bailly abrégé)

f. δερῶ, ao. ἔδειρα, pf. inus.
Pass. f. réc. δαρήσομαι, ao. ἐδάρθην, ao.2 ἐδάρην, pf. δέδαρμαι;
écorcher, ôter la peau d'un animal mort ; fig. ἀσκὸν δ. τινά faire de la peau de qqn une outre;
NT: maltraiter ; châtier durement.
Étymologie: R. Δαρ, écorcher.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δέρω en δείρω, ep. imperf. δέρον; aor. ἔδειρα, pass. ἐδάρην; perf. med.-pass. δέδαρμαι; fut. δερῶ, pass. δαρήσομαι villen; met pred. acc. (prolept.):; ἀσκὸν δείρειν (het lichaam) villen tot een wijnzak Aristoph. Nub. 442; δερῶ σε θύλακον ik zal van je huid een zak maken Aristoph. Eq. 370; spreekw.: κύνα δέρειν   δεδαρμένην een hond villen die al gevild is, ‘trekken aan een dood paard’ Aristoph. Lys. 158. uitbr. afrossen, toetakelen; met prep.: ἀνέχεσθε … εἴ τις εἰς πρόσωπον ὑμᾶς δέρει u verdraagt het als iemand u in het gezicht slaat NT 2 Cor. 11.20.

German (Pape)

schinden, abhäuten, das Fell abziehen; Wurzel Δαρ-, mit Umlaut Δερ-, vgl. perfect. δέδαρμαι und aorist. pass. ἐδάρην und die Nebenformen δείρω (s. oben besonders), entstanden aus ΔΕΡίΩ, und δαίρω, entstanden aus ΔαΡίΩ; über die verwandten Wötter anderer indogermanischer Sprachen s. Curtius Grundz. d. Griech. Etymol. 1 S. 200. – Futur. δερῶ, aorist. act. ἔδειρα, perf. pass. δέδαρμαι, Ar. Lys. 158, aor. pass. ἐδάρην, δαρθείς Nicochar. B.A. 89, futur. pass. δαρήσομαι. – Homerische Formen: ἔδερον 3. plural., Il. 23.167; δέρον 3. plural., Il. 7.316; ἔδειραν, Il. 2.422; δείρας, Od. 10.19, δῶκε δέ μοι δείρας, var. lect. δῶκέ μοι ἐκδείρας; δείραντας, Od. 11.46. Vom Abhäuten der Tiere beim Schlachten: Il. 7.316 τοῖσι δὲ βοῦν ἶέρευσεν Ἀγαμέμνων ἄρσενα πενταέτηρον –. τὸν δέρον ἀμφί θ' ἕπον, καί μιν διέχευαν ἅπαντα, μίστυλλόν τ' ἄρ' ἐπισταμένως, πεῖράν τ' ὀβελοῖσιν, ὤπτησάν τε περιφραδέως, ἐρύσαντό τε πάντα: man beachte die Homerische Enallage der Tempora, δέρον statt des aorist. Od. 11.46 ἑτάροισιν ἐκέλευσα μῆλα, τὰ δὴ κατέκειτ' ἐσφαγμένα νηλέϊ χαλκῷ, δείραντας κατακῆαι. Od. 8.61 τοῖσιν δ' Ἀλκίνοος δυοκαίδεκα μῆλ' ἱέρευσεν, ὀκτὼ δ' ἀργιόδοντας ὕας, δύο δ' εἰλίποδας βοῦς· τοὺς δέρον ἀμφί θ' ἕπον, τετύκοντό τε δαῖτ' ἐρατεινήν. Vom Schlauche des Aeolus Od. 10.19 δῶκε δέ μοι δείρας ἀσκὸν βοὸς ἐννεώροιο, ἔνθα δὲ ῃυκτάων ἀνέμων κατέδησε κέλευθα. – Folgende: ἀσκὸν δέρειν τινά, poet. bei Plut. Sol. 14, Einen lebendig schinden, durchgerben, durchprügeln; Ar. Ran. 618; vgl. δαίρω. Allgemeiner: ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται Menand. monost. 422; vgl. Plat. Euthyd. 285d.

Russian (Dvoretsky)

δέρω: Arph. тж. δαίρω (fut. δερῶ, aor. ἔδειρα; pass.: fut. NT δαρήσομαι, aor. ἐδάρην, pf. δέδαρμαι)
1 сдирать кожу, обдирать (μῆλα, ὕας, βοῦς Hom.): κύνα δ. δεδαρμένην погов. Arph. обдирать ободранную собаку, т. е. переделывать уже сделанное; δ. τινὰ ἀσκόν Solon ap. Plut. или θύλακον погов. Arph. сдирать с кого-л. кожу (живьем);
2 драть, лупить, сечь, колотить (δέρεσθαι καὶ δ. Arph.; ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται Men.).

English (Autenrieth)

ipf. ἔδερον, δέρον, aor. ἔδειρα: flay.

English (Strong)

a primary verb; properly, to flay, i.e. (by implication) to scourge, or (by analogy) to thrash: beat, smite.

English (Thayer)

1st aorist ἔδειρα; 2future passive δαρήσομαι;
1. to flay, skin: Homer, Iliad 1,459; 23,167, etc.
2. to beat, throb, smite (cf. German durchgerben (low English hide)), so sometimes in secular authors from Aristophanes ran. 619 (cf. vesp. 485) down: τινα, εἰς πρόσωπον δέρειν τινα, ἀέρα δέρειν (see ἀήρ), δαρήσεται πολλάς, namely, πληγάς, will be beaten with many stripes); ὀλίγας, cf. Xenophon, an. 5,8, 12 παίειν ὀλίγας, Sophocles El. 1415 παίειν διπλην, Aristophanes nub. 968 (972) τύπτεσθαι πολλάς, Plato, legg. 8, p. 845a. μαστιγουσθαι πληγάς; cf. (Winer's Grammar, 589 (548)); Buttmann, (82 (72)); § 134,6).

Greek Monolingual

βλ. δέρνω.

Greek Monotonic

δέρω: Ιων. δείρω, Αττ. επίσης (χάριν μέτρου) δαίρω, παρατ. ἔδερον, Επικ. δέρον, μέλ. δερῶ, αόρ. αʹ ἔδειρα — Παθ. μέλ. δᾰρήσομαι, αόρ. ἐδάρην [ᾰ], παρακ. δέδαρμαι·
I. αφαιρώ το δέρμα, «γδέρνω», λέγεται για ζώα, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἀσκὸν δεδάρθαι, να εκδαρώ και το δέρμα μου να γίνει ασκί, σε Σόλωνα· ομοίως, δερῶ σε θύλακον, θα κάνω πουγκί από το δέρμα σου, σε Αριστοφ.
II. επίσης (όπως λέξεις της αργκό, ξυλοφορτώνω ή μαυρίζω στο ξύλο), ξυλοκοπώ, δέρνω, μαστιγώνω, συνθλίβω, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

δέρω: Ἀριστοφ., Πλάτ., κτλ.· καὶ ὅταν ἡ πρώτη συλλαβὴ πρέπῃ νὰ εἶναι μακρά, δείρωδαίρω, Ἀριστοφ. Νεφ. 442, Ὄρν. 365, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 150, ὧν τὸ δείρω εἶναι καὶ ὁ τύπος ὃν μετεχειρίσθη ὁ Ἡρόδ.· παρατ. ἔδερον Ὅμ.·- μέλλ. δερῶ Ἀριστοφ. Ἱππ. 370· ἀόρ. ἔδειρα Ἰλ., (ἀπ-) Ἡρόδ., (ἐκ-) Πλάτ. – Μέσ., ἴδε ἀναδέρω.– Παθ., μέλλ. δᾰρήσομαι Κ. Δ., ἀόρ. ἐδάρην [ᾰ] Μένανδ. Μονοστ. 422, (ἀπ-) Ξεν., (ἐκ-) Ἡρόδ.· μετοχ. δαρθεὶς ἐν Νικοχ. Κεντ. 1· πρκμ. δέδαρμαι, ἴδε κατωτ. (Ἐκ τῆς √ΔΕΡ παράγονται καὶ τὰ δέρος, δέρμα, δορὰ, δέρρις, δέρτρον· πρβλ. Σανσκρ dar, drin âmi (disseco), darvi (snake-skin), dritis (σακκίδιον ἐκ δέρματος)· Γοτθ. gataira (καταλύειν), Παλαιο-Γερμ. zeru, fer-zeru (καταστρέφω).) Ἀφαιρῶ τὸ δέρμα, «γδέρνω», ἐπὶ ζῴων, δ. βοῦς, μῆλα Ὅμ.· κύνα δέρειν δεδαρμένην, ἐπὶ ματαιοπονίας, Φερεκρ. παρ’ Ἀριστοφ. Λυσ. 158·- ἀσκὸν δεδάρθαι, νὰ ἐκδαρῶ καὶ τὸ δέρμα μου νὰ γείνῃ ἀσκός, Σόλων 32. 7· οὕτω, δερῶ σε θύλακον, ἐκ τοῦ δέρματός σου θὰ κάμω βαλλάντιον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 370. ΙΙ. ὡσαύτως (κατὰ χυδαίαν ἀντίληψιν), κτυπῶ, δέρνω, μαστιγώνω, δέδοκταί μοι δέρεσθαι καὶ δέρειν δι’ ἡμέρας Ἀριστοφ. Σφηξ. 485, πρβλ. Νεφ. 442, Βατρ. 619· ἐντεῦθεν παροιμ., ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται, ὡς τὸ παθήματα μαθήματα, Μένανδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· πρβλ. λέπω ΙΙ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: skin, flay (Il.).
Other forms: also δείρω, aor. δεῖραι, fut. δερῶ, pass. δαρῆναι, δαρθῆναι, perf. δέδαρμαι
Compounds: with prefixes ἀπο-, ἐκ- etc.
Derivatives: δέρμα (slayed) skin, leather (Il.; vgl. Porzig Satzinhalte 265) with dimin. δερμάτιον (Pl.); adj. δερμάτινος leather (Od.), δερματικός of leather (Arist.) with δερματίκιον a cloth (pap.), δερματώδης skinlike (Arist.), δερματηρός in δερματηρά f. tax of the tenners (pap.), δέρμητες οἱ ἐξ ἐφήβων περίπολοι (cod. περισσοί) H., cf. γυμνῆτες, κούρητες etc. Rare denomin. ἀπο-δερματόω flay (Plb.; δεδερματωμέναι as explanation of ἰσχαλωμέναι H.), ἀπο-δερματίζω (medic.), δερμύλλει αἰσχροποιεῖ, οἱ δε ἐκδέρει (H., Sch.; s. Schwyzer 736). - δάρμα (delph.; from δέρμα, Schwyzer 274; but ἀποδάρματα Hdt. 4, 64 with ablaut?). - δέρος n. = δέρμα (S.); also δέρας id. (Chios, E.); δάρος τὸ βουτύπιον H. - δορά flayed skin (Ion.-Att.); with δορεύς flayer, also a throw with dice (Herod.), δορίς sacificial knife (Com.), δορικός of skin (Hp.), δορόω smear (inscr.) with δόρωσις, δορώσιμος (pap.), ἐνδόρωμα (inscr.). - δορός leather sack (β 354; 380; cf. Schwyzer 459). - δέρρις f. skin, esp. as term. techn. for screens etc. used in a siege (Th.), from *δέρ-σις (or expressive s. Chantr. 280); here δέρριον τρίχινον σακίον H., δερρίσκος (Attica). - Regular zero grade δάρσις (Gal.). - δέρτρον caul, membrane (λ 579 etc.), and δέτρον (H., Et. Gud.). - δερτον (accent.?) flayed sheep (Mykonos). - δάρτης flayer (gloss.). - Verbal adj. δρατός (Ψ 169), δαρτός (Miletos Va); with δάρτινον πέπλον λινοῦν H.(?) - δῆρις battle s. v. - S. also δόρκαι.
Origin: IE [Indo-European] [206] *der- flay
Etymology: With δέρω compare in Germ. and Balto-Slav., e. g. Goth. dis-, gataíran tear up, destroy, OHG (fir-)zeran id., NHG (ver)zehren; Lith. derù, dir̃ti (dìrti) flay, OCS derǫ, dьrati flay. In Sanskrit athem. dár-ti to split and the nā-present dr̥ṇā́-ti id. Beside the aorist ἔ-δειρα < *ἔ-δερσα Skt. dárṣ-a-t (subj.). Beside δάρσις = Skt. dŕ̥ti- sack, Goth. ga-taúrhs destruction, Russ. dertь newly cleared land; δρατός, δαρτός = Skt. dr̥tá-. - A jotpresent (cf. δείρω) in Lith. diriù flay; the old zero grade would agree with Gr. δαίρω (Hdt.), but this form is late.

Middle Liddell

I. to skin, flay, of animals, Hom., etc.:— ἀσκὸν δεδάρθαι to have one's skin flayed off, Solon; so, δερῶ σε θύλακον I will make a purse of your skin, Ar.
II. also (like the slang words to tan or hide) to cudgel, thrash, Ar.

Frisk Etymology German

δέρω: {dérō}
Forms: auch δείρω, Aor. δεῖραι, Pass. δαρῆναι, δαρθῆναι, Perf. δέδαρμαι,
Grammar: v.
Meaning: abhäuten, schinden (seit Il.).
Composita: auch mit Präfix ἀπο-, ἐκ- usw.
Derivative: Zahlreiche Verbalnomina: 1. δέρμα ‘(abgezogene) Haut, Fell, Leder’ (seit Il.; vgl. Porzig Satzinhalte 265) mit mehreren Ableitungen: Deminutivum δερμάτιον (Pl., Arist., Pap.); Adjektiva δερμάτινος ledern (seit Od.), δερματικός aus Haut, hautähnlich (Arist. u. a.) mit δερματίκιον Bez. eines Gewands (Pap.), δερματώδης hautähnlich (Arist., Thphr. usw.), δερματηρός in δερματηρά f. Gewerbesteuer der Gerber (Pap.; vgl. Mayser Pap. 1: 3, 96), δέρμητες· οἱ ἐξ ἐφήβων περίπολοι (cod. περισσοί) H., vgl. γυμνῆτες, κούρητες usw. Seltene Denominativa: ἀποδερματόω schinden, abhäuten (Plb.; δεδερματωμέναι als Erklärung von ἰσχαλωμέναι H.), ἀποδερματίζω (Mediz.), δερμύλλει· αἰσχροποιεῖ, οἱ δὲ ἐκδέρει (H., Sch.; vgl. Schwyzer 736). — 2. δάρμα (delph.; wohl aus δέρμα, Schwyzer 274; aber ἀποδάρματα Hdt. 4, 64 mit Ablaut). — 3. δέρος n. = δέρμα (poet., S., E., A. R. u. a.); auch (nach κρέας?) 4. δέρας ib. (Chios, E.); 5. δάρος· τὸ βουτύπιον H. — 6. δορά abgezogene Haut, Fell (ion. att.); davon δορεύς Schinder, auch übertr. als Bez. eines Wurfes beim Würfelspiel (Herod., Eub.; vgl. Boßhardt Die Nomina auf -ευς 46), δορίς Opfermesser (Kom. u. a.; vgl. κοπίς und Chantraine Formation 338), δορικός aus Fell (Hp.), δορόω bestreichen, überziehen (Inschr.) mit δόρωσις, δορώσιμος (Pap.), ἐνδόρωμα (Inschr., von ἐνδορόω). — 7. δορός lederner Schlauch, Sack (β 354; 380; vgl. Schwyzer 459). — 8. δέρρις f. Haut, insbes. als term. techn. für die zu Schirmen und Vorhängen bei Belagerungsarbeiten verwendeten Felle (Th., Kom. usw.), gewöhnlich aus *δέρσις (mit auffallender Hochstufe und Assimilation) erklärt, aber eher volkstümlicher Soldatenausdruck mit expressiver (hypokoristischer) Gemination (vgl. Chantraine 280; auch Schwyzer 115 A. 1); dazu δέρριον· τρίχινον σακίον H., δερρίσκος (Attika). — Dagegen mit regelmäßiger Schwundstufe und unterbliebener Assimilation 9. δάρσις das Abhäuten (Gal.), formal = aind. dŕ̥ti- usw., s. unten. — 10. δέρτρον Netzhaut, Darmfell (λ 579 usw.), durch Dissimilation δέτρον (H., Et. Gud.). — 11. δερτον (Akz.?) abgehäutetes Schaf (Mykonos). — 12. δάρτης Schinder (Gloss.). — 13. Verbaladjektiv δρατός (Ψ 169), δαρτός (Miletos Va usw.) = aind. dr̥tá- usw., s. unten; dazu δάρτινον· πέπλον λινοῦν H. — 14. δῆρις Kampf s. bes. — Vgl. auch δόρκαι.
Etymology: Das thematische Wurzelpräsens δέρω hat Entsprechungen im Germanischen und Baltisch-Slavischen, z. B. got. dis-, gataíran zerreißen, zerstören, ahd. (fir-)zeran ib., nhd. (ver)zehren; lit. derù, dir̃ti (dìrti) die Haut abziehen, aksl. derǫ, dьrati schinden, reißen. In Anbetracht der starken Produktivität dieser Verbklasse können natürlich unabhängige Parallelbildungen vorliegen. Daneben steht im Altindischen das athematische dár-ti er spaltet ebenso wie das -Präsens dr̥ṇā́-ti ib.. Der sigmatische Aorist ἔδειρα aus *ἔδερσα hat ebenfalls ein Gegenstück außerhalb des Griechischen, u. zw. in aind. dárṣ-a-t (kurzvokalischer Konj.). Auch unter den Verbalnomina finden sich mehrfach formale Übereinstimmungen mit anderen Sprachen: δάρσις = aind. dŕ̥ti- Schlauch, got. ga-taúrhs Zerstörung, russ. dertь Rodeland; δρατός, δαρτός = aind. dr̥tá-, serb.-ksl. raz-drьtь zerrissen. Vgl. noch δέρμα gegenüber aind. dar-mán- m. Zerstörer und, mit zweisilbiger Wz., dárī-man- n. Zerstörung. — Ein Jotpräsens (vgl. δείρω) erscheint auch in lit. diriù schinden; diese alte Schwundstufe würde tatsächlich zu gr. δαίρω (Hdt.) stimmen, das indessen als späte Schreibung für δέρω stark verdächtig ist. Dagegen fehlen im Griech. die sonst sehr häufigen n-Ableitungen, wie aind. dīrṇá- (zweisilbige Wurzelform) = germ., z. B. ags., asächs. torn eig. Spaltung, Scheidung (= holl. torn), Streit (vgl. δῆρις), ‘Zorn’; kelt. (kymr., korn., bret.) darn Stück, Teil, slav., z. B. russ. dërn Rasen. — Das Griechische hat somit im ganzen auf Grund des thematischen δέρω ein neues Formensystem aufgebaut, außerhalb dessen eigentlich nur die semantisch abweichenden δαρδαίνει· μολύνει H., δριμύς (beide übrigens nicht über jeden Zweifel erhaben), ebenso wie δῆρις (und δόρκαι) stehen. Weiteres reiches Material aus verschiedenen Sprachen bei WP. 1, 797ff., Pok. 206ff., Fraenkel Lit. et. Wb. s. dir̃ti, Vasmer Russ. et. Wb. s. derú.
Page 1,368-370

Chinese

原文音譯:dšrw 得羅
詞類次數:動詞(15)
原文字根:皮 相當於: (פָּשַׁט‎)
字義溯源:痛打*,剝皮,打,擊,責打,鞭打。這字的原意為:剝皮;慢慢的演變成為:鞭打,打。
同義字:1) (δέρω)痛打 2) (κολαφίζω)拳打 3) (μαστιγόω)重打 4) (παίω)打 5) (πατάσσω)打擊 6) (πλήσσω)重擊 7) (ῥαπίζω)摑,掌擊 8) (τύπτω)重擊 9) (φραγελλόω / φλαγελλόω)鞭打
出現次數:總共(15);太(1);可(3);路(5);約(1);徒(3);林前(1);林後(1)
譯字彙編
1) 打了(4) 可12:3; 路20:10; 路20:11; 徒16:37;
2) 就必⋯受責打(1) 路12:47;
3) 必⋯受責打(1) 路12:48;
4) 你⋯打(1) 約18:23;
5) 打⋯的(1) 林前9:26;
6) 你們⋯要受鞭打(1) 可13:9;
7) 打(1) 林後11:20;
8) 被他們打的(1) 可12:5;
9) 鞭打著(1) 路22:63;
10) 鞭打了(1) 徒5:40;
11) 鞭打(1) 徒22:19;
12) 他們⋯打了(1) 太21:35

Mantoulidis Etymological

(=ἀφαιρῶ τό δέρμα, γδέρνω, δέρνω). Ἀπό ρίζα δερ- καί μέ μετάπτωση δαρκαί δορ-.
Παράγωγα: δάρσις (=γδάρσιμο), δαρτός (=γδαρμένος), νεόδαρτος, δειράς (=ἡ ράχη βουνών), δέρμα, ἡ δέρρις (=βύρσινο κάλυμμα, δέρμα ἀκατέργαστο), δέρη (=τράχηλος), το δέρτρον (=μεμβράνη πού περιβάλλει τά εντόσθια), τό δέρος καί δέρας, δορά (=δέρμα), ἐκδορά.

Léxico de magia

golpear, azotar como gesto ritual ζʹ κλῶνας ἐλαίας ἄρας τοὺς μὲν ἓξ δῆσον οὐρὰν καὶ κεφαλήν, ἓν καθ' ἕν, τῷ δὲ ἑνὶ δέρε ἐξορκίζων toma siete ramas de olivo, ata seis de ellas de extremo a extremo y con la restante golpea al realizar el conjuro P IV 1251

Translations

flay

Arabic: ⁧سَلَخَ⁩; Egyptian Arabic: ⁧سلخ⁩; Aromanian: bilescu; Bulgarian: одирам; Czech: stáhnout kůži, stáhnout z kůže; Dutch: villen, stropen; Finnish: nylkeä; French: écorcher; Galician: esfolar; German: häuten; Greek: γδέρνω; Ancient Greek: ἀποδείρω, ἀποδερματίζω, ἀποδέρω, δέρω, ἐκβυρσεύω, ἐκδείρω, ἐκδερματίζω, ἐκδέρω, καταδέρω; Hungarian: nyúz; Irish: feann; Italian: spellare; Japanese: 剥ぐ, 剥ぎ取る; Kabuverdianu: sfola, sfolá; Kazakh: сою; Latin: deglubo, decutio; Lithuanian: dìrti; Maori: tīhore; Norwegian: flå; Ottoman Turkish: ⁧یوزمك⁩; Polish: oskalpować; Portuguese: esfolar; Quechua: iqhay; Romanian: beli; Russian: свежевать, сдирать шкуру; Sicilian: spiḍḍari; Slovak: stiahnuť kožu, stiahnuť, odrať; Spanish: desollar, despellejar; Swedish: flå, flänga; Turkish: yüzmek; Ukrainian: здирати шкіру, здерти шкіру