εὔπορος
English (LSJ)
εὔπορον,
A easy to pass or easy to travel through, ἄτης… πέλαγος οὐ μάλ' εὔ. A.Supp.470; ὁδός Pl.R. 328e; τὰ εὔπορα = open ground, X.Eq.Mag.4.4; εὔπορον ἦν διιέναι Th.4.78, cf. X.An.3.5.17; εὔπορα ποιεῖν τὰ ὦτα = to open one's ears, Luc.Lex.1; μήτρα lax, Sor.1.34.
2 easily got, easily done, easy, τὰ μέγιστα… σφι εὔπορά ἐστι Hdt.4.59; πολλά τοι θεὸς κἀκ τῶν ἀέλπτων εὔπορ' ἀνθρώποις τελεῖ E.Fr.100; παρ' ἐμοῦ δ' ἔστιν ταῦτα εὔπορα Ar.Pl.532, cf. Pl. R.404c; φιλία… εὔ. εἴη Ar.Lys.1266; τὴν κατὰ θάλασσαν ἔφοδον εὐπορωτέραν Th.1.93; πλεῖστον… μέλι καὶ εὐπορώτατον Pl.R. 564e; τὸ εὔπορον = εὐπορία, εὑρίσκειν τὸ εὔπορον Hp.Art.78; διὰ τὸ εὔ. τῆς ἐλπίδος Th.8.48; εὔπορόν ἐστι = it is easy, c. inf., X.An.3.5.17, D.3.18, etc.; ἐν εὐπόρῳ κεῖται c. inf., Str.10.3.8: Comp. εὐπορώτερον Pl.R. 404c.
II ready, glib, γλῶττα Ar.Eq.637.
2 of persons, full of resources or full of devices, ingenious, inventive, opp. ἄπορος, E.Fr.430 (Sup.); εἰ οὖν τις… εὐπορώτερος ἐμοῦ Pl.Phd. 86d; εὔ. ἐν τοῖς ἀπόροις Alex.234.5; εὐπορώτεροι πρὸς ἅπαν ἔργον Pl.Prt. 348d: c. inf., χρήματα πορίζειν εὐπορώτατον γυνή Ar.Ec.236; ἐς τὴν δίαιταν εὐπορώτατοι Id.V.1112.
III well-provided with, rich in, πόλιν τοῖς πᾶσιν εὐπορωτάτην Th.2.64; τὰ περὶ τὸν βίον εὐπορώτεροι Isoc.8.19; τίς εὐπορώτερος χρημάτων; D.Chr.3.132: abs., fertile, γῆ Poll.1.186; well-furnished, πράγματ' εὐπορώτερα D.19.89; well off, wealthy, οἱ εὔποροι Id.1.28, etc.; opp. οἱ ἄποροι, Arist.Pol.1279b8, etc.; persons of substance, capable of bearing taxation, SIG344.115 (Sup., Teos, iv B.C.); εὔπορος καὶ ἐπιτήδειος POxy.1187.11 (iii A.D.), etc.
IV Adv. εὐπόρως = easily, X.Cyr.1.6.9, etc.: Comp. εὐπορώτερον Pl.Smp. 204e.
2 in abundance, εὐ. ἔχειν πάντα Th.8.36; οὐκ εὐπόρως ἔχω = I don't feel well, Luc.Lex.2 codd. (εὐφόρως Cobet).
3 resourcefully, Hp.Off.7.
German (Pape)
[Seite 1090] 1) gut, bequem zu gehen, gangbar, ἡ ῥᾳδία καὶ εὔπ. ὁδός Plat. Rep. I, 328 e; Xen. An. 2, 5, 9 u. öfter; εὔπορόν ἐστι, es ist guter Weg, 3, 5, 17; übertr., ἄτης ἄβυσσον πέλαγος οὐ μάλ' εὔπορον Aesch. Suppl. 465. – Übh. leicht zu erlangen, zu verschaffen, παρ' ἐμοῦ δ' ἔστιν ταῦτ' εὔπορα, bereit, Ar. plut. 532; πλεῖστον μέλι καὶ εὐπορώτατον Plat. Rep. VIII, 564 e; so bes. im neutr., Θεσσαλίαν εὔπορον ἦν διιέναι Thuc. 4, 78; Dem. 3, 18; παρασκευάζεσθαι εὐπορώτερον ἦν Xen. Hell. 6, 3, 10. – 2) leicht, gut gehend, γλῶττα, geläufige Zunge, Ar. Equ. 637; εὔ. π οροι πλάται Eur. I. A. 765. Daher = Einer, dem es nicht an Mitteln u. Wegen wozu fehlt, Gegensatz ἄπορος, auch = sich leicht aus Verlegenheit helfend, gewandt, οἱ πονηροὶ συζυγέντες εὐπορώτεροι πρὸς τὸ κακουργεῖν γίγνονται Xen. Oec. 9, 5, sie können leichter Schlechtes thun; ἐς τὴν ἄλλην δίαιτάν ἐσμεν εὐπορώτατοι Ar. Vesp. 1112; διδάσκαλος ἐν τοῖς ἀμηχάνοις εὐπορώτατος Eur. trg.; συμφέρον καὶ εὔπορον Plat. Crat. 419 a; εἰ οὖν τις ἐμοῦ εὐπορώτερος, τί οὐκ ἀπεκρίνατο; wenn Einer gewandter ist, es besser weiß, Phaed. 86 d; πρὸς ἔργον Prot. 348 d; δοκοῦσιν εὐπ ορώτεροι ἐνίοτε γίγνεσθαι ἄνθρωποι ἁμαρτάνοντες, gewandter, klüger, Xen. Hell. 6, 3, 10. – Von äußern Mitteln, reich, wohlhabend, Dem. Lpt. 25; Isocr. Panath. 109; πόλιν τοῖς πᾶσιν εὐπορωτάτην, die an Allem Überfluß hat, Thuc. 2, 64; Folgde. – Adv. εὐπόρως, leicht, Xen. Hell. 5, 4, 57 u. öfter, u. A.; τοῦτ' εὐπορώτερον ἔχω ἀποκρίνασθαι Plat. Conv. 204 e; εὐπόρως διέκειτο Dem. 33, 25; ἔχειν πάντα, Alles im Überfluß haben, Thuc. 8, 36; εὐπ. ἔχειν, sich wohl befinden, Luc. Lexiph. 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. 1 d'un passage facile, facile à passer;
2 fig. facile à aborder, à obtenir : εὔπορόν ἐστιν avec l'inf., il est facile de;
II. intr. 1 qui passe facilement en parl. de navires;
2 fig. qui dispose de ressources faciles ou abondantes ; abs. qui a des ressources, riche;
3 en parl. de l'intelligence plein de ressources, ingénieux, inventif;
Cp. εὐπορώτερος, Sp. εὐπορώτατος.
Étymologie: εὖ, πόρος.
Russian (Dvoretsky)
εὔπορος:
1 удобопроходимый, легкий для перехода или переезда (πέλαγος Aesch.; ὁδός Plat., Xen., Plut.): ἐντεῦθεν εὔπορόν ἐστι ὅποι τις ἐθέλοι Xen. оттуда легко пройти куда угодно;
2 легко добываемый, доступный, имеющийся под рукой или наготове (παρ᾽ ἐμοῦ δ᾽ ἔστιν ταῦτ᾽ εὔπορα πάντα Arph.; ἃ μάλιστα ἂν εἴη στρατιώταις εὔπορα Plat.);
3 проворный, бойкий (γλῶττα Arph.);
4 быстроходный, легкий (πλάται Eur.);
5 изобретательный, находчивый, способный (πρὸς ἅπαν ἔργον Plat.; χρήματα πορίζειν εὐπορώτατον γυνή Arph.);
6 богатый, обильный (τῶν χρημάτων Arst.; πόλις τοῖς πᾶσιν εὐπορωτάτη Thuc.). - см. тж. εὔπορα, εὔπορον и εὔποροι.
Greek (Liddell-Scott)
εὔπορος: -ον, ὃν εὐκόλως διέρχεταί τις, «εὐκολοπέραστος», ἄτης... πέλαγος οὐ μάλ’ εὔπορον Αἰσχύλ. Ἱκ. 470· ὁδὸς Πλάτ. Πολ. 321Ε· παριόντες ἐπὶ τὰ εὔπορα, δηλ. μέρη, Ξεν. Ἱππαρχ. 4. 4· εὔπορόν ἐστι διϊέναι Θουκ. 4. 78, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 3. 5, 17· εὔπ. ποιεῖν τὰ ὦτα Λουκ. Λεξιφ. 1. 2) εὐκόλως ποριζόμενος, εὐκόλως ποιούμενος, εὔκολος, τὰ μέγιστα… σφι εὔπορά ἐστι Ἡρόδ. 4. 59· πολλά τοι Θεός... εὔπορ’ ἀνθρώποις τελεῖ Εὐρ. Ἀποσπ. 101· παρ’ ἐμοῦ δ’ ἐστί ταῦτα εὔπορα Ἀριστοφ. Πλ. 533. πρβλ. Πλάτ. Πολ. 404C· φιλία. εὔπ. εἴη Ἀριστοφ. Λυσ. 1267· τὴν κατὰ θάλασσαν ἔφοδον εὐπορωτέραν Θουκ. 1. 93· πλεῖστον... μέλι καὶ εὐπορώτατον Πλάτ. Πολ. 564Ε: - τὸ εὔπορον = εὐπορία, εὑρίσκειν τὸ εὔπ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 837· διὰ τὸ εὔπ. τῆς ἐλπίδος Θουκ. 8. 48· εὔπορόν ἐστι, εἶναι εὔκολον, μετ’ ἀπαρ., ὁ αὐτ. 4. 10, κτλ. II. εὐκόλως προχωρῶν, ἕτοιμος, γοργὸς, γλῶττα Ἀριστοφ. Ἱππ. 637. 2) ἐπὶ προσώπων, πλήρης ἐπινοιῶν ἢ μηχανημάτων, εὐφυής, ἐφευρετικός, ἕτοιμος, ἔξυπνος, ἀντίθετον τῷ ἄπορος, Εὐριπ. Ἀποσπ. 433· εἰ οὖν τις… εὐπορώτερος ἐμοῦ Πλάτ. Φαίδων 86D· εὔπορος ἐν τοῖς ἀπόροις Ἄλεξις ἐν «Τραυματίᾳ» 2· εὐπορώτερος πρὸς ἅπα ἔργον Πλάτ. Πρωτ. 348D· μετ’ ἀπαρ., εὐπορώτατος πορίζειν χρήματα Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 236· ἐς τήν... δίαιταν... εὐπορώτατοι ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1112. III. καλῶς ἐφωδιασμένος μέ τι, πλούσιος εἴς τι, πόλιν τοῖς πᾶσιν εὐπορωτάτην Θουκ. 2. 64, πρβλ. Δημ. 369· τὰ περὶ τὸν βίον Ἰσοκρ. 162Ε· καρπῶν Ἀριστ. Οἰκ. 2. 24, 4· - ἀπολ., ἐν καλῇ καταστάσει εὑρισκόμενος, πλούσιος, Δημ. 17. 9., 1045. 23· οἱ εὔπ., ἀντίθετον τῷ οἱ ἄποροι, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 7. 5, κτλ. IV. Ἐπίρρ. -ρως, εὐκόλως, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 9, κτλ. - Συγκρ. -ώτερον Πλάτ. Συμπ. 204Ε. 2) ἐν ἀφθονίᾳ, ἀφθόνως, εὐπ. ἔχειν, εὐημερεῖν, Λουκ. Λεξιφ. 2.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὔπορος, -ον)
αυτός που έχει αρκετούς ή άφθονους πόρους, ο ευκατάστατος, ο πλούσιος
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο εύπορος
κολεόπτερο έντομο της οικογένειας τών κεραμβυκιδών
μσν.-αρχ.
1. καλά εφοδιασμένος με κάτι (α. «τὴν πόλιν τοῖς πᾶσιν εὐπορωτάτην ἐποίησεν», Θουκ.
β. «εὔπορος τὰ περὶ τὸν βίον, Ισοκρ.)
2. αυτός που περνιέται εύκολα, που το πέρασμά του είναι εύκολο (α. «εὔπορος ὁδός» β. «παριόντες ἐπὶ τὰ εὔπορα»)
αρχ.
1. εκείνος τον οποίο εύκολα πορίζεται, που εύκολα αποκτά κάποιος («πολλά τοι θεὸς εὔπορ' ἀνθρώποις τελεῖ», Ευρ.)
2. αυτός που βρίσκει πόρο ή διέξοδο, ο εφευρετικός, ο ικανός να επινοεί (α. «εὔπορος ἐν τοῖς ἀπόροις» β. «εὔπορος πρὸς ἅπαν ἔργον»)
3. φρ. «εὔπορος γλῶσσα» — γλώσσα που βρίσκει εύκολα τον δρόμο της, που δίνει γρήγορες και πληρωμένες απαντήσεις
4. φρ. «εὔπορόν ἐστι» — είναι εύκολο να...
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔπορον
η ευπορία.
επίρρ...
εὐπόρως (ΑΜ)
με ευπορία, με οικονομική άνεση (α. «ευπόρως διάγω» β. «ευπόρως έχω»)
αρχ.
εύκολα, χωρίς εμπόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πόρος. Η λ. πόρος είχε αρχικά τη σημασία «πέρασμα», αργότερα σήμαινε και το «μέσον, την πηγή» και, κατ' επέκταση, τις «οικονομικές πηγές». Με αυτή τη σημασία η λ. πόρος απαντά ως β' συνθετικό στη λ. εύπορος, που σημαίνει «πλούσιος, ευκατάστατος» (πρβλ. και ά-πορος)].
Greek Monotonic
εὔπορος: -ον,
I. 1. διαβατός ή προσπελάσιμος, σε Αισχύλ.· τὰ εὔπορα, ελεύθερο πεδίο, σε Ξεν.· εὔπορόν ἐστι διιέναι, σε Θουκ.
2. αυτός που έχει αποκτηθεί εύκολα, αυτός που γίνεται εύκολα, εύκολος, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· τὸ εὔπορον = εὐπορία, στον ίδ.· εὔπορόν ἐστι, είναι εύκολο να..., με απαρ., στον ίδ.
II. 1. αυτός που προχωράει εύκολα, έτοιμος, γοργός, εύστροφος, έξυπνος, ευέλικτος, ετοιμόλογος, γλῶττα, σε Αριστοφ.
2. λέγεται για πρόσωπα, γεμάτος από επινοήσεις ή εφευρήματα, τεχνάσματα, κόλπα, στρατηγήματα, ευφυής, εφευρετικός, επινοητικός, έτοιμος, αντίθ. προς το ἄπορος, σε Αριστοφ., σε Πλάτ.
III. εὔπ. τινι, καλά εφοδιασμένος με, πλούσιος σε κάτι, σε Θουκ.· απόλ., αυτός που ευημερεί, πλούσιος, σε Δημ.
IV. 1. επίρρ. -ρως, εύκολα, σε Ξεν.· συγκρ. -ώτερον, σε Πλάτ.
2. σε αφθονία, εὐπ. ἔχειν πάντα, σε Θουκ.
Middle Liddell
εὔ-πορος, ον
I. easy to pass or travel through, Aesch.; τὰ εὔπορα open ground, Xen.; εὔπορόν ἐστι διϊέναι Thuc.
2. easily gotten, easily done, easy, Hdt., Thuc., etc.:— τὸ εὔπορον = εὐπορία, Thuc.; εὔπορόν ἐστι it is easy, c. inf., Thuc.
II. going easily, ready, glib, γλῶττα Ar.
2. of persons, full of resources or devices, ingenious, inventive, ready, opp. to ἄπορος, Ar., Plat.
III. εὔπ. τινι well-provided with, rich in a thing, Thuc.:—absol. well off, wealthy, Dem.
IV. adv. -ρως, easily, Xen.; comp. -ώτερον, Plat.
2. in abundance, εὐπ. ἔχειν πάντα Thuc.
English (Woodhouse)
easy, glib, inventive, rich, easy to cross, easy to obtain, easy to procure, in easy circumstances, overflowing with, rich in, well-provisioned with
Mantoulidis Etymological
(=εὐκολοπέραστος, πλούσιος). Ἀπό τό εὖ + πόρος τοῦ περῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ εὔπορος: εὐπορῶ, εὐπορία, εὐπόρημα.
Lexicon Thucydideum
facilis, commodus, easy, advantageous, 4.10.3, 4.78.2, 8.48.4, 8.48.4,
COMP. 1.93.7, 6.17.6, 6.90.4, [vulgo commonly τινα]
opulentus, wealthy, rich, 2.64.3,
copia, plenty, supply, 8.48.3.
Translations
passable
Bulgarian: проходим; Catalan: transitable; Finnish: kulkukelpoinen; German: passierbar; Greek: διαβατός; Ancient Greek: ἀμεύσιμος, βάσιμος, βατός, διαβατός, ἐμβατός, εὔβατος, εὔπορος, ἰτός, ὁδεύσιμος, ὁδοιπόριστος, ὁδωτός, περάσιμος, πορεύσιμος, πορευτός, πόριμος, πρακτός; Italian: passabile; Latin: pervius; Norwegian Bokmål: farbar; Nynorsk: farbar; Polish: przekraczalny
accessible
Armenian: հասանելի; Belarusian: даступны, дасягальны; Bulgarian: достъ́пен, достижим; Catalan: accessible; Czech: dostupný, přístupný; Danish: tilgængelig; Dutch: toegankelijk; Esperanto: alirebla; Estonian: ligipääsetav; Finnish: helppopääsyinen; French: accessible; Galician: accesible, accesíbel; Georgian: მისაწვდომი; German: zugänglich; Greek: προσιτός; Ancient Greek: βάσιμος; Hungarian: megközelíthető; Interlingua: accessibile; Italian: accessibile; Kazakh: қолжетімді; Latin: patens; Macedonian: достапен; Norwegian Bokmål: tilgjengelig; Nynorsk: tilgjengeleg; Polish: dostępny; Portuguese: acessível; Romanian: accesibil; Russian: доступный, достижимый; Sanskrit: सुगम; Serbo-Croatian Cyrillic: до̀ступан, при̏ступа̄чан; Roman: dòstupan, prȉstupāčan; Slovak: dostupný, prístupný; Slovene: dostopen; Spanish: accesible, asequible; Swedish: tillgänglig; Turkish: erişilebilir; Ukrainian: доступний, досяжний, досяжний; Welsh: hygyrch
wealthy
Afrikaans: ryk; Arabic: غَنِيّ; Asturian: adineráu, ricu; Belarusian: багаты; Bulgarian: богат, заможен; Catalan: adinerat, ric; Chinese Mandarin: 富有, 富的; Finnish: varakas, äveriäs; French: riche, nanti; Galician: adiñeirado, rico, ricaz; Georgian: მდიდარი; German: wohlhabend, reich; Gothic: 𐌲𐌰𐌱𐌹𐌲𐍃; Greek: εύπορος, πλούσιος; Ancient Greek: ἀφνειός, ἔνολβος, ἐρικτέανος, εὐκτήμων, ἐϋκτήμων, εὔπορος, εὐχρήματος, πίων, πλούσιος, πλούτιος, πολυούσιος; Hebrew: אָמִיד; Hindi: अमीर, धनी, संपन्न; Hungarian: gazdag, vagyonos; Irish: maoineach, maoinmhar; Italian: benestante, abbiente, agiato, facoltoso, denaroso, danaroso, ricco; Japanese: 裕福な, 豊かな, 富有な, 金持の; Korean: 풍부한; Kurdish Central Kurdish: دۆڵەمەند, خاوەن پارە; Latin: dives, dis, locuples; Latvian: turīgs, mantīgs; Persian: پولدار, ثروتمند; Polish: bogaty, zamożny; Portuguese: rico; Romanian: bogat, avut; Russian: богатый, состоятельный, зажиточный, обеспеченный; Sanskrit: धन्य, धनिक, ईशान, रयि; Sorbian Lower Sorbian: bogaty; Spanish: adinerado, rico, próspero, acomodado; Swedish: rik, förmögen, välbärgad; Telugu: ధనిక, సంపన్న; Tibetan: ཕྱུག་པོ; Tocharian B: śāte, ekaññetstse; Turkish: zengin, varlıklı, varsıl; Ukrainian: багатий; Urdu: امیر; Vietnamese: giàu; Volapük: benolabik, liegik; Welsh: cyfoethog
rich
Afrikaans: ryk; Ainu: イコロアン; Albanian: i pasur; Aleut: tukux̂; Arabic: غَنِيّ; Egyptian Arabic: غني; Armenian: հարուստ; Azerbaijani: zəngin, varlı; Bashkir: бай; Basque: aberats; Belarusian: багаты; Bengali: ধনী; Breton: pinvidik; Bulgarian: богат; Burmese: ဌေး, ကြွယ်; Buryat: баян; Catalan: ric; Chinese Eastern Min: 富; Mandarin: 富有, 富的, 有錢/有钱, 闊/阔; Crimean Tatar: zengin, bay; Czech: bohatý; Danish: rig; Dutch: rijk; Esperanto: riĉa; Estonian: rikas; Evenki: баян; Faroese: ríkur; Finnish: rikas, äveriäs; French: riche; Friulian: ric, siôr; Galician: rico; Georgian: მდიდარი; German: reich; Gothic: 𐌲𐌰𐌱𐌹𐌲𐍃; Greek: πλούσιος, εύπορος; Ancient Greek: ἀφνειός, ἔνολβος, ἐρικτέανος, εὐκτήμων, ἐϋκτήμων, εὔπορος, εὐχρήματος, πιαλέος, πιαρός, πίειρα, πῖον, πίων, πλούσιος, πλούτιος, πολυούσιος; Hawaiian: waiwai; Hebrew: עָשִׁיר; Hindi: अमीर, धनी, संपन्न, गनी, धनवान; Hungarian: gazdag; Icelandic: ríkur; Ido: richa; Indonesian: kaya; Ingrian: rikas, karvain, rahakas, rahalliin; Interlingua: ric; Irish: saibhir; Italian: ricco; Japanese: 裕福な, 豊かな, 富有な, 金持ちの; Javanese: sugih; Kazakh: бай; Khmer: ធនិន, មហទ្ធន; Korean: 풍부하다, 부유하다; Kurdish Central Kurdish: دۆڵەمەند, خاوەن پارە; Kyrgyz: бай; Lao: ມັ່ງ, ລວຍ; Latin: dives, dis, locuples; Latvian: bagāts, turīgs, mantīgs; Lithuanian: turtingas; Louisiana Creole French: rish; Low German: riek; Luxembourgish: räich; Macedonian: богат; Malay: kaya; Maltese: għani; Manchu: ᠪᠠᠶᠠᠨ; Maori: whairawa; Minangkabau: kayo; Mongolian: баян, элбэг; Nanai: баян; Navajo: atʼį́; Norman: riche; Norwegian Bokmål: rik; Nynorsk: rik; Occitan: ric; Old Czech: bohatý; Old Javanese: sugih; Old Occitan: ric; Oromo: dureessa; Ossetian Digor: гъӕздуг; Iron: хъӕзныг, хъӕздыг; Pashto: بای, بډا, غني; Persian: غنی, ثروتمند, رایومند; Polish: bogaty; Portuguese: rico, rica; Romani: barvalo; Romanian: bogat, avut; Russian: богатый, состоятельный, зажиточный, обеспеченный; Sanskrit: धन्य, धनिक, ईशान, रयि, धनवत्, धनिन्; Scots: rik; Scottish Gaelic: beairteach; Serbo-Croatian Cyrillic: богат, имућан; Roman: bogat, imućan; Shor: пай; Sicilian: riccu; Sidamo: dureessa; Slovak: bohatý; Slovene: bogàt; Sorbian Lower Sorbian: bogaty; Upper Sorbian: bohaty; Spanish: rico; Swahili: tajiri; Swedish: rik; Tagalog: mayaman; Tajik: сарватманд, ғанӣ, бой; Tamil: பணக்கார; Tatar: бай; Telugu: సంపన్న, ధనిక; Thai: รวย, มีเงิน; Tibetan: ཕྱུག་པོ; Tocharian B: śāte; Turkish: varlıklı, varsıl, zengin; Turkmen: baý; Ukrainian: багатий; Urdu: امیر, دھنی; Uyghur: باي; Uzbek: boy; Venetian: rico; Vietnamese: giàu; Volapük: liegik; Welsh: ariannog, goludog, mwynfawr, cyfoethog; West Frisian: ryk; Yiddish: רײַך; Yucatec Maya: ayik'al
resourceful
Afrikaans: vindingryk; Bulgarian: находчив, съобразителен; Chinese Mandarin: 机灵的, 有辦法, 有办法; Dutch: vindingrijk; Finnish: neuvokas, kekseliäs; French: débrouillard, futé; German: findig, einfallsreich; Greek: πολυμήχανος, επινοητικός; Ancient Greek: εὐμήχανος, εὔπορος, μηχανικός, πολυμήχανος, πόριμος; Hungarian: találékony, leleményes, ötletes, élelmes; Indonesian: banyak akal; Macedonian: снаодлив, досетлив; Polish: zaradny, pomysłowy; Portuguese: inventivo, engenhoso, habilidoso, capaz; Russian: находчивый, изобретательный; Scottish Gaelic: seòlta, dèanadach; Spanish: habilidoso, capaz, ingenioso; Swedish: fyndig, finurlig