ὑπερβαίνω
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
English (LSJ)
fut.
A -βήσομαι Heraclit.94: aor. 2 ὑπερέβην, Ep. 3pl. ὑπέρβᾰσαν Il.12.469:—step over, mount, scale, c. acc., τεῖχος Il. l. c.; οὐδόν Od.8.80; τείχη E.Ba.654, Th.3.20; γεῖσα τειχέων E.Ph.1180; τάφρους Id.Rh.111; ὑ. τοὺς οὔρους cross the boundaries, Hdt.6.108; τὰ ὄρεα, Αἷμον, Id.4.25, Th.2.96; δόμους step over the threshold of the house, E.Med.382 codd.; δῶμα Id.Ion514 (troch., s. v. l.); ὑ. τέγος ὡς τοὺς γείτονας D.22.53; ὑ. τὴν οἰκίαν τινός, of burglars, PTeb.796.2 (ii B. C.); but more usu. ὑ. εἰς τὴν οἰκίαν ib.793vi21 (ii B. C.), cf. BGU 1007.10 (iii B. C.), PSI4.396.4 (iii B. C.) (the usage c. gen. is more than dub.; in Hdt.3.54 the best codd. have ἐπέβησαν; in E.Supp. 1049 Kirchhoff restored ὑπεκβᾶσ'; in Ion220 Herm. supplied βᾱλόν): abs., ὑ. εἰς τὴν τῶν Θηβαίων X.HG5.4.59; τῶν [ἡδονῶν] εἰς τὸ ἐπέκεινα ὑ. Pl.R.587c; of rivers, overflow, ἐς τὴν χώρην, ἐς τὰς ἀρούρας, Hdt.2.13,14; εἰ ἐθελήσει ὑπερβῆναι ὁ ποταμὸς ταύτῃ ib.99. 2 overstep, transgress, μέτρα Heraclit. l. c.; οὐ θέμιν οὐδὲ δίκαν Pi.Fr.1.5; νόμους τοὺς Περσέων Hdt.3.83, cf. S.Ant.449, al.; τοὺς ὅρκους D.11.2; τὸν τῶν ἀναγκαίων ὅρον Pl.R.373d; τῆς εἱμαρμένης ὅρον IG12(7).53.32 (Amorgos, iii A. D.); τἀληθές exceed the truth, Phld.Po.5.24: abs., transgress, trespass, sin, ὅτε κέν τις ὑπερβήῃ (Ep. aor. subj.) καὶ ἁμάρτῃ Il.9.501; ὑ. καὶ ἁμαρτάνοντες Pl.R.366a, cf. 1 Ep.Thess.4.6. 3 pass or go beyond, τοὺς προσεχέας Hdt.3.89; leave out, omit, Pl.R.528d, al., Epicur.Ep.3p.63U., Gal.15.592, etc.; ὑ. τι τῷ λόγῳ D.4.38; ὑ. τὸ σαφὲς εἰπεῖν Id.60.31; pass over, i. e. leave unmolested, the next heir, Is. 3.57; ὑ. τῆς οὐσίας omit part of it, Arist.APo.91b27. 4 jump across an intervening space, Phld.D.3.9. 5 of Time, pass by, elapse, ὑπερβάντων τῶν τῆς συμπαθείας χρόνων Sor.2.41. II go beyond, ὑπερβὰς ἑβδομήκοντα [ἔτη] after passing the age of seventy, Pl.Lg.755b; ὑ. τοῦτο go beyond this, in their demands, Plb.2.15.6; transcend, τὸν νοῦν Plot.6.7.39: abs., dies ὑπερβαίνοντες supernumerary days in the calendar, Macr.Sat.1.13.10. 2 surpass, outdo, πάσῃ παρὰ πάντας ἀνθρώπους ὑ. ἀρετῇ Pl.Ti.24d; ὑ. ἢ γνῶσιν σαφηνείᾳ ἢ ἄγνοιαν ἀσαφείᾳ Id.R.478c: abs., dub. l. in Thgn. 1015. III stand over. shield, protect, c. dat., Opp.H.1.710. IV in pf., to be higher than, δύο [ἐσχάρας] ὑπερβεβηκυίας τὴν ἐν τῷ μεταφρένῳ ἐσχάραν Paul.Aeg.6.44. B Causal in aor. 1, put over, ὑπερβησάτω ἐπὶ τὰς δεξιὰς πλευρὰς τὴν κνήμην, as a direction to one mounting a horse, X.Eq.7.2.
German (Pape)
[Seite 1191] (s. βαίνω), 1) darübergehen; – a) räumlich überschreiten, übersteigen; τεῖχος, Il. 12, 468; οἱ μὲν τεῖχος ὑπέρβασαν, = ὑπερέβησαν, 469; ὅθ' ὑπέρβη λάϊνον οὐδόν, Od. 8, 80. 16, 11; οὐχ ὑπερβαίνουσι τείχη θεοί, Eur. Bacch. 653, u. öfter; τοὺς οὔρους, Her. 6, 108; οὔρεα, 4, 25; von Flüssen, über die Ufer treten, ἐς τὴν χώρην, ἐς τὰς ἀρούρας, 2, 13. 14; πάντες ἐξελθεῖν καὶ ὑπερβῆναι τὰ τείχη, Thuc. 3, 20; τοὺς ὅρους, Plat. Legg. VIII, 143 c; – auch mit dem gen., τοῦ πύργου, Her. 3, 54; vgl. Eur. Ion 220. – b) übertreten, z. B. ein Gesetz, νόμους, Soph. Ant. 445. 477; absolut, fehlen, sündigen, ὅτε κέν τις ὑπερβήῃ καὶ ὁμάρτῃ, Il. 9, 501; vgl. Soph. ὅστις δ' ὑπερβὰς ἢ νόμους βιάζεται, Ant. 659; ὑπερβαίνοντες καὶ ἁμαρτάνοντες, Plat. Rep. II, 366 a; τὰς συνθήκας, Pol. 3, 26, 4. – c) unbeachtet lassen, übergehen, τί, Her. 3, 89; Plat. Crat. 415 c Tim. 54 a; Dem. u. Folgde. – 2) darüber hinausgehen, übertreffen, besiegen; absolut, Theogn. 1009; Eur. Alc. 1080; τινά τινι, Einen worin, πάσῃ πάντας ἀνθρώπους ὑπερβεβηκότες ἀρετῇ, Plat. Tim. 24 d; Sp., wie Pol. 12, 13, 1. 33, 12, 10. – 3) darüberstehen, zum Schutze, vertheidigen, τινί, τεκέεσσιν ὑπερβεβαῶτα, Opp. Hal. 1, 710. – 4) trans., im aor. I., Etwas darüber wegsetzen, tragen, heben, ὑπερβησάτω τὴν κνήμην ἐπὶ τὰς δεξιὰς πλευράς, den Schenkel über das Pferd weg an die rechte Seite setzen, Xen. Equit. 7, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερβαίνω: μέλλ. -βήσομαι· ἀόρ. β΄ ὑπερέβην, Ἐπικ. ὑπέρβην. Ἐπικ. γ΄ πληθ. ὑπέρβᾰσαν Ἰλ. Μ. 469. Βαίνω ὑπεράνω, ἀναβαίνω καὶ διαβαίνω, μετ’ αἰτ., ὑπ. τεῖχος Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· οὐδὸν Ὀδ. Θ. 80, κλπ.· τείχη Εὐρ. Βάκχ. 654, Θουκ. κλπ.· γεῖσα τειχέων Εὐρ. Φοίν. 1187· τάφρους ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 111· ὑπ. δόμους, διαβαίνω τὸν οὐδὸν τῆς οἰκίας, ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 382, ἐν Ἴωνι 514· ὑπ. τοὺς οὔρους, διαβαίνω τὰ ὅρια, Ἡρόδ. 6. 108· τὰ οὔρεα, Αἷμον ὁ αὐτ. 4. 25, Θουκ. 2. 96· ὑπ. τέγος ὡς τοὺς γείτονας Δημ. 609. 15· (ἡ μετὰ γενικ. χρῆσις εἶναι ἀμφιβολωτάτη· παρ’ Ἡροδότῳ 3. 54, τὰ ἄριστα τῶν Ἀντιγράφων ἔχουσιν ἐπέβησαν· ἐν Εὐριπ. Ἱκέτ. 1049 τὸ δόμων ὑπερβᾶσ’ (δηλ. ἐξελθοῦσα τῶν δόμων) ὁ Kirchhof διώρθωσεν ὑπεκβᾶσ’· ἐν Εὐρ. Ἴωνι 220 ὁ Ἕρμανος προτείνει πρὸς συμπλήρωσιν τοῦ χωρίου τὴν λέξιν βηλὸν (βαλὸν ὁ Δινδ.)· - ἀπολ., ὑπ. εἰς τὴν τῶν Θηβαίων Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 59· εἰς τὸ ἐπέκεινα ὑπ. (ἐξυπακ. τῶν ἡδονῶν) Πλάτ. Πολ. 587C· - ἐπὶ ποταμῶν ὑπερβαινόντων τὰς ὄχθας αὐτῶν, ὑπερχειλίζω, πλημμυρῶ. ἐς τὴν χώρην, ἐς τὰς ἀρούρας Ἡρόδ. 2. 13, 14· ἀπολ., εἰ ἐθέλει ὑπερβῆναι ὁ ποταμὸς αὐτόθι 99. 2) ὑπερβαίνω τὰ ὅρια, παραβαίνω, θέμιν καὶ δίκαν Πινδ. Ἀποσπ. 4· νόμους τῶν Περσέων Ἡρόδ. 3. 83, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 449, 481, 663· τὰς πίστεις καὶ τοὺς ὅρκους Δημ. 153. 4· τὸν τῶν ἀναγκαίων ὅρον Πλάτ. Πολ. 373D· - καὶ ἀπολ., παραβαίνω τοὺς νόμους, ὅτε κέν τις ὑπερβήῃ (Ἐπικ. ὑποτ. ἀορ.) καὶ ἁμάρτῃ Ἰλ. Ι. 501· ὑπ. καὶ ἁμαρτάνειν Πλάτ. Πολ. 366Α, πρβλ. ὑπερβασία. 3) παρέρχομαι, παραβλέπω, Λατιν. praetermitto, τοὺς προσεχέας Ἡρόδ. 3. 89· ἐντεῦθεν, παραλείπω, ἀφίνω, Πλάτ. Πολ. 528D, κ. ἀλλ.· ὑπ. τι τῷ λόγῳ Δημ. 51. 7· ὑπ. τὸ σαφὲς εἰπεῖν ὁ αὐτ. 1398 ἐν τέλει· - μεταβαίνω εἰς τὸν πλησιέστερον κληρονόμον, οἷον ἐν διαθήκῃ, Ἰσαῖ. 43. 34· - ὑπ. τῆς οὐσίας, παραλείπω μέρος αὐτῆς, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 5, 2. ΙΙ. προχωρῶ πέραν τινός, πλέον ὑπερβὰς ο΄ ἔτη, ἔχων ἡλικίαν πλειόνων ἢ τῶν 70 ἐτῶν, Πλάτ. Νόμ. 755Α· ὑπ. τοῦτο, προβαίνουσι πέραν τούτου ἐν τῇ ἀπαιτήσει των, Πολύβ. 2. 15, 6· - ἀπολ., dies ὑπερβαίνοντες, ὑπεράριθμοι ἡμέραι ἐν τῷ ἡμερολογίῳ, Macrob. Sat. 1, 13. 2) ὑπερτερῶ, ὑπερέχω, πάσῃ... πάντας ἀνθρώπους ὑπ. ἀρετῇ Πλάτ. Τίμ. 24D· ὑπ. ἢ γνῶσιν σαφηνείᾳ ἢ ἄγνοιαν ἀσαφείᾳ ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 478C· ἀπολ., Θέογν. 1015. ΙΙΙ. βαίνω ἄνωθέν τινος καὶ ὑπερασπίζω αὐτόν, μετὰ δοτ., τεκέεσιν ὑπερβεβαῶτα λέοντα, «τεκέων ὑπερανιστάμενον, ὑπερμαχόμενον» (Σχόλ.), Ὀππ. Ἁλ. 1. 710. Β. Μεταβ. ἐνεργείας ἐν τῷ ἀορίστ. α΄, ὑπερβάλλω, θέτω ὑπεράνω, ὑπερβησάτω ἐπὶ τὰς δεξιὰς πλευρὰς τὴν κνήμην, ὡς ὁδηγία πρὸς τὸν ἀναβαίνοντα ἐπὶ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 7. 2.
French (Bailly abrégé)
f. ὑπερβήσομαι, ao.2 ὑπερέβην, etc.
I. passer par-dessus, franchir : τεῖχος IL un mur ; οὐδόν OD le seuil d’une maison ; rar. avec le gén. ; abs. ὑπ. εἰς τὴν τῶν Θηβαίων XÉN pénétrer sur le territoire des Thébains ; en parl. de fleuve franchir son lit, déborder : ἐς χώρην HDT inonder un pays;
II. fig. 1 transgresser, violer : νόμους des lois ; abs. pécher, faillir;
2 laisser de côté ; omettre, négliger, acc.;
III. surpasser, l’emporter sur : τινά τινι sur qqn en qch.
Étymologie: ὑπέρ, βαίνω.
English (Autenrieth)
aor. 2 ὑπέρβη, 3 pl. ὑπέρβασαν, subj. ὑπερβήῃ: step over, overstep, transgress.
English (Slater)
ὑπερβαίνω
1 transgress τῶν μὲν ὑπὸ στάθμᾳ νέμονται οὐ θέμιν οὐδὲ δίκαν ξείνων ὑπερβαίνοντες (sc. the Aiginetans) (I. 9.6)
English (Strong)
from ὑπέρ and the base of βάσις; to transcend, i.e. (figuratively) to overreach: go beyond.
English (Thayer)
from Homer down; to step over, go beyond; metaphorically, to transgress: δίκην, νόμου, etc., often from Herodotus and Pindar down; absolutely, to overstep the proper limits, i. e. to transgress, trespass, do wrong, sin: joined with ἁμαρτάνειν, Homer, Iliad 9,501; Plato, Pep. 2, p. 366a.; specifically, of one who defrauds another in business, overreaches (Luth. zu weit greifen), with καί πλεονεκτεῖν added, πρᾶγμα, b.).
Greek Monolingual
ὑπερβαίνω ΝΜΑ
1. περνώ πάνω από όρος, ποταμό, τείχος ή άλλο εμπόδιο (α. «υπερβαίνουν το όρος» β. «τέγος ὡς τοὺς γείτονας ὑπερβαίνοι», Δημοσθ.
γ. «δόμους ὑπερβαίνουσα», Ευρ.
δ. «τεῑχος ὑπερβαίνειν», Ομ. Ιλ.)
2. φτάνω πέρα από ένα χρονικό σημείο (α. «υπερέβη τα εκατό έτη» β. «πλέον ὑπερβὰς ο' ἔτη», Πλάτ.)
3. υπερτερώ, υπερβάλλω (α. «υπερέβη τις προσδοκίες» β. «πάσῃ... πάντας ἀνθρώπους ὑπερβάλλει ἀρετῇ», Πλάτ.)
4. ξεπερνώ τα επιτρεπόμενα όρια, παραβαίνω (α. «η αναίδειά του υπερβαίνει τα όρια» β. «νόμους οὐκ ὑπερβαίνουσα τοὺς Περσέων», Ηρόδ.
γ. «θέμιν καὶ δίκαν ὑπερβαίνειν», Πίνδ.)
αρχ.
1. (για ποτάμια) υπερεκχειλίζω, πλημμυρίζω
2. μτφ. παρέρχομαι, παραβλέπω («καὶ ὑπερβαίνων τοὺς προσεχέας», Ηρόδ.)
3. παραλείπω, αφήνω («ὑπερβὰς αὐτὴν μετὰ γεωμετρίαν ἀστρονομίαν ἔλεγον», Πλάτ.)
4. στέκομαι προστατευτικά πάνω από κάποιον («τεκέεσιν ὑπερβεβαῶτα λέοντα», Οππ.)
5. (σε διαθήκη) μεταβαίνω, προχωρώ στον πλησιέστερο κληρονόμο
6. περνώ πάνω από, πηδώ πάνω από μια έκταση
7. (για χρόνο) κυλώ, διαρρέω («ὑπερβάντων τῶν τῆς συμπαθείας χρόνων», Σωρ.)
8. είμαι ψηλότερος από κάτι άλλο («δύο ἐσχάρας ὑπερβεβηκυίας τὴν ἐν τῷ μεταφρένῳ ἐσχάραν», Παυλ. Αιγ.)
9. τοποθετώ κάτι πάνω από κάτι άλλο («ὑπερβησάτω ἐπὶ τὰς δεξιὰς πλευρὰς τὴν κνήμην», Ξεν.).