ἐπιτρέπω

From LSJ
Revision as of 20:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτρέπω Medium diacritics: ἐπιτρέπω Low diacritics: επιτρέπω Capitals: ΕΠΙΤΡΕΠΩ
Transliteration A: epitrépō Transliteration B: epitrepō Transliteration C: epitrepo Beta Code: e)pitre/pw

English (LSJ)

Ion. ἐπιτράπω [ᾰ] Hdt.3.81 : fut. -τρέψω; Dor. 3pl.

   A -τρέψοντι Pi.O.6.21 ; Cret. inf. -τραψῆν GDI 5039.21,5024.12 : aor. I -έτρεψα Il.10.116, etc.: aor. 2 -έτραπον ib. 59 : pf. -τέτρᾰφα Plb.30.6.6:—Med., fut. -τρέψομαι (v.l. -τράψ-) Hdt.3.155 : aor. 2 -ετρᾰπόμην Od.9.12:—Pass., fut. -τετράψομαι Pisistr. ap. D.L.1.54 : aor. I -ετρέφθην Antipho 4.3.5 ; Ion. -ετράφθην, part. -τραφθείς Hdt.1.7: aor. 2 -ετράπην [ᾰ] Th.5.31 : pf. (v. infr. 1.6):—prop. to turn to or towards, used by Hom.in aor. 2 Med., σοὶ.. θυμὸς ἐπετράπετο εἴρεσθαι thy mind inclined itself to ask, Od.9.12.    b to overturn upon, τινί τι Luc.Lex.8.    2 turn over to, transfer, bequeath, παισὶν ἐπιτρέψειεν ἕκαστος κτήματ' ἐνὶ μεγάροισι Od.7.149.    3 commit, entrust to another as trustee, guardian, or vicegerent, οἱ.. ἐπέτρεπεν οἶκον ἅπαντα 2.226 ; ἐπιτρέψειας ἕκαστα δμῳάων [ἐκείνῃ] ἥ τις ..ἀρίστη 15.24, cf. Il.17.509 ; θεοῖσι μῦθον ἐπιτρέψαι leave it to them, Od.22.289, cf. 19.502 ; so κάκοισι θῦμον ἐπιτρέπην (Aeol. inf.) Alc. 35.1 ; σμικραῖς ἑαυτοὺς ἐ. ἐλπίσιν E.Fr.921 ; freq. in Prose, ἐ. τινὶ τὰ πρήγματα Hdt.6.26 ; τὴν πόλιν Id.4.202 ; Νάξον Λυγδάμι Id.1.64 ; τὰ πάντα Th.2.65 ; πλεῖστα τῷ ἀλογίστῳ Id.5.99 ; τὴν ἀρχήν X.An.6.1.31, etc.; also a son for education, Pl.La.200d: c. dat. et inf., τινά τινι γερονταγωγεῖν Ar.Eq.1098: freq. in Att., refer a legal issue to any one, τινὶ δίαιταν D.59.45 ; διάγνωσις -τετράφθω τῷ ἐπιμελητῇ Pl.Lg.936a ; οἷς (attracted for ) ἂν ἐπιτρέψωσιν οἱ δὲ τάξωσι, τούτοις ἐμμένειν, i.e. acquiesce in the court and abide by its decision, ib.784c (for the constr. cf. And.3.34 fin.).    4 c. dat. only, rely upon, leave to, τοῖσιν γὰρ ἐπετράπομέν γε μάλιστα Il.10.59 ; ἐπιτρέψαι δὲ θεοῖσιν Od.21.279 ; ἐ. τῇ ὀλιγαρχίῃ Hdt.3.81 ; ὥς οἱ (sc. ἰατρῷ) ἐπέτρεψε ib.130 : c. dat. et inf., σοὶ ἐπέτρεψεν πονέεσθαι he left it to you to work, Il.10.116, cf. 421, Hdt.9.10 : freq. in Att., refer the matter to a person, leave it to his arbitration, Ar.Ach.1115, V.521, Ra.811 ; τινὶ δικαστῇ to one as a judge, Th.4.83 ; τῷ ἐν Δελφοῖς μαντείῳ Id.1.28 ; ἐ. τῷ θεῷ περί τινος Pl.Grg.512e, cf. Alc.1.117e ; ὑμῖν ἐπιτρέπω καὶ τῷ θεῷ κρῖναι Id.Ap.35d ; Ἀθηναίοις ἐ. περὶ σφῶν αὐτῶν πλὴν θανάτου to leave their case to the A. save as to the penalty of death, Th.4.54 ; περὶ ὧν διαφερόμεθα τοῖς οἰκείοις ἐ. D. 27.1:—Pass., δίκης Λακεδαιμονίοις ἐπιτραπείσης Th.5.31.    5 Med., entrust oneself, leave one's case to, τινί Hdt.1.96 ; διαιτητῇ Id.5.95, cf. X.An.1.5.8 ; also, to entrust what is one's own to another, Hdt.3.155,157.    6 Pass., to be entrusted, ᾧ λαοί τ' ἐπιτετράφαται (3pl. pf. for ἐπιτετραμμένοι εἰσί) Il.2.25 ; τῇς (sc. Ὥραις) ἐπιτέτραπται μέγας οὐρανός heaven's gate is committed to them (to open and to shut), 5.750, cf. Hdt.3.142 ; ὑπό τινων ἐπιτρεφθῆναι (sc. ἰατρῷ), of a patient, Antipho 4.3.5 : c. acc. rei, ἐπιτρέπομαί τι I am entrusted with a thing, ἐπιτραφθέντες τὴν ἀρχήν Hdt.1.7 ; ἐπιτετραμμένοι τὴν φυλακήν Th.1.126.    II give up, yield, Ποσειδάωνι δὲ νίκην πᾶσαν ἐπέτρεψας Il.21.473 ; later ἐ. τινί c. inf., permit, suffer, Ar.Pl.1078, Pl.Chrm.171e, etc. : c. acc. et inf., X.An.7.7.8 ; also ἐ. Θηβαίοις αὐτονόμους εἶναι Id.HG6.3.9 ; οὐδενὶ ἐ. κακῷ εἶναι Id.An.3.2.31 ; ἐ. ἀδικέοντι τῷ ἀδελφεῷ Hdt.2.120 ; μὴ ἐ. τῷ ἀσεβοῦντι Pl.Euthphr.5e : abs., give way, Pi.O.6.21, Ar.Nu.799, Pl.915, Th.1.71, Pl.Ap.35b:— Pass., ἄνευ τοῦ ἐπιτραπῆναι without leave, POxy.474.40 (ii A.D.).    2 intr., give way, οὐ μὲν ἐπέτρεπε γήραϊ λυγρῷ Il.10.79 ; indulge, μὴ πάντα ἡλικίῃ καὶ θυμῷ ἐπίτρεπε Hdt.3.36 ; ταις ἡδοναῖς καὶ ἐπιθυμίαις Pl.Lg.802c ; τῇ ὀργῇ D.H.7.45.    III command, τὴν μὲν [τάξιν] ἐπὶ τῷ δεξιῷ ἐπέτρεψεν ἐφέπεσθαι X.An.6.5.11 : elsewh. c. dat., PLond.3.1173.3 (ii A.D.), etc.:—Pass., ἐπετράπην ὑπὸ σοῦ POxy.51.5 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 995] aor. ἐπέτρεψα, Hom. auch ἐπέτραπον, u. im med. nur ἐπετραπόμην, aor. I. pass. ἐπετρέφθην, ion. ἐπιτράπω, zuwenden; – 1) hingeben, übergeben, überlassen, anvertrauen, οἶκόν τινι, zur Aufsicht Einem das Haus übergeben, Od. 2, 226; ἐπίτρεψον θεοῖσιν 19, 502; c. inf., Τρωσὶν γὰρ ἐπιτραπέουσι φυλάσσειν Il. 10, 421; pass., ᾡ λαοί τ' ἐπιτετράφαται καὶ τόσσα μέμηλεν 2, 25, wie Ὁραι τῇς ἐπιτέτραπται μέγας οὐρανός 5, 750; παισὶ κτήματα, den Kindern zuwenden, hinterlassen, Od. 7, 149; αὑτοὺς σμικραῖς ἐλπίσιν Eur. frg.; oft in Prosa, τὰ πρήγματά τινι Her. 6, 26; ὑμῖν ἐπιτρέπω καὶ τῷ θεῷ κρῖναι περὶ ἐμοῦ Plat. Apol. 35 d; εἰ τὸ σῶμα ἐπιτρέπειν σε ἔδει τῳ Prot. 313 a; ἐπιτρέψαι τῷ θεῷ περὶ τούτων Gorg. 512 e; ἀρχήν τινι Xen. An. 5, 9, 31, Folgde, pass., ἰατρῷ ἐπιτρεφθείς Antiph. IV β 4; παρὰ τούτων Ἡρακλεῖδαι ἐπιτραφθέντες ἔσχον τὴν ἀρχήν Her. 1, 7, vgl. 2, 121, 1; bes. als Statthalter übergeben, 1, 64 u. oft; οἱ ἐπιτετραμμένοι τὴν φυλακήν, denen die Wache anvertraut ist, Thuc. 1, 126, wie οἱ τὰς πόλεις ἐπιτετραμμένοι Luc. Nigr. 34. – 2) zulassen, einräumen, νίκην τινί Il. 21, 473; gestatten, vergönnen, οὐκ ἄν ποτ' ἄλλῳ τοῦτό γ' ἐπέτρεπον ποιεῖν Ar. Plut. 1078; εἰ βουλοίμεθά τῳ ἐπιτρέψαι παῖδας ἄῤῥενας παιδεῦσαι Xen. Mem. 1, 5, 2; τινὶ χώραν διαρπάσαι An. 1, 2, 19; τούτοις ὁπότερ' ἂν ψηφίσωνται 7, 7, 18; οὔτε τοῖς ἄλλοις ἐπιτρέπομεν ποιεῖν Plat. Chartn. 171 e; Conv. 219 c u. öfter; absolut, ταῖς ἡδοναῖς καὶ ἐπιθυμίαις μὴ ἐπιτρέποντες Legg. VII, 802 b. Auch τινὶ κακῷ εἶναι Xen. An. 3, 2, 31; οὐδ' αὐτοῖς Θηβαίοις ἐπετρέπετε αὐτονόμους εἶναι Hell. 6, 3, 9; ἀδικέοντι τῷ ἀδελφεῷ Her. 2, 120; vgl. μὴ ἐπιτρέπων τῷ ἀσεβοῦντι sc. ἀσεβεῖν, Plat. Euthvphr. 5 e; c. acc. c. int., ἡμᾶς οὐδ' ἐναυλισθῆναι ἐπιτρέπεις Xen. An. 7, 7, 8, wie Ath. XIII, 565 f; mit der Negation, nicht gestatten, verbieten, verhindern, ἢν δέ τις μαλακύνῃ, μὴ ἐπιτρέπετε Xen. Cyr. 3, 2, 5; Thuc. 1, 71; σὺ δ' ἐπέτρεπες; du ließest es zu? Ar. Nubb. 799. – Jemandem Vollmacht geben, Jemandes Ausspruch, Entscheidung Etwas anheimstellen, ἤθελον τῷ ἐν Δελφοῖς μαντείῳ ἐπιτρέψαι Thuc. 1, 28, Schol. τὴν ἐπιτροπὴν τῆς κρίσεως δοῦναι; vgl. 4, 83; Xen. Mem. 3, 5, 12; οἱ δικασταί, οἷς ἂν ἐπιτρέψητε Dem. 7, 7; mit περί, Ἀθηναίοις ἐπιτρέψαι περὶ σφῶν αὐτῶν πλὴν θανάτου, sie stellten sich der Entscheidung der Athener, nur sollten diese nicht Todesstrafe verhängen dürfen, Thuc. 4, 54; τῷ θεῷ περὶ τούτων Plat.; Dem. u. A.; περὶ τῶν ὅλων, unumschränkte Vollmacht, Pol. 1, 62, 3; τινί, Einem die Vormundschaft übertragen, Lys. bei Harpocr., s. Mein. IV p. 119. – 3) auftragen, anbefehlen, οἷς ἂν ἐπιτρέψωσιν οἵδε καὶ τάξωσιν, τούτοις ἐμμένειν Plat. Legg. VI, 784 c; τὴν τάξιν ἐπὶ τὸ δεξιὸν ἐπέτρε ψεν ἐφέπεσθαι Xen. An. 6, 3, 11. – 4) intrans., wo man ἑαυτόν ergänzen kann, τοῖσιν γὰρ ἐπετράπομέν γε μάλιστα, auf diese vertrauten wir am meisten, Il. 10, 59; ὥς οἱ ἐπέτρεψε, als er sich ihm anvertraut hatte, Her. 3, 130; τοῖς ὅρκοις II. Hal. 7, 40; – γήραϊ, dem Alter nachgeben, unterliegen, Il. 10, 79; Sp., ὀργῇ D. Hal. 7, 45; ἀήταις Opp. Hal. 1, 350. – 5) Med. sich wohin wenden, neigen, σοὶ θυμὸς ἐπετράπετο εἴρεσθαι Od. 9, 12; – sich anvertrauen, τινί, d. i. sich an Einen als Schiedsrichter wenden, Her. 1, 96. 5, 95; ἐπίστευον αὐτῷ αἱ πόλεις ἐπιτρεπόμεναι, sich seinem Schutze anvertrauend, Xen. An. 1, 9, 8; übh. anvertrauen, τὰ ἄλλα ἐμοὶ ἐπιτράψονται Her. 3, 155; – ἐπιτετράψεται D. L. 1, 54.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτρέπω: Ἰων. -τράπω: μέλλ. -τρέψω: ἀόρ. α΄ -έτρεψα Ὅμ., Ἀττ., Ἰων. -έτραψα Ἡρόδ. 4. 202: ἀόρ. β΄ -έτραπον Ὅμ.: ― Μέσ. Ἰων. μέλλ. -τράψομαι Ἡρόδ. 3. 155: ἀόρ. β΄ μέσ. -ετρᾰπόμην Ὅμ.. ― Παθ., Ἰων. ἀόρ. α΄ -ετράφθην: μετοχ. -τραφθεὶς Ἡρόδ.: ἀόρ. β΄ παθ. -ετράπην. Κυρίως, τρέπωστρέφω πρός τι· ἀλλ’ οὕτω μόνον ἐν τῷ μέσ. ἀορ. β΄, σοι δ’ ἐμὰ κήδεα θυμὸς ἐπετράπετο... εἴρεσθ’, ἡ καρδία σου ἔκλινεν εἰς τὸ νὰ ἐρωτήσῃς περὶ τῶν βασάνων μου, Ὀδ. Ι. 12· ἀνατρέπω τι ἐπί τινος, ἐς κεφαλήν ἡμῖν ἐπέτρεπε τοὺς ἄνθρακας Λουκ. Λεξιφ. 8. 2) τρέπω τι ἐπάνω εἴς τινα, μεταφέρω, κληροδοτῶ, τοῖσιν θεοὶ ὄλβια δοῖεν ζωέμεναι, καὶ παισὶν ἐπιτρέψειεν ἕκαστος κτήματ’ ἐνί μεγάροισι Ὀδ. Η. 149. 3) ἐμπιστεύομαί τι εἴς τινα, καὶ οἱ ἰὼν ἐν νηυσὶν ἐπέτρεπεν οἶκον ἅπαντα, «ἐπίτροπον, οἰκονόμον εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἐποίησε» (Σχόλ.), Β. 226 (ἴδε ἐπίτροπος)· ἐπιτρέψειας ἕκαστα δμωάων ἐκείνῃ, ἥτις... ἀρίστη Ο. 24, πρβλ. Ἰλ. Ρ. 509· θεοῖσιν μῦθον ἐπιτρέψαι, «τουτέστιν, ἀνάθες» (Εὐστ.), Ὀδ. Χ. 287, πρβλ. Τ. 502· οὕτω, κακοῖσι θυμὸν ἐπιτρέπην (Αἰολ. ἀπαρ.) Ἀλκαῖος 35· σμικραῖς... ἑαυτοὺς ἐλπίσιν Εὐρ. Ἀποσπ. 913: ― συχν. παρὰ πεζογράφοις, ἐπ. τινὶ τὰ πράγματα Ἡρόδ. 6. 26· τὴν πόλιν ὁ αὐτ. 4. 202· Νάξον ὁ αὐτ. 1. 64· τὰ πάντα, πλεῖστα Θουκ. 2. 65., 5. 99· τὴν ἀρχὴν Ξεν. Ἀν. 5. 9, 31, κτλ.· τινὰ ἰατρῷ Ἀντιφῶν 127. 38, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 130· ὡσαύτως, παραδίδω υἱὸν πρὸς ἐκπαίδευσιν, Πλάτ. Λάχ. 200D, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1098· ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., σοὶ δ’ οἴῳ ἐπέτρεψεν πονέσθαι, σὲ δὲ μόνον ἀφῆκε νὰ κοπιάζῃς, Ἰλ. Κ. 116, πρβλ. 421, Ἡρόδ. 9. 10: ― συχν. παρ’ Ἀττ., παραχωρῶ τι εἴς τινα (πρβλ. ἐπιτροπή), ἔπεισαν δίαιταν ἐπιτρέψαι αὐτοῖς Δημ. 1360. 7, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 936Α· ὑμῖν ἐπιτρέπω κρῖναι Πλάτ. Ἀπολ. 35D, πρβλ. Ἀνδοκ. 1. 28. 4) μετὰ δοτ. μόνον, ἀφίνω τὰ πάντα εἰς ἕτερον, ἐμπιστεύομαι ἐμαυτὸν εἴς τινα, ἔχω πεποίθησιν, τοῖσιν γὰρ ἐπετράπομέν γε μάλιστα, «ἐξουσίαν δεδώκαμεν» (Σχόλ.), Ἰλ. Κ. 59· ἐπιτρέψαι δὲ θεοῖσιν Ὀδ. Φ. 279· ἐπ. τῇ ὀλιγαρχίῃ Ἡρόδ. 3. 81· καὶ συχν. παρ’ Ἀττ. ὡς τὸ Λατ. referre ad…, ἀφίνω ὑπόθεσίν τινα εἰς τὴν κρίσιν ἢ διαιτησίαν ἄλλου, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1115, Σφ. 521, Βάτρ. 811, Θουκ. 1. 28· τινὶ δικαστῇ, εἴς τινα ὡς εἰς δικαστὴν, ὁ αὐτ. 4. 83: ― ὡσαύτως, ἐπ. τινὶ περί τινος Πλάτ. Γοργ. 512 Ε, Ἀλκ. α΄, 117Ε· Ἀθηναίοις ἐπ. περὶ σφῶν αὐτῶν πλὴν θανάτου, νὰ παραδώσωσιν ἑαυτοὺς εἰς τὴν διάθεσιν τῶν Ἀθηναίων μόνον νὰ μὴ ἔχωσιν ἐξουσίαν θανάτου ἐπ’ αὐτῶν, Θουκ. 4. 54· περὶ ὧν διαφερόμεθα τοῖς οἰκείοις ἐπιτρ. Δημ. 813. 2· οὕτως ἐν τῷ Μέσ., Θουκ. 5. 31. 5) Μέσ., ἐμπιστεύομαι εἴς τινα, ἀφίνω τὴν ὑπόθεσίν μου εἰς αὐτόν, τινὶ Ἡρόδ. 1. 96., 5. 95, κτλ.: ὡσαύτως, ἐμπιστεύομαί τι ἀνῆκον εἰς ἐμὲ εἰς ἄλλον, ὁ αὐτ. 3. 155, 157, Ξεν., κλ. 6) Παθ., ᾧ λαοί τ’ ἐπιτετράφαται (γ΄ πληθ. πρκμ. ἀντὶ ἐπιτετραμμένοι εἰσὶ) Ἰλ. Β. 25· τῆς (ἐνν. ὥραις) ἐπιτέτραπται μέγας οὐρανός, τοῦ οὐρανοῦ αἱ πύλαι εἶναι δεδομέναι εἰς αὐτὰς (νὰ τὰς ἀνοίγωσι καὶ νὰ τὰς κλείωσι) Ἰλ. Ε. 750, Θ. 394, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 142, κτλ.· ὡσαύτως μετ’ αἰτιατ. πράγμ., ἀρχὴν ἐπιτραφθέντες Ἡρόδ. 1. 7· ἐπιτετραμμένοι τὴν φυλακὴν Θουκ. 1. 126· πρβλ. πιστεύω ΙΙ. ΙΙ. παραχωρῶ, δίδω, Ποσειδάωνι δὲ νίκην πᾶσαν ἐπέτρεψας Ἰλ. Φ. 473· παρ’ Ἀττ., ἐπ. τινί, μετ’ ἀπαρ., παραχωρῶ, ἐπιτρέπω, Ἀριστοφ. Πλ. 1078, Πλάτ. κλ.· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Ξεν. Ἀν. 7. 7, 8, Πλάτ.· ὡσαύτως, Θηβαίοις ἐπ. αὐτονόμους (-οις;) εἶναι Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 9· οὐδενὶ ἐπ. κακῷ εἶναι ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 3. 2, 31· μετὰ μετοχ., ἐπ. ἀδικέοντι τῷ ἀδελφεῷ Ἡρόδ. 2. 120· μή ἐπ. τινὶ ἀδικοῦντι Πλάτ. Εὐθύφρ. 5Ε· ὡσαύτως ἀπολ., ὑποχωρῶ, ἐνδίδω, Πινδ. Ο. 6. 36, Ἀριστοφ. Νεφ. 799. Πλοῦτ. 915, Θουκ. 1. 71. 2) ἀμεταβ. ὡς τὸ Λατ. concedere, οὐ μὲν ἐπέτρεπε γήραϊ λυγρῷ, «τουτέστιν οὐδὲ ὑπὸ γήρως ἐνικᾶτο» (Σχόλ.), Ἰλ. Κ. 79· ἡλικίῃ καὶ θυμῷ μὴ ἐπίτραπτε, μὴ ὑποχώρει, μὴ κυριεύου ὑπ’ αὐτῶν, Ἡρόδ. 3. 36· ταῖς ἐπιθυμίαις Πλάτ. Νόμ. 802 Β· τῇ ὀργῇ Διον. Ἁλ. 7. 45. ΙΙΙ. κελεύω, ἐπὶ τὸ δεξιὸν ἐπέτρεψεν ἐφέπεσθαι Ξεν. Ἀν. 6. 3, 11, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 784C. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 17, καὶ Ἀθηνᾶν τ. Γ΄, σ. 312 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

f. ἐπιτρέψω, ao. ἐπέτρεψα, ao.2 ἐπέτραπον;
Pass. ao. ἐπετρέφθην, ao.2 ἐπετράφην, pf. ἐπιτέτραμμαι;
I. tr. tourner vers ou sur, d’où
1 transmettre, léguer : τί τινι qch à qqn;
2 remettre, confier : τινί τι qch à qqn ; avec l’inf. : ἐπ. τινὶ πονέεσθαι IL remettre à qqn le soin d’accomplir une tâche pénible ; τινι κρῖναι περί τινος PLAT remettre à qqn le soin de décider sur le sort d’un autre ; ἐπιτραφθεὶς (ion.) τὴν ἀρχήν HDT à qui l’on a remis le pouvoir ; ἐπιτετραμμένος τὴν φυλακήν THC chargé de la garde ; abs. abandonner : νικήν τινι IL la victoire à qqn ; τινι ποιεῖν τι AR ou τινα ποιεῖν τι XÉN confier à qqn le soin de faire qch ; οὐδενὶ ἐπ. κακῷ εἶναι XÉN ne permettre à personne d’être méchant ; abs. donner toute liberté;
3 ordonner : τινα ποιεῖν τι XÉN à qqn de faire qch;
II. intr. en appar. (s.e. ἑαυτόν);
1 s’en remettre à, se confier à : θεοῖσιν OD, τῷ μαντείῳ THC aux dieux, à l’oracle ; τινι περί τινος remettre à qqn le soin de décider de qqn ou de qch;
2 s’abandonner à : γήραϊ IL se laisser abattre par la vieillesse;
Moy. ἐπιτρέπομαι (f. ἐπιτρέψομαι, ao.2 ἐπετραπόμην);
I. intr. 1 se tourner vers : ἐπ. εἴρεσθαι OD être porté ou incliner à demander;
2 se confier à, s’en remettre à, τινι;
II. tr. confier : τί τινι qch à qqn.
Étymologie: ἐπί, τρέπω.

English (Autenrieth)

aor. 1 ἐπέτρεψα, aor. 2 ἐπέτραπον, imp. 2 pl. ἐπιτράφεθ, mid. aor. 2 ἐπετραπόμην, pass. perf. ἐπιτέτραμμαι, 3 pl. ἐπιτετράφαται: act., turn or give over to, commit, intrust, pass., Il. 2.25, Il. 5.750; of ‘leaving’ the victory to another, Il. 21.473; intr., ‘give up,’ ‘give in to,’ γήραϊ, Il. 10.79; mid. (met.), be inclined, θῦμός, Od. 9.12.

English (Slater)

ἐπιτρέπω
   1 entrust c. dat. & inf., τοῖς γὰρ ἐπέτραπεν θαητὸν ἀγῶνα νέμειν (O. 3.36) abs., allow, approve, μελίφθογγοι δ' ἐπιτρέψοντι Μοῖσαι (O. 6.21) c. acc. (& dat.) τῷ] Κάδμου στρατὸν καὶ Ζεάθου πόλιν, ἀκερσεκόμα πάτερ, ἀνορέας ἐπέτρεψας ἕκατι σαόφρονος (τῷ supp. G-H: i. e. to Teneros) (Pae. 9.46)

English (Strong)

from ἐπί and the base of τροπή; to turn over (transfer), i.e. allow: give leave (liberty, license), let, permit, suffer.

English (Thayer)

(ἐπιτροπεύω) (from Herodotus down); "to be ἐπίτροπος or procurator": of Pontius Pilate in WH (rejected) marginal reading; see their Appendix at the passage.]

Greek Monolingual

(AM ἐπιτρέπω και ιων. τ. ἐπιτράπω) τρέπω
1. δίνω σε κάποιον την άδεια να κάνει κάτι, ανέχομαι (α. «δεν μού επέτρεψε να απαντήσω» β. «οὐκ ἄν ποτ’ ἄλλῳ τοῡτ’ ἐπέτρεψ’ ἐγώ ποιεῑν», Αριστοφ.
γ. «ἢν δέ τις μαλακύνηται, μὴ ἐπιτρέπετε», Ξεν.)
νεοελλ.
(στο γ’ πρόσ.) επιτρέπεται
δίνεται η άδεια («επιτρέπεται η είσοδος, το κάπνισμα» κ.λπ.)
αρχ.-μσν.
1. παραχωρώ, εμπιστεύομαι, αναθέτω («καὶ oἱ ἰὼν ἐν νηυσὶν ἐπέτρεπεν οἶκον ἅπαντα», Ομ. Οδ.)
2. υποχωρώ, ενδίδω («οὐ μὲν ἐπέτρεπε γήραϊ λυγρῷ», Ομ. Ιλ.)
3. διατάζω («τὴν μὲν [τάξιν] ἐπὶ τὸ δεξιὸν ἐπέτρεψεν ἐφέπεσθαι», Ξεν.)
4. δίνω την εξουσία, έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον («τοῑσιν γὰρ ἐπετράπομέν γε μάλιστα», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. έχω κλίση, ροπή, στρέφομαι σε κάτι («σοὶ δ’ ἐμὰ κήδεα θυμὸς ἐπετράπετο στονόεντα εἴρεσθαι», Ομ. Οδ.)
2. ανατρέπω πάνω σε κάτι («ὁ μέντοι ἰπνολέβης ὑπερπαφλάζων ἐς κεφαλὴν ἡμῑν ἐπέτρεπε τοὺς ἄνθρακας», Λουκιαν.)
3. αναθέτω, μεταφέρω δικαίωμα ή εντολή, κληροδοτώ («τοῑσιν θεοὶ ὄλβια δοῑεν ζωέμεναι, και παισὶν ἐπιτρέψειεν ἕκαστος κτήματ’ ἐνὶ μεγάροισι», Ομ. Οδ.)
4. παραδίνω τον γιο μου για εκπαίδευση
5. παραχωρώ νόμιμη έξοδο σε κάποιον («οἶς [ἃ] ἂν ἐπιτρέψωσιν, οἱ δὲ τάξωσι, τούτοις ἐμμένειν» — σε όσα παραγγείλουν, Πλατ.)
6. αφήνω στην κρίση άλλου («κἀπιτρέψαι Λαμάχῳ πότερον ἀκρίδες ἥδιόν ἐστιν, ἢ κίχλαι», Αριστοφ.)
7. παραχωρώ, χαρίζω («Ποσειδάωνι δὲ νίκην πᾱσαν ἐπέτρεψας», Ομ. Ιλ.)
8. (με αιτ. πράγμ.) μού εμπιστεύονται κάτι («παρὰ τούτων... ἐπιτραφθέντες ἔσχον τὴν ἀρχήν», Ηρόδ.)
9. μέσ. ἐπιτρέπομαι
χρησιμοποιώ κάποιον ως διαιτητή («ἐπίστευον μὲν αὐτῷ αἱ πόλεις ἐπιτρεπόμεναι», Ξεν.)
10. φρ. «ἐπιτρέπω περὶ τῶν ὅλων» — δίνω απεριόριστη πληρεξουσιότητα.

Greek Monotonic

ἐπιτρέπω: Ιων. -τράπω, μέλ. -τρέψω, αόρ. αʹ -έτρεψα, Ιων. -έτραψα· αόρ. βʹ -έτραπον — Παθ. και Μέσ., Ιων. αόρ. αʹ -ετράφθην· Παθ. αόρ. βʹ -ετράπην, Μέσ. -ετρᾰπόμην·
I. 1. κυρίως, στρέφω προς, σε Μέσ. αόρ. βʹ, θυμὸς ἐπετράπετο εἴρεσθαι, η ίδια η καρδιά σου σε έσπρωχνε να ρωτήσεις, σε Ομήρ. Οδ.
2. τρέπω κάτι, το στρέφω πάνω σε, εμπιστεύομαι ή αναθέτω σε κάποιον ως θεματοφύλακα, φρουρό, διαχειριστή, μεταφέρω, κληροδοτώ, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· με απαρ., σοὶ ἐπέτρεψεν πονέεσθαι, εσένα μόνο άφησε να κοπιάζεις, σε Ομήρ. Ιλ.
3. με δοτ. μόνο, έχω εμπιστοσύνη σε, έχω πίστη, στηρίζομαι, βασίζομαι σε, σε Όμηρ., Ηρόδ.· αναφέρω, παραπέμπω το θέμα σε κάποιον, το αφήνω στην κρίση του, σε Αριστοφ., Θουκ.· ομοίως, στη Μέσ., εμπιστεύομαι, αφήνω την υπόθεσή μου σε κάποιον, τινι, σε Ηρόδ.
4. Παθ., δίνομαι, ανατίθεμαι, ᾧ λαοί τ' ἐπιτετράφαται (γʹ πληθ. παρακ. αντί ἐπιτετραμμένοι εἰσί), σε Ομήρ. Ιλ.· τῇς (ενν. Ὥραις) ἐπιτέτραπται οὐρανός, οι πύλες του ουρανού έχουν δοθεί σε αυτές (ώστε να τις ανοίγουν και να τις κλείνουν), στο ίδ.· επίσης, με αιτ. πράγμ., ἐπιτρέπομαί τι, επιφορτίζομαι με, μου έχει ανατεθεί κάτι, σε Ηρόδ., Θουκ.
II. 1. παραδίδω, παραχωρώ, Ποσειδάωνι νίκην ἐπέτρεψας, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐπ. τινί, με απαρ., παραχωρώ, επιτρέπω, σε Ηρόδ., Αττ.
2. αμτβ., υποκύπτω, υποχωρώ, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
III. διατάζω, παραγγέλλω, τινὶ ποεῖν τι, σε Ξεν.