κνίζω

From LSJ
Revision as of 23:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνίζω Medium diacritics: κνίζω Low diacritics: κνίζω Capitals: ΚΝΙΖΩ
Transliteration A: knízō Transliteration B: knizō Transliteration C: knizo Beta Code: kni/zw

English (LSJ)

fut. κνίσω [ῐ] Ar.Ra.1198: aor.

   A ἔκνῐσα Pi.P.8.32, Herod.4.59, etc.; Dor. ἔκνιξα Pi.I.6(5).50:—Pass., aor. ἐκνίσθην E.Andr. 209, Theoc.4.59: scratch, gash, παῖδα . . γυμνὸν ἢν κνίσω . . οὐχ ἕλκος ἕξει; Herod.l.c.; κνίζων συκάμινα (to make them ripen) LXX Am.7.14, cf. Ath.2.51b.    2 pound, chop up, or grate, dub. in Thphr.HP 9.20.4 (fort. κνησθεῖσα).    II tickle, Arist.HA587b7 (Pass.), Phld. Lib.p.58 O. (Pass.).    2 usu. metaph., of love, chafe, tease, τὸν Ἀρίστωνα ἔκνιζε τῆς γυναικὸς ταύτης ἔρως Hdt.6.62, cf. E.Med.568; κἠγὼ μὰν κνίζω τινά Theoc.5.122; of other feelings, as satiety, κόρος κνίζει Pi.P.l.c.; anxiety, Ξέρξην ἔκνιζε ἡ γνώμη Hdt.7.12; τὰ σμικρὰ οὐδέν μιν κνίζει (sc. τὸν θεόν) ib.10.έ; ἔκνιζέ μ' αἰεὶ τοῦθ' S.OT786; τὸ βούλεσθαί μ' ἔκνιζε E.IA330 (troch.); provoke, tease, Ar.V.1286; οὐ κατ' ἔπος κνίσω τὸ ῥῆμ' ἕκαστον will not attack every word, Id.Ra.l.c.; provoke to jealousy, Alciphr.1.32; in good sense, ἁδεῖά νιν ἔκνιξε χάρις Pi.I.6(5).50:—Pass., E.Med.555, Andr.l.c.; ἐρωτίδα τᾶς ποκ' ἐκνίσθη Theoc.4.59, cf. Luc.DMeretr.10.4; κνιζόμενος ὑπ' ἔρωτος ἐπὶ τῇ παιδί App.Pun.10; ἐκνίσθης; does that touch you? Men.Per. 16.    b provoke, ὀργὰν κνίζον αἰπεινοὶ λόγοι Pi.N.5.32, cf. P.11.23.

German (Pape)

[Seite 1461] (verwandt mit κνάω)=, ritzen, kratzen, schaben, ἐξ ἐπιπολῆς καὶ ἰσχνῶς καταξύω Eust. 1746; ἐπὶ βραχὺ κνίσαντες σιδηρίῳ Ath. II, 51 b; einzeln bei Sp. = verringern, E. M erkl. λεπτύνω; ὄπιν Pind. I. 4, 58; οὐ κατ' ἔπος γέ σου κνίσω τὸ ῥῆμ' ἕκαστον Ar. Ran. 1198. – Gew. übertr., reizen, durch Leidenschaft, bes. Liebe; auch = erbittern, erzürnen, aufbringen, pungere; λόγοι κνῖζον ὀργάν Pind. N. 5, 32; so vom Zorn P. 11, 23; ἔκνιξέν νιν χάρις I. 5, 48; κνιζομένα, betrübt, Ol. 6, 44; εἴ σε μὴ κνίζοι λέχος Eur. Med. 568; ἤν τι κνισθῇς Andr. 209; von der Liebe, τὴν ἐρωτίδα, τᾶς ποκ' ἐκνίσθη, zu der er in Liebe entbrannt war, Theocr. 4, 22; vgl. ὁ παῖς κνίζει με Strat. 47 (XII, 205), öfter in der Anth. – Auch in Prosa; τὸν δὲ ἔκνιζε τῆς γυναικὸς ταύτης ὁ ἔρως Her. 6, 62, wie Sp., App. Hisp. 37; Ath. XIII, 577 e. – Betrüben, kränken, ἐτερπόμην, ὅμως δ' ἔκνιζέ μ' ἀεὶ τοῦτο Soph. O. R. 786; τὸ βούλεσθαί μ' ἔκνιζε Eur. I. A. 330; κακίαις μ' ἔκνισε Ar. Vesp. 1285; τὰ σμικρὰ οὐδέν μιν κνίζει Her. 7, 10, 5; ἔκνιζε Ξέρξεα ἡ γνώμη 7, 12; Sp., wie Hdn. 4, 9, 4. – [Ι im fut. ist kurz, Ar. Ran. 1198; s. Böckh Pind. P. 10, 60.] – Adj. verb. κνιστός, klein geschabt, gehackt, λάχανα Ath. IX, 373 a; VLL.

Greek (Liddell-Scott)

κνίζω: μέλλ. κνίσω ῐ Ἀριστοφ. Βάτρ. 1198˙ ἔκνισα Πίνδ., Ἀριστοφ., Δωρ. ἔκνιξα Πινδ. Ι. 6 (5). 74. ― Παθ., ἀόρ., ἐκνίσθην Εὐρ. Ἀνδρ. 209, Θεόκρ. (πρβλ. κνάω). Ξέω, ξύνω ὡς τὸ κνάω, Θεόφρ. π. Φ. Ἱστ. 9. 20, 4, Ἀθήν. 51Β˙ ― ἐντεῦθεν, φθείρω, ἐλαττώνω, Πινδ. Ι. 5 (4). 74˙ ― ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον, ΙΙ. γαργαλίζω, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 10, 8˙ ἀλλά, 2) κατὰ τὸ πλεῖστον μεταφ., ἐπὶ ἔρωτος, πειράζω, ἐρεθίζω, ἐνοχλῶ, ἀνιῶ, ταράσσω, Λατ. pungere (πρβλ. ὑποκνίζω), τὸν Ἀρίστωνα ἔκνιζε τῆς γυναικὸς ταύτης ὁ ἔρως Ἡρόδ. 6. 62, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 568˙ ἐρωτίδα, τᾶς ποκ’ ἐκνίσθη Θεόκρ. 4. 59, πρβλ. 5. 122˙ ― ὡσαύτως ἐπὶ ἄλλων αἰσθημάτων, κόρος κνίζει Πινδ. Π. 8. 44˙ ἐπὶ ἀνησυχίας, Ξέρξεα ἔκνιζε ἡ γνώμη Ἡρόδ. 7. 12˙ τὰ σμικρὰ οὐδέν μιν κνίζει (ἐνν. τὸν θεὸν) αὐτόθι 10, 5˙ ἔκνιζέ μ’ ἀεὶ τοῦθ’ Σοφ. Ο. Τ. 786˙ τὸ βουλεύεσθαί μ’ ἔκνιζε Εὐρ. Ι. Α. 350˙ κακίαις μ’ ἔκνισε Ἀριστοφ. Σφ. 1268˙ οὐ... κνίσω τὸ ῥῆμ’ ἕκαστον, δὲν θὰ προσβάλλω ἑκάστην λέξιν, ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 1198˙ ἐρεθίζω, παρορμῶ εἰς ζηλοτυπίαν, Ἀλκίφρων 1. 32˙ ― ὡσαύτως ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἀδεῖά νιν ἔκνιξε χάρις Πινδ. Ι. 6. (5). 74. ― Παθ., Εὐρ. Μήδ. 555, Ἀνδρ. 209˙ κνίζεσθαί τινος, κεντεῖσθαι (ὑπὸ ἔρωτος) πρός τινα, Θεόκρ. 4. 59, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 10. 4, Μάχων παρ’ Ἀθην. 577Ε˙ κνιζόμενος ὑπ’ ἔρωτος ἐπὶ τῇ παιδὶ Ἀππ. Καρχηδ. 10. β) κν. ὀργάν, διεγείρειν, ἐξεγείρειν ὀργήν, Πινδ. Ν. 5. 59, πρβλ. Π. 11. 36.

French (Bailly abrégé)

f. κνίσω, ao. ἔκνισα, pf. inus.
Pass. ao. ἐκνίσθην, pf. κέκνισμαι;
I. gratter, racler;
II. chatouiller;
1 chatouiller agréablement;
2 irriter, exciter, enflammer;
3 chagriner, troubler, tourmenter, acc..
Étymologie: DELG cf. lett. knidêt « démanger » ; m.irl. cned « blessure » ; apparenté à κνῆν, κναίω.

English (Slater)

κνίζω (impf. κνίζον: aor. ἔκνιξ, ἔκνιξεν, ἔκνισεν, ἔκνιξαν; κνίσῃ. pass. κνιζομένα.)
   1 prick met.
   a c. inf. πότερόν νιν ἄρ' Ἰφιγένεἰ ἐπ Ἐὐρίπῳ σφαχθεῖσα τῆλε πάτρας ἔκνισεν βαρυπάλαμον ὄρσαι χόλον; (ἔκνιξεν coni. Schr.: goaded ) (P. 11.23)
   b irritate οὔτοι τετύφλωται μακρὸς μόχθος ἀνδρῶν οὐδ' ὁπόσαι δαπάναι ἐλπίδων ἔκνιξ ὄπιν.† (ἔκνιζ v. l.: ἔκνισ' ὀπί Aristarchus: ἐλπίδ' ἔκνιξ ὄπιν Wil.) (I. 5.58)
   c distress τὸν μὲν κνιζομένα λεῖπε χαμαί (sc. Εὐάδνα) (O. 6.44) μὴ κόρος ἐλθὼν κνίσῃ (κνίξῃ coni. Schr.) (P. 8.32) καὶ γὰρ ἑτέροις ἑτέρων ἔρωτες ἔκνιξαν φρένας (A. W. Mair: ἔρως ἔκνιξε codd.: ἔρως ὑπέκνισε Boeckh) (P. 10.60) τοῖο δ' ὀργὰν κνίζον αἰπεινοὶ λόγοι (N. 5.32)
   d thrill ἁδεῖα δ' ἔνδον μιν ἔκνιξεν χάρις (I. 6.50)

Greek Monolingual

(AM κνίζω)
νεοελλ.
προκαλώ κνησμό, ερεθίζω το δέρμα
μσν.-αρχ.
1. ξύνω
2. πληγώνω, κεντώ, κάνω αμυχή
αρχ.
1. (για έρωτα ή άλλα αισθήματα) πειράζω, ερεθίζω (α. «τὸν δὲ Ἀρίστωνα ἐκνιζε ἄρα τῆς γυναικὸς ταύτης ἔρως», Ηρόδ.
β. «μὴ κόρος ἐλθὼν κνίσῃ», Πίνδ.
γ. «Ξέρξην ἐκνιζε ἡ Ἀρταβάνου γνώμη», Ηρόδ.)
2. επιφέρω, προκαλώ, προξενώ («τοῡ δ' ἄρ' ὀργάν κνίζον αἰπεινοὶ λόγοι», Πίνδ.)
3. προσβάλλω («καὶ μὴν μὰ τὸν Δί' οὐ κατ' ἔπος γέ σου κνίσω», Αριστοφ.)
4. δυσαρεστώ, κάνω κάποιον να λυπηθεί
5. μεσ. κνίζομαι
γαργαλιέμαι («τὰ δὲ παιδία... οὐδὲ κνιζόμενα τὰ πολλὰ αἰσθάνεται», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. κνῐζω σχηματίστηκε από το θ. του αορ. κνῐσ-. Οι συγγενείς τ. άλλων ΙΕ γλωσσών καθιστούν δυνατή την αναγωγή του τελευταίου σε knid- (πρβλ. λιθουαν. knidt «κατατρώγω», μσν. ιρλδ. kned «πληγή) είτε σε knit- (πρβλ. λιθουαν. kni-n-tu, knis-ti «ξύνω, γαργαλώ») είτε σε knis (πρβλ. λιθουαν. knis-u «σκαλίζω, ανασκάπτω»), με πιθανότερη εκδοχή την πρώτη (πρβλ. και ελλ. κνῑδη, παρά το μακρό -ι-, καθώς και το κνίσα). Συνδέεται επίσης με το κνῶ (βλ. και λ. κνίφος).
ΠΑΡ. κνισμός
αρχ.
κνις, κνίσμα.
ΣΥΝΘ. αρχ. αποκνίζω, διακνίζω, επικνίζω, κατακνίζω, περικνίζω, προκατακνίζω, υποκνίζω].

Greek Monotonic

κνίζω: Δωρ. κνίσδω· μέλ. κνίσω [ῐ], αόρ. αʹ ἔκνισα, Δωρ. ἔκνιξα — Παθ., αόρ. αʹ ἐκνίσθην·
I. ξύνω ή αποξέω, τρίβω, γαργαλώ· μεταφ., λέγεται για την αγάπη, πειράζω, ερεθίζω, ενοχλώ, ταράζω, σε Ηρόδ., Ευρ.· λέγεται για κορεσμό, σε Πίνδ.· λέγεται για άγχος, αγωνία, σε Αριστοφ. — Παθ., κνίζεσθαί τινος, τσιμπιέμαι (από αγάπη) για κάποιον, σε Θεόκρ.
II. κν. ὀργάν, προκαλώ θυμό, οργή, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

κνίζω: (fut. κνίσω с ῐ, aor. ἔκνισα - дор. ἔκνιξα)
1) досл. скрести, скоблить, перен. убавлять (ὄπιν Pind.);
2) перен. выдергивать поодиночке, разбирать порознь (τὸ ῥῆμα κατ᾽ ἔπος Arph.);
3) щекотать: οὐδὲ κνιζόμενα τὰ πολλὰ αἰσθάνεται Arst. (новорожденные) почти не чувствуют щекотки;
4) возбуждать, разжигать, распалять (ὀργάν Pind.; ζηλοτυπίᾳ κνιζόμενος Plut.): ὁ ἔρως τινὸς ἔκνιζέ τινα Her. любовь к кому-л. охватила кого-л.; κνίζεσθαί τινος Theocr. воспылать любовью к кому-л.;
5) раздражать, беспокоить, тж. удручать, мучить (ἔκνιζέ μ᾽ ἀεὶ τοῦτο Soph.);
6) глубоко проникать в душу, охватывать: Ξέρξεα ἔκνιζε ἡ Ἀρταβάνου γνώμη Her. Ксеркса глубоко заинтересовало мнение Артабана; τὸ βούλεσθαί μ᾽ ἔκνιζε Eur. такова моя воля.