πού
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
German (Pape)
[Seite 691] enclitisch, indefinit. zum Vorigen, irgend wo; Hom. u. Tragg.: κἄστ' οὐχ ἑκάς που, Soph. Phil. 41; που τῆς χώρας ἐμβάλλειν, Xen. Cyr. 6, 1, 42; – gew. wie unser wohl, etwa, vielleicht, der Rede eine gewisse Ermäßigung gebend, bes. εἴ που, εἴ τινά που, ὅς που u. ä. Vrbdgn, z. B. Il. 11, 292; Tragg., Ar. u. in Prosa: καί πού τις ἔστι βωμὸς αὐτόθι, Plat. Phaedr. 229 c; οὐδείς που τοῦτο ἀγνοεῖ, Phil. 64 d; εἴ που, Xen. An. 3, 4, 23; ἤν που, 1, 2, 27; Folgde; τῇδέ που, Pol. 3, 108, 3; sowohl eigtl. Zweifel ausdrückend, als subjective, bescheiden ausgesprochene Gewißheit der Ueberzeugung.
Greek (Liddell-Scott)
πού: Ἰων. κού, ἐγκλιτ. ἐπίρρ., κἄπου, εἴς τι μέρος, Ὅμ., κτλ. συχνάκις μετ’ ἄλλων ἐπιρρημάτων τόπου, οὐχ ἑκάς που, κἄπου οὐχὶ πολὺ μακράν, = ἐδῶ κἄπου, Σοφ. Φιλ. 41· πέλας που αὐτόθι 163· μηδαμοῦ... που αὐτόθι 256· ὁρῶσιν ἱππέας που πέραν τοῦ ποταμοῦ Ξεν. Ἀν. 4. 3, 3· ἄλλοθί που, Δημ. 52. 1, κτλ.· ― μετὰ γεν., ἀλλά που αὐτοῦ ἀγρῶν, εἴς τι μέρος ἐκεῖ τῶν ἀγρῶν, Ὀδ. Δ. 639· ἐμβαλεῖν που τῆς χώρας, εἴς τι μέρος τῆς χώρας, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 42· εἴ που τῆς χώρας ταὐτὸ τοῦτο... συνέβη Δημ. 293. 15. ΙΙ. ὡσαύτως, ἀσχέτως πρὸς τόπον, κατά τινα βαθμόν, καί πού τι Θουκ. 2. 87· ― συχν. πρὸς περιορισμὸν ἢ τροποποίησιν ἐκφράσεως κατά τινα τρόπον, πιθανῶς, ἴσως, ὑποθέτω, στοχάζομαι, Ὅμ., κλπ.· προστίθεται δὲ εἰς προεισαγωγικὰ μόρια, ἤτοι εἰς μόρια ἀφ’ ὧν ἄρχεται πρότασίς τις, οὕτω που... Ἰλ. Β. 116· Ζεὺς μὲν που Γ. 308· ὡς ὅτε που Ἰλ. Λ. 292· εἴ που, ἐάν που, εἰ μή που, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 23, Ἰέρ. 3. 2, Πλάτ. Πολ. 372Α· ― ἐπιτείνεται: τάχα που Σοφ. Ο. Τ. 1116· ἴσως που Εὐρ. Ἠλ. 518· ― ὡσαύτως συνάπτεται ἐπιτασσόμενον εἰς λέξεις καθ’ ἑαυτὰς πρὸς περιορισμὸν τῆς ἐννοίας αὐτῶν, πάντως κου Ἡρόδ. 3. 73· τί που δράσεις ὅταν τὰ λοιπὰ πυνθάνῃ κακά; Αἰσχύλ. Πρ. 743· οὐδείς που Πλάτ. Φίληβ. 64D· οὕτω μετ’ ἀριθμητικῶν, δέκα κου μάλιστα, περίπου δέκα τὸ πολὺ πολύ, Ἡρόδ. 1. 119, πρβλ. 209., 7. 22, κτλ.· ― οὔ τί που, ἐκφέρει ἄρνησιν μετὰ ἀγανακτήσεως ἢ θαυμασμοῦ, βεβαίως δὲν εἶναι δυνατόν..., οὔ τί που οὗτος Ἀπόλλων Πινδ. Π. 4. 154, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 1233, Ἀριστοφ. Νεφ. 1260, Εἰρ. 1211, Βάτρ. 522, Πλάτ. Πολ. 362D, κτλ.· ἐν ᾧ διὰ τοῦ οὐ δήπου ἐκφέρεται καὶ σκιά τις ὑποψίας, οὐ δήπου Στράτων; Ἀριστοφ. Ἀχ. 122, πρβλ. Ὄρν. 269, Βάτρ. 526, Elmsl. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. ἔνθ’ ἀνωτ., Stallb. εἰς Πλάτ. Συμπ. 194Β· ― περὶ τῶν μορίων δήπου, ἦπου, ἤπου, ἴδε τὰς λέξεις. ― Παρὰ τοῖς μεταγεν. τὰ μόρια ποῦ καὶ ποῖ, που καὶ ποι συχνάκις ἐναλλάσσονται, οὕτω μάλιστα, ὥστε τὰ ποῦ, που τίθενται ἀντὶ τῶν ποῖ, ποι, μετὰ ῥημάτων κινήσεως. οἱ δὲ ἀντιγραφεῖς εἰσήγαγον τὸ σφάλμα τοῦτο (ὅπερ ῥητῶς κατακρίνει ὁ Φρύν. 43, ποῦ ἄπει... ἁμάρτημα) εἰς τὰ Ἀντίγραφα τῶν δοκιμωτάτων συγγραφέων, οἷον ποῦ τοι ἀπειλαὶ οἴχονται; Ἰλ. Ν. 219· ἐξελθών που Ἀντιφῶν 120. 10· ἰόντα που Ξεν. Κύρ. 1. 2, 16· πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 1062, Cobet. V. LL. 44, N. LL. 91.
French (Bailly abrégé)
adv. indéf. enclitique;
1 quelque part, en quelque endroit ; οὐχ ἕκας που SOPH qqe part, non loin ; πέλας που SOPH qqe part près d’ici ; avec un gén. ποὺ αὐτοῦ ἄγρων OD là même qqe part dans les champs ; ποὺ τῆς χώρας XÉN qqe part dans le pays;
2 en quelque manière ; peut-être, probablement, je pense, je suppose : θεός πού σοι τόγ’ ἔδωκεν IL c’est un dieu, je pense, qui t’a fait ce présent ; particul. avec les conj. qui marquent le doute ou la possibilité : εἴ που, ἐάν που, si par hasard ; avec un pron. indéf. καί πού τι THC et encore peut-être ; avec un adv. τάχα που SOPH peut-être, je pense ; avec un n. de nombre ἔτεα τρία καὶ δέκα κου (ion.) μάλιστα HDT environ treize ans au plus ; avec la nég. οὔ τι που, certes pas.
Étymologie: *πός.
English (Autenrieth)
enclitic indef. adv., somewhere, anywhere; methinks, doubtless, perhaps.
English (Strong)
genitive case of an indefinite pronoun pos (some) otherwise obsolete (compare πόσος); as adverb of place, somewhere, i.e. nearly: about, a certain place.
Greek Monolingual
ποῡ, ΝΜΑ, και ιων. τ. κοῡ, Α
(ερωτ. επίρρ. που εισάγει ευθείες ή πλάγιες ερωτ. προτάσεις)
1. (με τοπ. σημ.) σε ποιο μέρος, σε ποιον τόπο (α. «πού μένεις;» β. «ποῡ τὰς Ἀθήνας φασὶν ἱδρῡσθαι χθονός», Αισχύλ.)
2. (με τροπ. σημ.) πώς, με ποιον τρόπο, από ποιον (α. «πού το ξέρεις ότι έφυγε;» β. «δείξεις δὲ ποῡ μοι πατρὸς ἐκ ταὐτοῡ γεγώς;», Ευρ.)
νεοελλ.
1. χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό φράσεων, οι οποίες δηλώνουν: α) έντονη απορία («πού τά έμαθες αυτά τα βρωμόλογα;»)
β) έντονη άρνηση («πού να ξέρεις τί σού μαγειρεύει»)
γ) έλλειψη, ανάγκη («πού λεφτά για τέτοιες δουλειές»)
2. φρ. α) «πού και πού» ή «αριά και πού» — λέγεται για κάτι που γίνεται κάθε τόσο ή σπάνια («πού και πού πιάνει και στο νησί μας κανένα βαπόρι»)
β) «από πού κι ώς πού» — δηλώνει αμφιβολία και αγανάκτηση («από πού κι ώς πού γυρεύει μερίδιο;»)
3. παροιμ. «κάλλιο νά το, παρά πού 'ν' το» — λέγεται για να δηλώσει ότι είναι καλύτερο να έχει κανείς κάτι σίγουρο παρά να περιμένει
αρχ.
1. (σε ερωτήσεις που δηλώνουν αγανάκτηση, ιδίως στην τραγωδία) με ποιο δικαίωμα («ποῡ σὺ στρατηγεῑς τοῡδε;», Σοφ.)
2. (με όχι αυστηρά τοπ. σημ.) σε ποιο σημείο («ποῡ σοι τύχης ἕστηκεν» — σε ποιο σημείο της τύχης βρίσκεται, Σοφ.)
3. (με συμπερ. σημ.) αναμφίβολα, αναμφισβήτητα («κοῡ γε δή...» — πώς δεν θα..., Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πο- των ερωτηματικών και αόρ. αντωνυμιών και επιρρημάτων + επιρρμ. κατάλ. -οῦ (πρβλ. ὁμ-οῦ)].
Greek Monotonic
πού: Ιων. κού, εγκλιτ. επίρρ.,
I. οπουδήποτε, κάπου, σε Όμηρ. κ.λπ.· συχνά με άλλα επιρρ. του τόπου, οὐχ ἑκάς που, κάπου όχι πολύ μακριά, σε Σοφ.· πέλας που, στον ίδ.· ἄλλοθί που, σε Δημ.· με γεν., ἀλλά που αὐτοῦ ἀγρῶν, σε κάποιο μέρος αυτών των αγρών, σε Ομήρ. Οδ.· εἴ που τῆς χώρας τοῦτο συνέβη, σε Δημ.
II. επίσης, χωρίς αναφορά σε τόπο, σε κάποιο βαθμό, καί πού τι, σε Θουκ.· συχνά λέγεται για να τροποποιήσει μια δήλωση, με κάθε τρόπο, πιθανόν, ίσως, υποθέτω, στοχάζομαι, σε Όμηρ. κ.λπ.· εἴ που, ἐάν που, εἰ μή που, σε Ξεν.· τί που..., τί στον κόσμο; σε Αισχύλ.· μαζί με αριθμητικά, δέκα κου, περίπου δέκα, σε Ηρόδ.· οὔ τί που, εκφράζει άρνηση με αγανάκτηση ή θαυμασμό, βεβαίως δεν είναι δυνατόν, σε Σοφ. κ.λπ.· ή αλλιώς, οὐ δήπου, εκφράζει υποψία ότι κάτι είναι έτσι, οὐ δήπου Στράτων;, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
πού: ион. κού adv. энкл.
1) где-нибудь, где-то (ποὺ ἐν πεδίῳ Hom.): οὐχ ἑκάς που Soph. где-то недалеко; ἐμβαλεῖν που τῆς χώρας Xen. вторгнуться в какую-л. часть страны;
2) как-нибудь, в каком-либо отношении, так или иначе, в той или иной степени: εἴ που δέοι Xen. если возникала какая-л. необходимость; τάχα που Soph. скорее всего, по всей вероятности; πάντως κου μέμνησθε Her. вы, вероятно, хорошо помните; ἔτεα τρία καὶ δέκα κου μάλιστα γεγονώς Her. в возрасте, пожалуй, не больше тринадцати лет; οὐδείς που τοῦτο ἀνθρώπων ἀγνοεῖ Plat. да нет, пожалуй, человека, который не знал бы этого.