βέβαιος

From LSJ
Revision as of 22:30, 2 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1)

Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 207
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βέβαιος Medium diacritics: βέβαιος Low diacritics: βέβαιος Capitals: ΒΕΒΑΙΟΣ
Transliteration A: bébaios Transliteration B: bebaios Transliteration C: vevaios Beta Code: be/baios

English (LSJ)

ον (so always in Th., Pl.), also α, ον (v. infr.): (βαίνω):—

   A firm, steady, κρύσταλλος Th.3.23; ὄχημα Pl.Phd.85d (Comp.); γῆ β. terra firma, Arr.An.2.21.5; steadfast, durable, ὁμιλία . . πιστὴ καὶ βέβαιος S.Ph.71; ἀρετῆς βέβαιαι . . αἱ κτήσεις μόνης Id.Fr.194; ψῆφος βεβαία E.El.1263; τὴν χάριν βέβαιον ἔχειν Th.1.32; οὐδέπω βέβαιος ἦν ἡ σωτηρία And.1.53; εἰρήνην βεβαίαν ἀγαγεῖν Isoc.4.173; φιλία βέβαιος Pl.Smp.182c; βεβαίου τε καὶ καθαρᾶς ἡδονῆς γεύεσθαι Id.R. 586a; δόξαι καὶ πίστεις βέβαιοι καὶ ἀληθεῖς Id.Ti.37b, etc.    b sure, certain, τέκμαρ A.Pr.456; ἄκεα Id.Eu.506 (lyr.); τοξεύματα S.Ant.1086; πύλας β. παρέχειν make safe, secure, Th.4.67; βεβαιότερος κίνδυνος a surer game, Id.3.39: Sup. -ότατος Id.1.124; βέβαιόν ἐστί τινι ὅτι . . D.H.3.35; τὰ παρ' ἀνθρώπων αὐτῷ β. ἦν ibid.; but β. παρέχειν τὰν ὠνάν confirm, guarantee, GDI1867, al. (Delph.); μένειν κυρίαν καὶ β. . . συγχώρησιν BGU1058.47 (i B. C.).    2 of persons, etc., steadfast, constant, φίλος A.Pr.299 (Comp.), cf. Th.5.43, etc.: c. inf., βεβαιότεροι μηδὲν νεωτεριεῖν more certain to make no change, Th.3.11.    3 τό β. certainty, Hdt.7.50, cf. Pl.Phlb.59c, etc.; but τὸ β. τῆς διανοίας firmness, resolution, Th.2.89.    b security, guarantee, τὸ δημόσιον β. IG12.189.    II Adv. -ως A.Ag.15; β. κλῃστόν Th.2.17; β. οἰκεῖσθαι Id.1.2; ἔχειν, γνῶναι, δημοκρατεῖσθαι, D.8.41, 39, 10.4: Comp. -ότερον, οἰκεῖν Th.1.8; -οτέρως Isoc.8.60, Porph.Abst.1.11: Sup. -ότατα Th.6.91.

German (Pape)

[Seite 440] att. gew. 2 End., z. B. immer Thuc., βέβαιος χάρις 1, 32, cf. Thom. Mag. (βαίνω); feststehend, fest, κρύσταλλος Thuc. 3, 23; ὄχημα Plat. Phaed. 85 d; γῆ Arr. An. 2, 21, 6; öfter übertr., fest, zuverlässig, sicher; von Personen, Thuc. 5, 43; so βεβαιότεροι ἂν ἦσαν μηδὲν νεωτεριεῖν 3, 11; φίλος Aesch. Prom. 297; Ar. Plut. 836; φίλη Lys. 1017; φιλία Plat. Conv. 183 c; Folgde; τέκμαρ, ἄκος, Aesch. Prom. 754 Eum. 482; τόξευμα, ὁμιλία, τέχνη, Soph. Ant. 1073 Phil. 71 Tr. 618; τὸ βέβαιον εἰδέναι Her. 7, 50; ἤθη, Ggstz εὐμετάβολα, Plat. Rep. VI, 503 c; λόγος β. καὶ ἀληθής Phaed. 90 c u. öfter; χάρις Thuc. 1, 32; δόξα Plat. Tim. 37 b; βεβαία εἰρήνη Isocr. 4, 173; οὐσία Is. 1, 22; εὐτυχία Plut. Fab. 27; φρόνημα Thes. 6 u. sonst; τὸ βέβαιον, Sicherheit, Her. 7, 50. – Adv. βεβαίως, Aesch. Ag. 15 u. Folgde; βεβαιοτέρως ἔχει Isocr. 8, 60.

Greek (Liddell-Scott)

βέβαιος: ος, ον, ὡσαύτως α, ον, ἴδε κατωτ.· (βαίνω)· ‒ στερεός, σταθερός, κρύσταλλος Θουκ. 3. 23· ὄχημα Πλάτ. Φαίδων· 85D· σταθερός, ἀκίνητος, ἀμετάβλητος, διαρκής, ὁμιλία… πιστὴ καὶ βέβαιος Σοφ. Φ. 71· ἀρετῆς βέβαιαι… αἱ κτήσεις μόναι ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 202· ψῆφος βεβαία Εὐρ. Ἠλ. 1263· τὴν χάριν βέβαιον ἔχειν (διάφ. γραφ. -αίαν, ἀλλ’ ὁ Θουκ. προτιμᾶ -ος, ον) Θουκ. 1. 32· οὐδέπω βέβαιος ἦν ἡ σωτηρία Ἀνδοκ. 8. 9· εἰρήνην βεβαίαν ἀγαγεῖν Ἰσοκρ. 76Ε· φιλία βέβαιος Πλάτ. Συμπ. 183C· βεβαίου τε καὶ καθαρᾶς ἡδονῆς ὁ αὐτ. Πολ. 586Α· πίστεις βέβαιοι καὶ ἀληθεῖς ὁ αὐτ. Τιμ. 37Β, κτλ.· ‒ βέβαιος, ἀσφαλής, ἀναμφίβολος, τέκμαρ Αἰσχύλ. Πρ. 450· ἄκος ὁ αὐτ. Εὐμ. 506· β. τοξεύματα (πρβλ. τὸ τοῦ Οὐεργιλίου certa sagitta), Σοφ. Ἀντ. 1086· βεβαιότερος κίνδυνος, φανερώτερος, ἀναμφιβολώτερος, Θουκ. 3. 39· ὑπερθ. -ότατος, ὁ αὐτ. 1. 124. 2) ἐπὶ προσώπ., κτλ., σταθερός, ἀμετακίνητος, ἀσφαλής, μόνιμος, ἀμετάβλητος, φίλος Αἰσχύλ. Πρ. 297, πρβλ. Θουκ. 5. 43· καὶ συχν. παρ’ Ἀττ.· μ. ἀπαρ., βεβαιότεροι μηδὲν νεωτεριεῖν, ἀσφαλέστεροι ὡς πρὸς τοῦτο ὅτι δὲν ἤθελον..., Θουκ. 3. 11· βέβαιος ἦν, ἦτο βέβαιον ὅτι…, Διον. Ἁλ. 3. 35. 3) τὸ βέβαιον, βεβαιότης, Ἡρόδ. 7. 50· τὸ β. τῆς διανοίας, σταθερότης, ἀποφασιστικότης, Θουκ. 2. 89, πρβλ. Πλάτ. Φιληβ. 59C, κτλ. ΙΙ. Ἐπίρρ. -ως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 15· β. κλῃστὸν Θουκ. 2. 17· β. οἰκεῖσθαι ὁ αὐτ. 1. 2· ἔχειν Δημ. 99. 29· συγκρ. -ότερον, Θουκ. 1. 8.· -οτέρως, Ἰσοκρ. 171C· ὑπερθ. -ότατα, Θουκ. 6. 91.

French (Bailly abrégé)

ος ou α, ον :
I. ferme, solide;
II. fig.
1 ferme, constant : φίλος βέβαιος ESCHL ami sûr ou fidèle ; βεβαία εἰρήνη ISOCR paix solide ; τῆς διανοίας τὸ βέβαιον THC esprit ferme et résolu;
2 qui est à l’abri du danger : πύλαι βέβαιοι THC portes sûres, à l’abri de toute surprise;
3 sûr, certain : τέκμαρ βέβαιον ESCHL preuve certaine ; βέβαια τοξεύματα SOPH traits qui vont sûrement au but (ou lancés d’une main ferme, bien assurée) ; κίνδυνος βέβαιος THC danger certain ; en parl. de pers. βεβαιότεροι ἂν ἦσαν μηδὲν νεωτεριεῖν THC il serait plus certain qu’ils ne feraient aucun changement ; τὸ βέβαιον HDT la certitude;
Cp. βεβαιότερος, Sp. βεβαιότατος.
Étymologie: R. Βα avec redoubl.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): eol. βέβαος IG 12(2).30.9 (Mitilene I d.C.)

• Morfología: [tb. -ος, -α, -ον E.El.1263, Ep.Hebr.6.19]
I 1firme, seguro, sólido
a) de concr. κρύσταλλος ... οὐ β. Th.3.23, ὄχημα Pl.Phd.85d, γῆ β. tierra firme Arr.An.2.21.5, ὁπλίταις ... βεβαίους τὰς πύλας παρέσχον ofrecieron a los hoplitas las puertas seguras, e.e. garantizaron su uso seguro Th.4.67, ἄγκυρα ... ἀσφαλὴς καὶ βεβαία un ancla segura y firme, Ep.Hebr.l.c., τοξεύματα β. flechas certeras S.Ant.1086, τὸ γὰρ ἐς ἄνδρα οὐ βέβαιοι pues en lo tocante a la virilidad (los ejercicios gimnásticos) no la garantizan Philostr.Gym.29;
b) de abstr. τέκμαρ A.Pr.456, ἄκεα A.Eu.506, ἀρετῆς βέβαιαι ... αἱ κτήσεις S.Fr.201d, cf. Moschio Trag.9.6, ψήφου β. τ' ἐστὶν ... θέσις E.l.c., πλοῦτος E.Fr.354.3, ὄλβος E.Fr.303.2, νίκη Democr.B 176, χάρις Th.1.32, κίνδυνον ἡγησάμενοι βεβαιότερον Th.3.39, βέβαιον μὲν οὐδὲν εἰ μὴ τό τε καταθανεῖν Critias B 49, φιλία Pl.Smp.182c, 209c, ἡδονή Pl.R.586a, δόξαι καὶ πίστεις Pl.Ti.37b, cf. Arist.Metaph.1008a16, 1011b13, 1005b11, LXX 3Ma.5.31, 1Ep.Clem.1.2, εἰρήνη Isoc.4.173, τύχαι Theodect.16.3, σωτηρία And.Myst.53, πνεῦμα LXX Sap.7.23, ἐλπίς 2Ep.Cor.1.7, ἀρχή Ep.Hebr.3.14, ὁ λόγος Ep.Hebr.2.2, ἐπαγγελία Ep.Rom.4.16, βεβαίαν ... τὴν κλῆσιν καὶ ἐκλογὴν ποιεῖσθαι 2Ep.Petr.1.10, βέβαιον ἀνθρώπῳ οὐδέν Philostr.VS 480
neutr. plu. como adv. del modo más seguro βεβαιότατα ... ἄν τις ... τοὺς πολεμίους βλάπτοι Th.6.91.
2 de pers. seguro, leal, firme φίλος A.Pr.297, Ar.Pl.836, φίλη Ar.Lys.1017, Λακεδαιμόνιοι Th.5.43, cf. Hippon.220.6
seguro, convencido ἅπαντες βεβαιότεροι ἂν ἡμῖν ἦσαν μηδὲν νεωτεριεῖν todos habríamos estado más seguros de que no iban a alterar la situación Th.3.11, cf. D.H.3.35.
3 en fórmulas legales seguro, firme, garantizado τὸ δɛ̄μόσιον β[έ] βαιον (uel -ον) τον χρɛ̄μ[ά] τον IG 13.245.1 (V a.C.), βέβαιον παρέχετω ... τὰν ὠνάν GDI 1867.6 (Delfos II a.C.), βέβαιον ποιεῖν garantizar, IClaros M 1.35 (II a.C.), μίσθωσις PAmh.85.21, (ἄρουρας) παρέξασθαι ... ταύτας ... βεβαίας ἀπὸ πάντων transmitir estas (tierras) garantizadas contra todo riesgo, POxy.290.40 (ambos I d.C.), cf. 3690.16 (II d.C.), PFouad 21.20 (III d.C.), πάντα κύρια καὶ βέβαια PYadin 19.25 (II d.C.), frec. la misma fórmula κύριος καὶ βέβαιος ref. a distintos doc. (συγγραφή, ἐντολή, ἀποχή, etc.) BGU 1002.14, 1058.47 (ambos I a.C.), PLips.38.6, PFlor.95.11, 25, PGrenf.2.76.21 (todos IV d.C.), PStras.46.24, 47.26, 49, PMasp.161.12 (todos VI d.C.).
II subst. τὸ β.
1 certeza, seguridad ὑμῖν δὲ τὸ β. ... παρεχέτω Pl.Ep.346b, cf. 358c, Hdt.7.50, τῆς διανοίας τὸ β. Th.2.89.
2 firmeza, garantía del carácter de los μοχθηροί Arist.EN 1159b8
estabilidad τὸ γὰρ βέβαιον οὐκ ἔχει πλούτου φύσις Amph.Seleuc.21.
3 esp. en pap. seguridad, garantía en fórmulas legales παρακαταθέμενος ... τὸ ἀργύριον ἵν' ἐν βεβαίῳ τὸ ἀναλαβεῖν ὀφειλόμ[ενα] ᾖ colocando en depósito el dinero para que la recuperación de las deudas esté en garantía, e.e. para que esté garantizada, POxy.237.8.16, βέβαιόν μοι εἶναι θέλω BGU 326.2.3, 9 (ambos II d.C.), ἔχειν τὸ β. PStras.22.23 (III d.C.).
III adv. -ως firmemente μὴ βεβάως ... λίθον κίνεις Alc.344, νόῳ παρεόντα β. Parm.B 4.1, ἔχειν D.8.41, cf. Arist.EN 1105a33, γνῶναι D.8.39
sólidamente κλῃστόν Th.2.17
de modo estable Ἑλλὰς ... οὐ ... β. οἰκουμένη Th.1.2, πόλις δημοκρατουμένη β. D.10.4
eficazmente, sólidamente βεβαιοτέρως ἂν ἔχοι Isoc.8.60, ἀνεῖρξαι Porph.Abst.1.11
en la fórmula legal κυρίως καὶ β. con validez y garantía, PYadin 19.23 (II d.C.), cf. PKöln 232.17 (IV d.C.).

• Etimología: Se rel. gener. c. la r. *geH2- ‘ir’, cf. βαίνω, ἔβᾱν y red. Quizá del part. perf. *βεβα-υσ-ιος como *Ϝιδ-υσ-ιος > ἰδυῖος.

English (Abbott-Smith)

English (Strong)

from the base of βάσις (through the idea of basality); stable (literally or figuratively): firm, of force, stedfast, sure.

English (Thayer)

βεβαία (Winer s Grammar, 69 (67); Buttmann, 25 (22)), βέβαιον (ΒΑΩ, βαίνω) (from Aeschylus down), stable, fast, firm; properly: ἄγκυρα, sure, trusty: ἐπαγγελία, κλῆσις καί ἐκλογή, λόγος προφητικός, ἐλπίς, παρρησία, WH Tr marginal reading in brackets); valid and therefore inviolable, λόγος, διαθήκη, Herodotus down.)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM βέβαιος, -α, -ον)
1. (για πράγμα) αναμφισβήτητος, αναμφίβολος, σίγουρος
2. (για πρόσωπο) σταθερός
νεοελλ.
(για πρόσωπο) εκείνος που γνωρίζει κάτι καλά, ο πεπεισμένος για κάτι
αρχ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. βέβαιον, το
βεβαιότητα, σταθερότητα
αρχ.
1. στερεός, σταθερός
2. μόνιμος, διαρκής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το βέβαιος περιέχει ένα διπλασιασμένο τ. του βήναι (απρμφ. αόρ. του βαίνω) και συνεπώς συνδέεται μορφολογικά και σημασιολογικά με τη μτχ. βεβαώς του παρακμ. βέβηκα, βάσει της οποίας ερμηνεύεται πιθ. το βέβαιος < (τ.) βεβα-υσ-ιος (πρβλ. και ιδυίος < Fιδ-υσ-ιος). Στον Θουκυδίδη και στον Πλάτωνα ο τ. απαντά πάντοτε ως βέβαιος, -ον, ενώ σε άλλους συγγραφείς και ως βέβαιος, -α, -ον. Το βέβαιος χρησιμοποιείται με αρχική σημασία «σταθερός, στέρεος», απ' όπου προέκυψε η έννοια του «διαρκής, ασφαλής, σίγουρος». Τέλος, ο όρος βέβαιος ως επίθ. χαρακτηρίζει συνήθως πράγματα, σε σπάνιες δε περιπτώσεις πρόσωπα (πρβλ. «βέβαιος φίλος»).
ΠΑΡ. βεβαιοσύνη, βεβαιότητα (-ότης), βεβαιώνω (-ώ).
ΣΥΝΘ. αβέβαιος
νεοελλ.
υπερβέβαιος].

Greek Monotonic

βέβαιος: -ος, -ον και -α, -ον (βαίνω),
I. 1. σταθερός, ακλόνητος, συμπαγής, άκαμπτος, απτόητος, βέβαιος, αναμφισβήτητος, αξιόπιστος, σε Αισχύλ. κ.λπ.· βεβαιότερος κίνδυνος, πιο φανερός κίνδυνος, σε Θουκ.
2. λέγεται για πρόσωπα, σταθερός, ευσταθής, ακλόνητος, αμετάβλητος, επίμονος, αξιόπιστος, σε Αισχύλ. κ.λπ.· με απαρ., βεβαιότεροι μηδὲν νεωτεριεῖν, ασφαλέστεροι ως προς το να μην κάνουν αλλαγές, σε Θουκ.
3. τὸ βέβαιον, βεβαιότητα, σιγουριά, ασφάλεια, σταθερότητα, αποφασιστικότητα, σε Ηρόδ., Θουκ.
II. επίρρ. -ως, σε Αισχύλ. κ.λπ.· συγκρ. -ότερον, σε Θουκ.· υπερθ. -ότατα, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

βέβαιος: и 3
1) крепкий, прочный, надежный (κρύσταλλος Thuc.; ὄχημα Plat.; εἰρήνη Isocr.);
2) неизменный верный (φίλος Aesch.; φιλία Plat., Arst.; σύμμαχος Plut.);
3) достоверный, несомненный (τέκμαρ Aesch.; ψῆφος Eur.; κίνδυνος Thuc.; λόγος Plat.; σημεῖον Plut.);
4) меткий (τόξευμα Soph.);
5) уверенный (в себе) (φρόνημα Plut.);
6) безопасный (τινι Thuc.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj. OK
Meaning: firm, steady (Ion.-Att.).
Derivatives: βεβαιότης f. stability (Pl.), denomin. βεβαιόω establish (Ion.-Att.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Generally connected with βῆναι, though the formation is unclear; hardly with Wackernagel Unt. 113 A. 1 from *βεβα-υσ-ιος (cf. *Ϝιδ-υσ-ιος > ἰδυιος).