ἐμβολή

From LSJ
Revision as of 21:55, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμβολή Medium diacritics: ἐμβολή Low diacritics: εμβολή Capitals: ΕΜΒΟΛΗ
Transliteration A: embolḗ Transliteration B: embolē Transliteration C: emvoli Beta Code: e)mbolh/

English (LSJ)

ἡ,

   A putting in, Thphr.Od.26 (pl.): esp. putting into its place, setting or reduction of a fracture or a dislocated limb, ἐμβολὴν ποιεῖσθαι Hp.Fract.13; mode of setting, Id.Art.2.    2 insertion of a letter, ἐ. ποιεῖσθαι Pl.Cra. 437a.    3 lading of a cargo, PStrassb.111.16 (iii B. C.), POxy.62.11 (iii A. D.): esp. shipment of corn to Rome and Constantinople, BGU15ii3 (ii A. D.), etc.; αἰσία ἐ. Just.Edict.13.4.1.    II inroad into an enemy's country, foray, X.An.[4.1.4], HG4.3.10; ἡ Θηβαίων ἐ. Arist.Pol.1269b37.    2 charge, of a bull, E.HF869; of an army. X. Cyr.7.1.18, Arr.Tact.12.10.    b esp.ramming of one ship by another, A.Pers.279 (lyr.), 336; ἀντιπρῴροις χρῆσθαι ταῖς ἐ. Th.7.36, etc. (opp. προσβολή, collision, ib.70); ἐμβολὰς ἔχειν to receive such charges, X.HG4.3.12; δοῦναι to make them, Plb.1.51.6, etc.; in A.Pers.415 ἐμβολαῖς χαλκοστόμοις with shocks of brazen beaks (nisi leg. ἐμβόλοις).    c shock of battering-ram, Onos.42.5 (pl.).    3 stroke or discharge of a missile, E.Andr.1130, Plb.8.7.3, Luc.Nigr.36, etc.    4 entrance, pass, X.HG5.4.48; in Hdt.1.191 ἡ ἐμβολὴ τοῦ ποταμοῦ is explained by the words τῇ ἐς τὴν πόλιν ἐσβάλλει; also, mouth of a river, Thphr.HP4.11.8.    5 pl., gusts of wind, πνευμάτων σφοδρῶν ἐ. Ascl.Tact.12.10.    III battering-ram, τὸ προέχον τῆς ἐ. Th. 2.76.

German (Pape)

[Seite 806] ἡ, 1) das Hineinwerfen, -fügen, ἄρθρων Hippocr.; das Einsetzen, Einschieben eines Buchstaben, Plat. Crat. 437 a. – 2) das Hineindringen, der Einfall, Xen. Cyr. 2, 3, 17; τὴν εἰς τοὺς Καρδούχους ἐμβολὴν ποιεῖσθαι An. 4, 1, 4; beim Angriff eines Schiffes der Stoß, den es mit seinem Schnabel auf die Seite des andern thut, Aesch. Pers. 401; μάχην συνάψαι ναΐοισιν ἐμβολαῖς 328; ἐμβολὴ τῶν νεῶν Thuc. 2, 89. 7, 70; vgl. προσβολή; ἐμβολὰς ἔχειν, solche Stöße u. Verletzungen dadurch empfangen haben, Xen. Hell. 4, 3, 13; – der Wurf, Schuß, ἀπ' ἰσχυρᾶς ἐμβολῆς ἀπεστέλλετο τὸ βέλος Luc. Nigr. 36; vgl. Eur. Andr. 1130; λίθ ων καὶ δοκῶν Pol. 8, 9, 3; δοράτων, ὕσσῶν, Plut. Coriol. 9 Pomp. 8. – 3) der Ort zum Eindringen, Eingang, Paß; ἡ πρὸς Θεσπιῶν Xen. Hell. 5, 4, 48. – 4) von Flüssen, die Mündung; Her. 1, 191; Plut. Ant. 41. – 5) der Balken des Mauerbrechers, an dem der Widderkopf sitzt, Thuc. 2, 76 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμβολή: ἡ, (ἐμβάλλω) τοποθέτησις ἢ προσαρμογὴ θραυσθέντος ἢ ἐξαρθρωθέντος ὀστοῦ, «ἴσιαγμα», «βάλσιμον εἰς τὸν τόπον», Ἱππ. π. Ἀγμ. 760· τρόπος τοῦ ἐμβάλλειν, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 780 ἐν τέλει. 2) παρεμβολὴ γράμματος, Πλάτ. Κρατ. 437Α. ΙΙ. ἀμεταβ., εἰσόρμησις, εἰσβολὴ εἰς τὴν χώραν τῶν πολεμίων, Ξεν. Ἀν. 4. 1, 4, κτλ.· ἡ Θηβαίων ἐμβολὴ Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9. 10. 2) ἐπίθεσις, ἔφοδος, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 869. β) ἰδίως ἐπίθεσις πλοίου κατ’ ἄλλου, Αἰσχ. Πέρσ. 279, 336, κτλ. (κυρίως ἐμβολὴ ἐκαλεῖτο ἡ ἐπίθεσις πλοίου κατ’ ἄλλου διὰ τοῦ ἐμβόλου τῆς πρῴρας κατὰ τρόπον ἐπιστημονικόν, προσβολὴ δὲ ἡ ἐπίθεσις πλοίου κατ’ ἄλλου καθ’ οἱονδήποτε τρόπον, Θουκ. 7. 70, πρβλ. 36, ἴδε σημ. Arnold ἐν τόπῳ)· ἐμβολὰς ἔχειν, προσβάλλεσθαι δι’ ἐμβολῶν, Ξεν. Ἑλλην. 4. 3. 12· ἐμβολὰς... ἐδίδοσαν, ἐποίουν, Πολύβ. 1. 51, 6, κτλ.· ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 415, τὸ ἐμβολαῖς χαλκοστόμοις διωρθώθη ὑπὸ τοῦ Stanley εἰς ἐμβόλοις χαλκοστόμοις· πρβλ. ἐμβάλλω ΙΙ, 2, ἔμβολος 3. 3) τὸ κτύπημα βολῆς, προύτεινε τεύχη κἀφυλάσσετ’ ἐμβολὰς Εὐρ. Ἀνδρ. 1130, Πολύβ. 8, 9, 3, κτλ. 4) εἴσοδος, διάβασις, πέρασμα, Ξεν. Ἑλλην. 5. 4, 48, ἔνθα ἴδε L. Dind.· ἐν Ἡροδ. 1. 191, ἡ ἐμβολὴ τοῦ ποταμοῦ ἑρμηνεύεται διὰ τῶν λέξεων τῇ ἐς τὴν πόλιν ἐσβάλλει· ὡσαύτως, τὸ στόμιον ποταμοῦ, ἡ ἐκβολή, Θεόφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 4. 11, 8, Διον. Ἁλ. 1. 45 (ἀλλ. ἐκβολαί), πρβλ. εἰσ-, ἐκ-βολή. ΙΙΙ. ἡ κεφαλὴ τοῦ πολιορκητικοῦ κριοῦ, Θουκ. 2. 76.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
I. action de lancer sur, jet (d’un projectile, etc.);
II. action de se jeter dans ou sur, d’où
1 choc d’un navire qui enfonce son éperon dans le flanc d’un autre : ἐμβολὰς ἔχειν XÉN recevoir de flanc le choc de l’éperon d’un navire;
2 irruption sur un territoire ennemi, invasion ; en gén. attaque, charge;
III. lieu ou instrument pour se jeter dans ou sur :
1 passage, défilé;
2 embouchure d’un fleuve;
3 machine d’attaque, particul. tête de bélier.
Étymologie: ἐμβάλλω.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
I c. idea de violencia
1 ataque
a) gener. παρακάλει τοὺς σὺν σοὶ εἰς ἐμβολήν llama a los tuyos al ataque X.Cyr.7.1.18, cf. HG 5.4.48, τὴν ἐμβολὴν ἐκ δόρατος ποιεῖσθαι Plb.3.115.9, κρυφίους τὰς ἐμβολὰς ποιεῖσθαι hacer los ataques a escondidas, e.d., emboscarse para atacar Hld.1.30.5, ἐμβολῆς ... ἀποσχέσθαι Plu.Dio 39.2, ἡ ἐ. ἡ ἐς τοὺς πολεμίους τῆς φάλαγγος Arr.Tact.12.10, ἡ ἐμβολὴ τοῦ ὁπλιτικοῦ τοῦ Ῥωμαίων Paus.7.16.3, παρὰ τὴν πρώτην ἐμβολήν ἀναρπασόμενοι Hld.9.17.3;
b) en la palestra ataque frontal op. παρεμβολή ‘ataque lateral’, Plu.2.638f;
c) de anim. embestida de un león, E.Fr.689.4, de Heracles como un toro, E.HF 869, cf. Ar.Fr.630, de un toro ὃς ... ὡς ἐς ἐμβολὴν ἵεται Philostr.Iun.Im.4.1, de un bisonte, Paus.10.13.1
embestida o carga del caballo en el combate, Luc.DMeretr.13.1, de los elefantes en la batalla ἀφόρητος ἡ ἐ. Afric.Cest.1.18.4
τῶν ὀδόντων αἱ ἐμβολαί las dentelladas de los perros, Longus 1.21.4;
d) de máquinas de guerra embestida I.BI 3.223, 7.311, μηχανημάτων Paus.8.8.8, τῶν ὀργάνων Onas.42.5.
2 náut. abordaje, arremetida, embestida de una nave contra el flanco de otra δαμασθεὶς ναΐοισιν ἐμβολαῖς A.Pers.279, cf. 336, D.S.11.18, πανώλεθροι ἐμβολαί A.Pers.562, ἦρξε δ' ἐμβολῆς Ἑλληνικὴ ναῦς A.Pers.409, cf. Th.2.89, τριήρους ἐμβολαί Eub.75.10, ἀντιπρῴροις ταῖς ἐμβολαῖς χρώμενοι haciendo las embestidas proa contra proa Th.7.36, cf. X.HG 4.3.12, Philostr.Her.57.16, dif. de προσβολή ‘choque’ αἱ μὲν ἐμβολαὶ ... ὀλίγαι ἐγίγνοντο, αἱ δὲ προσβολαὶ ... πυκνότεραι ἦσαν Th.7.70, cf. D.C.50.18.5, ἐμβολάς τε συνεχεῖς ἐδίδοσαν hacían continuas embestidas Plb.1.51.6, ἐμβολαὶ ... οὐκ ἦσαν οὐδὲ ἀναρρήξεις νεῶν no había embestidas ni choques de naves Plu.Ant.66.
3 irrupción, incursión en territorio enemigo, X.HG 5.4.47, ἐμβολῆς γινομένης εἰς τὴν νῆσον IG 12(6).52.4 (Samos IV a.C.), c. gen. subjet. ἡ Θηβαίων ἐ. Arist.Pol.1269b37, πυκναῖς εἰς τὴν Βοιωτίαν ἐμβολαῖς Plu.Lyc.13, cf. D.H.11.17, Aristid.Or.12.64, Longus proem.2.
4 disparo, tiro, golpe ἐφυλάσσετ' ἐμβολάς esquivaba los tiros E.Andr.1130, ταῖς τῶν κατὰ κορυφὴν λίθων καὶ δοκῶν ἐμβολαῖς διεφθείροντο Plb.8.7.3, (τὰ βέλη) οὐ γὰρ ἀπ' ἰσχυρᾶς ἐμβολῆς ἀπεστέλλετο (las flechas) no eran disparadas con fuerza Luc.Nigr.36.
5 de fenóm. nat. embate, racha, ráfaga ἀνέμων Arist.Fr.253, Paus.7.24.8, πνευμάτων Ptol.Tetr.4.8.5, Thdt.H.Rel.proem.6, Ascl.Tact.12.10, πνευμάτων ἐναντίων A.Io.Bapt.68.9
del agua acometida, embate τὸ δὲ (τεῖχος) οὐκ ἤνεγκε τὴν τοῦ ὕδατος ἐμβολήν éste (el muro) no pudo resistir la acometida del agua Thdt.H.Rel.1.11, en borrascas νεφῶν ἢ χαλάζης Aristid.Or.1.116, ἡ ἀπώλεια ἐγένετο ὑπὸ τῆς ἐμβολῆς τῶν κρημνῶν Paus.10.23.4
fig., ret., del orador que abusa del asíndeton ὡς αἱ καταιγίδες ἄλλην ποιούμενος ἐμβολήν haciendo otra embestida como los huracanes Longin.20.3, ἡ ἐ. τοῦ κώλου el impacto del colon Demetr.Eloc.39.
II sin idea propia de violencia
1 introducción de membrillos en aceite para hacer perfume, Thphr.Od.26.
2 carga, embarque de personas (αἱ νεάνιδες) δέσμιαι ... μέχρι τῆς εἰς τὸ πλοῖον ἐμβολῆς εἵλκοντο μετὰ βίας LXX 3Ma.4.7, de mercancías PStras.111.16 (III a.C.), ἐ. λαχανοσπέρμου PLond.948.3, 8 (III d.C.), de cereales, esp. del trigo procedente de la recaudación del impuesto correspondiente PErasm.25.11 (II a.C.), SB 9223.7 (I a.C.), POxy.62.11 (III d.C.), ἡ ἐ. τοῦ σίτου POxy.3410.12 (IV d.C.)
de ahí por ext. el propio impuesto del grano, equiv. a lat. anonna, POsl.88.19 (IV d.C.), Iust.Edict.13.4.1, τὸ φιλικὸν τῆς ἐμβολῆς PAphrod.Zuckerman 345 (VI d.C.), cf. CPR 22.22.3 (VIII d.C.)
tb. ref. a la exacción de paja PCair.Isidor.10.310 (IV d.C.).
3 jur. acción de depositar, introducción de una petición o demanda en un buzón dispuesto al efecto, equiv. a elevación, presentación de la misma τὴν τῆς ἐντεύξεως ἐμβολὴν πεποιῆσθαι κατ' αὐτῆς PTor.Choachiti 12.6.35 (II a.C.).
4 medic. recolocación de un hueso dislocado, reducción τὴν ... ἐμβολὴν χρὴ ποιεῖσθαι ἐκ κατατάσιος Hp.Fract.13, cf. Art.2.
5 arq. inserción de elementos de unión y sujeción ἐ. τῶν γόμφων καὶ τῶν δ[εμάτων] καὶ τῶν π[ε] λεκίνων IG 7.3073.170 (Lebadea II a.C.).
6 lingüíst. y ret. introducción, inserción de una letra ἐμβολὴν ποιεῖσθαι Pl.Cra.437a, ἐ. τόπου ἐξ ὀνόματος introducción de un tópico mediante un nombre Tib.Fig.2, 20, cf. 40.
III 1como n. de acción vertido ἡ τῶν ὑδάτων εἰς τὰ πεδία ἐ. ref. la crecida del Nilo PHels.6.4 (II a.C.), de los ríos en el mar, Aristid.Or.26.62.
2 como lugar acceso, entrada, paso ὄντος δ' αὐτοῦ ἐπὶ τῇ ἐμβολῇ estando él en la entrada X.HG 4.3.10, cf. 4.7.7, Str.11.3.4, hist. en POxy.2820.1.12.
3 de ríos confluencia con otro río, una marisma, etc. ἐξ ἐμβολῆς τοῦ ποταμοῦ Hdt.1.191, ὁ δὲ τόπος οὗτός ἐστιν ἐ. τοῦ Κηφισοῦ Thphr.HP 4.11.8, cf. PTeb.703.38 (III a.C.)
desembocadura de un río en el mar, Str.11.11.5, εἰς τὰς ἐμβολὰς ἔρχεται τὰς εἰς τὴν θάλασσαν τοῦ Νείλου X.Eph.4.2.7.
IV téc.
1 náut. espolón de la nave ἐμβολαὶ χαλκόστομοι espolones de broncíneo pico A.Pers.415.
2 ariete τὸ προῦχον τῆς ἐμβολῆς el extremo del ariete Th.2.76
interp. como cabeza de ariete Zonar.p.700.
3 pincho o espolón parecido a un aguijón, Procop.Goth.1.21.21.
4 barrera, dique πετρῶν Procop.Aed.1.8.7.

Greek Monolingual

η (AM ἐμβολή)
1. εισαγωγή, τοποθέτηση ενός πράγματος μέσα σε κάτι άλλο
2. το να κτυπηθεί εχθρικό πλοίο με το έμβολο ή με την πλώρη πλοίου που έχει αναπτύξει μεγάλη ταχύτητα
3. αυλάκι, τάφρος για τη διοχέτευση νερού
νεοελλ.
1. τυχαία σύγκρουση πλοίων από κακό χειρισμό
2. η μεταφορά φυσαλλίδων, σωματιδίων του οργανισμού ή ξένων και η ενσφήνωσή τους μέσα στον αυλό κάποιου αγγείου (στην καρδιά, στον εγκέφαλο, στα νεφρά κ.λπ.)
3. επίθεση εναντίον εχθρικού πλοίου η οποία συνδυάζεται με εισπήδηση οπλισμένου αγήματος για να καταλάβει το εχθρικό πλοίο, ρεσάλτο
αρχ.
1. τοποθέτηση εξαρθρωμένου μέλους στη θέση του
2. ο τρόπος με τον οποίο γίνεται η ανάταξη εξαρθρωμένου μέλους
3. εισβολή, επιδρομή σε ξένη χώρα
4. φόρτωση πλοίου
5. χτύπημα, κρούση με πολιορκητικό κριό
6. πολιορκητικός κριός
7. δίοδος, στενό πέρασμα
8. εκβολή, στόμιο ποταμού.

Greek Monotonic

ἐμβολή: ἡ (ἐμβάλλω),
I. τοποθέτηση κάποιου πράγματος στο χώρο που του ανήκει, ένθεση γράμματος ή ψηφίου, σε Πλάτ.
II. αμτβ.,
1. διάρρηξη, εισβολή στη χώρα των εχθρών, επιδρομή, λεηλασία, διαρπαγή, σε Ξεν.
2. έφοδος, επίθεση, επέλαση, σε Ευρ.· ιδίως επίθεση (εμβολισμός), σύγκρουση πλοίου επάνω σε άλλο, σε Αισχύλ., Θουκ.· ἐμβολαῖς χαλκόστομοις, με τραντάγματα χάλκινων αιχμών, σε Αισχύλ.
3. χτύπημα βολής, σε Ευρ.
4. πέρασμα, είσοδος, διάβαση, σε Ηρόδ., Ξεν.
III. η κεφαλή, η δοκός του πολιορκητικού κριού, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐμβολή:
1) вставка (τὴν ἐμβολὴν ποιήσασθαι Plat.);
2) вторжение, нападение, набег (τὴν εἴς τινα ἐμβολὴν ποιεῖσθαι Xen.; Θηβαίων Arst.; εἰς ἐμβολὴν ἐπιστρέφειν Plut.): ταῦρος ὣς ἐς ἐμβολήν Eur. словно готовый броситься бык;
3) напор (αἱ τῶν κυμάτων ἐμβολαί Plut.);
4) мор. удар носовой частью, морской таран (στρατὸς δαμασθεὶς ναΐοισιν ἐμβολαῖς Aesch.; ἐ. τῶν νεῶν Thuc.): ἐμβολὰς δοῦναι Polyb. применить морской таран;
5) пробоина от морского тарана (ἐμβολὰς ἔχουσα τριήρης Xen.);
6) удар (φυλάσσεσθαι ἐμβολάς Eur. - ср. 8, λίθων καὶ δοκῶν ἐμβολαί Polyb.): ἐν ἐμβολαῖς ὑσσῶν γενέσθαι Plut. оказаться под обстрелом метательных копий;
7) голова стенобитной машины, таран (τὸ προέχον τῆς ἐμβολῆς Thuc.);
8) вход, проход (τὴν πρὸς Θεσπιῶν ἐμβολὴν φυλάττειν Xen. - ср. 6, τῆς Λακωνικῆς Plut.);
9) место впадения; устье (τοῦ ποταμοῦ Her., Plut.).

Middle Liddell

ἐμβολή, ἡ, ἐμβάλλω
I. a putting into its place, insertion of a letter, Plat.
II. intr. a breaking in, inroad into an enemy's country, foray, Xen.
2. an assault, attack, charge, Eur.:—esp. the charge made by one ship upon another, Aesch., Thuc.; ἐμβολαῖς χαλκόστομοις with shocks of brasen beaks, Aesch.
3. the stroke of a missile, Eur.
4. a way into, entrance, pass, Hdt., Xen.
III. the head of a battering-ram, Thuc.