ἐκκλησία
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
English (LSJ)
ἡ, (ἔκκλητος)
A assembly duly summoned, less general than σύλλογος, Th.2.22, Pl.Grg.456b, etc. ; applied to the Homeric Assemblies, Arist.Pol.1285a11 ; to the Samian Assembly, Hdt.3.142 ; to the Spartan, Th.1.87 ; to the meeting of the Amphictyons at Delphi, Aeschin.3.124 ; at Athens, ἐ. κύριαι, opp. σύγκλητοι, Arist.Ath.43.4 ; κυρία ἐ., at Amorgos, IG12(7).237.46 ; ἐ. συναγείρειν, συνάγειν, συλλέγειν, ἀθροίζειν, call an assembly, Hdt.3.142, Th.2.60, 8.97, X.HG1.6.8 ; ἐ. ποιεῖν Ar.Eq.746, Th.1.139,al. ; ἐ. ποιεῖν τινί Ar.Ach.169 ; διδόναι τινί Plb.4.34.6 ; ἐ. γίγνεται an assembly is held, Th.6.8 ; καταστάσης ἐ. Id.1.31 ; ἦν ἐ. τοῖς στρατηγοῖς And.1.2 ; ἐ. διαλύειν, ἀναστῆσαι, dissolve it, Th.8.69 (Pass.),X.HG2.4.42 ; ἀφιέναι Plu.TG16 ; ἐ. ἀνεβλήθη was adjourned, Th.5.45 ; ἐ. περί τινος Ar. Av.1030, etc. 2=Lat. Comitia, ἐ. λοχῖτις, φρατρική, = Comitia Centuriata, Curiata, D.H.4.20. 3 = ψήφισμα, ἀναγιγνωσκομένης ἐ. Philostr.VS2.1.11. II in LXX, the Jewish congregation, De. 31.30,al. 2 in NT, the Church, as a body of Christians, Ev.Matt. 16.18, 1 Ep.Cor.11.22 ; ἡ κατ' οἶκόν τινος ἐ. Ep.Rom.16.5 ; as a building, Cod.Just.1.1.5 Intr., etc.
German (Pape)
[Seite 763] ἡ, die Volksversammlung (die durch den Herold heraus- und zusammengerufenen Bürger in Freistaaten); ποιεῖν, συλλέγειν, eine Volksversammlung veranstalten, halten, Thuc. 1, 139. 8, 97; ὅταν συλλεγῶμεν εἰς τὴν ἐκκλ. Plat. Prot. 319 b; ἀθροίζειν Xen. Hell. 1, 6, 8 u. A.; ἐκκλησίας γενομένης, oft Thuc.; καθίσταται ἐκκλησία 1, 31. 2, 36; Sp. auch ἄγειν, ἀποδιδόναι περί τινος, Plut. Rom. 27 Luc. Iup. Trag. 12; ποιεῖν od. δοῦναί τινι, concionem dare, Erlaubniß geben, zum Volke zu reden, Ar. Ach. 169; Pol. 4, 34, 6; ἀναστῆσαι, entlassen, Xen. Hell. 2, 4, 30, wie ἀφιέναι, Plut. Tib. Graech. 16. Auch von Soldaten, Xen. An. 1, 3, 2 u. öfter; vgl. Eur. Rhes. 139. – Von σύλλογος unterschieden, Thuc. 2, 22; ἐν ἐκκλησίᾳ ἢ ἐν ἄλλῳ τινὶ συλλόγῳ Plat. Gorg. 456 b. – Bei Luc. D. D. 24, 1 der Versammlungsort. – Bei den K. S. die Kirche.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκλησία: ἡ, (ἔκκλητος) συνέλευσις τῶν πολιτῶν τακτικῶς συγκαλουμένων, νομοθετικὴ συνέλευσις, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ἁπλοῦν σύλλογον, Θουκ. 2. 22, Πλάτ. Γοργ. 456Β, κτλ.· λέγεται καὶ ἐπὶ τῶν Ὁμηρικῶν συνελεύσεων, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 14, 4· περὶ τῆς ἐν Σάμῳ ἐκκλησίας, Ἡρόδ. 3. 142· περὶ τῆς ἐν Σπάρτῃ, Θουκ. 1. 87 (ἂν καὶ ἐν 1. 67 ὀνομάζει αὐτὴν ξύλλογον)· περὶ τῆς συνελεύσεως τῶν Ἀμφικτυόνων ἐν Δελφοῖς, Αἰσχίν. 71. 8. 2) ἐν Ἀθήναις ἡ συνέλευσις πάντων τῶν πολιτῶν νομοθετηθεῖσα ὑπὸ τοῦ Σόλωνος, ἥτις μετὰ τῆς βουλῆς εἶχε τὴν δύναμιν νὰ κάμνῃ ψηφίσματα, ἀλλ’ οὐχὶ καὶ νόμους (ἴδε ἐν λ. νόμος), καὶ νὰ ἐκλέγῃ τοὺς μὴ διὰ κλήρου ἐκλεγομένους ἄρχοντας: ― αἱ συνήθεις συνελεύσεις ἐκαλοῦντο κύριαι, τέσσαρες ἐν ἑκάστῃ πρυτανείᾳ, αἱ δὲ ἔκτακτοι ἐκαλοῦντο σύγκλητοι, ψήφισμα παρὰ Δημ. 238. 2, Ἀριστ. Ἀποσπ. 394 - 6· ἐκκλησίαν συναγείρειν, συνάγειν, συλλέγειν, ἀθροίζειν, συγκαλεῖν συνέλευσιν τοῦ λαοῦ, Ἡρόδ. 3. 142, Θουκ. 2. 60., 8. 97, Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 8· ἐκκλ. ποιεῖν, ποιεῖν συνέλευσιν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 746, Θουκ. 1. 130, κ. ἀλλ.· ἐκκλ. ποιεῖν τινι Ἀριστοφ. Ἀχ. 169· δοῦναί τινι Πολύβ. 4. 34, 6· ἐκκλ. γίγνεται, καθίσταται, γίνεται συνέλευσις, Θουκ. 6. 8., 1. 31· ἦν ἐκκλ. τοῖς στατηγοῖς Ἀνδοκ. 2. 30: ― ἀντίθετον τῷ ἐκκλ. διαλύειν, ἀναστῆσαι, Θουκ. 8. 69, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 42· ἀφιέναι Πλουτ. Τ. Γράκχ. 16· ἀναβάλλειν Θουκ. 5. 45· ἐκκλ. περί τινος Ἀριστοφ. Ὄρν. 1050, κτλ. ΙΙ. ἐν τῇ Καιν. Διαθ. καὶ παρὰ τοῖς Ἐκκλ. συγγραφεῦσιν, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ὁτὲ μὲν τὸ ἄθροισμα τῶν πιστῶν, ὁτὲ δὲ ὁ τόπος τῆς συναθροίσεως, ὁ εὐκτήριος οἶκος (ὁπόθεν τὸ Γαλλικὸν église, τὸ παρ’ Οὐαλλοῖς eglws, κλτ.).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
I. assemblée par convocation ; particul.
1 assemblée des Amphictyons, à Delphes;
2 assemblée du peuple : ἐκκλησίαν συλλέγειν THC, ἁθροίζειν XÉN, συνάγειν THC, συναγείρειν HDT réunir une assemblée ; διαλύειν THC, ἀναστῆσαι XÉN, ἀφιέναι PLUT dissoudre, lever ou congédier une assemblée ; ἀναβάλλειν THC ajourner une assemblée ; ἐκκλησία γίγνεται THC, καθίσταται THC l’assemblée a lieu, se tient;
3 assemblée de soldats;
II. lieu de réunion pour une assemblée.
Étymologie: ἐκκαλέω.
English (Abbott-Smith)
ἐκκλησία, -ας, ἡ (< ἐκ-καλέω), [in LXX chiefly for קָהָל, otherwise for one of its cogn. forms;]
1.prop., an assembly of citizens regularly convened (in Thuc., ii, 22, opp. to σύλλογος, a concourse): Ac 19:32, 39 41.
2.In LXX of the assembly, congregation, community of Israel (De 4:10 23:2, al.): Ac 7:38, He 2:12 (LXX).
3.NT, esp. of an assembly or company of Christians, a (the) church;
(a)of gatherings for worship:I Co 11:18 14:19, 34 35;
(b)of local communities: Ac 8:3, I Co 4:17; with name added, Ac 8:1, Ro 16:1, I Th 1:1, al.; pl., Ac 15:41, I Co 7:17; τ. Χριστοῦ, Ro 16:16; τ. Ἀσίας, I Co 16:19; τ. ἁγίων, I Co 14:33; εἰπο]ν τ. ἐκκλησίᾳ, Mt 18:17 (but v. Hort, Ecclesia, 10); of a house-congregation (DB, i, 431a), Ro 16:5, I Co 16:19, Col 4:15, Phm 2;
(c)of the whole body of Christians: Mt 16:18, I Co 12:28, Eph 1:22, Phl 3:6, al.; τ. θεοῦ, Ac 20:28 (Κυρίου, T, R, mg.), I Co 15:9, Ga 1:13, I Ti 3:15; ἐ. προτοτόκων ἀπογεγραμμένων ἐν οὐρανοῖς, He 12:23. SYN.: συναγωγή, q.v. (v. Tr., Syn., §i; DB, i, 426; Hort, Ecclesia, esp. 4ff., 107ff.; Hamilton, People of God, ii, 37ff.; reff. s.vv. "Church," "Congregation," in DB and DCG; Cremer, 332).
English (Strong)
from a compound of ἐκ and a derivative of καλέω; a calling out, i.e. (concretely) a popular meeting, especially a religious congregation (Jewish synagogue, or Christian community of members on earth or saints in heaven or both): assembly, church.
English (Thayer)
ἐκκλεσιας, ἡ (from ἔκκλητος called out or forth, and this from ἐκκαλέω); properly, a gathering of citizens called out from their homes into some public place; an assembly; so used
1. among the Greeks from Thucydides (cf. Herodotus 3,142) down, an assembly of the people convened at the public place of council for the purpose of deliberating: Sept. often equivalent to קָהָל, the assembly of the Israelites, any gathering or throng of men assembled by chance or tumultuously: an assembly of Christians gathered for worship: ἐν ἐκκλησία, in the religious meeting, ἐν ταῖς ἐκκλησίαις, συνέρχεσθαι ἐν ἐκκλησία, Winer s Grammar, § 50,4a.
b. a company of Christians, or of those who, hoping for eternal Salvation through Jesus Christ, observe their own religious rites, hold their own religious meetings, and manage their own affairs according to regulations prescribed for the body for order's sake; aa. those who anywhere, in city or village, constitute such a company and are united into one body: Winer's Grammar, 122 (116)); with specification of place, Θεσσαλονικέων, Λαοδικέων, τοῦ Θεοῦ (equivalent to יְהוָה קֲהַל, αἱ ἐκκλησίαι: τοῦ Θεοῦ added, τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἀσίας, Γαλατίας, etc.: τῆς Ἰουδαίας ταῖς ἐν Χριστῷ, joined to Christ (see ἐν, I:6b.), i. e. Christian assemblies, in contrast with those of the Jews, ἐκκλησίαι τῶν ἐθνῶν, gathered from the Gentiles, τῶν ἁγίων, composed of the saints, ἡ ἐκκλησία κατ' οἶκον τίνος, the church in one's house, i. e. the company of Christians belonging to a person's family; others less aptly understand the phrase of the Christians accustomed to meet for worship in the house of someone (for as appears from Lightfoot on ἡ ἐκκλησία is used even by Christ while on earth of the company of his adherents in any city or village: τήν ἐκκλησίαν although Christ may have said τήν βασιλείαν μου); τοῦ κυρίου, R Tr marginal reading WH τοῦ Θεοῦ); τοῦ Θεοῦ, ἀπογράφω, b. and πρωτότοκος, at the end). (In general, see Trench, § 1, and B. D. under the word Smith's Bible Dictionary, Church, especially American edition; and for patristic usage Sophocles Lexicon, under the word.)
Greek Monolingual
και εκκλησιά και κλησιά, η (AM ἐκκλησία)
1. το σύνολο τών χριστιανών («η Εκκλησία του Χριστού», «το σώμα της Εκκλησίας»)
2. η επίσημη αυτοκέφαλη εκκλησιαστική εξουσία μιάς περιοχής («η Εκκλησία της Αντιοχείας, της Κύπρου κ.λπ.»)
3. το σύνολο τών χριστιανών μιας περιοχής με αυτοκέφαλη εκκλησιαστική εξουσία
4. χριστιανικός ναός («τα σήμαντρα της εκκλησίας»)
5. η Θεία Λειτουργία κυρίως ή οποιαδήποτε άλλη ιεροτελεστία
μσν.- νεοελλ.
φρ.
1. «η μεγάλη εκκλησία» — ο ναός της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη
2. «η μεγάλη του Χριστού Εκκλησία» — το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως»
νεοελλ.
το σύνολο τών χριστιανών που ακολουθούν το ίδιο δόγμα και την ίδια παράδοση («Ορθόδοξη, Καθολική, Αρμενική κ.λπ. Εκκλησία»)
αρχ.-μσν.
το σύνολο τών νόμων οι οποίοι διέπουν την εκκλησία
αρχ.
1. συνέλευση τών πολιτών ή του στρατού για σύσκεψη, ανακοινώσεις κ.λπ.
2. ο τόπος όπου γίνονταν συνελεύσεις
3. το ψήφισμα που εξέδιδε η εκκλησία
4. η συναγωγή τών Εβραίων
5. φρ. α) «ἐκκλησίαν συναγείρειν, συνάγειν, συλλέγειν, ἀθροίζειν, ποιεῑν» — συγκαλώ συνέλευση του λαού
β) «ἐκκλησίαν διαλύειν, ἀναστῆσαι» — κηρύσσω τη λήξη της συνελεύσεως του λαού
γ) «ἐκκλησίαν ἀφιέναι» — αναβάλλω την εκκλησία
δ) «διδόναι τὴν ἐκκλησίαν» — συγκαλώ συνέλευση του λαού καί μιλώ
ε) «μικρὰ ἐκκλησία» — συνέλευση αριστοκρατών ή τών γεροντότερων της Σπάρτης που αντικατέστησε τον 7ο π.Χ. αιώνα την απέλλα
στ) «ἐκκλησία λοχῑτις» — συνέλευση λόχου ρωμαίων πολιτών.
Greek Monotonic
ἐκκλησία: ἡ (ἔκκλητος),·
I. συνάθροιση πολιτών που συγκαλείται ανά τακτά χρονικά διαστήματα, νομοθετική συνέλευση, σε Θουκ. κ.λπ.· στην Αθήνα οι τακτικές Συνελεύσεις ονομάζονταν κύριαι, οι έκτακτες καλούνταν σύγκλητοι, παρά Δημ.· ἐκκλ. συναγείρειν, συνάγειν, συλλέγειν, ἀθροίζειν, συγκαλώ συνέλευση, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἐκκλ. ποιεῖν, «κάνω συνέλευση», σε Αριστοφ.· ἐκκλ. γίγνεται, καθίσταται, πραγματοποιείται συνέλευση, σε Θουκ.· ἐκκλ. διαλύειν, ἀναστῆσαι, διαλύω τη συνέλευση, στον ίδ. κ.λπ.· ἀναβάλλειν, αναβάλλω τη συνέλευση, στον ίδ.
II. στην Κ.Δ., η Εκκλησία του Χριστού, είτε σώμα των πιστών είτε τόπος συνάθροισης, χριστιανικός ναός.
Russian (Dvoretsky)
ἐκκλησία: ἡ ἐκκαλέω
1) общее собрание, преимущ. народное, сходка (ἐν ἐκκλησίᾳ ἢ ἐν ἄλλῳ τινὶ συλλόγῳ Plat.; τῶν στρατιωτῶν Xen.; συμβουλεύειν ἐν ταῖς ἐκκλησίαις Arst.): ἐκκλησίαν συναγείρειν Her., συλλέγειν и συνάγειν Thuc., ἀθροίζειν Xen., ἄγειν Xen., Plat. или ποιεῖν Arst. созывать собрание; ἐκκλησίαν διαλύειν Thuc., ἀναστῆσαι Xen. или ἀφιέναι Plut. распускать собрание;
2) (как законодат. орган - наряду с βουλή - в Афинах) экклесия, народное собрание Thuc. etc.: ἐκκλησίαν τινὶ ποιεῖν Arph. или δοῦναι Polyb. разрешить кому-л. выступить в народном собрании;
3) место или помещение для собраний (ἐν παλαίστραις καὶ ἐν ταῖς ἐκκλησίαις Luc.);
4) церковь NT.
Middle Liddell
ἐκκλησία, ἡ, ἔκκλητος
I. an assembly of the citizens regularly summoned, the legislative assembly, Thuc., etc.:—at Athens, the ordinary Assemblies were called κύριαι, the extraordinary being σύγκλητοι, ap. Dem.; ἐκκλ. συναγείρειν, συνάγειν, συλλέγειν, ἀθροίζειν to call an assembly, Hdt., etc.; ἐκκλ. ποιεῖν "to make a house, " Ar.; ἐκκλ. γίγνεται, καθίσταται an assembly is held, Thuc.; ἐκκλ. διαλύειν, ἀναστῆσαι to dissolve it, Thuc., etc.; ἀναβάλλειν to adjourn it, Thuc.
II. in NTest. the Church, either the body, or the place.
Chinese
原文音譯:™kklhs⋯a 誒克-克累西阿
詞類次數:名詞(115)
原文字根:出-召(的) 相當於: (קָהָל)
字義溯源:召出來的,聚會,聚集,聚眾,會眾,教會,聚集的人;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(καλέω)=召)組成;其中 (καλέω)出自(κελεύω)=邀請),而 (κελεύω)又出自(κελεύω)X*=力言)。這字的字義:召出來的;除了( 徒19:32 ,39 ,41)那三次外,其餘110次大都譯為:教會。七十士將舊約的希伯來文繙為希臘文時,就將部分(קָהַל)=聚集),譯為(ἐκκλησία)=教會,聚集)。主耶穌對彼得說,他要將他的教會建造在這磐石上( 太16:18),這是新約第一次提說教會。可是在彼得的講論和他的書信中,卻沒有一次提說教會。保羅講論教會最多,最詳盡。約翰也在的書信中多次提說教會( 約叄6, 9, 10);此外,也在啓示錄二,三章記載聖靈提說的七個教會
出現次數:總共(115);太(3);徒(23);羅(5);林前(22);林後(9);加(3);弗(9);腓(2);西(4);帖前(2);帖後(2);提前(3);提後(1);門(1);來(2);雅(1);約叄(3);啓(20)
譯字彙編:
1) 教會(105)數量太多,不能盡錄;
2) 聚會(4) 徒7:38; 羅16:5; 門1:2; 來12:23;
3) 是教會的(1) 林後8:23;
4) 眾教會的(1) 帖前2:14;
5) 聚眾(1) 徒19:41;
6) 聚集的人(1) 徒19:32;
7) 會眾(1) 徒14:27;
8) 聚集(1) 徒19:39