κιχάνω
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
[ᾱ], imper.
A κιχάνετε Il.23.407; inf. κιχάνειν Mosch.2.112: impf. ἐκίχᾱνον Il.3.383: aor. 3sg. ἔκιχεν Od.3.169, κίχεν Il.24.160; 3pl. κίχον 18.153; subj. 3sg. κίχῃσι Od.12.122; part. κιχών 15.157: also non-thematic aor. ἐκίχην [ῐ], 2sg. ἐκίχεις, like ἐτίθεις from τίθημι, 24.284; 1pl. κίχημεν or ἐκ- 16.379; 3dual κιχήτην Il.10.376; subj.κιχείω, κιχείομεν, 1.26, 21.128; opt. κιχείην 2.188; inf. κιχῆναι Od.16.357, κιχήμεναι Il.15.274; part. κιχείς 16.342:—after Hom. κιγχάνω [ᾰ] (cf. Eust.1525.16, Hsch., Phot.), first Sol. ap. Phot., A.Ch.622, S. OC1450 (both lyr.); misspelt κιχάνω E.Hipp.1444, Hel.597: fut. inf. κιχησέμεν A.R.4.1482: aor. ἔκῐχον E.Ba.903(lyr.), κίχον Pi.P.9.26, al.; subj. κίχω S.Aj.657, E.Supp.1069, Alc.22; inf. κιχεῖν B.1.67: aor. 1 ἐκίχησα Id.5.148, Opp.H.5.116, Musae.149:—Med. (in act. sense), κιχάνομαι Il.11.441, Od.9.266: fut. κιχήσομαι Il.10.370, S.OC 1487: aor. 1 κιχήσατο Il.10.494, Od.6.51: aor. 2 part. κιχήμενος Il.5.187, 11.451:—poet. Verb (perh. used in the laws of Solon), reach, hit, or light upon, meet with, μή σε… παρὰνηυσὶ κιχείω Il.1.26, cf. Od.13.228; Ἄδμητον ἐν δόμοισιν ἆρα κ.; E.Alc.477; reach, overtake, ὅν κε… ποσσὶ κιχείω Il.6.228; κιχήσεσθαι δέ σ' ὀΐω ib.341, cf. 21.605, Pi.P.2.50, B. 5.148, etc.; τὰ φεύγοντα Id.1.67; ἵππους δ' Ἀτρεΐδαο κιχάνετε Il.23.407; σὲ δουρὶ κιχήσομαι shall reach thee, 10.370; εἰς ὅ κεν ἄστυ κιχείομεν till we reach it, 21.128; ἧός κε τέλος πολέμοιο κιχείω arrive at it, 3.291: sts. of things, βέλος ὠκὺ κιχήμενον the dart that had just reached him, 5.187; φθῆ σε τέλος θανάτοιο κιχήμενον 11.451. 2 rarely c. gen., like τυγχάνω, S.OC1487.
German (Pape)
[Seite 1443] conj. wie von κίχημι, κιχείω, Il. 1, 26, κιχείομεν, 21, 128, optat. κιχείην, 2, 188, inf. κιχῆναι, ep. κιχήμεναι, Od. 16, 357, Nonn., partic. κιχείς, Il. 16, 342, med. κιχάνομαι, Il. 19, 289, κιχήμενος, 11, 451 u. öfter, imperf. κιχήτην, 10, 376, u. nach Analogie von ἐτίθουν, ἐτίθεις, auch ἐκίχεις, Od. 24, 284 (ein Präsens κιχέω kommt nicht vor), fut. κιχήσομαι, aor. ἔκιχον, κιχών, u. bei sp. D. ἐκίχησα, auch med. ἐκιχησάμην, Il. 4, 385; Hesych. führt auch κίξατο u. κίξαντες an; – erreichen, antreffen, finden; μή σε, γέρον, κοίλῃσιν ἐγὼ παρὰ νηυσὶ κιχείω Il. 1, 26, öfter; int Lauf einholen, Ἀκάμαντα κιχεὶς ποσὶ καρπαλίμοισι Il. 16, 342, κιχάνετε μηδὲ λίπησθον 23, 407; δουρί 10, 370; auch βέλος κιχήμενον, 5, 187; κιχάνει δίψα τε καὶ λιμός 19, 165; νῦν αὖτέ με μοῖρα κιχάνει 22, 203, wie φθῆ σε τέλος θανάτοιο κιχήμενον 11, 451; ἄστυ, die Stadt einnehmen, 21, 128; Pind. nur im aor. II., ἀετόν P. 2, 50; κιχήσατο Archil. frg. 41; κιχάνει δέ μιν Ἑρμῆς Aesch. Ch. 613; μέχρις μυχοὺς κίχωσι τοῦ κάτω θεοῦ Soph. Ai. 568, der auch den gen. damit abdt, ἆρ' ἔτ' ἐμψύχου κιχήσεταί μου; O. C. 1484; λιμένα ἔκιχεν Eur. Bacch. 901; μὴ μίασμά μ' ἐν δόμοις κίχῃ Alc. 22; sp. D., εὕδοντας ἐκίχησε φυλακτῆρας Opp. Hal. 5, 116, Nonn. – [Bei Hom. ist α lang, bei den Att. kurz, die aber ι im praes. lang brauchen, z. B. Soph. O. C. 1451 Aesch. Ch. 613 Eur. Alc. 480; weshalb κιγχάνω zu schreiben scheint, vgl. Eust. zu Od. 5, 84 u. Phot.]
Greek (Liddell-Scott)
κῐχάνω: ᾱ, Ἰλ., προστ. κιχάνετε Ἰλ. Ψ. 407, ἀπαρ. κιχάνειν, Μόσχ. 2. 112. Παρατ. ἐκίχᾱνον, Ἰλ. Γ. 383· αἱ λοιπαὶ ἐγκλίσεις σχηματίζονται ἐκ τοῦ *κίχημι, ὑποτ. κιχείω, κιχείομεν Α. 26., Φ. 128· εὐκτ. κιχείην Β. 188· ἀπαρ. κιχῆναι Ὀδ. Π. 357· μετοχ. κιχεὶς Ἰλ. Π. 342· ― παρατ. ἐκίχην ῐ, βϳ ἑνικ. ἐκίχεις, ὡς τὸ ἐτίθεις ἐκ τοῦ τίθημι, Ὀδ. Ω. 284· αϳ πληθ. κίχημεν ἢ ἐκ- ΙΙ. 379· γϳ δυϊκ. κιχήτην Ἰλ. Κ. 376· ― ὁ ἐνεστ. κυρίως ἐν χρήσει μεθ’ Ὅμ. κιγχάνω ᾰ, (μνημονευόμ. ὑπὸ τοῦ Εὐστ. 1525. 16, Ἡσύχ., Φώτ.) κατὰ πρῶτον εὕρηται παρὰ Σόλωνι 42, καὶ ἤδη ἀποκαθίσταται ἁπανταχοῦ παρὰ τραγ., Αἰσχύλ. Χο. 622, Σοφ. Ο. Κ. 1450, Αἴ. 657, Εὐρ. Ἱππ. 1444, Ἄλκ. 22, Ἑλ. 597· ὡσαύτως ἀόρ. ἔκῐχον Εὐρ. Βάκχ. 903 (λυρ.), κίχον Πίνδ. Π. 9. 45, ὑποτακτ. κίχω Εὐρ. Ἱκέτ. 1069· ἀόρ. αϳ ἐκίχησα Ὀππ. Ἀλ. 5. 116, Μουσαῖ. 149. ― Μέσ. (ἐπὶ ἐνεργ. σημασ.), κιχάνομαι Ἰλ. Λ. 441, Ὀδ. Ι. 266· μετοχ. κιχήμενος (ἐκ τοῦ *κίχημι) Ἰλ.· μέλλ. κιχήσομαι Ὅμ., Σοφ., (μεταγεν. κιχήσω, Ἀπολλ. Ρόδ.)· ἀόρ. κιχήσατο Ἰλ. Κ. 494, Ὀδ. Ζ. 51. Ποιητ. ῥῆματ., τυγχάνω, ἐντυγχάνω, συναντῶ, εὑρίσκω, μή σε... παρὰ νηυσὶ κιχείω Ἰλ. Α. 26, πρβλ. Ὀδ. Ν. 228· ― φθάνω, προφθάνω, καταφθάνω, ὃν κε... ποσσὶ κιχείω Ἰλ. Ζ. 228· κιχήσεσθαι δέ σ’ ὀΐω αὐτόθι 341, πρβλ. Φ. 605, Πινδ. Π. 2. 92· ἵππους δ’ Ἀτρείδαο κιχάνετε Ἰλ. Ψ. 407· σε δουρὶ κιχήσομαι, θά σε φθάσω μὲ τὸ δόρυ, Κ. 370· εἰσόκεν ἄστυ κιχείομεν, ἕως οὗ ἐκπορθήσωμεν αὐτό, Φ. 128. εἵως κε τέλος πολέμοιο κιχείω, φθάσω εἰς..., Γ 291· ― ἐνίοτε ἐπὶ πραγμάτων, βέλος ὠκὺ κιχήμενον, βέλος ταχὺ ὅτε ἔμελλε νὰ ἐπιτύχῃ αὐτόν, νὰ τὸν κτυπήσῃ, Ε. 187· φθῆσε τέλος θανάτοιο κιχήμενον, «ἔφθη καταλαβόν σε τὸ τέλος τοῦ θανάτου» (Γαζῆς), Λ. 451· οὕτω καὶ παρὰ Τραγ. 2) σπανίως μετὰ γεν. ὡς τὸ τυγχάνω, Σοφ. Ο. Κ. 1487.
French (Bailly abrégé)
f. κιχήσομαι, ao. ἐκίχησα, ao.2 ἔκιχον, pf. inus.
1 rencontrer : τινα παρὰ νηυσί IL qqn près des vaisseaux;
2 atteindre : τινα ou τινος, qqn ; ποσσί IL qqn à la course ; τινα δουρί IL atteindre qqn de sa lance ; ἄστυ IL s’emparer de la ville ; fig. τέλος πολέμοιο IL atteindre la fin de la guerre ; avec un suj. de chose κιχάνει δίψα τε καὶ λιμός IL la faim et la soif s’emparent (de lui) ; μὴ μίασμά μ’ ἐν δόμοις κίχῃ EUR de peur que la souillure ne m’atteigne dans ma demeure;
Moy. κιχάνομαι (part. prés. κιχήμενος, ao. ἐκιχησάμην) m. sign. : βέλος κιχήμενον IL trait qui atteint (qqn) ; τέλος θανάτοιο κιχήμενον IL le terme de la mort qui atteint (les hommes).
Étymologie: DELG all. gehen.
English (Autenrieth)
fut. κιχή- σομαι, pres. subj. κιχείω, inf. κιχῆναι, κιχήμεναι, ipf. 2 sing. κίχεις, -εν, -ήτην, aor. κιχήσατο, aor. 2 ἔκιχε, κίχον: overtake, come upon, find, freq. w. part., Il. 1.26, Il. 2.18.
English (Slater)
κῐχάνω
1 overtake, come upon θεός, ὃ καὶ πτερόεντ' αἰετὸν κίχε (P. 2.50) βάματι δ' ἐν πρώτῳ κιχὼν παῖδ ἐκ νεκροῦ ἅρπασε (P. 3.43) κίχε νιν λέοντί ποτ' εὐρυφαρέτρας ὀβρίμῳ μούναν παλαίοισαν ἄτερ ἐγχέων ἑκάεργος Ἀπόλλων (P. 9.26) καί μιν οὔπω τεθναότ, ἄσθματι δὲ φρίσσοντα πνοὰς ἔκιχεν (N. 10.74)
Greek Monolingual
κιχάνω και κιγχάνω (Α)
1. συναντώ, βρίσκω, πετυχαίνω («μή σε γέρον κοίλῃσιν ἐγὼ παρὰ νηυσὶ κιχείω», Ομ. Ιλ.)
2. προλαβαίνω κάποιον ή κάτι, προφτάνω κάποιον ή κάτι (α. «ἠέ σε δουρὶ κιχήσομαι», Ομ. Ιλ.
β. «ὅ καὶ πτερόεντ' αἰετὸν κίχε», Πίνδ.)
3. τυγχάνω («ἆρ' ἔτ' ἐμψύχου, τέκνα, κιχήσεταί μου», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο θεματικός ενεστ. κιχάνω, που μαρτυρείται ήδη στα ομηρικά έπη, θα πρέπει να προέκυψε υποχωρητικά από τον αόρ. ἐκίχην και τον μέλλοντα κιχήσομαι ενός αθέματου ενεστώτα με αναδιπλασιασμένο θ. κί-χη-μι κατά το σχήμα ἔφθην-φθήσομαι: φθάνω, θεματικοί τ. κιχήσατο, ἔκιχεν δημιουργήθηκαν και στον αόρ., ενώ η δωρ. διάλ. σχημάτισε σιγματικό τ. ἔκιξε. Στην αττ. διάλ. δημιουργήθηκε ο τ. κιγχάνω με ερρινοποίηση κατά το λαμβάνω. Ο υποτιθέμενος αρχικός τ. κί-χη-μι ανάγεται σε ΙΕ ghi-ghē-mi, που εμφανίζει την απαθή βαθμίδα της ΙΕ ρίζας ghe- «είμαι κενός, εγκαταλείπω, πηγαίνω» και ενεστωτικό αναδιπλασιασμό. Σημαντική μορφική αντιστοιχία, με εξαίρεση το φωνήεν του ενεστωτικού αναδιπλασιασμού, εμφανίζουν τα αρχ. ινδ. ja-hā-ti «εγκαταλείπω» και το αβεστ. za-zai-ti «διώχνω». Η απαθής βαθμίδα της ρίζας χωρίς ενεστωτικό αναδιπλασιασμό εμφανίζεται στις γερμανικές γλώσσες, όπως λ.χ. στο αγγλοσαξ. gān- «πηγαίνω». Μακρινή είναι η συγγένεια του κιχάνω με τα χάζομαι, χατέω, χήρα, χώρος, που θεωρείται ότι ανάγονται επίσης σε διάφορες μεταπτωτικές βαθμίδες της ίδιας ΙΕ ρίζας.
ΠΑΡ. αρχ. κίχησις.
ΣΥΝΘ. αρχ. αντικιχάνω].
Greek Monotonic
κῐχάνω: [ᾱ], παρατ. ἐκίχᾱον· οι υπόλοιπες διαθέσεις σχηματίζονται από το *κίχημι, Επικ. υποτ. κιχείω, κιχείομεν· ευκτ. κιχείην, απαρ. κιχῆναι, μτχ. κιχείς· παρατ. ἐκίχην [ῐ], βʹ ενικ. ἐκίχεις, Επικ. αʹ πληθ. κίχημεν· γʹ δυϊκ. κιχήτην· ο Αττ. ενεστ. είναι κιγχάνω [ᾰ] — Μέσ. (με Ενεργ. σημασία), κιχάνομαι, μτχ. κιχήμενος (από το *κίχημι), μέλ. κιχήσομαι· Επικ. γʹ ενικ. αορ. αʹ κιχήσατο·
1. φθάνω, συναντώ, βρίσκω, καταλήγω, εντυγχάνω, σε Όμηρ.· προφθάνω, προλαβαίνω· καταφθάνω, προσεγγίζω, στο ίδ.· σὲ δουρὶ κιχήσομαι, θα σε φθάσει, στο ίδ.· τέλος θανάτοιο κιχήμενον, θάνατος που είναι σίγουρο ότι θα συναντήσει κάποιος, αναπόφευκτος, στον ίδ.
2. σπανίως με γεν., όπως το τυγχάνω, σε Σοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κιχάνω post-hom. praes. κιγχάνω; them. aor. ἔκιχον, ep. κίχον, conj. κίχω, ep. 3 sing. κίχῃσι, inf. κιχεῖν, ptc. κιχών, ep. stamaor. 1 plur. ἐκίχημεν, 3 dual. κιχήτην, conj. κιχείω, 1 plur. κιχείομεν, opt. 3 sing. κιχείη, inf. κιχήμεναι en κιχῆναι, ptc. κιχείς, med. κιχήμενος, post-hom. sigm. aor. ἐκίχησα, ptc. κιχήσας, ep. med. (ἐ)κιχησάμην; fut. κιχήσω, med. κιχήσομαι bereiken, achterhalen:; κιχάνει δίψά τε καὶ λιμός dorst en honger overvalt hem Il. 19.165; ook med.: σε δουρὶ κιχήσομαι ik zal je met mijn lans inhalen Il. 10.370; κιχανόμενοι τὰ σὰ γοῦνα ἱκόμεθ ’ als smekelingen komen wij hier bij uw knieën Od. 9.266. ontmoeten, aantreffen:; κιχήσατο δ ’ ἔνδον ἐόντας zij trof hen binnen aan Od. 6.51; ook met gen.: ἆρ ’ ἔτ ’ ἐμψύχου... κιχήσεταί μου; zal hij mij nog levend aantreffen? Soph. OC 1487.
Russian (Dvoretsky)
κῐχάνω: (эп. ῐχᾱ, атт. praes. ῑχᾰ) (fut. κῐχήσομαι, aor. 1 ἐκίχησα с ῐ, aor. 2 ἔκῐχον; эп. inf. κιχήμεναι и κιχῆναι; эп. aor. 2 conjct. κιχείω; med.: part. praes. κιχήμενος, aor. 1 ἐκιχησάμην, эп. 2 л. sing. aor. 1 κιχήσαο, эп. conjct. κιχήσομαι = κιχήσωμαι)
1) находить, встречать: μή σε ἐγὼ παρὰ νηυσὶ κιχείω Hom. (смотри), чтобы я не встречал тебя (больше) у кораблей;
2) догонять, настигать (τινά Hom., Aesch.): φθῆ σε τέλος θανάτοιο κιχήμενον Hom. и тебя настигла стрела смерти;
3) достигать, доставать (τινὰ δουρί Hom.): κ. ἄστυ Hom. захватить город; κ. τέλος πολέμοιο Hom. дождаться конца войны; μὴ μίασμά μ᾽ ἐν δόμοις κίχῃ Eur. (я ухожу), чтобы в (этом) доме не коснулась меня мерзость; δίψα τε καὶ λιμὸς κιχάνει (sc. τινά) Hom. жажда и голод начинают томить кого-л.
Frisk Etymological English
Ruijgh-VKr Mnem 22,1969
Grammatical information: v.
Meaning: reach, get, hit, meet with (Il.).
Other forms: (ep.), Att. κιγχάνω, several aorists: a) athemat. (ἐκίχην), -χεις, (ἐ)κίχημεν, subj. κιχείω, opt. -χείην, inf. κιχήμεναι, -χῆναι, ptc. κιχείς, -χήμενος; b) themat. 3. sg. ἔκιχεν, 3. pl. ἔκιχον, subj. κίχω, κίχῃσι, inf. κιχεῖν, ptc. κιχών; c) sigmatic κιχήσατο, act. ptc. κιχήσας (B. 5, 148); d) Dor. ἔκιξε = ἤνεγκε (Simm. 26, 7), ἀπέκιξαν (Ar. Ach. 869; Boeot.), κίξαντες ἐλθόντες, πορευθέντες, κίξατο εὗρεν, ἔλαβεν, ἤνεγκεν H.; fut. κιχήσομαι
Derivatives: κίχησις ἡ λῆψις H.
Origin: IE [Indo-European] [418] *ǵʰeh₁- leave, abandon
Etymology: From a reduplic. root-present *κί-χη-μι (like τί-θη-μι) in κί-χη-μεν, κι-χή-την a. o. (ἐκίχεις like ἐτίθεις), which were seen as aorist when the new present κιξάνω arose. Innovations are themat. ἔκιχεν etc. and the sigmatic κιχήσατο with fut. κιχήσομαι (Il.); Dorian created a diff. σ-aorist in ἔκιξε. Als last member of the new systems arose after ἔφθην, φθήσομαι : φθάνω the present κιχάνω; κιγχάνω arose after λαμβάνω etc. Schwyzer 688 w. n. 5, 698; Chantraine Gramm. hom. 1, 300; 392; 415; 446. - To *κί-χη-μι from IE. *ǵhi-ǵhē-mi agree but for the redupl. vowel Skt. já-hā-ti leave, abandon, Av. za-zāi-ti let go (cf. e. g. δί-δω-μι beside dá-dā-ti); XX [unknown](aind. Aor. a-hā-t wie ἔ-βη-ν, Fut. hā-sya-ti).XX [unknown] An unredupl. full grade present in the Germanic verb for go vor; OHG, OE gān, OIc. gā; on the meaning cf. Skt. midd. jí-hī-te, 3. pl. jí-h-ate go on, away (with zero grade). Remote cognates are suggested in χάζομαι, χατέω, χήρα, χώρος; s. vv. Ruijgh en Van Krimpen, Mnemosyne XXII (1969) 113-136 find the meaning abandon in Myc. kekemena \/khekhemena\/ deserted (land). They think that the transition in meaning occurred in the sports, where a runner reaches and leaves = passes another. (LIV2 posits *gʷeh₁-, but there is no indication for a labio-velar.)
Middle Liddell
[Mid κιχάνομαι in act. sense
1. to reach, hit, or light upon, meet with, find, Hom.:— to overtake, Il.: to reach, arrive at, Il.; σε δουρὶ κιχήσομαι shall reach thee, Il.; τέλος θανάτοιο κιχήμενον death that is sure to reach one, inevitable, Il.
2. rarely c. gen., like τυγχάνω, Soph.
Frisk Etymology German
κιχάνω: (ep.),
{kikhá̄nō}
Forms: att. κιγχάνω, mehrere als Aoriste dienende Formen: a) athemat. (ἐκίχην), -χεις, (ἐ)κίχημεν, Konj. κιχείω, Opt. -χείην, Inf. κιχήμεναι, -χῆναι, Ptz. κιχείς, -χήμενος; b) themat. 3. sg. ἔκιχεν, 3. pl. ἔκιχον, Konj. κίχω, κίχῃσι, Inf. κιχεῖν, Ptz. κιχών; c) sigmatisch κιχήσατο, Akt. Ptz. κιχήσας (B. 5, 148); d) dor. ἔκιξε = ἤνεγκε (Simm. 26, 7), ἀπέκιξαν (Ar. Ach. 869; böot.), κίξαντες· ἐλθόντες, πορευθέντες, κίξατο· εὗρεν, ἔλαβεν, ἤνεγκεν H.; Fut. κιχήσομαι
Grammar: v.
Meaning: erreichen, erlangen, antreffen (ep. poet. seit Il.).
Derivative: Davon κίχησις· ἡ λῆψις H.
Etymology : Auszugehen ist von einem reduplizierten Wurzelpräsens *κίχημι (wie τίθημι) in κίχημεν, κιχήτην u. a. (ἐκίχεις wie ἐτίθεις), die aber bei der Entstehung des neuen Präsens κιχάνω als Aoriste umgedeutet wurden. Hinzu traten als Neubildungen das thematische ἔκιχεν usw. und das sigmatische κιχήσατο mit dem Futurum κιχήσομαι (schon Il.); einen anderen σ-Aorist schuf das Dorische in ἔκιξε. Als letztes Glied des neuen Systems entstand nach Muster von ἔφθην, φθήσομαι : φθάνω das Präsens κιχάνω; dazu κιγχάνω nach λαμβάνω usw. Schwyzer 688 m. A. 5, 698; Chantraine Gramm. hom. 1, 300; 392; 415; 446. — Zu *κίχημι aus idg. *ĝhi-ĝhē-mi stimmen bis auf den Reduplikationsvokal aind. já-hā-ti verlassen, aw. za-zāi-ti entlassen (vgl. z. B. δίδωμι gegenüber dá-dā-ti); im übrigen haben sich die beiden Sprachen infolge der griechischen Neubildungen völlig getrennt (aind. Aor. a-hā-t wie ἔβην, Fut. hā-sya-ti). Ein unredupliziertes hochstufiges Präsens liegt in dem germanischen Verb für gehen vor; ahd. ags. gān, anord. gā; zur Bedeutung vgl. aind. Med. jí-hī-te, 3. pl. jí-h-ate ‘fort-, hervorgehen’ (mit Reduktions- bzw. Schwundstufe des Stammvokals). Entfernte Verwandte werden in χάζομαι, χατέω, χήρα, χώρος vermutet; s. dd.
Page 1,861-862