δατέομαι

From LSJ
Revision as of 17:47, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰτέομαι Medium diacritics: δατέομαι Low diacritics: δατέομαι Capitals: ΔΑΤΕΟΜΑΙ
Transliteration A: datéomai Transliteration B: dateomai Transliteration C: dateomai Beta Code: date/omai

English (LSJ)

Il.18.264, etc., irreg. inf. δατέασθαι (   A v.l. -έεσθαι) Hes. Op.767: fut. δάσομαι (κατα- Il.22.354 (tm.): aor. ἐδασάμην, δασσάμην Od.14.208, Il.1.368, etc.; Ion. δασάσκετο 9.333 (δια-, tm.): pf. δέδασμαι Diog.Apoll.3, Q.S.2.57 in pass. sense (v. infr. 11): aor. inf. δασθῆναι, Hsch.:—divide among themselves, ὅτε κεν δατεώμεθα ληΐδ' Ἀχαιοί Il.9.138; τὰ μὲν εὖ δάσσαντο μετὰ σφίσιν υἷες Ἀχαιῶν 1.368; ἄνδιχα πάντα δάσασθαι 18.511, cf. Od.2.335, etc.; χθόνα δατέοντο Ζεύς τε καὶ ἀθάνατοι Pi.O.7.55; μένος Ἄρηος δατέονται they share, i.e. are alike filled with, the fury of Ares, Il.18.264: freq. of banqueters, κρέα πολλὰ δατεῦντο Od.1.112; μοίρας δασσάμενοι δαίνυντ' 3.66; ὑπέστην Ἕκτορα… δώσελν κυσὶν ὠμὰ δάσασθαι tear in pieces, Il.23.21, cf. Od.18.87, E.Tr.450.    2 [ἡμίονοι] χθόνα ποσσὶ δατεῦντο measured the ground with their feet, Il.23.121.    3 cut in two, τὸν μὲν… ἵπποι ἐπισσώτροις δατέοντο 20.394.    II in act. sense, simply, divide, τρεῖς μοίρας δασάμενοι τὸν πεζόν having divided into.., Hdt.7.121; divide or give to others, τῶν θεῶν τᾡ ταχίστῳ… τῶν θνητῶν τὸ τάχιστον δατέονται Id.1.216; τοῖς παισὶ τὰ χρήματα Democr.279; μεῖον, πλέον δ. X.Cyr.4.2.43, Oec. 7.24; τὸ ἐπιβάλλον Corn.ND27: pf. in pass. sense, to be divided, distributed, Il.1.125, 15.189, Hdt.2.84, Diog.Apoll. l.c., E.HF1329.— Ep. and Ion., also Cret., Leg.Gort.4.28, al., and Arc., IG5(2).262 (Mantinea, v B.C.); rare in Trag., never in correct Att. Prose, exc. Lys.Fr.7S. (Cf. δαίω (B).)

German (Pape)

[Seite 524] (vgl. δαίω), nur praes. u. impf., theilen; δατεώμεθα ληίδα Iliad. 9, 138. 280; κρέα δατεῦντο Odyss. 1, 112, in Portionen zerlegen; κνίσην δ' ἐκ πεδίου ἄνεμοι φέρον οὐρανὸν εἴσω ἡδεῖαν, τῆς δ' οὔτι θεοὶ μάκαρεσδατέοντο, οὐδ' ἔθελον, sie verzehrten, genossen, Iliad. 8, 550, unächter Vers; τὸν μὲν Ἀχαιῶν ἵπποι ἐπισσώτροις δατέοντο πρώτῃ ἐν ὑσμίνῃ, er wurde übergefahren, die Räder theilten, d. h. zerstückelten seinen Leib, Iliad. 20, 394; ταὶ (ἡμίονοι) δὲ χθόνα ποσσὶ δατεῦντο ἐλδόμεναι πεδίοιο διὰ ῥωπήια πυκνά, »sie zertheilten den Boden mit den Füßen«, entweder = sie zerstampften den Boden bei'm Auftreten, oder = sie legten den Weg schrittweise zurück, vgl. carpere viam, Iliad. 23, 121; ὅθι περ Τρῶες καὶ Ἀχαιοὶ ἐν μέσῳ ἀμφότεροι μένος Ἄρηος δατέονται, »sie theilen die Kraft des Ares«, soll ohne Zweifel bedeuten »sie kämpfen«, offenbar eine unklare Vorstellung, Iliad. 18, 264. – Folgende: Pind. Ol. 7, 55 Her. 1, 216.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰτέομαι: Ὅμ., ἀνώμαλ. ἀπαρέμφ. δατέασθαι (-έεσθαι;) Ἡσ. Ἔργ κ. Ἡμ. 765· δάσομαι Ἰλ. Χ. 354· ἀόρ. ἐδασάμην, δασσάμην (πρβλ. πατέομαι, ἐπασάμην) Ὅμ., Εὐρ.· Ἰων. δασάσεκτο Ἰλ. Ι. 33· πρκμ. δέδασμαι Κόϊντ. Σμ. 2. 57· ἀλλ' ἐν παθ. σημασ., ἴδε κατωτ. ΙΙ· πρβλ. ἀνα-, δια-, ἐν-δατέομαι. (Ἴδε ἐν λ. δαίω Β.) Διανέμομαί τι μετά τινος, ὅτε κεν δατεώμεθα ληΐδ' Ἀχαιοὶ Ἰλ. Ι. 138· τὰ μὲν εὖ δάσσαντο μετὰ σφίσιν υἷες Ἀχαιῶν Α. 368· ἄνδιχα πάντα δάσασθαι Σ. 511, πρβλ. Ὀδ. Β. 335, κτλ.· χθόνα δατέοντο Ζεύς τε καὶ ἀθάνατοι Πίνδ. Ο. 7. 101· - μένος Ἄρηος δατέονται. ἔχουσι μέρος, δηλ. εἶναι ἐξ ἴσου πεπληρωμένοι μὲ τὴν μανίαν τοῦ Ἄρεως, Ἰλ. Σ. 264· - ἰδίως ἐπὶ προσώπων ἐν συμποσίῳ, κρέα πολλὰ δατεῦντο Ὀδ. Α. 112· μοίρας δασσάμενοι δαίνυντ' Γ. 66., Υ. 280· ὑπέστην Ἕκτορα… δώσειν κυσὶν ὠμὰ δάσασθαι, νὰ τὸν διασχίσωσιν εἰς τεμάχια, Ἰλ. Ψ. 21, πρβλ. Ὀδ. Σ, 87, Εὐρ. Τρω. 450. 2) [ἡμίονοι] χθόνα ποσσὶ δατεῦντο, ἐμέτρουν τὴν γῆν διὰ τῶν ποδῶν των, Λατ. carpebant viam pedibus, Ἰλ. Ψ. 121. 3) κόπτω εἰς δύο, τὸν μὲν… ἵπποι ἐπισσώτροις δατέοντο Υ. 394. ΙΙ. ἐπὶ ἐνεργητ. σημασίας, ἁπλῶς = διαιρῶ, δύο μοίρας δασάμενοι τὸν στρατόν, διαιρέσαντες τὸν στρατὸν εἰς…, Ἡρόδ. 7. 121· διαιρῶ ἢ δίδω εἰς ἄλλους, τῶν θεῶν τῷ ταχίστῳ… τῶν θνητῶν τὸ τάχιστον δατέονται ὁ αὐτ. 1. 216· - πρκμ. μετὰ παθ. σημασ., διαιροῦμαι, Ἰλ. Α. 125., Ο. 189, Ἡρόδ. 2. 84, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1329. Ποιητ. ῥῆμα ἐν χρήσει παρ' Ἡροδ. μὲ σημασ. ΙΙ, ἀλλὰ σπάνιον παρ' Ἀττ., καὶ οὐδαμοῦ παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττικῶν· πρβλ. ἐνδατέομαι.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
seul. prés. et impf.
1 partager entre soi : ληΐδα IL se partager un butin ; fig. μένος Ἄρηος IL se partager la force d’Arès en parl. de deux armées, càd combattre avec un égal courage;
2 diviser par portions : χθόνα ποσσί IL litt. partager la terre à la mesure de ses pas en parl. de mules, càd faire de grandes enjambées, dévorer l’espace;
3 donner en partage : τινί τι, qch à qqn;
4 prendre pour sa part, gén.;
5 avec idée de violence déchirer : κρέα OD manger litt. déchirer des viandes sel. d’autres couper les viandes, en parl. de serviteurs ; τινα IL couper en deux le corps de qqn en parl. des roues d’un char.
Étymologie: R. Δατ, développ. de la R. Δα, diviser ; v. δαίομαι.

English (Autenrieth)

(δαί Od. 24.2), ipf. 3 pl. δατεῦντο, fut. δάσονται, aor. δασσάμεθα, ἐδάσαντο, iter. δασάσκετο, perf. pass. 3 sing. δέδασται: divide with each other, divide (up); πατρώια, μοίρᾶς, ληίδα, κρέα, etc.; of simplycutting asunder,’ Od. 1.112, τὸν μὲν Ἀχαιῶν ἵπποι ἐπισσώτροις δατέοντο, Il. 20.394; χθόνα ποσσὶ δατεῦντο (ἡμίονοι), Il. 23.121; met., Τρῶες καὶ Ἀχαιοὶ | ἐν μέσῳ ἀμφότεροι μένος -Ἄρηος δατέονται, Il. 18.264.

English (Slater)

δᾰτέομαι
   1 share, deal out ὅτε χθόνα δατέοντο Ζεύς τε καὶ ἀθάνατοι (O. 7.55) “οὐ πρέπει νῷν μεγάλαν προγόνων τιμὰν δάσασθαι” (P. 4.148) ]τ' ἔρωτος ἀνταμοιβὰν ἐδάσσατο [στρα]τάρχῳ Δ. 4. 42. in tmesis, v. διαδατέομαι.

Spanish (DGE)

(δᾰτέομαι)
• Morfología: [dór. pres. ind. δαδεῦνται (por δατεῦνται) Hsch., imperat. δατεῦ Hsch., inf. δατέασθαι Hes.Op.767, cret. δατε̄́θθαι ICr.4.72.4.28 (Gortina V a.C.), tard. δατέεσθαι Hsch., part. masc. δατιόμενος ICr.4.72.5.45 (Gortina V a.C.); impf. δατεῦντο Il.23.121; aor. ind. δάσσαντο Il.1.368, δασσάσκετο Hsch., subj. 3a plu. δάττονται ICr.4.72.5.34 (Gortina V a.C.), arcad. inf. δάσασσθαι SMSR 13.1937.58 (Mantinea V a.C.), part. δασσάμενος Od.3.66, Hes.Th.537, δαττάμενος SEG 23.566.18 (Axo VI a.C.), v. pas. inf. δασθῆναι Hsch.; fut. δάσονται Il.22.354, Od.2.368; perf. ind. δέδασται Il.1.125, Hes.Th.789, inf. δεδάσθαι Diog.Apoll.B 3]
I c. suj. de pers.
1 dividir en partes o porciones, repartir ἄνδιχα πάντα Il.18.511, 22.120, κρέα πολλὰ δατεῦντο dividían la carne en muchas porciones, Od.1.112, μοίρας Od.3.66, 20.280, cf. 19.423, ζωήν Od.14.208, μέγαν βοῦν Hes.Th.537, τρισσὴν γαῖαν Hes.Fr.233, cf. Hdt.3.39, 7.121, Theopomp.Hist.356b, Plu.Rom.17, διχθά τοι ... θεοὶ τιμὴν ἐδάσαντο h.Hom.22.4, (ἐνιαυτόν) δυώδεκα μέρεα δασαμένους Hdt.2.4
jur. repartir, distribuir una herencia ICr.4.72.4.28 (Gortina V a.C.), bienes incautados SMSR l.c., ICr.1.9.1.126, 135 (Drero III/II a.C.).
2 c. suj. en plu. o colect. e idea de interés repartirse τὰ μὲν ... δάσσαντο μετὰ σφίσιν se repartieron entre ellos una parte, Il.1.368, ὅτε κεν δατεώμεθα ληΐδ' Ἀχαιοί Il.9.138, 280, κτήματα γάρ κεν πάντα δασαίμεθα que nos repartiríamos toda su herencia (los pretendientes) Od.2.335, cf. 368, 3.316, 9.42, μῆλα δὲ Κύκλωπος ... δασσάμεθ' Od.9.549, πατρώϊα πάντα Od.17.80, κλῆρον Hes.Op.37, θεοὶ ... δάσσαντο ... τιμάς Hes.Th.112, χθόνα δατέοντο Ζεύς τε καὶ ἀθάνατοι Pi.O.7.55, cf. Hdt.7.23, τὰ μὲν δασόμεσθα μετὰ σφίσιν A.R.3.909, οὐ κτῆσιν ἀνάρσια φῦλα δέδασται ἡμετέρην Q.S.2.57, cf. Philet.15.1
fig., c. ac. de abstr. ἀμφότεροι μένος Ἄρεος δατέονται unos y otros se reparten la furia de Ares, e.d. ambos ejércitos combaten con igual denuedo, Il.18.264, μεγάλαν προγόνων τιμὰν δάσασθαι Pi.P.4.148.
3 dar, asignar c. dat. de la pers. a quien se da o asigna algo οἱ δάσσαντο θεοὶ κλυτὰ δώματα ναίειν los dioses le concedieron habitar ilustres mansiones Hes.Th.303, ταύτην γάρ οἱ μοῖραν Hes.Th.520, τοῖς παισὶ ... τὰ χρήματα Democr.B 279, τῶν θεῶν τῷ ταχίστῳ πάντων τῶν θνητῶν τὸ τάχιστον δατέονται Hdt.1.216, ἤν τι μεῖον ἡμῖν δάσωνται X.Cyr.4.2.43, cf. Oec.7.24, τῆς δὲ γῆς τὴν δορίκτητον ... τοῖς στρατιώταις Plu.Rom.27, στρατιῇ Διόνυσος ... ληίδα Nonn.D.40.275, πέντε τάλαντα οὐχ ὁσίῃ μοίρῃ πατρικὰ δασσάμενος AP 14.128 (Metrod.)
sin dat. ἀρούρας Od.6.10, σπέρματα Hes.Op.446, ἁρμαλιήν Hes.Op.767, δαίμονας Alcm.65, τὸ ἐπιβάλλον Corn.ND 27, τάφους τε καὶ υἱέας AP 8.77 (Gr.Naz.)
fig. οἵ τε δόμους ἐδάσαντο παρ' ὀφρυόεντι Πελώρῳ los que distribuyen sus casas, e.e. los que habitan, junto al elevado Peloro Nonn.D.13.321, cf. IM 17.22 (III/II a.C.).
4 tragar, devorar Hsch.s.u. δασσάσκετο.
II partir, despedazar Ἕκτορα ... δώσειν κυσὶν ὠμὰ δάσασθαι Il.23.21, cf. Od.18.87, 22.476, E.Tr.450, τὸν μὲν Ἀχαιῶν ἵπποι ἐπισσώτροις δατέοντο los carros de los aqueos lo despedazaban con sus llantas, Il.20.394, πορδάλιες (las bacantes) Πενθῆα παρὰ σκοπέλοισι δάσαντο Opp.C.4.315, ταὶ δὲ χθόνα ποσσὶ δατεῦντο Il.23.121, νῆα ... δασσάμενον μέγα κῦμα Opp.H.4.408.
III intr. perf. pas. estar distribuido, estar repartido τὰ μὲν πολίων ἐξεπράθομεν, τὰ δέδασται Il.1.125, τριχθὰ δὲ πάντα δέδασται Il.15.189, cf. Od.15.412, δεκάτη ... δέδασται Hes.Th.789, cf. Diog.Apoll.l.c., ἡ δὲ ἰατρικὴ ... σφι δέδασται tienen repartida la práctica de la medicina Hdt.2.84, πανταχοῦ δέ μοι χθονὸς τεμένη δέδασται E.HF 1329, πάντα δέδασται todo está repartido ref. a los temas poéticos en los que es difícil ser original, Choeril.2.3, ὁ μηδοφόνος δὲ δέδασται ξυνὸς ἐμὶν Μαραθὼν καὶ μαραθωνομάχοις AP 16.233 (Theaet.Schol.). • DMic.: o-da-sa-to.

• Etimología: Deriv. de la r. que da lugar a δαίομαι, δαίνυμι qq.u.

Greek Monolingual

δατέομαι (Α)
1. μοιράζομαι κάτι με άλλους («τοὶ δὲ κρέα πολλὰ δατεῡντο» — κι αυτοί μοιράζονταν πολλά κομμάτια κρέας)
2. κόβω στα δύο («τὸν μὲν... ἵπποι ἐπισώτροις δατέοντο» — τον έκοψαν στα δυο τα άλογα με τις σιδερένιες ρόδες)
3. διαιρώ, χωρίζω («τρεῑς μοίρας δασάμενοι τὸν πεζόν» — αφού χώρισαν το πεζικό σε τρία τμήματα)
4. διαιρούμαι, χωρίζομαι («ἡ ἰατρικὴ κατὰ τάδε δέδασται» — η ιατρική έχει χωριστεί στις εξής ειδικότητες)
5. φρ. α) «μένος Ἄρηος δατέονται» — έχουν μοιραστεί το μένος του Άρη, είναι γεμάτοι πολεμική ορμή
β) «ἡμίονοι... χθόνα ποσὶ δατεῡντο» — μετρούσαν τη γη με τα πόδια τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. δατέομαι συνδέεται πιθ. με τα δαίομαι (βλ. δαίω II), δάπτω. Σχηματίστηκε δηλ. από τη συνεσταλμένη βαθμίδα δᾰ- της ρίζας dā(i) - / d∂2(i) - «χωρίζω, μοιράζω», η οποία απαντά και στα δήμος, δάμος, ενώ το -τ- αποτελεί υοτερογενές ονοματικό επίθημα. Η λ. παρουσιάζει όμοιο σχηματισμό με το ρ. πατέομαι. Η σύνδεση της με γοτθ. ungatass «άτακτος», αρχ. άνω γερμ. zetten «διασκορπίζω, διασπείρω» και άλλες γερμανικές λέξεις είναι πολύ αμφίβολη. Το ρήμα ήταν άγνωστο στην αττική διάλεκτο και σπάνιο στους τραγικούς, ενώ απαντά στον Όμηρο και στον Ηρόδοτο. Παράγωγο του δατέομαι είναι και η λ. δασμός.

Greek Monotonic

δᾰτέομαι: μέλ. δάσομαι, αόρ. αʹ ἐδασάμην, (πρβλ. πατέομαι, ἐπασάμην)· Ιων. γʹ ενικ. δασάσκετο, Επικ. γʹ πληθ. δάσσαντο, μτχ. δασσάμενος, παρακ. δέδασμαι, με Παθ. σημασία (δαίω Β)· —
1. διαμοιράζουν αναμεταξύ τους, τὰ μὲν εὖ δάσσαντο μετὰ σφίσιν, σε Ομήρ. Ιλ.· ἄνδιχα πάντα δάσασθαι, σε Όμηρ.· μένος Ἄρηος δατέονται, μοιράζονται, διαπνέονται, δηλ. διακατέχονται ισάξια και όμοια από το πνεύμα του Άρη, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για πρόσωπα που παρακάθηνται σε συμπόσιο, κρέα δατεῦντο, σε Ομήρ. Οδ.· διδόναι τινὰ κυσὶ δάσασθαι, να τον ξεσχίσουν σε κομμάτια, σε Ομήρ. Ιλ.
2. (ἡμίονοι) χθόνα ποσσὶ δατεῦντο, μετρούσαν το έδαφος με τα πόδια τους, Λατ. carpebant viam pedibus, στο ίδ.
3. κόβω στα δύο, στο ίδ.
II. απλώς, διαχωρίζω, διαιρώ ή διαμοιράζω σε άλλους, σε Ηρόδ.· παρακ. με Παθ. σημασία, είμαι διαχωρισμένος, διαιρούμαι, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

δᾰτέομαι: (только praes. и impf., другие формы от δαίω: fut. δάσομαι, aor. ἐδασάμην)
1) делить между собой, разделять (ληΐδα Hom.; χθόνα Pind.): μένος Ἄρηος δ. Hom. сражаться с одинаковой ожесточенностью (с обеих сторон);
2) разрывать, растерзывать (δώσειν τινα δάσασθαι κυσίν Hom. или θηρσί Eur.): χθόνα ποσσὶ δ. Hom. взрывать копытами землю, т. е. мчаться во весь опор;
3) уделять, отдавать (τῶν θεῶν τῷ ταχίστῳ τὸν τάχιστον, sc. ἵππον Her.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δατέομαι [~ δαίομαι] ep. imperf. 3 plur. δατέοντο en δατεῦντο; aor. ἐδα(σ)σάμην, ep. δα(σ)σάμην; perf. med.-pass. δέδασμαι (in porties) verdelen:; ἄνδιχα πάντα δάσασθαι alles in tweeën verdelen Il. 22.120; μέγαν βοῦν... δασσάμενος προύθηκε nadat hij een groot rund in porties verdeeld had zette hij die aan hen voor Hes. Th. 537; (onderling) verdelen:; κτήματα γάρ κεν πάντα δασαίμεθα want we zouden alle bezittingen kunnen verdelen Od. 2.335; overdr.:; ἀμφότεροι μένος Ἄρηος δατέονται beiden deelden de krijgslust met elkaar Il. 18.264; perf. pass. verdeeld zijn:; τριχθὰ δὲ πάντα δέδασται alles is in drieën verdeeld Il. 15.189; met acc. en dat. toedelen, toewijzen:. οἱ δάσσαντο θεοὶ κλυτὰ δώματα ναίειν de goden wezen haar toe in schitterende huizen te wonen Hes. Th. 303; τοῖς παισί... δατεῖσθαι τὰ χρήματα het vermogen onder de kinderen verdelen Democr. B 279. in stukken scheuren:. Ἕκτορα... δώσειν κυσὶν ὠμὰ δάσασθαι Hector aan de honden te zullen geven om hem rauw in stukken te scheuren Il. 23.21; χθόνα ποσσὶ δατεῦντο (de muilezels) scheurden de grond stuk met hun hoeven Il. 23.121.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: divide (Il.; s. Leumann Hom. Wörter 281);
Other forms: Aor. δάσ(σ)ασθαι, perf. δέδασμαι; from the aor new present δάσσω (Call. Fr. anon. 145).
Dialectal forms: Myc. epidedato \/epi-dedastoi\/. epidato \/epi-dastos\/
Compounds: ἀνα- (ἀναδασμός reditribution), ἀπο- (-δάσιμος, -δασμός), δια-, ἐν-, κατα-, ποτ-.
Derivatives: δατητής divider (A.), δατήριος dividing (A. Th. 711; haplol. for *δατητήριος), δάτησις (Poll.). - δασμός distribution, tribute (Il.; < *δατ-σμός, Schwyzer 321 und 493), δάσμευσις distribution (X.), δάσματα μερίσματα H.; δαστήρ name of an official (Aetol.). - Lengthened present δατύσσειν λαφύσσειν, ἐσθίειν H., iterative preterite δασάσκετο (Ι 333).
Origin: IE [Indo-European] [177] *dh₂- divide
Etymology: No exact parallel. From the zero grade δα- < *dh₂- of δῆμος, δᾶμος. On the presentformation cf. πατέομαι and Schwyzer 705f. and 676. - Skt. dita- divided is an innovation of classiscal Sanskrit.

Middle Liddell

[δαίω2] [cf. πατέομαι, ἐπασάμην
I. to divide among themselves, τὰ μὲν εὖ δάσσαντο μετὰ σφισίν Il.; ἄνδιχα πάντα δάσασθαι Hom.; μένος Ἄρηος δατέονται they share, i. e. are alike filled with, the spirit of Ares, Il.; of persons at a banquet, κρέα δατεῦντο Od.; διδόναι τινα κυσὶ δάσασθαι to tear in pieces, Il.
2. [ἡμίονοι] χθόνα ποσσὶ δατεῦντο measured the ground with their feet, Lat. carpebant viam pedibus, Il.
3. to cut in two, Il.
II. simply, to divide, to divide or give to others, Hdt.:—perf. in pass. sense, to be divided, Il., Hdt., Eur.

Frisk Etymology German

δατέομαι: {datéomai}
Forms: Aor. δάσ(σ)ασθαι, Perf. δέδασμαι aus dem Aor. neugebildetes Präsens δάσσω (Kall. Fr. anon. 145).
Grammar: v.
Meaning: ‘unter sich verteilen, (zu)teilen’ (ep. ion. kret. herakl. ark. seit Il.; zur Verbreitung Leumann Hom. Wörter 281);
Composita : Kompp. ἀνα- (mit ἀναδασμός Bodenreform), ἀπο- (mit -δάσιμος, -δασμός), δια-, ἐν-, κατα-, ποτ-.
Derivative: Ableitungen: δατητής Verteiler, Liquidator (A., Arist. usw.), δατήριος verteilend (A. Th. 711; haplologisch für *δατητήριος, Fraenkel Glotta 2, 31f.), δάτησις (Poll.). — δασμός Verteilung, Tribut (seit Il.; aus *δατσμός, Schwyzer 321 und 493), δάσμευσις Verteilung (X., wie von *δασμεύω; vgl. Holt Les noms d’action en -σις 129 m. A. 3), δάσματα· μερίσματα H.; δαστήρ Ben. einer Behörde (Aetol.). — Erweiterte Präsensform δατύσσειν· λαφύσσειν, ἐσθίειν H. (nach λαφύσσειν; Näheres bei Debrunner IF 21, 242), vom Aoriststamm gebildetes Iterativpräteritum δασάσκετο (Ι 333).
Etymology : Ohne sichere Entsprechung. Der Vergleich mit got. ungatass ἄτακτος (vgl. ἄδαστος S.), ahd. zetten streuen, ausbreiten, nhd. verzetteln und anderen german. Wörtern (WP. 1, 766, Pok. 177f.) hat natürlich nur hypothetischen Wert. Die naheliegende Beziehung zu δαίομαι, δάπτω führt auf Abtrennung des -τ- als eines sekundären nominalen Suffixes, wobei δα- als Schwundstufe der in δῆμος, δᾶμος vorliegenden sekundären Hochstufe von dāi- (s. δαίομαι) anzusehen ist. Zur Präsensbildung vgl. πατέομαι und Schwyzer 705f. und 676. — Aind. dita- geteilt ist eine Neubildung des klassischen Sanskrit.
Page 1,351-352