δοκώ

From LSJ
Revision as of 13:05, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοκώ Medium diacritics: δοκώ Low diacritics: δοκώ Capitals: ΔΟΚΩ
Transliteration A: dokṓ Transliteration B: dokō Transliteration C: doko Beta Code: dokw/

English (LSJ)

όος, contr. οῦς, ἡ, A = δόκησις, E.El.747.

German (Pape)

[Seite 654] οῦς, ἡ, = δόκος; κενή Eur. El. 747.

Greek (Liddell-Scott)

δοκώ: -όος, συνῃρ. -οῦς, ἡ, = δόκησις, μόνον ἐν Εὐρ. Ἠλ. 747.

Spanish (DGE)

-οῦς, ἡ opinión δ. κενὴ ὑπῆλθέ μ' E.El.747.

Greek Monolingual

(I)
(AM δοκῶ, -έω)
Ι. δοκώ αρχ.-μσν. και «δοκεῑ μοι» — νομίζω, θαρρώ
νεοελλ.
(ε)δοκήθηκα
αντιλήφθηκα
αρχ.-μσν.
1. απρόσ. «δοκεῑ μοι» — μού φαίνεται ορθό
2. (προσωπικό με δοτ.) φαίνομαιμάλα μοι δοκέει πεπνυμένος εἶναι», Αισχ.)
3. (για πρόσ.) θεωρούμαι, νομίζομαι, υπάρχει η γνώμη για μένα («δόξαντι χρήμασι πεισθῆναι τὴν ἀναχώρησιν», Θουκ.)
4. θεωρούμαι πως έχω κάποια αξίακηρύσσω ἐν τοῖς ἔθνεσι, κατ' ἰδίαν δὲ τοῖς δοκοῦσι», ΚΔ)
αρχ.
1. σκέπτομαι, υποθέτω, φαντάζομαι
2. (για όνειρο ή φαντασία σε παρωχημένο συνήθως χρόνο) βλέπω, θωρώ
3. έχω σκοπό, προτίθεμαι να κάνω
4. (απολ.) έχω ή σχηματίζω γνώμη, ιδέα για κάτι
5. (συν. σε παρενθετικές φράσεις) νομίζω, πιστεύω (α. «τῷ μὲν γὰρ πατρί, δοκῶ, Πυριλάμπης ὄνομα», Πλούτ.)
β. «πῶς δοκεῑς;» παρενθετική φράση για να προκαλέσει προσοχή
6. «δοκῶ μοι»
α) κατά την κρίση μου, φαίνεται
β) είμαι αποφασισμένος
7. φαίνομαι, προσποιούμαι ότι κάνω κάτι
8. (για ενέργεια ή επίδραση αντικειμένου στο πνεύμα) α) φαίνομαι
β) (με απρμφ. μέλλ.) φαίνομαι πιθανός, φαίνομαι ή θεωρούμαι ότι έχω πράξει
9. (απολ.) φαίνομαι σε αντίθεση με την πραγματικότητα («οὐ δοκεῖν ἄριστος, ἀλλ' εἶναι θέλει», Αισχ.)
10. μού φαίνεται καλό, αποφασίζω
11. απρόσ. (για κοινή απόφαση, ψήφισμα κ.λπ.) αποφασίζω
(«ἔδοξε τῇ βουλῆ καὶ τῷ δήμῳ)
12. (με αιτ. απολ.) δόξαν
αφού αποφασίστηκε, φάνηκε καλό
13. (για κατηγορούμενο) αποδεικνύομαι ότι
14. είμαι αναγνωρισμένος, παραδεκτός
15. συχνά οι σημασίες νομίζω και φαίνομαι αντιπαραβάλλονται («τὸ δοκοῦνἑκάστῳ τοῦτο καὶ εἶναι τῷ δοκοῦν τι» — αυτό που φαίνεται στον καθένα αυτό και υπάρχει γι' αυτόν που το νομίζει, Πλάτ.)
II. (η μτχ. ενεστ. ουδ.) το δοκούν (AM δοκοῦν )
φρ. «κατὰ τὸ δοκοῦν»
1. όπως αρέσει σε κάποιον, όπως του φαίνεται σωστό
2. αυθαίρετα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το δοκώ, όπως εξάλλου και τα δοκάζω, δοκεύω, σχηματίστηκε από το θ. του δέχομαι / δέκομαι και ταυτίζεται μορφολογικά με το λατ. doceo «διδάσκω, εκπαιδεύω». Το ρ. δοκώ «θεωρώ, πιστεύω» αλλά και «θεωρούμαι, νομίζομαι» που αναφέρεται στις έννοιες της σκέψεως, της γνώμης ή της κρίσεως μπορεί να αναχθεί σε μια πρωταρχική, γενική ιδέα, η οποία εμφανίζεται εξίσου στα δέχομαι / δέκομαι, λατ. decet κ.λπ. Είναι η έννοια της τηρήσεως της απόλυτης ταυτίσεως ή της αναλογίας προς αυτό που πρέπει, που αρμόζει.
ΠΑΡ. δόκιμος, δόξα
αρχ.
δοκή, δόκημα, δόκησις, δοκώ.
(II)
δοκῶ (-όω) (Α) δοκός
στεγάζω με δοκάρια.
(III)
δοκώ, η (Α)
δόκησις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του δόκος < δοκώ].

Greek Monotonic

δοκώ: -όος, συνηρ. -οῦς, ἡ, = δόκησις, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

δοκώ: οῦς ἡ Eur. = δόκησις 1.