λατρεύω

From LSJ
Revision as of 16:00, 14 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

εὐηθείης ἠλιθίου ἀπηλλαγμένον → free from silly foolishness, many removes from folly

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λατρεύω Medium diacritics: λατρεύω Low diacritics: λατρεύω Capitals: ΛΑΤΡΕΥΩ
Transliteration A: latreúō Transliteration B: latreuō Transliteration C: latreyo Beta Code: latreu/w

English (LSJ)

Elean λατρείω (q.v.), A work for hire or pay, Sol. 13.48: to be in servitude, serve, X.Cyr.3.1.36; παρά τινι Apollod.2.6.3. 2 λ. τινί to be subject or enslaved to, S.Tr.35, etc.: c. acc. pers., serve, E.IT1115 (lyr.), f.l. in Id.El.131: metaph., λ. πέτρᾳ, of Prometheus, A.Pr.968; μόχθοις λατρεύων τοῖς ὑπερτάτοις βροτῶν S.OC105; λ. νόμοις obey, X.Ages.7.2; λ. καιρῷ, = Lat. temporibus inservire, Ps.-Phoc.121; τῷ κάλλει λ. to be devoted to... Isoc.10.57; λ. ἡδονῇ Luc.Nigr.15. 3 serve the gods with prayers and sacrifices, λ. Φοίβῳ E.Ion152 (lyr.): c. acc. cogn., πόνον λ. τινί render due service, ib.129 (lyr.); πόνον… τόνδ' ἐλάτρευσα θεᾷ IG2.1378.

German (Pape)

[Seite 18] um Sold, Lohn dienen, Sol. 5, 47; τινί, Soph. Tr. 35, μοχθοῖς λατρεύων τοῖς ὑπερτάτοις βροτῶν, O. C. 105; Eur. Cycl. 24 u. öfter, der es auch wie θεραπεύω mit dem accus. vrbdt, τίνα πόλιν, τίνα δ' οἶκον λατρεύεις; El. 130, vgl. I. T. 1115 (daher τάλαντον Διῒ λατρευόμενον, Inscr. 11); anders καλόν γε τὸν πόνον λατρεύω Ion 129; Xen. Cyr. 3, 1, 36; auch τοῖς νόμοις, Ages. 7, 2; τῇ ἡδονῇ, Luc. Nigrin. 15; a. Sp. – Bes. Gott dienen, ihn verehren, N. T., K. S.

French (Bailly abrégé)

1 être serviteur à gages;
2 servir en gén. : τινί, τινά, qqn ; fig. τοῖς νόμοις XÉN être esclave des lois ; τῇ ἡδονῇ LUC du plaisir.
Étymologie: λάτρις.

Russian (Dvoretsky)

λατρεύω:
1) нести службу, служить (τινί Soph., Eur., Xen., реже τινά Eur.);
2) (об обязанностях), нести, выполнять, (καλὸν πόνον Eur.);
3) перен. служить, быть преданным, подчиняться (τοῖς νόμοις Xen.; ἡδονῇ Luc.);
4) служить, поклоняться (τῷ κάλλει Isocr.; τῷ θεῷ NT).

Greek (Liddell-Scott)

λατρεύω: (λάτρις) ἐργάζομαι ἐπὶ μισθῷ, Σόλων 13. 48· εἶμαι ἐν δουλείᾳ, δουλεύω, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 36· παρά τινι Ἀπολλόδ. 2. 6, 3. 2) λ. τινί, εἶμαι ὑποκείμενος εἴς τινα, ὑπόδουλος, Σοφ. Τρ. 35, Εὐρ., κτλ.· ὡσαύτως μετ’ αἰτ. προσ., ὡς τὸ θεραπεύω, ὑπηρετῶ, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 131, Ι. Τ. 1115· ― μεταφ., κρεῖσσον γάρ, οἶμαι, τῇδε λατρεύειν πέτρᾳ ἢ πατρὶ φῦναι Ζηνὶ πιστὸν ἄγγελον, ἐπὶ τοῦ Προμηθέως, Αἰσχύλ. Πρ. 968· μόχθοις λατρεύων τοῖς ὑπερτάτοις βροτῶν Σοφ. Ο. Κ. 105· λ. νόμοις Ξεν. Ἀγησ. 7, 2· λ. καιρῷ, Λατ. temporibus inservire, Ψευδο-Φωκυλ. 113· τῷ κάλλει λ., εἶμαι ἀφωσιωμένος εἰς..., Ἰσοκρ. 217C· λ. ἡδονῇ Λουκ. Νιγρ. 15. 3) λατρεύω τοὺς θεοὺς διὰ προσευχῶν καὶ θυσιῶν, λ. Φοίβῳ Εὐρ. Ἴων 152· μετὰ συστοίχ. αἰτ., πόνον λ., ἀποδίδω τὴν προσήκουσαν ὑπηρεσίαν, αὐτόθι 129· πόνον... τόνδ’ ἐλάτρευσα θεᾷ Ἐπιγρ. Ἑλλ. 850· ― Παθ., τάλαντον ἀποτίνειν Δὶ λατρειόμενον, (οὕτως) εἰς σημεῖον ὀφειλομένης λατρείας, Ἐπιγραφ. Ἀρχ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 11. 7.

English (Strong)

from latris (a hired menial); to minister (to God), i.e. render religious homage: serve, do the service, worship(-per).

English (Thayer)

future λατρεύσω; 1st aorist ἐλάτρευσα; (λάτρις a hireling, Latin latro in Ennius and Plautus; λάτρον hire); in Greek writings a. to serve for hire;
b. universally, to serve, minister to, either gods or men, and used alike of slaves and of freemen; in the N. T. to render religious service or homage, to worship (Hebrew עָבַד, λατρεύειν Θεῷ: the manner of worshipping are these: Θεῷ (so R G) λατρεύειν πενυματι (dative of instrumentality), with the spirit or soul, L T Tr WH have correctly restored πενυαμτι Θεοῦ, i. e. prompted by, filled with, the Spirit of God, so that the dative of the person (τῷ Θεῷ) is suppressed; ἐν τῷ πνεύματι μου ἐν τῷ εὐαγγελίῳ, in my spirit in delivering the glad tidings, τῷ Θεῷ ἐν καθαρά συνειδήσει, μετά αἰδοῦς καί εὐλαβείας or (so L T Tr WH) μετά εὐλαβείας καί δέους, ἐν ὁσιότητι καί δικαιοσύνη, Θεῷ) νηστείαις καί δεήσεσι, λατρεύειν, absolutely, to worship God (cf. Winer's Grammar, 593 (552)), to officiate, to discharge the sacred office: with a dative of the sacred thing to which the service is rendered, Euripides, others.)

Greek Monolingual

(AM λατρεύω, Α ελεατ. τ. λατρείω)
1. αγαπώ τον θεό και τον υπηρετώ με τέλεση του τυπικού της θρησκευτικής λατρείας («Φοίβῳ λατρεύων μὴ παυσαίμαν», Ευρ.)
2. αγαπώ πάρα πολύ, είμαι αφοσιωμένος σε κάποιον ή σε κάτι (α. «λατρεύει τον άνδρα της» β. «λατρεύω ἡδονῇ», Λουκιαν.)
νεοελλ.
1. είμαι προσηλωμένος σε κάποιο πάθος («λατρεύει τα χρήματα»)
2. φροντίζω για την καθαριότητα και την καλή συντήρηση του σπιτιού
νεοελλ.-μσν.
φροντίζω, περιποιούμαι κάποιον πάρα πολύ
αρχ.
1. εργάζομαι με μισθό, υπηρετώ, εργάζομαιἄλλος γῆν τέμνων πολυδένδρεον εἰς ἐνιαυτὸν λατρεύει», Σόλ.)
2. είμαι υπηρέτης, δούλος ή υπήκοος, δουλεύω, είμαι σε κατάσταση δουλείας («ώστε μήποτε λατρεῦσαι ταύτην», Ξεν.)
3. υπηρετώ κάποιον ή κάτι («παῑδ' Ἀγαμεμνονίαν λατρεύω», Ευρ.)
4. φρ. «λατρεύω νόμοις» — υπακούω στους νόμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάτρον. Η λ. αρχικά σήμαινε «εργάζομαι με μισθό, υπηρετώ κάποιον», αργότερα πήρε τη σημ. «υπηρετώ τον θεό» και συνεκδοχικά «αγαπώ τον θεό», για να επεκταθεί τελικά στη γενικότερη σημ. «αγαπώ κάποιον πάρα πολύ»].

Greek Monotonic

λατρεύω: μέλ. -σω (λάτρις
I. εργάζομαι με μισθό, δουλεύω επί πληρωμή, βρίσκομαι σε κατάσταση δουλείας, υπηρετώ, σε Ξεν.
2. λατρεύω τινί, υπηρετώ, βρίσκομαι στις υπηρεσίες κάποιου, είμαι υπόδουλος, σε Σοφ., Ευρ., κ.λπ.· με αιτ. προσ., υπηρετώ, σε Ευρ.· μεταφ., λατρεύειν πέτρα, λέγεται για τον Προμηθέα, σε Αισχύλ.· μόχθοις λατρεύων, σε Σοφ.· λατρεύω νόμοις, υπακούω, σε Ξεν.
3. λατρεύω τους θεούς με προσευχές και θυσίες, λατρεύω Φοίβῳ, σε Ευρ.· με σύστ. αιτ., πόνον λατρεύω, αποδίδω την προσήκουσα υπηρεσία, στον ίδ.

Middle Liddell

λατρεύω, fut. -σω λάτρις
1. to work for hire or pay, to be in servitude, serve, Xen.
2. λ. τινί to be bound or enslaved to, Soph., Eur., etc.; c. acc. pers. to serve, Eur.:—metaph., λατρ. πέτρᾳ, of Prometheus, Aesch.; μόχθοις λατρ. Soph.; λ. νόμοις to obey, Xen.
3. to serve the gods, λ. Φοίβῳ Eur.: c. acc. cogn., πόνον λ. to render them due service, Eur.

Chinese

原文音譯:latreÚw 拉特留哦
詞類次數:動詞(21)
原文字根:(獻上)神聖 事奉 相當於: (עָבַד‎)
字義溯源:事奉,事奉的人,敬拜,禮拜,供奉,供職;源自(λατρεύω)Y*=賤僕,雇工)。這字是專門用來描寫事奉耶穌基督的父,獨一的神。但有幾次例外,說到事奉外邦的諸神( 徒7:42; 羅1:25)。此外,在希伯來書也提及許多舊約帳幕中獻祭的事奉,然而這書的著者也說明,那些事奉是暫時的,那末了最終的一次,乃是基督獻上他自己,為我們開了一絛又新又活的路,靠著他的血,我們得以坦然進到神面前。參讀 (ἀντιλαμβάνω)同義字
同源字:1) (λατρεία)事奉神 2) (μετακαλέω)事奉
出現次數:總共(21);太(1);路(3);徒(5);羅(2);腓(1);提後(1);來(6);啓(2)
譯字彙編
1) 事奉(9) 路2:37; 徒7:42; 徒24:14; 徒26:7; 羅1:9; 羅1:25; 來9:14; 來12:28; 啓7:15;
2) 要事奉(3) 太4:10; 路4:8; 徒7:7;
3) 敬拜的人(2) 來9:9; 來10:2;
4) 事奉的(2) 徒27:23; 來8:5;
5) 我⋯事奉(1) 提後1:3;
6) 就可以⋯事奉(1) 路1:75;
7) 事奉的人(1) 來13:10;
8) 敬拜(1) 腓3:3;
9) 都要事奉(1) 啓22:3

Mantoulidis Etymological

(=ὑπηρετῶ, λατρεύω τούς θεούς). Ἀπό τό λάτρις -ιος (=μισθωτός ἐργάτης) πού παράγεται ἀπό τό λάτρον (=μισθός) ἀπό ρίζα λαϝ-.
Παράγωγα: λατρεία (=δουλειά), λατρεύς (=ὑπηρέτης), λάτρευμα (=ὑπηρεσία), λατρευτέον, λατρευτής, λατρευτικός, λατρευτός.