ἄστυ

From LSJ
Revision as of 13:34, 29 January 2023 by Spiros (talk | contribs)

πρὸς ὀλίγον ἡσθεὶς ναυτιᾷ → having been delighted a very little while, he is nauseated

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄστῠ Medium diacritics: ἄστυ Low diacritics: άστυ Capitals: ΑΣΤΥ
Transliteration A: ásty Transliteration B: asty Transliteration C: asty Beta Code: a)/stu

English (LSJ)

τό, Ep. and Ion. gen. εος (disyll. in Semon.7.74), Att. and Trag. εως (ἄστεος is never required by the metre, ἄστεως (trisyll.) is necessary in E.Or.761, Ph.842, El.246, and is the only form found in Att. Inscrr., as IG2.584.7, 22.463.76; it is a disyll. in E.El.298, Ba. 840): pl.,
A ἄστη Id.Supp.952; ἄστεα Hdt.1.5:—town, ἄστυ μέγα Πριάμοιο Il.2.332, al.: with name in gen., Σουσίδος ἄστυ, Σούσων ἄστυ, A.Pers.119, 535; ἄστυ Θήβης S.OC1372, Tr.1154, etc.
2 lower town, opp. acropolis, Hdt.1.176, al.
II in Attica, town (i.e. Athens), opp. ἀγρός (country), mostly without Art., στυγῶν μὲν ἄ. Ar.Ach.33; ἐξ ἄστεως νῦν εἰς ἀγρὸν χωρῶμεν Id.Fr.107; ἔγημα . . ἄγροικος ὢν ἐξ ἄστεως I married a town girl, Id.Nu.47; τῶν κατ' ἄστυ πραγμάτων Men.Georg. Fr.4: also with Art., πρὸς τὸ ἄστυ Pl.R.327b, 328c, al.
2 Athens, opp. Phalerum or Piraeus, Id.Smp.172a, D.20.12, Arist.Pol.1303b12, al.; τὸ ἄστυ τῆς πόλεως, opp. Piraeus, Lycurg.18; ἄρχοντος ἐν ἄστει, opp. ἐν Σαλαμῖνι, IG2.594.
3 in Egypt, Alexandria, PHal.1.89 (iii B. C.), St.Byz. s.v. ἄστυ, etc.
III town in the material sense, opp. πόλις (the civic body), Il.17.144.
IV Adv. ἄστυδε (q.v.). (ϝάστυ, cf. ϝασστυόχος IG5(2).77 (Tegea): gen. ϝάστιος ib.7.3170 (Orchom. Boeot.) from Proto-Hellenic *wástu; cognate with Sanskrit वस्तु (vástu, “house”), Latin verna, Tocharian A waṣt, Tocharian B ost.: but prob. not cogn. with Skt. vásati 'dwell', which has e in the root.)

Spanish (DGE)

-εως, ὁ
• Prosodia: [trisílabo, pero disílabo en E.El.298, Ba.840]
• Morfología: [ép. y jón. gen. -εος Il.15.351, disílabo en Semon.8.74, beoc. Ϝάστιος IG 7.3170.3 (Orcómeno); nom. plu. ἄστεα Hdt.1.5, ἄστη E.Supp.952]
I 1gener. ciudad ἄστυ μέγα Πριάμοιο Il.2.332, cf. Ibyc.1(a).2, Ἰλίου θαητὸν ἄστυ B.13.115, ἄστυ Νυμφέων (ref. a Samos según Hsch.), Anacr.21.2, cf. Emp.B 112, Pi.N.10.5, Th.1.122, Isoc.4.81, Amph.Seleuc.180, Nonn.D.35.9, Colluth.237
c. el n. de la ciudad en gen. μέγ' ἄστυ Σουσίδος A.Pers.118, ἄ. Σούσων A.Pers.535, ἄ. Θήβης S.OC 1372, Tr.1154, Καμαρίνης δὲ τὸ ἄ. Hdt.7.156, ἄ. ... Κυράνας Pi.P.4.260
c. adj. o gentilicio Τιρύνθιον ἄ. B.11.57, Μεμνόνειον ἄ. Hdt.5.54, τὸ ἄ. τῶν Κορινθίων X.HG 4.4.17, cf. E.Ph.1101, Tim.15.117, X.Vect.4.47, Colluth.141
op. ‘campo’, Theoc.20.44
ciudad en sent. material (las construcciones) op. πόλις (los ciudadanos) φράζεο νῦν ὅππως κε πόλιν καὶ ἄστυ σαώσῃς Il.17.144, cf. E.Med.771.
2 ciudad baja op. ἀκρόπολις Hdt.1.176, D.18.215.
II 1en el Ática dicho de Atenas op. ἀγρός frec. sin art. στυγῶν μὲν ἄ. Ar.Ach.33, ἐξ ἄστεως νῦν εἰς ἀγρὸν χωρῶμεν Ar.Fr.109, ἔγημα Μεγακλέους ... ἀδελφιδῆν ἄγροικος ὢν ἐξ ἄστεως Ar.Nu.47, τῶν κατ' ἄστυ πραγμάτων οὐ παντελῶς ἔμπειρος Men.Georg.Fr.5.2, cf. Is.3.23, Plb.16.25.5
op. al Falero εἰς ἄστυ οἴκοθεν ἀνιὼν Φαληρόθεν Pi.Smp.172a, cf. Th.2.13
op. al Pireo τὸ μὲν ἄστυ τῆς πόλεως Lycurg.18, ἄρχοντος ἐν ἄστει op. ἐν Σαλαμῖνι IG 22.1227.1 (II a.C.), tb. c. art. θεωρήσαντες ἀπῇμεν πρὸς τὸ ἄστυ Pl.R.327b, cf. 328c, Ep.324c, Is.3.23, Arist.Pol.1303b12, D.20.12
de ahí la capital δικαίως ἂν αὐτὴν ἄστυ τῆς Ἑλλάδος προσαγορεύεσθαι con justicia se la podría llamar (a Atenas) la capital de la Hélade Isoc.15.299.
2 en Egipto dicho de Alejandría, PHal.1.89 (III a.C.), St.Byz.
3 en Italia dicho de Roma εἰς ἄστυ D.H.2.28, γαίης βασιληΐδος ἄστυ Orác. en Theos.Tub.22.
• Diccionario Micénico: wa-tu.
• Etimología: De Ϝάστυ < *Hu̯ °stu- como het. ḫuš- ‘vivir’, ai. vā́stu, frente a gr. ἄεσα de *°Hu̯es-, cf. het. ḫueš-, ai. vásati, gót. wisan.

German (Pape)

[Seite 378] τό, die Stadt; gen. ἄστεος u. ἄστεως; letzteres Attisch, durch das Metrum gesichert Eur. Or. 751 Phoen. 856. Überall; Hom. oft, z. B. ἄστυ Iliad. 3, 116, ἄστεος z. B. 3. 140, ἄστεϊ Od. 8. 525, ἄστεα z. B. Od. 1, 3; πόλιν καὶ ἄστυ Iliad. 17, 144, entw. auf Homerische Art παραλλήλως, so daß Beides dasselbe, oder eines von Beiden die Burg; ἄστυ Ἰλίου Iliad. 21, 128, ἄστυ Ζελείης 4, 103; Λήμνου τε καὶ Ἴμβρου ἄστυ 14, 281. Bei den Attikern vorzugsweise Athen, gew. ohne Artikel, s. Stallb. Phaedr. 227 b, nicht bloß im Gegensatz des Landes, sondern auch des Piräeus, Lycurg. 18, wo ἄστυ τῆς πόλεως darauf hinweis't, daß πόλις auch den durch die langen Mauern mit eingeschlossenen Pi räeus einbegreift.

French (Bailly abrégé)

ἄστεως (τό) :
I. ville;
II. en parl. d'Athènes;
1 la ville p. opp. à la campagne;
2 la ville haute p. opp. à la partie voisine du Pirée.
Étymologie: p. *Ϝάστυ, de la R. Ϝας habiter.
Par. πόλις.

English (Autenrieth)

εος (ϝάστυ): city (esp. as a fortified dwelling-place); εἰς ὅ κεν ἄστυ κιχείομεν Ἰλίου ἷρῆς, Il. 21.128; πολλῶν δ' ἀνθρώπων ἴδεν ἄστεα, Od. 1.3; ὅππως κε πόλιν καὶ ἄστυ σαώσεις, i. e. his country and its capital, Il. 17.144, cf. Od. 6.177 f.—ἄστυδε, to the city.

English (Slater)

ἄστυ (ἄστυ, -εος, -ει, -εϊ, -υ; ἄστη, -έων) city ἀπάτερθε δ' ἔχον διὰ γαῖαν τρίχα δασσάμενοι πατρωίαν ἀστέων μοίρας (Meineke: μοῖραν codd.: Lindos, Ialysos, Kamiros, the three cities of Rhodes) (O. 7.76) φέροις δὲ Πρωτογενείας ἄστει γλῶσσαν (λέγει δὲ τῆς Ὀποῦντος. Σ.) (O. 9.42) ἐν ἄστεϊ Πειράνας Korinth (O. 13.61) “φαμὶ γὰρ Ἐπάφοιο κόραν ἀστέων ῥίζαν φυτεύσεσθαι μελησίμβροτον Διὸς ἐν Ἄμμωνος θεμέθλοις” Cyrene (P. 4.15) ἄστυ χρυσοθρόνου διανέμειν θεῖον Κυράνας (P. 4.260) ὁ Βάττου δ' ἕπεται παλαιὸς ὄλβος ἔμπαν τὰ καὶ τὰ νέμων, πύργος ἄστεος ὄμμα τε φαεννότατον ξένοισι (P. 5.56) ξένιον ἄστυ κατέδρακεν Thebes (N. 4.23) πολλὰ δ' Αἰγύπτῳ κατῴκισθενἄστη ταῖς Ἐπάφου παλάμαις (ἄστη nom. et acc. interpr. edd.) (N. 10.5) νικαφορίαις γὰρ ὅσαιςἱπποτρόφον ἄστυ τὸ Προίτοιο θάλησεν† (Προίτοιο τόδ' ἱπποτρόφον ἄστυ θάλησεν Boeckh: Argos) (N. 10.41) ξυνὸν ἄστει κόσμον ἑῷ προσάγων Aigina (I. 6.69) ὧραί τε Θεμίγονοι (πλάξ)ιππον ἄστυ Θήβας ἐπῆλθον (Pae. 1.7) τὸ δὲ οἴκοθεν ἄστυ κα[ (nom.) (Pae. 4.32) ]ἄστεϊ κτεάν[ (Pae. 21.15) θεοί, πολύβατον οἵ τ' ἄστεος ὀμφαλὸν θυόεντ ἐν ταῖς ἱεραῖς Ἀθάναις οἰχνεῖτε πανδαίδαλόν τ εὐκλἔ ἀγοράν fr. 75. 3. καὶ λιπαρῷ Σμυρναίων ἄστεϊ fr. 204.

Greek Monolingual

(-έως), το (AM ἄστυ, -έως, Α και -εος)
νεοελλ.
η πόλη (σε αντίθεση με τα προάστια και την ύπαιθρο)
αρχ.
1. η κατοικία, το ανάκτορο
2. η κάτω πόλη σε αντίθεση με την ακρόπολη
3. (για την Αττική) (ιδιαίτερα χωρίς άρθρο) η κυρίως πόλη σε αντίθεση με την ύπαιθρο
4. η Αθήνα σε αντίθεση με το Φάληρο και τον Πειραιά
5. πόλη από υλική θεώρηση, κτίσματα, δρόμοι, αγορά, σε αντίθεση με το έμψυχο υλικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. άστυ, γεν. άστεος (ιων. επικ. τ.) και άστεως (τ. αττικός, της τραγικής ποιήσεως και νεώτερος αναλογικά προς το πόλεως) προήλθε από Fάστυ, με σίγηση του αρχικού F- (πρβλ. βοιωτ. γεν. Fάστιος, αρκαδ. γεν. Fασστυ-όχω), μαρτυρείται δε πιθ. και στη Μυκηναϊκή ως wa-tu. Στην αρχαία εποχή χρησιμοποιήθηκε κατ' αντιδιαστολή προς τα αγρός, ακρόπολις, καθώς επίσης και προς το πόλις (που κατά κύριο λόγο χαρακτήριζε το έμψυχο υλικό της πόλεως), ενώ ειδικότερα δήλωνε την πόλη των Αθηνών (έναντι των προαστίων της: Φάληρο, Πειραιά κ.λπ.) Ετυμολογικά ο τ. άστυ αντιστοιχεί προς τα αρχ. ινδ. (βεδ.) rāstu «τόπος κατοικίας», πιθ. μεσσαπ. vastei, τοχαρ. Α' wast, το-χαρ. Β' ost «σπίτι» (τύποι που ανάγονται σε IE. ụes- «μένω, περνώ τον καιρό μου, κατοικώ, διανυκτερεύω»). Έχει υποστηριχθεί ακόμη η άποψη ότι ο σχηματισμός αυτών των λέξεων στηρίζεται σε αρχ. ρήμα, που ανευρίσκεται στα αρχ. ινδ. vasati, «μένει», γοτθ. wisan «είναι, μένει», ελλην. αόρ. άεσα (βλ. αέσκω). Ανερμήνευτο παραμένει το α- του ελλην. τ. έναντι της εναλλαγής απαθούς-ετεροιωμένης βαθμίδας της ρίζας ụes-, που κατά κανόνα επικρατεί στους αντίστοιχους IE. τύπους, γεγονός που οδήγησε στην υπόθεση αναγωγής του α- σε προελληνικό υπόστρωμα. Τέλος ανάλογο προς τον μορφολογικό σχηματισμό σε tu- του τ. άστυ εμφανίζουν και τα γοτθ. wists «φύση» (< ụes-t-is, πρβλ. Εστία), αρχ. ιρλ. foss «ησυχία» (< ụos-to-s) κ.λπ.
ΠΑΡ. αρχ. αστίτης, άστυρον.
ΣΥΝΘ. αστυνόμος
νεοελλ.
αστυΐατρος, αστυκλινική, αστυκτηνίατρος, αστυμηχανικός, αστυφύλαξ (-ακας), αστυφιλία, αστυχημικός
αρχ.-μσν.
αστυάναξ
μσν.
αστυπολίτης
αρχ.
αστόξενος, αστυβοώτης, αστυγείτων, αστυδρομούμαι, αστύθεμις, αστύνικος, αστυόχος, αστυπόλος, αστυάναξ. Ο τ. άστυ χρησιμοποιήθηκε και κατά την παραγωγή και σύνθεση κυρίων ονομάτων: Αστείος, Ϝαστίας, Ϝαστίνιος, Άστων, Ϝaστούκριτος, Αστυάναξ, Αστυγένης, Αστυδάμας, Αστύδωρος, Αστυκλής, Αστυκράτης, Αστυκρέων, Αστυλαΐδας, Αστύλος, Αστύμαχος, Fαστυμεδόντιος, Αστυμέδων, Αστυμήδης, Αστύνομος, Αστύνους, Αστύξενος, Αστύοχος, Αστύπυλος, Αστυχαρίδης].

Greek Monotonic

ἄστυ: τό, Επικ. γεν. -εος, σε Αττ. -εως· Αττ. πληθ. ἄστη·
I. πολιτεία, πόλη, σε Όμηρ. κ.λπ.· Σούσων ἄστυ, η πόλη Σούσα, σε Αισχύλ.· ἄστυ Θήβης, σε Σοφ.
II. οι Αθηναίοι ονόμαζαν την Αθήνα Ἄστυ, όπως οι Ρωμαίοι καλούσαν τη Ρώμη Urbs, κυρίως χωρίς το άρθρο (κατά το κοινώς λεγόμενο, «βρίσκομαι στην πόλη», «πηγαίνω στην πόλη»), σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἄστῠ: ἄστεως, эп. ἄστεος τό город, преимущ. столичный (ἄ. Πριάμοιο Hom.; ἄ. Σούσων и Σουσίδος Aesch.; ἄ. Θήβης Soph.; τὸ ἄ. ἱδρύειν Plut.).

Frisk Etymological English

-εος
Grammatical information: n.
Meaning: town (Il.).
Dialectal forms: Myc. watu /wastu/, watuoko /wastuokhos/, cf. Arc. ἀστυόχος. Att. -εως
Derivatives: ἀστικός of a town (A.) - ἀστεῖος id. and fine, polite (Arist.). Curious ἄστυρον (small) town (Call.). ἀστός m. citizen (Il.) < *ἀστϜ-ός, cf. Thess. ϜαστϜός.
Origin: IE [Indo-European] [1170] *u(e)h₂stu town
Etymology: ἄστυ < Ϝάστυ (Boeot. Ϝάστιος gen., Arc. Ϝασστυ-όχω (gen.), Thess. ϜαστϜός) resembles Skt. vā́stu n. dwelling place (younger vastu n. place, thing), Messap. vastei (dat., Krahe Glotta 17, 100) and Toch. A waṣt, B ost house. They require *ueh₂stu, with ἀστυ < *uh₂stu (Beekes IF 93 (1988)24). Not to Skt. vásati dwell, live, s. ἄεσα (aor.).

Middle Liddell


I. a city, town, Hom., etc.; Σούσων ἄ. the town of Susa, Aesch.; ἄ. Θήβης Soph.
II. the Athenians called Athens Ἄστυ, as the Romans called Rome Urbs, mostly without the Art. (as we speak of "being in town, " "going to town"), Ar.

Frisk Etymology German

ἄστυ: -εος, att. -εως
{ástu}
Grammar: n.
Meaning: Stadt (seit Il.).
Derivative: Ableitungen: ἀστικός städtisch im eigtl. Sinn (A., Th., Lys. usw.) mit produktivem ικο-Suffix, auch aufἀστός (s. unten) bezüglich; mitunter ἀστυκός, in Anlehnung an ἄστυ, vgl. Schwyzer 498, Chantraine Formation 394; — ἀστεῖος städtisch in übertragenem Sinne, fein gebildet, hübsch (att., Arist. usw.), vgl. zu diesem Begriff Lammermann Von der att. Urbanität und ihrer Auswirkung in der Sprache. Diss. Göttingen 1935. Davon die späten ἀστειότης (Vett. Val. u. a.) und ἀστειοσύνη (Lib.), das denominative ἀστεΐζομαι (Str., J. usw.) mit ἀστεϊσμός (Demetr. Eloc., D. H. usw.) und ἀστέϊσμα (Tz.), außerdem noch ἀστεϊεύομαι (Sch.). — ἀστίτης m. Mitbürger (S.) nach πολίτης. — Eine sehr eigenartige Bildung ist ἄστυρον Stadt, Städtchen (Kall., Nik.).
Etymology: Früher belegt als die schon genannten Ableitungen ist ἀστός m. Bürger, Mitbürger (seit Il.), das für *ἀστϝός, mit Anknüpfung an die hochfrequente Nom.-Akk.-Form, stehen muß, vgl. thess. ϝαστϝός unten. Davon ἄστιος = ἀστικός (Kreta, Stymphalos, Delos). ἄστυ aus ϝάστυ (in böot. ϝάστιος Gen., ark. ϝασστυόχω (Gen.), vgl. thess. ϝαστϝός usw.) entspricht bis auf die Quantität aind. (ved.) vā́stu n. Wohnstätte (daneben das erheblich später belegte und wahrscheinlich jüngere vastu n. Ort, Ding), wozu sich noch messap. vastei (Dat., Krahe Glotta 17, 100) und toch. A waṣt, B ost Haus gesellen. Dieser Bildung zugrunde liegt ein altes Verb, das u. a. in ai. vásati verweilen, wohnen, got. wisan verweilen, sein, vielleicht auch in heth. ḫuiš-zi er lebt erhalten ist. Das Griech. hat dagegen nur die zweisilbige Form ἄεσα (Aor.), s. d. — Neben der tu-Ableitung in ἄστυ usw. stehen andere nominale Bildungen, z. B. got. wists f. Wesen, Natur (aus *u̯es-ti-s, vgl. Ἑστία), air. foss Ruhe (aus *u̯os-to-s). — Unerklärt bleibt der griech. α-Vokal, der zu der sonst herrschenden e-o-Serie (z. B. got. wisan: was) nicht stimmt. — Zum Lenis s. Schwyzer 227 m. Lit.
Page 1,173-174

Translations

Abkhaz: ақалақь; Adyghe: къалэ; Afrikaans: dorp; Ainu: コタン; Albanian: qytet, qytezë; Amharic: ከተማ; Arabic: مَدِينَة‎, قَرْيَة‎, بَلْدَة‎; Egyptian Arabic: مدينة‎; Aragonese: ziudat; Archi: шагьру; Armenian: քաղաք, ավան; Aromanian: cãsãbã; Assamese: নগৰ; Asturian: pueblu, ciudá; Avar: шагьар; Azerbaijani: şəhər; Baekje: 夫里; Bashkir: ҡала; Basque: herri; Bavarian: Ståd; Belarusian: горад, места; Bengali: শহর, নগর; Breton: kêr, kêrioù, kumun, kumunioù; Bulgarian: град; Burmese: မြို့; Buryat: хото; Catalan: poble, ciutat, vila; Cebuano: lungsod; Chamicuro: chi'nashtalichi; Chechen: юрт, гӏала; Cherokee: ᎦᏚᎲᎢ; Chickasaw: okla; Chinese Cantonese: 城市, 城鎮; Mandarin: 城市, 城, 鎮, 镇, 城鎮, 城镇; Chuvash: хула; Coptic: ⲃⲁⲕⲓ; Czech: město; Danish: by; Dutch: gemeente, stad, nederzetting, tuin; Eastern Mari: ола; Elfdalian: stað; Erzya: ош; Esperanto: urbo, urbeto; Estonian: linn; Faroese: býur; Finnish: pikkukaupunki, kunta, kaupunki; French: ville, commune, bourg, villette, villotte; Galician: vila; Georgian: ქალაქი; German: Stadt, Ort, Städtchen, Gemeinde; Greek: πόλη; Ancient Greek: ἄστυ, πολίχνιον, πολίχνη, πόλις, πτόλις; Greenlandic: illoqarfik; Gujarati: શહેર; Hausa: birni; Hebrew: עִיר‎, קִרְיָה‎, יִשּׁוּב‎; Higaonon: banuwa; Hindi: शहर, नगर; Hungarian: város; Icelandic: bær; Ido: urbo; Indonesian: kotamadya; Irish: baile, baile mór; Italian: città; Japanese: 街, 町, 都市; Kamba: taunii; Kannada: ನಗರ; Karelian: linna; Kashubian: gard; Kazakh: қала; Khmer: ទីក្រុង, ផ្សារ, កូនក្រុង, ក្រុងតូច; Kikuyu: taoni; Komi-Permyak: кар; Korean: 마을, 읍, 시; Kurdish Northern Kurdish: bajarok; Kyrgyz: шаар; Ladin: zità; Lao: ເມືອງ, ຊຽງ, ນະຄອນ; Latin: oppidum; Latvian: pilsēta; Lithuanian: miestelis; Luhya: mtauni, etauni; Lü: ᦵᦞᦇ, ᦵᦈᦲᧃᧈ, ᦵᦋᧂ; Macedonian: град, паланка; Malagasy: tanana; Malay: bandar; Malayalam: നഗരം; Maltese: raħal; Mansi: ӯс; Maori: tāone; Marathi: शहर; Meru: tauni; Moksha: ош; Mongolian: хот; Nanai: хотон; Navajo: kin shijaaʼ, kin łání, kin; Nivkh: хота; North Frisian: steed; Northern Thai: ᨩ᩠ᨿᨦ; Norwegian Bokmål: by; Nynorsk: by; Ojibwe: oodena; Old Church Slavonic Cyrillic: градъ, мѣсто; Old East Slavic: градъ, мѣсто, городъ; Old English: burg, tūn; Old French: vile; Old High German: burg, stat; Old Turkic: 𐰉𐰞𐰶‎; Oriya: ନଗର; Oromo: magaalaa; Ossetian: сахар, горӕт; Pashto: ښار‎; Pennsylvania German: Schtettel, Schteddel, Schteddelche, Schtettli, Schteddliche, Taun; Persian: شهر‎, شهرک‎; Plautdietsch: Staut; Polish: miasto, miasteczko; Portuguese: vila, aldeia, povoado, arraial; Punjabi: ਸ਼ਹਿਰ; Purepecha: iréta; Quechua: llaqta; Romanian: oraș, orașe; Romansch: citad; Russian: город, городок, посёлок, местечко, град; Rusyn: мі́сто; Sanskrit: नगर; Scots: toun; Scottish Gaelic: baile; Serbo-Croatian Cyrillic: град, варош, касаба, паланка; Roman: grad, varoš, kasaba, palanka; Shor: тура; Sinhalese: නගරය; Slovak: mesto; Slovene: mésto; Sorbian Lower Sorbian: město; Upper Sorbian: město; Spanish: ciudad, pueblo; Swahili: mji; Swedish: stad, tätort; Tabasaran: шагьур; Tagalog: bayan, syudad; Tajik: шаҳр; Tamil: நகரம்; Taos: plòso'óna; Tatar: шәһәр, кала; Telugu: పట్టణము, పట్నము; Tetum: sidade, vila; Thai: เมือง, พารา, นคร, เชียง; Tibetan: གྲོང་གསེབ, གྲོང་སྡེ; Tongan: kolo; Turkish: ilçe, kasaba, şehir, bucak; Turkmen: şäher; Tuvan: хоорай; Tzotzil: teklum, teklumal; Udmurt: кар; Ugaritic: 𐎓𐎗, 𐎎𐎄𐎐𐎚; Ukrainian: мі́сто, містечко; Urdu: شہر‎; Uyghur: شەھەر‎; Uzbek: shahar; Vietnamese: tỉnh, thành phố, thị trấn; Volapük: zif; Waray-Waray: bungto; Welsh: tref; West Frisian: stêd; Yakut: куорат; Yiddish: שטעטל‎, שטאָט‎; Yoruba: ìlú; Yucatec Maya: kaah; Zhuang: cinq