στατήρ
ἀναπλασμὸς ἐκ ματαίων ἐλπίδων → building of castles in the air
English (LSJ)
στατῆρος, ὁ,
A (ἵστημι A. IV, cf. EM725.11) a weight = λίτρα, κρόκης πέντε στατῆρες Eup.252, cf. IG12.314.42, Poll.4.173, BGU953.2 (iii/ iv A.D.), Phot.; στατὴρ Αἰγιναῖος as a weight, Hp.Mul.1.78.
II stater, standard coin, struck in various materials, whether gold, electrum, or silver:
1 gold, στατῆρες χρυσοῖ, στατῆρες χρυσοῦ, Ar.Pl.816, Pl.Euthd.299e; of various standards, e.g. στατὴρ Δαρεικός (cf. Δαρεικός) Hdt.7.28, Th.8.28; Δαρεικοῦ χρυσίου στατῆρες IG12.310.103; στατὴρ Κροίσειος Plu.2.823a, Poll.3.87, Hsch.; χρυσοῦ στατῆρες Λαμψακηνοί IG12.339.32, al., cf. 7.2425, al. (Thebes, iv B.C.); στατὴρ Φιλίππειος, Ἀλεξάνδρειος, Poll.9.59, cf. SIG285.12 (Erythrae, iv B.C.); Πτολεμαϊκὸς σ. Inscr.Délos 442 B 190 (ii B.C.).
2 electrum (cf. χρυσός 1.1a), struck at Cyzicus, χρυσίου Κυζικηνοῦ σ. IG12.302.12, al., cf. Lys.32.6; Κύζικος πλέα στατήρων Eup.233; at Phocaea, στατῆρες Φωκαϊται, Φωκαιῆς, Th.4.52, D.40.36; Φωκαϊκὼ στατῆρε IG22.1388.42.
3 silver, στατῆρες Αἰγιναῖοι ib.12.310.111, 22.1126.17, 1388.70, X.HG5.2.22; στατῆρες Κορκυραῖοι IG12.310 add.; στατὴρ Κορίνθιος SIG421.39 (Aetolia, iii B.C.), Poll.4.175; in Sicily called δεκάλιτρος στατήρ, Epich.10; στατὴρ πάτριος SIG976.8 (Samos, ii B.C.); later applied to the Attic τετράδραχμον, Phot., Suid.; also to the Ptolemaic τ., PCair.Zen.567.4, 734.3, PRev.Laws 58.7 (all iii B.C.), BGU1846.8 (i B.C.), Hero *Geom.23.55,56; also of the Jewish shekel, Ev.Matt.17.27.
III one who owes money, debtor, πολλοὶ στατῆρες, ἀποδοτῆρες οὐδ' ἂν εἷς (οὐδαμεῖ cj. Kaibel) Epich.116.
German (Pape)
[Seite 930] ῆρος, ὁ, eigentlich jedes Gewicht; – bes. eine Münze, der Stater; von Silber, in Athen vier Drachmen an Werthe; dah. auch τετράδραχμος genannt; etwas weniger als 1 Thlr.; – häufiger Goldstater; Her. 3, 130; der attische Goldstater, στατὴρ χρυσοῦ, Plat. Euthyd. 299 e, war = 20 Silberdrachmen, ungefähr 5 Thlr., der Kyzikener = 28 Drachmen, Dem. 34, 23; häufig kommen vor στατῆρες Δαρεικοί, Her. 7, 28, die Darius Hystaspis schlagen ließ, die im Allgemeinen unserem Friedrichsd'or entsprechen. Vgl. Böckh Staatshaush. I p. 22 ff. – Dorisch = χρεώστης, Epicharm. im E. M. 725, 25.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
statère, poids (d'une livre ou d'une mine) et monnaies : statère d'or de 20 drachmes à Athènes ; de 28 drachmes à Cyzique ; autres de valeur diverse, en Perse, en Lydie, etc. ; statère d'argent = 4 drachmes à Athènes.
Étymologie: cf. ἵστημι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στατήρ -ῆρος, ὁ [~ ἵστημι] stater, munt, variërend per plaats gemaakt van goud, zilver of een legéring daarvan.
Russian (Dvoretsky)
στᾰτήρ: ῆρος ὁ статер (золотая или серебряная монета)
1 золотой статер (στατὴρ Δαρεικός Her., Thuc. или στατὴρ χρυσοῦ Arph., Plat., весивший 0.003 эвбейского таланта, т. е. 2 драхмы);
2 золотой кизикский статер (στατὴρ Κυζικηνός Thuc., Xen., Dem. равнялся по паритету 40 драхмам серебра, но обычно ценился в 28 драхм);
3 малоазиатский серебряный статер (составлял 0.003 вавилонского таланта; серебряная монета в 1 драхму = 0.5 серебряного статера, называлась σίγλος) Xen.;
4 греческий серебряный статер (несколько тяжелее малоазиатского, составлял 0.003 эгингкого таланта) Xen.
English (Strong)
from the base of καύχησις; a stander (standard of value), i.e. (specially), a stater or certain coin: piece of money.
English (Thayer)
στατηρος, ὁ (from ἵστημι, to place in the scales, weigh out (i. e. 'the weigher' (Vanicek, p. 1126))), a stater, a coin; in the N.T. a silver stater equivalent to four Attic or two Alexandrian drachmas, a Jewish shekel (see δίδραχμον): Matthew 17:27.
Greek Monotonic
στᾰτήρ: -ῆρος, ὁ (στῆναι), μονάδα βάρους = λίτρα· κατόπιν, νόμισμα ποικίλης αξίας·
1. χρυσός στατήρας· ο γνωστότερος στην Αθήνα ήταν ο Περσικός και ονομαζόταν στατὴρ Δαρεῖος ή Δαρεικός, από τον Δαρείο του Υστάσπους, αξίας περίπου 1,2 αγγλ. λίρας, σε Ηρόδ., Θουκ.
2. μεταγεν. υπήρχε σε κυκλοφορία αργυρός στατήρας = τετράδραχμον, σε Καινή Διαθήκη, Ξεν.
Greek Monolingual
ο / στατήρ, -ῆρος, ΝΜΑ, και στατέρα, η, και στατέρι, το, Ν
νεοελλ.
1. παλαιότερη μονάδα βάρους ίση με 44 οκάδες
2. (το ουδ.) όργανο ζύγισης, ζυγαριά, καντάρι
3. φρ. α) «μετρικός στατήρας» — μονάδα βάρους ίση με 100 χιλιόγραμμα
β) «αγγλικός στατήρας» — μονάδα χωρητικότητας ίση με 112 αγγλικά λίτρα
γ) «αμερικανικός στατήρας» — μονάδα βάρους ίση με 36 οκάδες
μσν.
ο ιουδαϊκός σίκλος («τὸν σίκλον στατῆρα ἐκάλεσαν», Θεοδώρ.)
μσν.-αρχ.
ασημένιο νόμισμα ορισμένου βάρους («τοσούτων στατήρων ό Ἰούδας τὸν δεσπότην ἀπέδοτο», Θεοδώρ.)
αρχ.
1. ορισμένο μέτρο βάρους («στατὴρ Αἰγιναῖος», Ιπποκρ.)
2. νομισματική μονάδα διαφόρων πόλεων και τόπων με διαφορετικό βάρος και με ποικιλία ως προς την περιεκτικότητα σε χρυσό ή άργυρο (α. «χρυσίου δὲ τετρακοσίας μυριάδας στατήρων Δαρεικών», Ηρόδ.
β. «στατὴρ Κροίσειος», Πλούτ.
γ. «[στατῆρες] Φιλίππειοι και Ἀλεξάνδρειοι», Πολυδ.
δ. «Πτολεμαϊκός στατήρ», επιγρ.)
3. χρεώστης, οφειλέτης, αυτός που οφείλει χρήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα στα- του ἵστημι με επίθημα -τήρ(ας), πρβλ. λαμπ-τήρ(ας). Παράλληλες μορφές με το ελλ. στατήρ είναι το λατ. stator, -ōris (με φωνηεντισμό -ω- στο επίθημα, πρβλ. στάτωρ) και το αρχ. ινδ. sthātar- «αυτός που στέκεται όρθιος στην άμαξα, οδηγός» (με μακρό φωνηεντισμό sthā- και τονισμό στο θέμα και όχι στο επίθημα). Στη Μυκηναϊκή επίσης μαρτυρείται ο τ. tatere (πιθ. στατῆρες), που αναφέρεται σε πρόσωπο. Στη Νέα Ελληνική, τέλος, χρησιμοποιούνται οι τ. στατέρα / στατέρι].
Greek (Liddell-Scott)
στᾰτήρ: -ῆρος, ὁ, √ΣΤΑ, ἵστημι Α. IV) βάρος τι, = λίτρα, κρόκης πέντε στατῆρες Εὔπολ. ἐν «Ταξιάρχοις» 7, πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 173, Φώτ. ΙΙ. νόμισμα ὡρισμένου βάρους ἐκ χρυσοῦ καὶ ἐξ ἀργύρου, κυρίως τὸ ἓν τρισχιλιοστὸν τοῦ ταλάντου (ἴδε τάλαντον ΙΙ. 2)· 1) ὁ χρυσοῦς στατὴρ ὁ μάλιστα γνωστὸς ἐν Ἀθήναις ἦτο ὁ Περσικὸς (Ἡρόδ. 3. 130), ὅστις ἔλαβε τὸ ὄνομα στατὴρ Δαρεικὸς ἢ ἁπλῶς Δαρεικός, κατὰ τὰς πλείστας μαρτυρίας ἐκ τοῦ νέου νομισματικοῦ συστήματος ὃ καθιέρωσε Δαρεῖος ὁ Ὑστάσπους (πρβλ. Louis d'or, Napoléon, ὡς ὀνόματα νομισμάτων Γαλλικῶν), ἂν καὶ ὁ Περσικὸς στατὴρ εἶναι ἀρχαιότερος τοῦ Δαρεικοῦ, Ἡρόδ. 7. 28, Θουκ. 8. 28, πρβλ. Ἁρποκρ.· ἐζύγιζε δὲ τὸ ἓν τρισχιλιοστὸν τοῦ Εὐβοϊκοῦ χρυσοῦ ταλάντου καὶ εἶχεν ἀξίαν περίπου δραχμῶν νέων 27, 50. Οἱ Ἀθηναῖοι ἔκοπτον ἐνίοτε χρυσοῦς στατῆρας ὀλίγον βαρυτέρους τῶν Περσικῶν, ἀλλὰ τὴν αὐτὴν τιμὴν ἔχοντας, ἀμφότεροι δὲ ἐκαλοῦντο στατῆρες ἢ στατῆρες χρυσοῦ, Ἀριστοφ. Νεφ. 1041, Πλ. 816, Πλάτ. Εὐθύδ. 299Ε· Φίλιππος ὁ Μακεδὼν καὶ Ἀλέξανδρος ὁ βασιλεὺς ἔκοψαν στατῆρας χρυσοῦς τοῦ αὐτοῦ βάρους πρὸς τοὺς Ἀττικούς, οἳ ἐκλήθησαν Φιλίππειοι καὶ Ἀλεξάνδρειοι, Πολυδ. Θ΄, 59, 84. Οἱ στατῆρες οὗτοι εἶχον βάρος δύο δραχμῶν Σολωνικῶν (ἴδε τάλαντον ΙΙ. 2. β)· καὶ παρὰ Ξεν. ἐν Ἀν. 1. 7, 18 εὑρίσκομεν ὅτι 10 Ἀττικὰ τάλαντα (60,000 δραχμαὶ) ἐπληρώθησαν διὰ 3000 Δαρεικῶν (ὑπολογιζομένου τοῦ χρυσοῦ πρὸς τὸν ἄργυρον ὡς 10:1). 2) οἱ ἀρχαιότατοι χρυσοῖ στατῆρες ἦσαν πιθανῶς οἱ τῆς Κυζίκου καὶ Φωκαίας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας (Κυζικηνοὶ καὶ Φωκαῗται), οἵτινες ἀμφότεροι εἶχον βάρος διπλοῦν τοῦ Δαρεικοῦ, ἀλλὰ πολλάκις τοσοῦτον μετ’ ἄλλων μετάλλων μεμιγμένοι ὥστε ἡ τιμὴ αὐτῶν ἦτο πολὺ μικρά· παρὰ Δημ. 914. 11 ὁ Κυζικηνός λέγεται ὡς δυνάμενος μόνον 28 δραχμὰς Ἀττικὰς (ἀντὶ 40), πρβλ. 1019, 16, Θουκ. 4. 52, Ξεν. Ἀνάβ. 5. 6, 23· οἱ στατῆρες τοῦ Κροίσου (Ἡρόδ. 1. 54) ἦσαν πιθανῶς τοιοῦτοι ἀλλ’ ἀμιγέστεροι, εὐδόκιμος ὁ Γυγάδας χρυσὸς καὶ οἱ Κροίσειοι στατῆρες Πολυδ. Γ΄, 87. 3) ὑπῆρχεν ἐν χρήσει ἀργυροῦς στατὴρ ἐν τῇ Μικρᾷ Ἀσίᾳ ἔχων βάρος ἓν τρισχιλιοστὸν του Βαβυλωνιακοῦ ταλάντου (ἢ 1/3 τοῦ Δαρεικοῦ)· ἀργυροῦν δὲ νόμισμα ἔχον τὸ ἥμισυ τοῦ βάρους τούτου ἦτο ὁ σίγλος (ὃ ἴδε) ἀντιστοιχοῦν πρὸς τὴν δραχμὴν (δηλ. τὸ ἓν ἑξακισχιλιοστὸν) τοῦ Βαβυλωνιακοῦ ταλάντου, Ξεν. Ἀν. 1. 5, 6. 4) ὑπῆρχεν ὡσαύτως Ἑλληνικὸς ἀργυροῦς στατὴρ (ὀλίγῳ βαρύτερος τοῦ προμνησθέντος (3)), ὅστις ἦτο τὸ ἓν τρισχιλιοστὸν τοῦ Αἰγινητικοῦ ταλάντου κατὰ τὸ βάρος, αὐτόθι 5.2, 22. 5) Ὁ Κορίνθιος ἀργυροῦς στατὴρ ἐκόπτετο κατ’ εὐθεῖαν συμφώνως πρὸς τὴν Περσικὴν νομισματικὴν μονάδα (ὡς τὰ Σολώνεια ἀργυρᾶ νομίσματα)· τὸ βάρος αὐτοῦ καὶ ἡ ἀξία ἀμφισβητοῦνται, ἴδε Jowett εἰς Θουκ. 3. 70. 6) μεταγενέστεροι συγγραφεῖς καλοῦσι τὸν Ἀττικὸν ἀργυροῦν στατῆρα τετράδραχμον (ὅπερ εἶναι τὸ συχνότατον ἀργυροῦν νόμισμα τῶν Ἀθηνῶν) στατῆρα Α. Β. 307. 13, πρβλ. Φώτ. ἐν λέξ. στατήρ. ΙΙΙ. ὁ ὀφείλων χρήματα, χρεώστης, πολλοὶ στατ., ἀποδοτῆρες οὐδ’ ἂν εἷς Ἐπίχ. 79 Ahr. - Καθ’ Ἡσύχ.: «στατήρ· τετράγραμμος».
Frisk Etymological English
-ῆρος
Grammatical information: m.
Meaning: des. of a weight and (usu.) of a coin, stater (IA.); στατῆρες as opposite of ἀποδοτῆρες returner (Epich. 116), after Et. Gen. = χρεῶσται, debtor, prob. prop. "those who weigh themselves (the money)", cf. ὀβολο-στατήρ (Hdn. Gr.) = ὀβολο-στάτης obol weigher, usurer (Ar. a.o.; cf. Fraenkel Nom. ag. 1, 48).
Compounds: As 2. member with themat. vowel enlargement in bahuvrihicompp., e.g. δεκα-στάτηρ-ος concerning ten st. (Arr.), -ον n. sum or weight of ten st. (Att. a. Cret. inscr.).
Derivatives: στατηρ-ίσκος (-ισμός?) des. of a tax (pap.), -ιαῖος worth or weighing one st. (Theopomp. Com., hell. a. late).
Origin: IE [Indo-European] [1004] *steh₂- stand
Etymology: To ἵστημι in the sense of put on the balance, weigh off, to, so prop. "the weigher" like ἀναστα-τήρ who drives away, destroyer (A.) to ἀν-ίστημι. Further remarks (slightly diff.) by Benveniste Noms d'agent 50. Beside it, also with zero grade, but with ο-ablaut Lat. Stator, -ōris surn. of Jupiter (cf. Wissowa P.-W. 2: 3, 2227 f.); with full grade in intr. meaning Skt. sthā́tar- m. driver of a car, prop. "who stands on the car". Lat. LW [loanword] statēr. -- Further s. ἵστημι.
Middle Liddell
στᾰτήρ, ῆρος, ὁ, στῆναι
a weight, = λίτρα: then a coin of various values:
1. the gold stater best known at Athens was the Persian, called στατὴρ Δαρεικός or simply Δαρεικός, Daric, from Darius Hystaspes, worth about 1 l. 2s., Hdt., Thuc.
2. later a silver stater was in use, = τετράδραχμον, NTest., Xen.
Frisk Etymology German
στατήρ: -ῆρος
{statḗr}
Grammar: m.
Meaning: Bez. eines Gewichts und (gew.) einer Münze, Stater (ion. att.); στατῆρες als Gegensatz von ἀποδοτῆρες Zurückgeber (Epich. 116), nach Et. Gen. = χρεῶσται, Schuldner, wohl eig. "die sich selbst (das Geld) zuwägen", vgl. ὀβολοστατήρ (Hdn. Gr.) = ὀβολοστάτης Obolenwäger, Wucherer (Ar. u.a.; vgl. Fraenkel Nom. ag. 1, 48).
Composita: Als Hinterglied mit themavokalischer Erweiterung in Bahuvrihikompp., z.B. δεκαστάτηρος ‘zehn St. betreffend' (Arr.), -ον n. ‘Summe od. Gewicht von zehn St.’ (att. u. kret. Inschr.).
Derivative: Davon στατηρίσκος (-ισμός?) Ben. einer Steuer (Pap.), -ιαῖος ‘einen St. wert od. wiegend' (Theopomp. Kom., hell. u. sp.).
Etymology: Zu ἵστημι im Sinn von ‘auf die Waage stellen, ah-, zuwägen’, also eig. "der Wieger" wie ἀναστατήρ Vertreiber, Zerstörer (A.) zu ἀνίστημι. Weitere Bemerkungen (etwas abweichend) bei Benveniste Noms d'agent 50. Daneben, ebenfalls mit Schwundstufe, aber mit ο-Abtönung lat. Stator, -ōris Bein. Jupiters (vgl, Wissowa P.-W. 2: 3, 2227 f.); mit Hochstufe in intr. Bed. aind. sthā́tar- m. Wagenlenker, eig. "der auf dem Wagen Stehende". Lat. LW statēr. — Weiteres s. ἵστημι.
Page 2,778
Chinese
原文音譯:stat»r 士他帖而
詞類次數:名詞(1)
原文字根:站
字義溯源:士他帖而,重量,銀錢;士他帖而(音譯),意即:錢幣,約值兩天工資,源自(ἵστημι)*=站)
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編:
1) 一塊錢(1) 太17:27
Wikipedia EL
Ο στατήρας είναι αρχαίο νόμισμα, γνωστό διεθνώς κυρίως ως τέτοιο της βόρειας Ελλάδας και, συγκεκριμένα, της Μακεδονίας. Στατήρες όμως κόβονταν και κυκλοφορούσαν στην Ελλάδα από τον 8ο αιώνα π.Χ. σε πολλές περιοχές της, με ευρύτερα γνωστούς τον αιγινητικό στατήρα, τον αττικό, τον ευβοϊκό, τον κορινθιακό και πολύ αργότερα -επειδή η Μακεδονία δεν είχε αρχικά ιδιαίτερα αναπτυγμένο εμπόριο- τον μακεδονικό. Στατήρες κυκλοφόρησαν στη συνέχεια και στην δυτική Ευρώπη από τους Κέλτες, όταν αυτοί μιμήθηκαν τον μακεδονικό στατήρα, τον οποιο γνώρισαν υπηρετώντας ως μισθοφόροι στο στρατό του Φίλιππου Β΄. Στατήρας στην Ελλάδα ονομάζεται επίσης ένα είδος ζυγαριάς, το στατέρι (στην Κέρκυρα) ή στατσέρι ή καντάρι. Τέλος, ο στατήρας εκτός από νόμισμα ήταν και μονάδα βάρους ή μάζας. Τον περασμένο αιώνα στην Ελλάδα ένας στατήρας ή καντάρι αναλογούσε σε 44 οκάδες.
Η λέξη στατήρας (αρχαία ελληνικά: στατήρ, γεν. στατήρος) είναι ομόρριζη των λέξεων σταθμίζω και σταθμά και αποτελεί μετάφραση της φοινικικής λέξης σέκελ (schequel), που σήμαινε σταθμησμένο ή ζυγισμένο και σταθερό βάρος. Το σέκελ ήταν νόμισμα των λαών της Μέσης Ανατολής.
Οι Έλληνες ήρθαν σε επαφή με το σέκελ, όταν άρχισαν να συναλλάσσονται με τους Φοίνικες εμπόρους και κάθε περιοχή της Ελλάδας έκοψε στατήρες διαφορετικού βάρους, ανάλογα με τις εμπορικές επαφές της. Όσες π.χ. πόλεις πρωτογνώρισαν τους στατήρες από τους Πέρσες ή είχαν περισσότερες συναλλαγές με αυτούς, υιοθέτησαν και έκοψαν στατήρες ανάλογους των περσικών: δηλαδή νομίσματα βάρους ίδιου με των περσικών στατήρων, που ζύγιζαν 11,50 γραμμάρια. Όσες πόλεις είχαν περισσότερες συναλλαγές με τους Βαβυλώνιους, έκοψαν στατήρες ανάλογους με τους βαβυλωνιακούς, βάρους περίπου 10 γραμμαρίων. Η Μακεδονία επηρεάστηκε περισσότερο από τον φοινικικό στατήρα και έκοψε βαρύτερους στατήρες, των 14,50 γραμμαρίων. Ωστόσο οι παλαιότεροι ελληνικοί στατήρες χρονολογούνται από τον 7ο αιώνα π.Χ. στην Καρία: είναι οι στατήρες του Φάνη.
Wikipedia EN
The stater (/ˈsteɪtər/ or /stɑːˈtɛər/; Ancient Greek: στατήρ IPA: [statɛ̌ːr], literally "weight") was an ancient coin used in various regions of Greece. The term is also used for similar coins, imitating Greek staters, minted elsewhere in ancient Europe.
Mantoulidis Etymological
(=νόμισμα). Ἀπό τό ἵστημι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
ar: ستاتير; bg: статер; br: stater; ca: estàter; cs: statér; de: Stater; el: στατήρας; en: stater; eo: statero; es: estatero; et: stateer; fa: استاتر; fi: stateeri; fr: statère; gl: estatero; he: סטאטר; hr: stater; hu: sztatér; id: stater; it: statere; ja: スタテル; ka: სტატერი; lt: stateras; mk: статер; nl: stater; no: stater; pl: stater; pt: estáter; ru: статер; sh: stater; sr: stater; sv: stater; tg: астир; tl: stater; uk: статер; zh: 斯塔特