πότε
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
English (LSJ)
Ion. κότε, Dor. πόκα Theoc.4.7, al.:—interrog. Particle used in direct and indirect questions,
A when? at what time? Il.19.227, Od.4.642; πότ' εἰ μὴ νῦν..; A.Th.101 (lyr.), cf. Ch.394 (lyr.); πότ' ἆρα; = πότε with ἆρα 1.4 or ΙΙ, E.Ion563; πότε δή; A.Ch.720 (lyr.); ἐς πότε λήξει; S.Aj.1185 (lyr.); ἐκ πότε.. ἤρξασθε SIG832.9 (Astypalaea, ii A. D.).
II indef. ποτε (Att., also Arc. in οὔποτε IG5(2).343.48,66 (Orchom., iv B. C.), οὔτε ποτέ Tab.Defix. in Philol. 59.201, and Cypr. in μήποτε Inscr.Cypr.144H.), Ion. κοτε, Dor. ποκα, Aeol. ποτα Sapph.1.5, enclit. Particle:
1 at some time or other, at some time, τάχ' ἄν ποτε θυμὸν ὀλέσσῃ Il.1.205, cf. Od. 2.76, etc.; π. καὶ ἄλλοτε at certain other times, X.An.6.4.12, Arist. Po.1451a9, Luc.Herm.24.
2 in hypoth. clauses, questions, etc., at any time, ever, S.Aj.755,1133; εἴ κοτε Call.Aet.Oxy.2080.69; cf. εἴ ποτε: also with relatives (cf. δήποτε), Ζεὺς ὅστις ποτ' ἐστίν A.Ag. 160 (lyr.), etc.; ὅποι ποτέ, ὅπου π., etc., S.Ph.780, Aj.194 (lyr.), etc.; after πω, πη, v. πώποτε, πήποκα: very freq. with negatives, οὔτε ποτ'.. Il.1.226; οὐδέ ποτ' Hes.Th.759; οὐδέν ποτ' ἄλλο A.Ch.16; οὐδεὶς ἐρεῖ ποθ' S.Aj.481; οὐκ ἂν δή ποτε Il.19.271, etc.; τοῦτο μὴ δόξῃς ποτέ S.Ant.762, cf. 648, 750, etc.; cf. οὔποτε, μήποτε, οὐδέποτε, μηδέποτε, οὐπώποτε, μηπώποτε.
3 in correl. clauses it stands first, with accent, ποτὲ μὲν... ποτὲ δὲ.. at one time... at another.., Pl. Tht.170c (s.v.l.), Plb.4.38.6, etc.; ποτὲ μὲν... αὖθις δὲ.. Pl.R. 560a; ποτὲ... τοτὲ δ' οὔ Id.Tht.192d; ποτ' εἶχε... εἶτά γε νῦν D.36.50; ποτὲ μὲν.. νῦν δέ Luc.DMort.11.1; ποτὲ δὲ.., without any preceding Part., Thphr. Char.9.7 (dub.).
III of some unknown point of time,
1 in ref. to the past, once, ὅν ποτ' Ἀθήνη θρέψε Il.2.547, etc.; οὕς ποτ' ἀπ' Αἰνείαν ἑλόμην, of the day before, 8.108 (v. Sch.), cf. 14.45; ἤδη π. 1.260, S.Aj.1142, Ar.Nu.346, Ra.931; ποτ' ἤδη A.Eu.50; πρόσθε πού ποτ' S.OC1549; χρόνῳ ποτ' Id.Ant.303; especially in telling a story, once upon a time, οὕτω ποτ' ἦν μῦς καὶ γαλῆ Ar.V.1182, cf. Pl. Phdr.237b: with historic pres., S.OT715, E.El.416, Ba.2: with a Subst., εἰς τήν π. φιλίαν And.3.22; τυράννου.. πάλαι π. S.OT1043, cf.Ph.677 (lyr.), Tr.555.
b at length, μόγις δή κοτε εἶπε Hdt.1.116; μόγις οὖν π. Pl.Prt. 314e, etc.; ὀψὲ γοῦν π. Hierocl.in CA27p.484M.
2 in ref. to the future, at some time, καί π. τοι.. παρέσσεται.. δῶρα Il.1.213, cf. 240, S.OC386, Ant.912, etc.: also to denote earnest expectation, at length, εὔχεταί π. οἶκον ἰδεῖν Pi.P.4.293; ἔμελλον ἄρα παύσειν π. Ar.Ra.268; esp. with imper., μέθες π. dimitte tandem aliquando, S.Ph.816; τείσασθ', ἀλλὰ τῷ χρόνῳ π. ib.1041, etc.; ὀψέ π. Jul.Or.1.31d.
3 with intensive force, in questions, τίς ποτε; who in the world? τίνες ποτ' ἐστέ; A.Eu.408, cf. S.Ph.220, etc.; τί ποτ' ἐστὶ τοῦτο τὸ πάθος what it can possibly be, Pl.Tht. 187d; οὐκ ἐξερεῖς ποτε; S.OT335, cf. 754, Aj.1290, etc.; to strengthen ἀεί, ἀεί ποτε from all time, always in the past, ἀεί ποτε ζῇ ταῦτα Id.Ant.456, cf. Aj.320, Th.6.82, al., D.C.42.5; ἀεὶ δή π. Th.1.13, 8.73.
German (Pape)
[Seite 688] Fragepartikel, wann? zu welcher Zeit? πότε κέν τις ἀναπνεύσειε πόνοιο; Il. 19, 227; πότ' ᾤχετο, Od. 4, 642; πότ' εἰ μὴ νῦν, Aesch. Spt. 98; πότε δὴ δείξομεν, Ch. 709; πότ' ἆρα, Eur. Ion 563; ἐς πότε λήξει, Soph. Ai. 1164; u. in Prosa überall, πότε δή, Plat. Rep. VI, 492 b; Xen. Cyr. 5, 3, 27 u. sonst.
French (Bailly abrégé)
adv. interr.
quand ? à quelle époque ? πότε δή ; ESCHL m. sign. ; ἐς πότε ; SOPH jusques à quand ?
Étymologie: *πός, τε.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πότε, Ion. κότε, Dor. πόκα [~ πόσος] adv. interrog. wanneer?:. πότε δή wanneer dan wel? Aeschl. Ch. 720; ἐς πότε voor wanneer? Soph. Ai. 1185.
Russian (Dvoretsky)
πότε: ион. κότε, дор. πόκα adv. когда: πότ᾽ ᾤχετο; Hom. когда он уехал?; ἐς π.; Aesch. доколе? или когда?; πότ᾽ ἆρα καὶ σὸν ὄψομαι δέμας; Eur. когда же я увижу тебя?
Greek (Liddell-Scott)
πότε: Ἰων. κότε (ἴδε *πὸς ἐν τέλ.), Δωρ. πόκα (ἴδε κατωτ.), Αἰολ. πότα Α. Β. 2. 606, 607· ― ἐρωτηματ. μόριον ἐν χρήσει εἰς ἀμέσους καὶ ἐμμέσους ἐρωτήσεις, ἔχον ἀντίστοιχα τὰ ἀναφορ. ὅτε, ὁπότε καὶ τὸ δεικτικὸν τότε, πότε κέν τις ἀναπνεύσειε πόνοιο; Ἰλ. Τ. 227· πότ’ ᾤχετο καὶ τίνες αὐτῷ κοῦροι ἕποντ’ Ὀδ. Δ. 642· πότ’ εἰ μὴ νῦν...; Αἰσχύλ. Θήβ. 102· πότ’ ἆρα; = ἆρα πότε; Λατ. unquamne? Εὐρ. Ἴων 563, πρβλ. Αἰσχ. Χο. 394· πότε δή; αὐτόθι 720· ἐς πότε λήξει; (ὡς ἐν τῇ Γερμ. bis wann?) Σοφ. Αἴ. 1185. ΙΙ. συχνότερον ποτέ, Ἰων. κοτέ, Δωρ. ποκά, ἐγκλιτικὸν μόριον: 1) κατά τινα χρόνον, «ποτέ», τάχ’ ἄν ποτε θυμὸν ὀλέσσῃ Ἰλ. Α. 205, πρβλ. Ὀδ. Β. 76, κτλ.· χίλιά ποκα βιβάντι, πλεῖστα δὴ τῶν πῇ ποκα, πλεῖστα ἐκ πάντων τῶν ὁποτεδήποτε..., Ἐπιγραφ. Λακων. παρὰ Πολυδ. Δ΄, 102. 2) ἐν ὑποθετικαῖς προτάσεσιν, ἐρωτήσεσι κτλ., εἰ ζῶντ’ ἐκεῖνον εἰσιδεῖν θέλει ποτὲ Σοφ. Αἴ. 755, 1133· πρβλ. εἴ ποτε (ἴδε ἐν λ. εἰ VI. 4 ε)· ― οὕτω καὶ μετὰ τοῦ ἀναφορικοῦ, ὅστις ποτέ, ὅστις δήποτε, ὅστις δηποτοῦν, ἴδε δήποτε· καὶ μετὰ ἄλλων ἀναφορικῶν, ὅποι ποτέ, ὅπου π., κλπ., Σοφ. Φιλ. 780, Αἴ. 194, κτλ· ὡσαύτως μετὰ τό πω, ἴδε πώποτε· ― ὡσαύτως συχνότατα μετ’ ἀρνητικῶν οὔτε ποτ’... Ἰλ. Α. 226· οὐδὲ ποτ’ Ἡσ. Θ. 759· οὐδέν ποτ’ ἄλλο Αἰσχύλ. Χο. 16· οὐδεὶς ἐρεῖ ποτε Σοφ. Αἴ. 481· οὐκ ἂν δήποτε, οὐ γάρ ποτε Ἰλ. Τ. 271, κτλ.· τοῦτο μὴ δόξῃς ποτὲ Σοφ. Ἀντ. 762, πρβλ. 648, 750, κτλ.· καὶ τὸ ἀρνητικὸν πολλάκις συνάπτεται μετ’ αὐτοῦ εἰς μίαν λέξιν, ἴδε ἐν λ. οὔποτε, μήποτε, οὐδέποτε, μηδέποτε, οὐπώποτε, μηπώποτε. 3) ἐν προτάσεσι κατὰ παράταξιν συνδεομέναις τίθεται ἐν ἀρχῇ μετὰ τοῦ τόνου ποτὲ μέν..., ποτὲ δέ..., modo..., modo..., Πλάτ. Θεαίτ. 170C, κτλ.· ποτὲ μέν..., ἐνίοτε δέ... Πλάτ. Φαίδων 59Α· ποτὲ μέν..., αὖθις δέ... ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 560Α· ποτέ... τοτὲ δ’ οὐ ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 192D· ποτ’ εἶχε…, εἶτά γε νῦν Δημ. 959. 25· ποτὲ δέ..., ἄνευ ἑτέρου μορίου ἡγουμένου, Θεοφρ. Χαρ. 6. ΙΙΙ. ἐπὶ ἀγνώστου ἢ ἀορίστου χρονικοῦ σημείου, 1) ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὸ παρελθόν, ὅν ποτ’ Ἀθήνη θρέψε Ἰλ. Β. 547, κτλ.· οὕς ποτ’ ἀπ’ Αἰνείαν ἑλόμην, ἐπὶ τῆς προηγουμένης ἡμέρας, Θ. 108, πρβλ. Ξ. 45, ὡσαύτως, ἤδη ποτὲ Ἰλ. Α. 260, Τραγ.· ποτ’ ἤδη Αἰσχύλ. Εὐμ. 50· μετὰ τὸ που, πρόσθε πού ποτ’ Σοφ. Ο. Κ. 1549, κτλ.· χρόνῳ πότ’ ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 303· μάλιστα ἐπὶ διηγήσεως ἱστορίας, «μιὰ φορὰ κι’ ἕναν καιρόν», οὕτω ποτ’ ἦν μῦς καὶ γαλῆ Ἀριστοφ. Σφ. 1182, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 237Β· ― ὡσαύτως μετὰ τοῦ ἱστορικοῦ ἐνεστῶτος, Σοφ. Ο. Τ. 715, Εὐρ. Ἠλ. 416, Βάκχ. 2· ― μετὰ οὐσιαστικ., εἰς τήν ποτε φιλίαν Ἀνδοκ. 26. 16· τυράννου… πάλαι ποτὲ Σοφ. Ο. Τ. 1043, πρβλ. Φ. 679, Τρ. 555. 2) ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὸ μέλλον, κατά τινα χρόνον, καί ποτέ μοι... παρέσσεται... δῶρα Ἰλ. Α. 213, πρβλ. 240, Σοφ. Ο. Κ. 386, Ἀντ. 912, κτλ.· ― ὡσαύτως εἰς δήλωσιν ἐνθέρμου προσδοκίας, ἐπὶ τέλους, εὔχεταί ποτε... ἰδεῖν Πινδ. Π. 4. 522 μόγις δή ποτε… εἶπε Ἡρόδ. 1. 116· μόγις οὗ π. Πλάτ. Πρωτ. 514Ε· ἔμελλον ἄρα παύσειν ποτὲ Ἀριστοφ. Βάτρ. 268· μάλιστα μετὰ προστ., ἐπὶ τέλους, μέθες ποτέ, dimitte tandem aliquado, Σοφ. Φ. 816· τίσασθ’, ἀλλὰ τῷ χρόνῳ π. αὐτόθι 1041, κτλ.· ― ὅθεν 3) δυνάμεθα νὰ ἐννοήσωμεν τὴν ἐπιτακτικὴν αὐτοῦ δύναμιν ἐν ἐρωτήσεσι, τίς ποτε; Λατ. qui tandem? τίς ἐπὶ τέλους; Αἰσχύλ. Εὐμ. 408, Σοφ. Φιλ. 220, κτλ.· τί ποτ’ ἐστὶ τοῦτο, ἐρώτησις μετ’ ἀπορίας περὶ τῆς κυριολεκτικῆς σημασίας λέξεώς τινος, Πλάτ. Θεαίτ. 187D, κ. ἀλλ., (ἴδε ἐν λ. τίποτε, τίπτε)· οὐκ ἐξερεῖς ποτε; ὁ αὐτ. Ο. Τ. 335, πρβλ. 754, Αἴ. 1290, κτλ.· ― οὕτω καὶ ὡς ἐπιτατικὸν τοῦ ἀεί, ἀεί ποτε, διὰ παντός, πάντοτε, ἀεί ποτε ζῇ ταῦτα Σοφ. Ἀντ. 456, πρβλ. Αἴ. 320.
English (Autenrieth)
interrog. adv., when? at what time?
English (Strong)
from the base of ποῦ and τέ; interrogative adverb, at what time: + how long, when.
English (Thayer)
(Curtius, § 631), direct interrogative adverb, from Homer down, when? at what time? ὁπότε in indirect questions (Winer's Grammar, 510 (475)): ἕως πότε, how long? in direct questions (cf. Winer's Grammar, § 54,6 at the end; Buttmann, § 146,4): Revelation 6:10.
Greek Monolingual
Ν ΜΑ, και ιων. τ. κότε και δωρ. τ. πόκα και αιολ. τ. πότα Α
Ι. (ως ερωτ. χρον. μόριο σε ευθείες και πλάγιες ερωτήσεις)
1. σε ποια χρονική στιγμή, κατά ποιο χρόνο ή σε ποια περίπτωση; (α. «πότε έρχεται το αεροπλάνο;» β. «πότε θα φύγει;» γ. «πότε θα βάλεις μυαλό;» δ. «πότε κέν τις ἀναπνεύσειε πόνοιο», Ομ. Ιλ.
ε. «νημερτές μοι ἔνισπε ποτ' ὤχετο καὶ τίνες αὐτῷ κοῦροι ἕποντ' Ἰθάκης ἐξαίρετοι», Ομ. Οδ.)
2. (μαζί με άλλα μόρια) πότε άραγε
άραγε πότε
τώρα πότε
πότε δη
πότ' ἆρα; (α. «άραγε πότε θα σέ δούμε;» β. «τώρα πότε θα σέ δούμε;» γ. «πότε δὴ στομάτων δείξομεν ἰσχύν», Αισχύλ.
δ. «πότ' ἆρα καὶ σὸν ὄψομαι δέμας», Ευρ.)
αρχ.
(σε συνδυασμό με προθέσεις)
1. ες πότε
μέχρι πότε, ώς πότε («... ἐς πότε λήξει πολυπλάγκτων ἐτέων ἀριθμός», Σοφ.
2. «ἐκ πότε» — από πότε («ἐκ πότε... ἤρξασθε», πάπ.). II. (ως χρονικό αοριστολ.) νεοελλ.
1. (σε αναδίπλωση) πότε πότε
μερικές φορές, κάπου κάπου («να έρχεσαι πότε πότε να σέ βλέπω»)
2. πότε και λίγο
κάποτε, κάπου κάπου («πότε και λίγο μοναχός επήγαινε κι εθώρει», Ερωτόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ερωτ. επίρρ. πό-τε έχει σχηματιστεί από το θέμα πο- τών ερωτηματικών και αόριστων αντωνυμιών και επιρρημάτων με επίθημα -te (βλ. λ. ὅτε [Ι]). Για τον ιων. τ. κότε (βλ. λ. πο-)].
Greek Monotonic
πότε: Ιων. κότε, Δωρ. πόκα, (*πός), ερωτημ. μόριο, χρησιμ. σε ευθείες και πλάγιες ερωτήσεις και αντιστοιχεί προς τα αναφορ. ὅτε, ὁπότε και το δεικτικό τότε·
I. πότε; σε ποια στιγμή; τί ώρα; σε Όμηρ.· πότ' εἰ μὴ νῦν, σε Αισχύλ.· επίσης, ἐς πότε λήξει; σε Σοφ. II. ποτέ, Ιων. κοτέ, Δωρ. ποκά, εγκλιτ. μόριο·
1. σε κάποιο χρόνο ή άλλο, κάποτε, σε Όμηρ. κ.λπ.
2. σε κάθε χρόνο, πάντα, σε Σοφ. κ.λπ.· συχνά μετά από αναφορ. λέξεις, ὅστις ποτέ, ὅστις δήποτε, ὅστις δηποτοῦν, βλ. δήποτε· επίσης μετά από το πω, βλ. πώποτε· και μετά από αρνητικά μόρια, όπου συνήθως ενώνεται με αυτά, οὔποτε, μήποτε, οὐδέποτε, μηδέποτε.
3. στη παρατακτική σύνδεση προτάσεων τίθεται στην αρχή, ποτὲ μέν..., ποτὲ δέ..., τη μια στιγμή... την άλλη..., Λατ. modo... modo..., σε Πλάτ.
III. λέγεται για άγνωστο ή αόριστο χρονικό σημείο,
1. στο παρελθόν, κάποτε, άλλοτε, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ.· σε αφηγήσεις, μια φορά και έναν καιρό, σε Αριστοφ.
2. στο μέλλον, (σε) κάποια στιγμή, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· με προστ., Λατ. tandem aliquando, σε Σοφ.
3. σε ερωτήσεις, τίς ποτέ; Λατ. qui tandem? ποιος επιτέλους; σε Αισχύλ. κ.λπ.· βλ. τίποτε;τίπτε.
Frisk Etymological English
Grammatical information: interr. adv.
Meaning: when ?; indef. ποτε, ποτέ etc. at some time (Il.).
Other forms: Att. Arc. Cypr.; Ion. κότε, Aeol. πότα, Dor. πόκα.
Origin: IE [Indo-European] [644] *kʷo- which?
Etymology: From the pron.stem πο- with various part.; s. πόθεν and ὅτε. Here prob. also τίπτε; s. v.
Middle Liddell
[*πός]
interrog. Particle used in direct and indirect questions, corresponding to the relat. ὅτε, ὁπότε and demonstr. τότε, when? at what time? Hom.; πότ', εἰ μὴ νῦν Aesch.; also, ἐς πότε λήξει; Soph.
Frisk Etymology German
πότε: (att. ark. kypr.),
{póte}
Forms: ion. κότε, äol. πότα, dor. πόκα
Grammar: interr. Adv.
Meaning: ‘wann ?’; indef. ποτε, ποτέ usw. irgend einmal (seit Il.).
Etymology: Vom Pron.stamm πο- mit verschiedenen Part.; s. πόθεν und ὅτε. Hierher wahrscheinlich auch τίπτε; s. bes.
Page 2,586
Chinese
原文音譯:pÒte 坡-帖
詞類次數:副詞(19)
原文字根:那-此外
字義溯源:何時,幾時,隨時,甚麼時候;疑問副詞,由(πότερον)=那一個)與(τέ)*=雙方,且又)組成,其中 (πότερον)出自(ποῦ)=如何),而 (ποῦ)又出自(πορφυρόπωλις)X*=有些,甚麼)
出現次數:總共(19);太(7);可(5);路(4);約(2);啓(1)
譯字彙編:
1) 甚麼時候(6) 太24:3; 太25:37; 太25:38; 可13:4; 可13:35; 路21:7;
2) 幾時(6) 可13:33; 路9:41; 路17:20; 約6:25; 約10:24; 啓6:10;
3) 幾時呢(4) 太17:17; 太17:17; 可9:19; 可9:19;
4) 甚麼時候⋯呢(2) 太25:39; 太25:44;
5) 隨時(1) 路12:36