εὐθύνω

From LSJ
Revision as of 07:47, 15 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "E.''Hec.''" to "E.''Hec.''")

Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn

Menander, Monostichoi, 342
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐθῡνω Medium diacritics: εὐθύνω Low diacritics: ευθύνω Capitals: ΕΥΘΥΝΩ
Transliteration A: euthýnō Transliteration B: euthynō Transliteration C: efthyno Beta Code: eu)qu/nw

English (LSJ)

(εὐθύς) = the Homeric ἰθύνω (which is a frequently v.l., as in A.Pers.773): —
A guide straight, direct, οἰωνὸν γνώμῃ στομίων ἄτερ εὐθύνων Id.Pr.289; εὐ. ἡνίας Ar.Av.1739 (lyr.); (ἅρματα) Isoc.1.32; εὐθύνω δόρυ steer the bark straight, E.Cyc.15; εὐ. πλάτην Id.Hec.39; ὁ εὐθύνων = the helmsman, Ep.Jac.3.4; εὐθύνω ἀγέλας lead or drive them, X.Cyr.1.1.2; εὐθύνω χερσί manage, guide him, S.Aj.542; εὐθύνω πόδα E.Heracl.728, etc.
2 metaph., direct, govern, Κύρου δὲ παῖς… ηὔθυνε στρατόν A.Pers.773; πᾶσαν εὐθύνων πόλιν S.Ant.178, cf. 1164, E.Hec.9, Pl.Min.320d.
3 make straight, straighten, opp. κάμπτειν, πτέρυγας Arist.IA709b10:—Pass., Id.Mete.385b32.
II make straight or put straight, εὐθύνω δίκας σκολιάς = make crooked judgements straight, Sol.4.37; εὐ. λαοῖς δίκας Pi.P.4.153; εὐθύνω οὖρον send a straight fair wind, Id.O.13.28; εὐθύνω ὄλβον Id.P. 1.46; ὥσπερ ξύλον διαστρεφόμενον… εὐ. ἀπειλαῖς καὶ πληγαῖς Pl.Prt. 325d, cf. 326e.
III examine the conduct of an official, Id.Plt. 299a; εὐθύνω τὰς ἀρχάς Arist.Pol.1271a6, 1274a17, al.:—Pass., c. gen., εὐθυνόμενος τῆς ἐφορείας Id.Rh.1419a31.
2 c. gen. criminis, call to account for... τινα κλοπῆς Plu.Cic.9:—Pass., τῶν ἀδικημάτων ηὐθύνθη Th.1.95; οἱ εὐθυνόμενοι = the culprits, Mitteis Chr.31 iii 10 (ii B.C.), cf. Notiz.Arch.4.21 (Cyrene, i B.C.): c. dat., εὐθύνω φόνῳ PTeb.14.4 (ii B.C.); to be mulcted, be punished, ἐπί τινι D.C.Fr.90, al.: abs., IG12.41.6; ἑκατὸν δραχμῆσι ib.4.15, al.
3 generally, refute or censure, τοὺς λόγους τινός Phld.Piet.67; τὴν Φιλίστου διάλεκτον Plu.Nic.1:—Pass., to be refuted, δι' αὐτῶν τῶν φαινομένων Phld.Sign.30, cf. Plot.3.6.13; but also, to be critically examined, Id.4.6.13.
4 examine by torture, Procop.Goth.3.32 (Pass).
IV intr., serve as εὔθυνος, Pl.Lg.946d.

German (Pape)

[Seite 1071] (εὐθύς), ion. ίθύνω, gerade machen, richten, ῶσπερ ξύλον διαστρεφόμενον εὐθύνουσιν ἀπειλαῖς καὶ πληγαῖς Plat. Prot.. 325, d; richten, lenken, τὸν δ' οἰωνὸν γνώμ στομίωιν ἄτερ Aesch. Prom,. 287, χερσὶν παῖδα Soph. Ai. 542. das Kind an der Hand führen, πόλιν. Ant. 178, λαὸν δορί Eur. Hec. 9; ἀμφῆρες δόρυ, das Schiff, Cycl. 15, ἡ νίας Ar. Av. 1738. ἅρματα Isocr. 1, 32. Übertr., ἐπέων οὖρον ἐπί τινα Pind. N. 6, 29; ὄλβον καὶ κτεάνων δόσιν, Glück verleihen, P. 1, 46; λαοῖς δίκας, das Recht verwalten, 4, 153; δίκας σκολιάς Solon bei Dem. 19, 255 (V. 36), wieder gerade machen, verbessern. Dah., wie Plat. Prot. 326 e sagt, ὡς εὐθυνούσης τῆς δίκης, in Beziehung auf die Strafe, zurechtweisen, bestrafen, tadeln; Plut. u. a. Sp. – Zur Rechenschaft ziehen, εἰς τούτους εἰσάγειν τοὺς ἄρξαντας καὶ εὐθύνειν Plat. Polit. 299 a; ἡ τῶν ἐφόρων ἀρχὴ πάσας εὐθύνει τὰς ἀρχάς Arist. rhet. 2, 9; εὐθύνεσθαι τῆς ἐφορίας, darüber zur Rechenschaft gezogen werden, 3, 18; vgl. τῶν ἀδικημάτων εὐθύνθη Thuc. 1, 95, D. Hal. 11, 46; verurteilen, προβατείαις εὐθύνειν, Plut. Poplic. 11, zu einer Strafe, die in Schaafen entrichtet wird. – Das Amt des εὔθυνος verwalten, Plat. Legg. XII, 946 c.

French (Bailly abrégé)

impf. ηὔθυνον, f. εὐθυνῶ, ao. ηὔθυνα, pf. inus.
1 diriger : ἅρματα ISOCR des chars ; ἀγέλας XÉN conduire des troupeaux ; fig. στρατόν ESCHL conduire une armée ; πόλιν SOPH gouverner une cité;
2 redresser, corriger ; censurer, blâmer;
3 à Athènes vérifier les comptes ou la gestion des magistrats ; traduire en justice : τινα κλοπῆς PLUT qqn pour vol ; τινα παρά τινι qqn devant un magistrat ; Pass. τῶν ἀδικημάτων εὐθ. THC être traduit en justice pour ses méfaits.
Étymologie: εὔθυνος.

Russian (Dvoretsky)

εὐθύνω: (ῡ)
1 править (ἅρματα Isocr.; πλάταν Eur.; ἡνίας Arph.);
2 направлять (πόδα, ἀμφῆρες δόρυ Eur.);
3 вести (παῖδα χερσίν Soph.);
4 погонять, гнать (τὰς ἀγέλας Xen.);
5 вести, предводительствовать (στρατόν Aesch.);
6 управлять, руководить (λαὸν δορί Eur.; πόλιν Soph.; οὐχ ὑφ᾽ ἡνίας, ἀλλὰ λόγῳ Plut.): εὐ. δίκας τινί Pind. вершить суд над кем-л.;
7 направлять, посылать (ὄλβον Pind.);
8 выпрямлять (ξύλον διαστρεφόμενον Plat.);
9 выправлять, исправлять (δίκας σκολιάς Solon ap. Dem.; ἀπειλαῖς καὶ πληγαῖς τινα Plat.);
10 критиковать, порицать (τὴν διάλεκτόν τινος Plut.);
11 (ср. εὔθυνα 2) требовать отчета, ревизовать, обследовать (τινά Plat.);
12 med.-pass. давать отчет, отчитываться (τῆς ἐφορίας Arst.);
13 привлекать к ответственности, обвинять (τινὰ κλοπῆς Plut.): τῶν ἀδικημάτων εὐθύνεσθαι Thuc. быть преданным суду за злоупотребления;
14 быть эвтином (см. εὔθυνος), служить финансовым ревизором Plat. - см. тж. ἰθύνω.

Greek (Liddell-Scott)

εὐθύνω: (ῠ): μέλλ. ῠνῶ. (εὐθὺς) = τῷ Ὅμ. ἰθύνω (ὅπερ ἀπαντᾷ συχνάκις ὡς διάφ. γραφ. παρ’ Ἀττ., ὡς ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 773): ὁδηγῶ κατ’ εὐθεῖαν, διευθύνω, οἰωνὸν γνώμῃ στομίων ἄτερ εὐθύνων ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 287· εὐθ ἡνίας Ἀριστοφ. Ὄρν. 1738· ἅρματα Ἰσοκρ. 9Α· ηὔθυνον ἀμφῆρες δόρυ, διηύθυνον τὸ ἀμφοτέρωθεν ἐρεσσόμενον πλοῖον, Εὐρ. Κύκλ. 15· εὐθ. πλάταν ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 39· εὐθ. ἀγέλας, ὁδηγεῖν, Ξεν. Κύρ. 1. 1. 2· εὐθ. χερσί, διευθύνειν ὁδηγεῖν αὐτόν, Σοφ. Αἴ. 542· εὐθ. πόδα Εὐρ. Ἡρακλ. 728, κτλ. 2) μεταφ., διοικῶ, κυβερνῶ, διευθύνω, Κύρου δὲ παῖς… ηὔθυνε στρατὸν Αἰσχύλ. Πέρσ. 773· πᾶσαν εὐθύνων πόλιν Σοφ. Ἀντ. 178, πρβλ. 1164, Εὐρ. Ἑκ. 9, Πλάτ. Μίνως 320D. II. ποιῶ τι εὐθύ, εὐθ. δίκας σκολιάς, διεστραμμένας δίκας διευθετεῖν, ποιεῖν αὐτὰς δικαίας, Σόλων 5. 36· εὐθ. δίκας λαοῖς Πινδ. Π. 4. 273· εὐθ. οὖρον, πέμπειν οὔριον ἄνεμον, ὁ αὐτ. Ο. 13. 38· εὐθ. ὄλβον ὁ αὐτ. Π. 1. 88· ὥσπερ ξύλον διαστρεφόμενον… εὐθ. ἀπειλαῖς καὶ πληγαῖς Πλάτ. Πρωταγ. 325D, πρβλ. 236Ε. ΙΙΙ. ἐν Ἀθήναις ἀκούω λογοδοσίαν (πρβλ. εὔθυνα), ἐπὶ ἄρχοντος, καλῶ αὐτὸν εἰς λογοδοσίαν, Πλάτ. Πολιτικ. εὐθ. τὰς ἀρχὰς Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 26., 12. 5, κ. ἀλλ. - Παθ., 299Α· ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 3. 18, 6. 2) μετὰ γεν. τοῦ ἐγκλήματος, προσκαλῶ τινα ὅπως δώσῃ εὐθύνας περὶ... τινὰ κλοπῆς Πλουτ. Κικ. 9. -Παθ., τῶν ἀδικημάτων εὐθύνθη Θουκ. 1. 95. 3) καθόλου, κατακρίνω, τὴν Φιλίστου διάλεκτον Πλουτ. Νικ. 1. IV. ἀμετάβ., ὑπηρετῶ ὡς εὔθυνος. Πλάτ. Νόμ. 946.

English (Slater)

εὐθῡνω set on a straight path λτ;γτ;ενοφῶντος εὔθυνε δαίμονος οὖρον (O. 13.28) εἰ γὰρ ὁ πᾶς χρόνος ὄλβον μὲν οὕτω καὶ κτεάνων δόσιν εὐθύνοι (P. 1.46) “ἱππόταις εὔθυνε λαοῖς δίκας” (P. 4.153) εὔθυν' ἐπὶ τοῦτον, ἄγε, Μοῖσα, οὖρον ἐπέων εὐκλέα (N. 6.28)

English (Strong)

from εὐθύς; to straighten (level); technically, to steer: governor, make straight.

English (Thayer)

1st aorist imperative 2nd person plural εὐθύνατε; (εὐθύς);
a. to make straight, level, plain: τήν ὁδόν, to lead or guide straight, to keep straight, to direct, (often so in Greek writings): ὁ ἐυθυνων, the steersman, helmsman of a ship, Euripides, Cycl. 15; of a charioteer, Isocrates, p. 9; others) (Compare: κατευθύνω.)

Greek Monolingual

(ΑΜ εὐθύνω) ευθύς
κάνω κάτι ευθύ, ευθειάζω, ισιάζωευθύνω μέταλλο»)
νεοελλ.
1. καθιστώ κάποιον υπεύθυνο, βαρύνω κάποιον με ευθύνες
2. (συν. μέσ.) ευθύνομαι
είμαι υπεύθυνος, φέρω ευθύνη («θα τιμωρηθούν όσοι ευθύνονται για τις βομβιστικές ενέργειες»)
αρχ.-μσν.
1. διοικώ, κυβερνώ («φίλιππον λαὸν εὐθύνων δορί», Ευρ.)
2. αναιρώ, ανασκευάζω («τὴν Φιλίστου διάλεκτον εὐθύνειν», Πλούτ.)
μσν.
καταδικάζω
αρχ.
1. οδηγώ στην ευθεία ή κατ' ευθείαν («πρὸς οἶκον εὐθύνοντες ἐναλίαν πλάτην», Ευρ.)
2. (για δρόμο) στρώνω, αφαιρώ τα εμπόδια («φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, εὐθύνατε τὴν ὁδὸν Κυρίου», ΚΔ)
3. δικάζω σύμφωνα με το δίκαιο
4. στέλνωχρόνος ὄλβον... εὐθύνει», Πίνδ.)
5. (στην Αθήνα για τους άρχοντες) καλώ κάποιον σε λογοδοσία
6. υποβάλλω σε βασανιστήρια
7. υπηρετώ ως εύθυνος
8. διοικούμαι, κυβερνώμαι
9. παθ. εὐθύνομαι
α) ανασκευάζομαι, εξελέγχομαι
β) υποβάλλομαι σε κριτική έρευνα
10. α) (αρσ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ εὐθύνων
ο πηδαλιούχος
β) (η μτχ. παθ. ενεστ. στο αρσ. πληθ.) οἱ εὐθυνόμενοι
οι κατηγορούμενοι.

Greek Monotonic

εὐθύνω: [ῡ], παρατ. ηὔθυνον, μέλ. -ῠνῶ (εὐθύς)· όπως το Ομηρικό ἰθύνω·
I. 1. οδηγώ κατ' ευθείαν, διευθύνω, διοικώ, σε Αισχύλ., Αριστοφ.· εὐθ. δόρυ, διευθύνω το πλοίο σε ευθεία γραμμή, σε Ευρ.· εὐθ.πλάταν, στον ίδ.· εὐθ. χερσί, τον κουμαντάρω, τον χειρίζομαι ή τον καθοδηγώ, σε Σοφ.
2. μεταφ., διοικώ, κυβερνώ, σε Τραγ.
II. κάνω κάτι ευθύ ή το βάζω σε ευθεία γραμμή, σε Πλάτ.· εὐθ. δίκας σκολιάς, παρουσιάζω στρεβλές αποφάσεις ως δίκαιες, σε Σόλωνα.
III. 1. στην Αθήνα, ακούω την απόδοση λογαριασμών (πρβλ. εὐθύνα), λέγεται για έναν άρχοντα, τον καλώ να λογοδοτήσει, σε Πλάτ.
2. με γεν., καλώ κάποιον να δώσει λογαριασμό για ένα παράπτωμα, εὐθ. τινὰ κλοπῆς, σε Πλούτ. — Παθ., τῶν ἀδικημάτων εὐθύνθη, σε Θουκ.

Middle Liddell

εὐθύς
I. to guide straight, direct, Aesch., Ar.; εὐθ. δόρυ to steer the bark straight, Eur.; εὐθ. πλάταν Eur.; εὐθ. χερσί to manage or guide him, Soph.
2. metaph. to direct, govern, Trag.
II. to make or put straight, Plat.; εὐθ. δίκας σκολιάς to make crooked judgments straight, Solon.
III. at Athens, to audit the accounts (cf. εὐθύνα) of a magistrate, call him to account, Plat.
2. c. gen. to call to account for an offence, εὐθ. τινὰ κλοπῆς Plut.:—Pass., τῶν ἀδικημάτων εὐθύνθη Thuc.

Chinese

原文音譯:eÙqÚnw 由-替挪
詞類次數:動詞(2)
原文字根:好-安置
字義溯源:修直,使直,直駛,掌舵;源自(εὐθύσ1 / εὐθύσ2)*=直的)
出現次數:總共(2);約(1);雅(1)
譯字彙編
1) 掌舵(1) 雅3:4;
2) 修直(1) 約1:23

Mantoulidis Etymological

(=ὁδηγῶ εὐθεία, διευθύνω). Ἀπό τό ἐπίθετο εὐθύς (ἀπό τό ἰων. ἐπιρρ. ἰθύς = κατευθείαν ἀπό ρίζα ι- τοῦ εἶμι).
Παράγωγα: εὔθυναεὐθύνη, εὔθυνσις, διεύθυνσις, κατεύθυνσις, εὐθυντέον, εὐθυντήρ, εὐθυντήριος, εὐθυντής, διευθυντής, εὐθυντικός, εὐθυντός.