ἀμυδρός

From LSJ
Revision as of 15:39, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμυδρός Medium diacritics: ἀμυδρός Low diacritics: αμυδρός Capitals: ΑΜΥΔΡΟΣ
Transliteration A: amydrós Transliteration B: amydros Transliteration C: amydros Beta Code: a)mudro/s

English (LSJ)

ά, όν,
A dim, faint, obscure:
1 of impressions on the eye, ἀ. χοιράς a rock dimly seen through water, Archil.129; ἀ. γράμματα scarce legible letters, Th.6.54; ἀ. φέγγος, χρῶμα, Arist.Mete.343b13, 372a2; ἀ. τὰ εἴδη τῶν ἰχθύων, σκιὰς μᾶλλον ἢ ἰχθῦς εἰκάσεις (in a painting) Paus.10.28.1. Adv. ἀμυδρῶς, βλέπειν, ὁρᾶν, Arist.HA537b11, 556b19; ἀμυδρῶς μιμεῖσθαί τι = represent its form obscurely, ib.502b9; ἀμυδρῶς ἔχειν = to be ill-defined, PA 668a3.
2 generally, faint, weak, σφυγμὸς ἀ. τὸν τόνον Aret.CA2.3, cf.SD1.12; τυπαί Nic.Th.358 (Comp.).
3 of impressions on the mind, vague, ἀ. εἶδος Pl.Ti.49a; ἀ. πρὸς ἀλήθειαν faint in comparison with truth, Id.R.597a; δι' ἀμυδρῶν ὀργάνων by imperfect organs, Id.Phdr.250b, cf. Tht.195a; μαντεῖα ἀμυδρότερα τοῦ τι σαφὲς σημαίνειν too obscure... Id.Ti.72b; ἀ. ἐλπίς Plu.Alc.38; ἀ. λόγος [Longin.] Rh.p.195H.; ἀμυδρότερα σχήματα Aps.p.327 H.; συναίσθησις Dam.Pr.81 (Sup.), etc. Adv. ἀμυδρῶς καὶ οὐθὲν σαφῶς Arist.Metaph.985a13, cf. 988a23; faintly, of one near death, Max.Tyr.16.2: Comp. ἀμυδρότερον Pl. Sph.250e, Plu.2.1025d.

Spanish (DGE)

ἀμυδρά, ἀμυδρόν
• Alolema(s): poét. ἀμυδρή Archil.229, Nic.Th.373
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1poco visible, borroso, apenas distinguible χοιράς Archil.l.c., γράμματα Th.6.54, D.59.76, Paus.6.15.8, D.C.37.9.2, ὄψις Pl.Epin.985b, χρώματα Arist.Mete.372a2, cf. Luc.Pisc.16, φέγγος Arist.Mete.343b13, Longin.17.2, δάκος Nic.Th.158, γραμμή Plu.2.564d, ἀγάλματα Paus.9.11.3, τὰ εἴδη τῶν ἰχθύων Paus.10.28.1, φῶς Ph.1.638, cf. Diocl.Fr.175
fig. vago, confuso εἶδος Pl.Ti.49a, (ἐκμαγεῖα) Pl.Tht.195a, ἀ. τι τυγχάνει ὂν πρὸς ἀλήθειαν Pl.R.597a, ἐλπίς Plu.Alc.38, εἴδωλα ψυχῆς AP 9.234 (Crin.), τύπος Ph.1.279
oscuro, desconocido ἀμύδρων ἄνδρων παλάων Alc.169 a 4.
2 casi imperceptible, débil, flojo τυπαί Nic.Th.358, τις οἷον ἠχώ Plu.2.745e, πνεύματα Heraclit.All.16, σφυγμός Aret.CA 2.3.8, SD 1.7.2, cf. Gal.8.659.
3 poco inteligible, oscuro de la acción favorable o nociva de ciertos elementos en el cuerpo, op. φανερός Hp.Aff.47, μαντεῖα Pl.Ti.72b, τεκμήρια D.35 praef., λόγος Longin.Rh.p.195, cf. D.H.Comp.94.4.
4 insignificante, débil, sin vigor de cierto animal, Nic.Th.195, τὸ μὲν δῆγμα ἀ. Philum.Ven.27.2
fig. παραδείγματα D.Chr.3.50, cf. 37.11, ζωή Plu.2.415c, βροτῶν γένος Man.4.538.
II débil, corto de vista ὄψεις Plu.2.920d, γλήνῃσιν ἀμυδρή Nic.Th.373, ἀ. τὰς ὄψεις Ph.1.442
fig. ὄργανα Pl.Phdr.250b, συναίσθησις Phld.Rh.2.6.
III adv. ἀμυδρῶς
1 borrosamente βλέπειν Arist.HA 537b11, ὁρᾶν Arist.HA 556b19, Paus.8.37.7, Ph.1.538, ἀκούειν Pall.V.Chrys.19 (M.47.70), τὴν δ' ἔνια μὲν ἀμυδρῶς ἔνια δ' ἀφανῶς (ἔχει) Arist.PA 668a1.
2 débilmente ἀμυδρῶς καὶ ἐγγύτατα θανάτου Max.Tyr.10.2.
3 vaga, imprecisamente ποιεῖν Arist.Metaph.985a13, πάντες ἀμυδρῶς ... φαίνονται θιγγάνοντες Arist.Metaph.988a23, αἰνίττεσθαί τι Synes.Prouid.M.66.1248C.
• Etimología: Emparentado c. ἀμυδᾶναι. A pesar de dificultades formales, cf. ἀμαυρός.

German (Pape)

[Seite 130] ά, όν (vgl. ἀμαυρόσἶ), dunkel, schwer zu erkennen, γρἀμματα, unleserlich, Thuc. 6, 54; Dem. 59. 76; P1ut. Rom. 7; φῶς Luc. A1ex. 17; ἀμοδρὰ ναὶ ἀσαφὴς τὸ χρῶμα Plsc. 16; ἀμοδρὸν βλέπειν Ael. V. H. 6, 12. Übh. schwach, ὄργανα, ὄνομα, Plat. Phaedr. 250 b Rep. VII, 533 d u. sster; ἐλπίς Plut. Alc. 58, u. ähnl. εἴδωλα (wofür vorher κεναὶ ἐλπίδες) Crinag. 33 (IX, 234). – Bei Archil. 98 χοιράς, verborgene, verderbliche Klippe. – Adv., ἀμνδρότερον ἀναφαίνεσθαι, minder deutlich, Plat. Soph. 250 e; καὶ κακῶς μιμεῖσθαι, schwach, Ae 1. H. A. 2, 8.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
obscur, difficile à reconnaître, indistinct.
Étymologie: cf. ἀμαυρός.

Russian (Dvoretsky)

ἀμυδρός: (ᾰ)
1 неясный, смутный, слабый (φέγγος Arst.; χρῶμα Arst., Luc.; φῶς Luc.; εἴδωλα Anth.; ἐλπίς Plut.);
2 неотчетливый, неразборчивый (γράμματα Thuc., Dem., Plut.);
3 слабый, несовершенный (ὄργανα Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμυδρός: -ά, -όν, ὅμοιον τῷ ἀμαυρός, ἀσαφής, σκοτεινός, μόλις φαινόμενος: 1) ἐπὶ ἐντυπώσεων ἐπὶ τοῦ ὀφθαλμοῦ, ἀμυδρὰ χοιράς, βράχος μόλις διακρινόμενος διὰ τοῦ ὕδατος, Ἀρχίλ. 55· (οὕτως ἐν Παυσ. 10. 28, 1, ἀναγινώσκομεν περὶ εἰκόνος τινὸς τοῦ Πολυγνώτου, ἀμυδρὰ οὕτω δή τι τὰ εἴδη τῶν ἰχθύων, - σκιὰς μᾶλλον ἢ ἰχθῦς εἰκάσεις)· ἀμ. γράμματα, μόλις διακρινόμενα, Θουκ. 6. 45, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 195Α· ἀμ. φέγγος, χρῶμα Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 6, 12., 3. 2, 4: - Ἐπίρρ. ἀμυδρῶς βλέπειν, ὁρᾶν, ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 4. 10, 13., 5. 30, 8· ἀμ. μιμεῖσθαί τι, μιμεῖσθαί τι οὐχὶ ἐναργῶς, αὐτόθι 2. 8, 6· ἀμ. ἔχειν, ἀσαφῶς, οὐχὶ ἐναργῶς ἔχειν, ὁ αὐτ. περὶ Γεν. Ζ. 3. 5, 6. 2) ἐπὶ ἐντυπώσεων γινομένων ἐπὶ τῆς διανοίας, ἀμ. εἶδος, σκιώδης μορφή, Πλάτ. Τίμ. 49Α· ἀμ. πρὸς ἀλήθειαν, ἀσαφὴς ἐν συγκρίσει πρὸς τὴν ἀλήθειαν, ὁ αὐτ. Πολ. 597Α· δι’ ἀμυδρῶν ὀργάνων, δι’ ἀτελῶν ὀργ., ὁ αὐτ. Φαῖδρ. 250Β· μαντεῖα ἀμυδρότερα τοῦ τι σαφὲς σημαίνειν, λίαν ἀσαφῆ ὥστε..., ὁ αὐτ. Τίμ. 72Β· ἀμ. ἐλπὶς Πλούτ. κτλ.: - Ἐπίρρ. ἀμ. καὶ οὐθὲν σαφῶς Ἀριστ. Μεταφ. 1. 4, 4· ἀμ. θιγγάνειν τινὸς αὐτόθι 1. 7, 1. - Συγκρ. ἀμυδρότερον Πλάτ. Σοφ. 250Ε. (Ἡ παραγωγὴ τῆς λέξεως εἶναι ἄγνωστος, πρβλ. ἀμαυρός).

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀμυδρός, -ά, -όν)
1. (για οπτικές εντυπώσεις) ασαφής στην όραση, δυσδιάκριτος, σκοτεινός
2. (για εντυπώσεις) μη εναργής, ασαφής, συγκεχυμένος
3. αδύναμος, άτονος, ανεπαίσθητος
αρχ.
ατελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Πρόκειται πιθ. περί παραλλήλου τ. του ἀμαυρός. Θα μπορούσε ακόμη κανείς να υποθέσει ότι η λ. συγγενεύει προς το ἀμαυρὸς και έχει υποστεί την επίδραση του τ. φαιδρός.
ΠΑΡ. αμυδρότητα
αρχ.
ἀμυδρῶ.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αμυδρόφωτος].

Greek Monotonic

ἀμυδρός: -ά, -όν, όπως το ἀμαυρός, αχνός, ανεπαίσθητος, ασαφής, σκοτεινός·
1. ἀμ. γράμματα, δυσανάγνωστα, δυσδιάκριτα γράμματα, σε Θουκ.
2. ἀμ. πρὸς ἀλήθειαν, πολύ λίγος σε σύγκριση με την αλήθεια, στον ίδ.· ἀμ. ἐλπίς, σε Πλούτ. (αμφίβ. προέλ.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: dim, faint, obscure (Archil.).
Other forms: ἀμυδᾶναι· κρύψαι H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown. In meaning and form, ἀμαυρός is close, but the two cannot be combined as IE. One proposes contamination in such cases, but this is rather gratuitous (thus influence of φαιδρός is quite in the air). ἀμυδ-ᾶναι can continue *h₂mud-. One compares OCS mъdьl-ostъ weakness; however, this form cannot contain *mud-, as Winter's Law would give a long vowel.

Middle Liddell

[deriv. uncertain].] like ἀμαυρός
1. indistinct, dim, obscure:
1. ἀμ. γράμματα scarce legible letters, Thuc.
2. ἀμ. πρὸς ἀλήθειαν faint in comparison with truth, Thuc.; ἀμ. ἐλπίς Plut.

Frisk Etymology German

ἀμυδρός: {amudrós}
Meaning: dunkel, schwer zu erkennen, schwach (ion. att.).
Derivative: Daraus erweitert ἀμυδρήεις ib. (Nik.). Adjektivabstraktum ἀμυδρότης Dunkelheit, Schwäche (Ph., Gal., Plot.). Denominativ ἀμυδρόομαι, -όω ‘dunkel usw. werden’ bzw. machen (Ph., Arist.-Komm.); davon ἀμύδρωσις (Arist.-Komm. usw.).
Etymology: Unklar. Beziehung zu, bzw. Umbildung nach dem synonymen ἀμαυρός nicht unmöglich. Prellwitz denkt an aksl. iz-mъděti schwach werden.
Page 1,96-97

English (Woodhouse)

dim, faint, indistinct, shadowy

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=σκοτεινός). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Συγγενές μέ τό ἀμαυρός.

Lexicon Thucydideum

obscurus, exilis, insignificant, meager, 6.55.7.

Translations

dim

Bulgarian: мътен; Catalan: tènue; Chinese Mandarin: 昏, 昏暗, 暗淡; Czech: tmavý, mdlý; Dutch: donker, schemerachtig, schemerig, mat; Finnish: himmeä; French: tamisé, faible; German: dämmerig, schummrig; Greek: σκοτεινός, αχνός, αμυδρός; Ancient Greek: ἀμαυρός, ἀμυδρός; Hebrew: כהה‎; Hungarian: fénytelen, színtelen, opálos; Italian: debole, fioco, fioca, oscuro, oscura; Japanese: 薄暗い, 仄暗い; Latin: fuscus, creper; Latvian: blāvs; Macedonian: темен, матен; Maori: rokuroku, kaurehu; Norwegian: dim, dimt, dimme; Plautdietsch: dunkel; Polish: ciemny, przyćmiony, ciemnawy, przytępiony; Portuguese: opaco, sombrio; Romanian: tern; Russian: тусклый; Spanish: tenue; Telugu: మసక; Ukrainian: тьмяний; Vietnamese: mờ