καταδικάζω

From LSJ

μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταδῐκάζω Medium diacritics: καταδικάζω Low diacritics: καταδικάζω Capitals: ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΩ
Transliteration A: katadikázō Transliteration B: katadikazō Transliteration C: katadikazo Beta Code: katadika/zw

English (LSJ)

A give judgement or sentence against a person, condemn, opp. ἀποδικάζω:—Constr.: c. gen. pers. et acc. rei, κ. τινὸς θάνατον Hdt.1.45; τὴν διπλασίαν (sc. ζημίαν) Lexap.D.24.105; πολλὴν μοχθηρίαν J.Ap.1.24; πολλὴν τὴν ἀπόγνωσιν Luc.Merc.Cond.11: c. gen. pers. et inf., κ. σεαυτοῦ τὰ ἔσχατα παθεῖν X.Cyr.3.1.9, cf. An. 6.6.15: c. gen. pers. only, Luc.DMort.29.2: abs., Pl.Lg.958c; τᾶν ψάφων ταὶ καταδικάζουσαι SIG953.83 (Calymna, ii B. C.):—Med., get sentence given against a person, δίκην καταδικάσασθαί τινος Th.5.49, D.21.176; κ. τινός, without acc., Lys.23.14, D.47.18; κ. τινὸς Χρημάτων get a person condemned [to a payment] of money, Paus.6.3.7: abs., Pl. Lg.857a, PHal.1.65 (iii B. C.), etc.:—Pass., καταδικασθείς condemned, Pl.Lg.958c; ὑπὸ ἐχθρῶν Phld.Ir.p.51 W.; ἐπὶ φόνῳ for murder, D.S. 4.76; ἐπὶ κακουργία Id.3.12; later καταδικασθῆναι θανάτῳ to be condemned to death, Id.13.101, etc.; θάνατον D.C.68.1; τὴν ἐπὶ θανάτῳ Artem.4.60; φυγήν App.Ital.3; εἰς ἀλαβαστρῶνα Sammelb.4639.2 (iii A.D.); εἰς δοῦλον, εἰς νῆσον, Artem.4.65, 5.21: c. inf., καταδικάζεται ἀποθανεῖν Luc.VH1.29; of the sentence, ἀντέλεγον μὴ δικαίως σφῶν καταδεδικάσθαι that judgement had been given against them unjustly, Th.5.49; later -δικασθείσης αὐτοῦ δίκης PHal.1.44 (iii B.C.), cf. PLille29.6 (iii B.C.); of fines imposed, τὰ καταδικασθέντα ἐκπραξέω IG22.1126.5 (Amphict. Delph.).
II Med., have judgement given in one's favour, Is.4.9, 10.24.
III declare by express judgement, ὅτι… X.An.5.8.21.
IV Pass., to be bound by a law, Men.Prot.p.39 D.

German (Pape)

[Seite 1346] einen Richterspruch wider Einen fällen, durch den Richterspruch verurteilen; absol., ἡ ἀρχὴ ἡ καταδικάσασα Plat. Legg. XII, 958 c; Xen. An. 5, 8, 21; mit dem gen. der Person u. dem accus. der Sache, ἐπειδὴ σεωϋτοῦ καταδικάζεις θάνατον Her. 1, 45; Sp., δίκην αὐτοῦ κατεδίκασαν ἱεροσυλίας Pol. 23, 2, 7; c. inf., ἀποθανεῖν Luc. V. H. 1, 29; pass., καταδικασθείς Plat. Legg. XII, 958 c; ἀκρίτους καταδεδικάσθαι Luc. Calumn. 8; ἐπὶ φόνῳ καταδικασθείς D. Sic. 4, 76; θάνατον καταδικασθείς D. Cass. 68, 1; θανάτῳ Plut. inst. lac. g. E.; D. Sic. 1, 77 u. A.; vgl. Lob. zu Phryn. 475. – Das med. wird vom Kläger gebraucht, verurteilen lassen (zu seinen Gunsten), den Prozess gewinnen, τινός, gegen Jem., Plat. Legg. IX, 857 a; Lys. 17, 3; Thuc. 5, 49; κατεδικάσατο ἐμοῦ ἀδίκως Dem. 47, 18; δίκην ἐμπορικὴν καταδικασάμενός τινος 21, 176; χρημάτων τινός Paus. 6, 3, 7. – Καταδικαστέον, man muß verurteilen, Clem. Al.

French (Bailly abrégé)

1 prononcer un jugement contre, condamner : τινος qqn ; θάνατόν τινος HDT condamner qqn à mort ; τινος τὰ ἔσχατα παθεῖν XÉN condamner qqn à subir le dernier supplice ; κ. τινὰ ἀποθανεῖν LUC condamner qqn à mourir;
2 déclarer par un jugement;
Moy. καταδικάζομαι poursuivre en justice, faire condamner.
Étymologie: κατά, δικάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-δικάζω act. (iets) als vonnis uitspreken tegen (iem.), (iem.) veroordelen (tot iets), met gen. (iem.) en acc. (iets):; κ. τινὸς θάνατον iem ter dood veroordelen Hdt. 1.45.2; κ. φυγὴν ἑαυτοῦ zichzelf tot ballingschap veroordelen Luc. 55.10; met inf.:; καταδικάζω ἐμαυτοῦ... τῆς ἐσχάτης δίκης ἄξιος εἶναι ik beken dat ik de hoogste straf verdien Xen. An. 6.6.15; pass.:; καταδικάζεται ἀποθανεῖν hij wordt ter dood veroordeeld Luc. 13.29; abs.:; ἀντέλεγον μὴ δικαίως σφῶν καταδεδικάσθαι zij protesteerden dat zij ten onrechte waren veroordeeld Thuc. 5.49.2; later met acc. v. pers.: οὐκ ἂν κατεδικάσατε τοὺς ἀναιτίους u zoudt geen onschuldigen hebben veroordeeld NT Mt. 12.7. med. (een veroordeling) gedaan krijgen (tegen iem.), (een proces) winnen (tegen iem.), met acc. en gen.: (δίκη) ἣν... Ἠλεῖοι κατεδικάσαντο αὐτῶν (de boete) waartoe de Eliërs hen hadden laten veroordelen Thuc. 5.49.1; δίκην ἐμπορικὴν κ. τοῦ Μενίππου een handelsproces winnen tegen Menippos Dem. 21.176.

Russian (Dvoretsky)

καταδῐκάζω:
1 выносить обвинительный приговор, осуждать (τινά NT и τινός Arst., Luc.; καταδικασθεὶς θανάτῳ Plut.): ἡ ἀρχὴ ἡ καταδικάσασα Plat. инстанция, вынесшая обвинительный приговор; κ. θάνατόν τινος Dem. или τινὰ ἀποθανεῖν Luc. осудить кого-л. на смерть; κ. τινὸς τὰ ἔσχατα παθεῖν Xen. приговорить кого-л. к тягчайшему наказанию;
2 выносить решение, постановлять, тж. признавать (ὅτι δικαίως ἔπαιον αὐτούς, καὶ ὑμεῖς κατεδικάσατε τότε Xen.);
3 med. преследовать по суду, добиваться осуждения (τινος Dem. или δίκῃν τινός Thuc.).

English (Strong)

from κατά and a derivative of δίκη; to adjudge against, i.e. pronounce guilty: condemn.

English (Thayer)

(καταδίκη) καταδίκης, ἡ;
1. damnatory sentence, condemnation: L T Tr WH; (Epicharm. in Ath. 2,3, p. 36d.), Polybius, Plutarch, Irenaeus 1,16, 3).
2. penalty, especially a fine; (Thucydides, Demosthenes, Lucian).

Greek Monolingual

(AM καταδικάζω) καταδίκη
εκδίδω καταδικαστική απόφαση, κρίνω κάποιον ως ένοχο σε δίκη, επιβάλλω ποινή, τιμωρώ
νεοελλ.
1. κρίνω εκ τών προτέρων την τύχη κάποιου («ο θεός τον καταδίκασε να σέρνεται»)
2. προδικάζω κακή έκβαση, προοιωνίζομαι κακό («οι γιατροί τον έχουν καταδικάσει»)
νεοελλ.-μσν.
κατηγορώ, κατακρίνω, αποδοκιμάζωκαταδικάζω τις ενέργειες»)
μσν.
1. κατανικώ
2. προκαλώ δεινά, καταστρέφω
3. αναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι
αρχ.
κρίνω ανεπιφύλακτα
2. μέσ. καταδικάζομαι
α) ενεργώ έτσι ώστε να εκδοθεί απόφαση εναντίον κάποιου
β) επιτυγχάνω απόφαση ευνοϊκή για μένα
3. παθ. καταδικάζομαι
υπόκειμαι στον νόμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + δικάζω (< δίκη)].

Greek Monotonic

καταδῐκάζω: μέλ. -άσω — Παθ., αόρ. αʹ κατεδικάσθην, παρακ. καταδεδίκασμαι·
I. εκδίδω απόφαση εναντίον κάποιου, επιβάλλω ποινή σ' αυτόν, τον καταδικάζω, αντίθ. προς το ἀποδικάζω, με γεν. προσ. και αιτ. πράγμ., κ. τινὸς θάνατον, επιβάλλω σε αυτόν την θανατική ποινή, σε Ηρόδ.· με απαρ., κ. τινὸς τὰ ἔσχατα παθεῖν, καταδικάζω κάποιον στο να υποστεί τις έσχατες ποινές, σε Ξεν. — Μέσ., ενεργώ με τέτοιο τρόπο ώστε να εκδοθεί καταδικαστική απόφαση εναντίον κάποιου, δίκηνκαταδικάζεσθαί τινος, σε Θουκ. — Παθ., καταδικασθείς, καταδικασμένος, σε Πλάτ.· με απαρ., καταδικάζεται ἀποθανεῖν, σε Λουκ.· λέγεται για δικαστική απόφαση, ἀντέλεγον μὴδικαίως σφῶν καταδεδικάσθαι, ισχυρίζονταν ότι η καταδίκη τους ήταν άδικη, σε Θουκ.
II. διακηρύσσω με ρητή απόφαση, ανακοινώνω με σαφή απόφαση, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

καταδῐκάζω: μέλλ. -άσω, ὡς καὶ νῦν. ― Συντάσσεται μετὰ γεν. προσ. καὶ αἰτ. πράγμ., κ. τινὸς θάνατον Ἡρόδ. 1. 45· ζημίαν, δίκην κ. τινὸς Νόμ. παρὰ Δημ. 733. 5, κτλ.· πολλὴν τὴν ἀπόγνωσιν Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 11· ― μετὰ γεν. προσ. καὶ ἀπαρ., κ. τινὸς τὰ ἔσχατα παθεῖν Ξεν. Κύρ. 3. 1, 9, πρβλ. Ἀν. 6. 6, 15· ― μόνον μετὰ γεν. προσ., Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 29. 2· ― ἀπολ., Πλάτ. Νόμ. 958C. ― Μέσ., ἐνεργῶ ὥστε νὰ ἐκδοθῇ καταδικαστικὴ ἀπόφασις ἐναντίον τινός, δίκην καταδικάζεσθαί τινος Θουκ. 5. 49, Δημ. 571. 21· κατ. τινος, ἄνευ τῆς αἰτιατ., Λυσ. 167. 41, Δημ. 1144. 17· ὡσαύτως, κ. τινος χρημάτων, ἐνεργῶ ὥστε νὰ καταδικασθῇ τις εἰς πληρωμὴν χρημάτων, Παυσ. 6. 3, 7· ἀπολ., Πλάτ. Νόμ. 857Α, κτλ.· πρβλ. καταγιγνώσκω ΙΙΙ. ― Παθ., καταδικασθεὶς αὐτόθι 937C· ἐπὶ φόνῳ, διὰ φόνον, Διόδ. 4. 76, πρβλ. 3. 12· καταδεδικασμένος Ἰσαῖος 82. 18· παρὰ μεταγενεστ. συγγραφ. καταδικασθῆναι θανάτῳ, νὰ καταδικασθῇ τις εἰς θάνατον, Διόδ. 13. 101, κτλ., ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 475· θάνατον Δίων Κ. 68. 1· τὴν ἐπὶ θάνατον Ἀρτεμίδ. 4. 62· φυγὴν Ἀππ. Ἰταλ. 3· ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., καταδικάζεται ἀποθανεῖν Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 29· ὡσαύτως ἐπὶ τῆς ἀποφάσεως τοῦ δικαστοῦ, ἀντέλεγον μὴ δικαίως σφῶν καταδεδικάσθαι, ὅτι ἡ καταδίκη αὐτῶν ἐγένετο ἀδίκως, Θουκ. 5. 49. ΙΙ. διακηρύττω διὰ ῥητῆς ἀποφάσεως, ὅτι… Ξεν. Ἀν. 5. 8, 21. ― Πρβλ. καταδιαιτάω.

Middle Liddell

fut. άσω Pass., aor1 κατεδικάσθην perf. καταδεδίκασμαι
I. to give judgment against a person, pass sentence upon him, condemn him, opp. to ἀποδικάζω, c. gen. pers. et acc. rei, κ. τινὸς θάνατον to pass sentence of death upon him, Hdt.; c. inf., κ. τινὸς τὰ ἔσχατα παθεῖν to condemn him to suffer extreme penalties, Xen.:—Mid. to get sentence given against one, δίκην καταδικάζεσθαί τινος Thuc.:—Pass., καταδικασθείς condemned, Plat.; c. inf., καταδικάζεται ἀποθανεῖν Luc.; of the sentence, ἀντέλεγον μὴ δικαίως σφῶν καταδεδικάσθαι they contended that judgment had been given against them unjustly, Thuc.
II. to declare by express judgment, Xen.

Chinese

原文音譯:katadik£zw 卡他-笛卡索
詞類次數:動詞(5)
原文字根:向下-義
字義溯源:判罪,定罪,宣判;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(δίκη / καταδίκη)*=公正)組成。參讀 (καταγινώσκω)同義字
同源字:1) (δικαιόω)定為無罪 2) (δικάζω / καταδικάζω)判罪 3) (καταδίκη)法庭宣判
出現次數:總共(5);太(2);路(2);雅(1)
譯字彙編
1) 你們⋯定人的罪(1) 路6:37;
2) 你們⋯定罪(1) 太12:7;
3) 你們定罪(1) 雅5:6;
4) 被定罪(1) 路6:37;
5) 你要被定罪(1) 太12:37

Lexicon Thucydideum

condemnare, to condemn, convict, 5.49.1,
PASS. 5.49.2,
latam sententiam, passed sentence.