φιλία
Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art
English (LSJ)
Ion. φιλίη, ἡ, (φιλέω)
A affectionate regard, friendship (not in A. or S.), usually between equals, ἄνδρεσσι κακοῖς συνθέμενοι φιλίην Thgn.306, IG12.1037; ἐπαγγέλλεσθαι φ. Hdt.7.130; εἰς ἀλλήλους φιλίας ἀνακίρνασθαι E.Hipp.254 (anap.), cf. Democr.109, al., Hippias 17, Antipho Soph.64 (pl.), And.3.29, Pl.Smp.179c, etc.; φιλίας, inscr. on a bowl (perhaps loving-cup), BSA32.194 (Haliartus, Hellenistic), etc.; ἡ τῆς ψυχῆς φιλία διὰ τὸ ἁγνὴ εἶναι, opp. ἔρως, X.Smp.8.15, cf. Pl.Phdr.255e; opp. ἔχθρα, Isoc.1.33, Plot.3.2.2; ἡ φιλία τοῦ κόσμου ἔχθρα τοῦ θεοῦ ἐστιν Ep.Jac.4.4; opp. μῖσος, Isoc.15.122; φιλία θεῶν καὶ ἀνθρώπων Pl.Smp.188d; of family affection, X.Hier.3.7 (pl.); ἐν ταῖς φιλίαις = in the family circle, Arist.Po.1453b19; of the regard of dependents towards their superiors, X.An.1.6.3; φιλία ἡ πρὸς τὸν δῆμον Isoc.16.28; of friendship between States, ἐχρημάτισε περὶ φιλίας τοῖς Ἀθηναίοις Th.5.5; φιλία καὶ ξυμμαχία Id.6.34; τῆς φιλίας ἀφέσθαι, τὴν φιλίαν διαλύσασθαι, of communities, Isoc.6.11, 14.33: various εἴδη distinguished by Arist.EN1156a7 ff.; by the Stoics, Stoic.3.24, 27, 181: phrases, φιλίαν πρός τινας ποιήσασθαι X.Mem.2.6.29; παρά τινων φιλίαν λαβεῖν Id.Cyr.3.1.28; τισὶ διὰ φιλίας ἰέναι Id.An.3.2.8; εἰς φιλίαν ἰτέον, ἔρχεται, Pl.Phdr.237c, Ly.214d; ἔστιν ἡμῖν ἐν φ. PMich.Zen.33.3 (iii B. C.); ἀνανεούμενος τὴν φιλίαν καὶ ξενίαν τὴν πρότερον ὑπάρχουσαν Isoc.Ep.7.13; προλιπόνθ' ἡμετέρην φ. Thgn.1102; ἔλιπε φ. E.Alc.930 (lyr.); τῆς φιλίας ἐξίστασθαί τινι Lys.8.18: with Preps., διὰ φιλίας Pl.Plt.304e; μετὰ φιλίας X.Mem.1.2.10; διὰ φιλίαν, v. infr.; κατὰ φιλίαν Pl.Lg.823b:—the person is commonly expressed by πρός τινα, Isoc.5.32; πρὸς ἀλλήλους Id.9.57, etc.; less freq. εἰς ἀλλήλους E.Hipp. (v. supr.); also by object. gen., διὰ φιλίαν αὐτοῦ through friendship for him, Th.1.91; φιλία ξυνετοῦ friendship with a wise man, Democr.98; so ἡμετέρη φιλία friendship with us, Thgn.600, 1102 (v. supr.), Isoc.6.11 (v. supr.); φιλία ἡ σή X.An.7.7.29, E Or.138, etc.: pl., φιλίαι ἰσχυραί Hdt.3.82, Pl. Smp.182c.
2 friendliness, amiability, φιλία ἄνευ τοῦ στέργειν Arist.EN1126b22, cf. 1108a28.
3 later, of lovers, fondness, LXX Pr.5.19, Lyr.Alex.Adesp.1.8, AP5.266 (Agath.).
4 c. gen., of things, fondness, liking for, κέρδους Pl.R.581a; [τῶν ἀρχῶν] Arist.Cael.306a12.
5 the natural force which unites discordant elements and movements, opp. νεῖκος, Emp.18, al., Isoc.15.268.
II Pythagorean name for three, Theol.Ar.16 (not for six, Iamb. In Nic. p.34 P.).
German (Pape)
[Seite 1278] ἡ, ion. φιλίη, Liebe, Freundschaft, Zuneigung, Gunst, Huld; zuerst bei Theogn. 306. 600. 1098; σὴν φιλίαν σεβόμεσθα Eur. Alc. 980; χρῆν μετρίας εἰς ἀλλήλο υς φιλίας θνητοὺς ἀνακίρνασθαι Hipp. 254; u. in Prosa: θεῶν καὶ ἀνθρώπων Plat. Conv. 188 c; Gegensatz ἔχθρα Soph. 242 e; εἰς ὁμοιότητά τε καὶ φιλίαν καὶ ξυμφωνίαν τῷ καλῷ λογῳ ἄγουσα Plat. Rep. III, 401 d; φιλίαν πάρὰ τίνων ἄν ποτε λάβοις τοσαύτην, βεβαιόταται φιλίαι γονεῦσι πρὸς παῖδας Hier. 3, 7; φιλίαν πρός τινας ποιεῖσθαι, Freundschaft schließen mit, Mem. 2, 6,29: φιλίᾳ τῇ ἐμ ῇ, aus Freundschaft gegen mich, An 7, 7,99; Sp. – Vgl. auch φίλιος.
French (Bailly abrégé)
1ας (ἡ) :
amitié :
1 en gén. φιλίαν ποιεῖσθαι πρός τινα XÉN contracter amitié avec qqn ; φιλίαν λαβεῖν παρά τινος XÉN recevoir un témoignage de bienveillance de qqn ; διὰ φιλίαν ἰέναί τινι XÉN entrer dans des relations d'amitié avec qqn ; φιλίαν διαλύεσθαι ISOCR, ἀποθέσθαι PLUT rompre des liens d'amitié ; μετὰ φιλίας XÉN avec amitié ; διὰ τὴν φιλίαν THC par amitié ; φιλία πρός τινα ou εἴς τινα, φιλία τινός amitié pour qqn ; φιλίᾳ τῇ σῇ XÉN par amitié pour toi;
2 amitié, vive affection, amour mais sans idée de sensualité;
3 fig. amour (du gain, du pouvoir, etc.).
Étymologie: φίλος.
2fém. de φίλιος.
Russian (Dvoretsky)
φῐλία:
I ион. φιλίη ἡ φιλέω реже pl.
1 любовь, привязанность (γονεῦσι πρὸς παῖδας, καὶ ἀδελφοῖς πρὸς ἀδελφούς, καὶ γυναιξὶ πρὸς ἄνδρας, καὶ ἑταίροις πρὸς ἑταίρους Xen.): φιλίᾳ τῇ σῇ Xen. из любви к тебе;
2 дружба (φ. καὶ ξυμμαχία Thuc.): φιλία λαβεῖν или κτήσασθαι παρά τινος Xen. стяжать чью-л. дружбу; διὰ φιλίαν ἰέναι τινί Xen. заключать дружбу с кем-л.; διὰ φιλίαν τινός Thuc. из дружбы с кем-л.; φιλίαι ἰσχυραί Plat. прочные дружеские отношения;
3 стремление, жажда (τοῦ κέρδους Plat.);
4 предмет любви: ἔθανε δάμαρ, ἔλιπε φιλίαν Eur. умерла супруга, покинула того, кого любила.
II ἡ φίλιος I] (sc. γῆ или χώρα) дружественная страна Xen., Dem.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλία: Ἰωνικ. -ίη, ἡ, (φιλέω) ὡς καὶ νῦν, ἡ φιλικὴ ἀγάπη· φιλία, διαστελλομένη τοῦ Ἔρωτος. ὡς διαστέλλεται ἐν τῇ Λατιν. τὸ amicitia τοῦ amor, πρῶτον παρὰ Θεόγν., ἀκολούθως δὲ παρ’ Ἡροδ., Εὐριπ., κλπ. (οὐδαμοῦ παρ’ Αἰσχύλ. καὶ Σοφ.)· ἡ ψυχῆς φ., διὰ τὸ ἁγνὴ εἶναι Ξεν. Συμπ. 8, 15, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 179C, Φαῖδρος 237C, 255E, κλπ.· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἔχθρα, μῖσος, Ἰσοκρ. 9Β, περὶ Ἀντιδ. § 130· λέγεται καὶ ἐπὶ τῆς μεταξὺ θεῶν καὶ ἀνθρώπων φιλίας, Πλάτ. Συμπ. 188C· ἐπὶ παντὸς εἴδους οἰκογενειακῆς στοργῆς, Ξεν. Ἱέρ. 3, 7, Ἀριστ. Ποιητ. 14, 9· ἐπὶ τῆς ἀγάπης καὶ ἀφοσιώσεως τῶν κατωτέρων πρὸς τοὺς ἀνωτέρους των, Ξεν. Ἀνάβ. 1, 6, 3, πρβλ. Ἰσοκρ. 352Β· ἀλλὰ συνηθέστατα ἐπὶ τῆς φιλικῆς σχέσεως τῆς μεταξὺ ὁμοίων, ἄνδρεσσι κακοῖς συνθέμενοι φ. Θέογν. 306, πρβλ. Ἀνδοκ. 27. 10· φιλ. ἐπαγγέλλεσθαι Ἡρόδ. 7. 130· φ. ποιεῖσθαι πρός τινα Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 29· φ. εἰς ἀλλήλους ἀνακίρνασθαι Εὐρ. Ἱππ. 253· φ. λαβεῖν ἢ κτήσασθαι παρά τινος Ξεν. Κύρ. 3. 1, 28· διὰ φ. ἰέναι τινὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἀναβ. 3. 2, 8· εἰς φ. ἰέναι, ἔρχεσθαι Πλάτ. Φαῖδρ. 237C, Λυσί. 214D· φ. ἀνανεώσασθαι Ἰσοκρ. 424Α· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ τὴν φ. προλιπεῖν Θέογν. 1102· λιπεῖν Εὐρ. Ἄλκ. 930· διαλύεσθαι Ἰσοκρ. 302Ε· τῆς φ. ἐξίστασθαί τινι Λυσί. 114. 2· ἀφέσθαι Ἰσοκρ. 118Β· περὶ τῆς μεταξὺ πόλεων φιλικῆς σχέσεως, ἐχρημάτισε περὶ φιλίας τοῖς Ἀθηναίοις Θουκ. 5. 5, πρβλ. 6. 34, 78· ― μετὰ προθέσ., διὰ φιλίας Πλάτ. Πολιτικ. 304Ε· μετὰ φιλίας Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 10· διὰ φιλίαν, ἴδε κατωτ.· κατὰ φιλίαν Πλάτ. Νόμ. 823Β· ― τὸ πρόσωπον συνήθως ἐκφέρεται διὰ τοῦ πρός τινα, Ἰσοκρ. 88D, 100C, κλπ.· σπανιώτερον διὰ τοῦ εἴς τινα, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ὡσαύτως δι’ ἀντικειμενικῆς γενικῆς, διὰ φιλίαν αὐτοῦ, ἕνεκα φιλίας πρὸς αὐτόν, Θουκ. 1. 91· οὕτως. ἡμετέρη φ., ἡ μεθ’ ἡμῶν φιλία, Θέογν. 600. 1102· φιλία ἡ ἐμή, ἡ σὴ Ξεν. Ἀν. 7. 7, 29, Εὐρ. Ὀρ. 138, κλπ.· ― ἐν τῷ πληθ., φ. ἰσχυραὶ Ἡρόδ. 3. 82, Πλάτ. Συμπ. 182C. 2) φιλικὴ διάθεσις, καλωσύνη ἄνευ στοργῆς τινος, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 2. 7, 13., 4. 6, 5. 3) ἐπὶ τῆς μεταξὺ τῶν δύο φύλων σαρκικῆς ἀγάπης, ὡς τὸ ἔρως, Ἑβδ. (Παροιμ. Ε΄, 19). 4) ἐν σχέσει πρὸς πράγματα, ἀγάπη πρός τι, ἐπιθυμία τινός, κέρδους Πλάτ. Πολ. 581Α· τῶν ἀρχῶν Ἀριστ. περὶ Οὐραν. 3. 7, 10. 5) ἡ φυσικὴ δύναμις ἡ ὑποτιθέμενη ὅτι συνάπτει τὰ διεστῶτα στοιχεῖα καὶ τὰς συγκρουομένας κινήσεις, ὡς τοὐναντίον νεῖκος ἐκαλεῖτο ἡ φυσικὴ δύναμις ἡ ὑποτιθεμένη ὅτι ἀποχωρίζει αὐτά, Ἐμπεδ. παρ’ Ἀριστ. ἐν Φυσ. 8. 1, 3, περὶ Γεν. καὶ Φθορ. 2. 6, 7, Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 4, 2, πρβλ. Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 287 (= 269). ΙΙ. θηλ. τοῦ φίλιος, ὃ ἴδε.
English (Strong)
from φίλος; fondness: friendship.
English (Thayer)
φιλίας, ἡ (φίλος), friendship: with a genitive of the object, Theognis, Herodotus, others.))
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και στον Ερωτόκρ. φιλιά Ν, και ιων. τ. φιλίη Α φίλος
1. ο φιλικός δεσμός που ενώνει δύο ή περισσότερα πρόσωπα και ο οποίος βασίζεται στην αμοιβαία εκτίμηση, αγάπη και κατανόηση και πραγματώνεται με ενέργειες που εκφράζουν τα αισθήματα αυτά
2. (στη νεοελλ. μόνον στον τ. φιλιά) ερωτικός πόθος, σαρκική αγάπη (α. «όντεν αρχίσου φιλιά να κάμουν τσ' ερωτιάς», Ερωτόκρ.
β. «ἔλαφος φιλίας καὶ πῶλος σῶν χαρίτων ὁμιλείτω σοι», ΠΔ)
νεοελλ.
φίλεμα
αρχ.
1. φιλική διάθεση, εύνοια
2. (σχετικά με πράγμ.) επιθυμία
3. (στον Αριστοτ.) η φυσική δύναμη που συνδέει διιστάμενα στοιχεία και κινήσεις
4. (στους Πυθαγορείους) ο αριθμός τρία
5. οικογενειακή στοργή και αφοσίωση τών κατωτέρων προς τους ανωτέρους τους
6. φρ. α) «διὰ φιλίαν αὐτοῦ» — για χάρη της φιλίας προς αυτόν (Θουκ.)
β) «ἡ ἡμετέρη φιλία» — η φιλία με εμάς (Θέογν.).
Greek Monotonic
φῐλία: Ιων. -ίη, ἡ (φιλέω)·
1. φιλική αγάπη, συμπάθεια, φιλία· διακριτέο από το ἔρως, όπως Λατ. amicitia από amor, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· φιλία ποιεῖσθαι πρός τινα, σε Ξεν.· με γεν., διὰ φιλίαν αὐτοῦ, δια μέσου της φιλίας προς αυτόν, σε Θουκ.· ἡμέτερη φιλία, φιλία μεταξύ μας, σε Θέογν.· φιλία ἡ ἐμή, σε Ξεν. κ.λπ.
2. αγάπη για κάποιο πράγμα, σε Πλάτ.
Middle Liddell
φῐλία, ἡ, φιλέω
1. friendly love, affection, friendship, distinct from ἔρως, as Lat. amicitia from amor, Hdt., Eur., etc.; φ. ποιεῖσθαι πρός τινα Xen.; with genitive, διὰ φιλίαν αὐτοῦ through friendship for him, Thuc.; ἡμετέρη φ. friendship with us, Theogn.; φιλία ἡ ἐμή Xen., etc.
2. fondness for a thing, Plat.
Chinese
原文音譯:fil⋯a 非利阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:喜愛
字義溯源:喜愛,友情,嗜好,摯愛,朋友,友;源自(φίλος)*=親愛)
出現次數:總共(1);雅(1)
譯字彙編:
1) 朋友(1) 雅4:4
English (Woodhouse)
(see also: φίλιος) affection, friendship
Lexicon Thucydideum
amicitia, friendship, 1.60.2, 1.91.1, 1.137.4. 2.2.4, 2.9.2, 2.82.1. 2.100.3. 3.10.1, 3.12.1. 3.12.13.32.2, 3.95.1, 4.19.1. 4.20.2. 4.114.4. 5.5.1, 5.95.1, 6.34.1, 6.75.3. 6.78.1, 6.88.6. 7.33.4, 7.57.10. 8.37.1. 8.88.1. 8.108.4. [praeterea vulgo moreover in the common texts 7.50.1, ubi nunc where now φίλια.]
Translations
friendship
Albanian: shoqëri; Arabic: صَدَاقَة; Armenian: ընկերություն, բարեկամություն; Asturian: amistá; Azerbaijani: arxadaşlıq, dostluq; Bashkir: дуҫлыҡ; Belarusian: сяброўства, дружба, прыяцельства; Bengali: বন্ধুত্ব; Bulgarian: приятелство, дружба; Burmese: ခင်မင်မှု; Catalan: amistat; Central Atlas Tamazight: ⵜⵉⴷⴷⵓⴽⴽⵍⴰ; Cherokee: ᎠᎵᎢ; Chinese Dungan: щёнхо; Mandarin: 友誼, 友谊, 友情, 友愛, 友爱; Cimbrian: bròintekhot; Crimean Tatar: dostluq; Czech: přátelství; Danish: venskab; Dutch: vriendschap; Esperanto: amikeco; Estonian: sõprus; Faroese: vinskapur, vinsemi, vinsemd, vinalag; Finnish: ystävyys; French: amitié; Middle French: amistié; Old French: amistié; Galician: amizade; Georgian: მეგობრობა; German: Freundschaft; Old High German: winescaft; Greek: φιλία; Ancient Greek: ἀνάμιξις, ἀρθμός, ἀρτύς, δεξίωμα, ἑταιρική, ξενική, οἰκειότης, οἰκηιότης, οἰκηϊότης, σύστασις, φιλεταιρία, φιλία, φιλίη, φιλότης; Hebrew: יְדִידוּת; Hindi: दोस्ती, मित्रता; Hungarian: barátság; Icelandic: vinátta; Indonesian: persahabatan; Ingush: доттагӏал; Irish: cumann; Italian: amicizia; Ivatan: kayvayvanan; Japanese: 友情, 友好, 友誼; Kannada: ಗೆಳೆತನ; Kapampangan: pamikaluguran; Kazakh: достық, татулық; Khmer: មិត្តភាព; Korean: 우정(友情), 우의; Kurdish Central Kurdish: دۆستایەتی; Northern Kurdish: dostî; Kyrgyz: достук; Lao: ມິດຕະພາບ; Latin: amicitia; Latvian: draudzība; Lithuanian: draugystė, gerumas; Low German: Fründschap, Fründschop; Luxembourgish: Frëndschaft; Macedonian: дружба; Malay: persahabatan; Malayalam: സൗഹൃദം, ചങ്ങാത്തം; Maltese: ħbiberija; Maori: whakahoahoatanga; Middle English: frendschip, felaweshipe; Mongolian: найрамдал; Norwegian Bokmål: vennskap; Nynorsk: venskap, vennskap; Occitan: amistat; Old English: frēondsċipe; Old French: amistié; Old Norse: vinskapr; Old Occitan: amistat; Pashto: دوستي, رفيقي; Persian: دوستی; Polish: przyjaźń, drużba; Portuguese: amizade; Romanian: prietenie, amiciție; Russian: дружба, приятельство; Scottish Gaelic: càirdeas; Serbo-Croatian Cyrillic: пријатѐљство; Roman: prijatèljstvo; Slovak: priateľstvo, družba; Slovene: prijateljstvo; Spanish: amistad; Swahili: urafiki; Swedish: vänskap; Tagalog: pagkakaibigan; Tajik: дусти; Tamil: நட்பு; Tatar: дуслык; Telugu: చెలిమి, స్నేహము; Thai: มิตรภาพ; Tocharian B: maitär; Turkish: arkadaşlık; Turkmen: dostluk; Ukrainian: дружба, приятельство, приятелювання; Urdu: دوستی; Uyghur: دوستلۇق, ئاغىنىدارچىلىق; Uzbek: oʻrtoqchilik; Venetian: amicizsia; Vietnamese: tình bạn; Volapük: flenam; Welsh: cyfeillgarwch; Yiddish: פֿרײַנדשאַפֿט, חבֿרהשאַפֿט
friendliness
Chinese Mandarin: 友好, 親切/亲切; Danish: venlighed; Dutch: vriendelijkheid; Finnish: ystävällisyys; French: gentillesse, cordialité; German: Freundlichkeit; Greek: φιλικότητα; Ancient Greek: ἐνηείη, ἐπιτηδειότης, εὐπροσηγορία, εὐσυναλλαξία, οἰκειότης, οἰκηιότης, οἰκηϊότης, τὸ φιλόφρον, προσφίλεια, προσφιλία, φιλημοσύνη, φιλία, φιλοφροσύνη; Hungarian: barátságosság; Icelandic: vingjarnleiki; Irish: cairdiúlacht; Japanese: 友好, 親切; Korean: 우호, 우정; Low German: Fründlichkeit; Norwegian Bokmål: vennlighet; Nynorsk: venlegheit, vennlegheit, vennligheit; Portuguese: cordialidade, amizade; Romanian: amabilitate, prietenie, atitudine prietenoasă; Russian: дружелюбие; Scottish Gaelic: càirdeas; Spanish: amigabilidad; Volapük: flenöf; Welsh: cyfeillgarwch