χαρακτήρ
Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr
English (LSJ)
χαρακτῆρος, ὁ, (χαράσσω)
A engraver, Euryph. ap. Stob.4.39.27; minter, one who mints coins, IPE1216A14 (Olbia, iii B. C.).
2 graving tool, Daimachus 4J. (pl.) ap.St.Byz. s.v. Λακεδαίμων.
3 die, stamp, IG22.1013.64, 1408.11, 1424a120, 280, 1469.107; in a simile, Arist.GA781a28.
4 branding iron, Clara Rhodos 2.171 (ii B. C.).
II mark engraved, impress, stamp on coins and seals, ἀργύρου λαμπρὸς χ. E.El.559, cf. Pl.Plt.289b, Arist.Pol.1257a40; coin type, standard, ἦν δ' ὁ ἀρχαῖος χαρακτὴρ δίδραχμον Id.Ath.10.2, cf. OGI339.45 (Sestos, ii B. C.), D.S.17.66; Κότυος χαρακτὴρ Head Hist.Num.2285 (Thrace, i B. C.): hence, in plural, = χάραγμα 1.2, PFlor.61.21 (i A. D.): metaph., οἷς ἡ ἀρετὴ εὐδοξίας χαρακτῆρα τοῖς ἔργοις ἐπέβαλεν set a stamp upon them, Isoc.1.8; Κύπριος (s.v.l.) χαρακτὴρ . . ἐν γυναικείοις τύποις εἰκὼς πέπληκται A.Supp.282.
2 especially of figures or letters, οἱ τῶν γραμμάτων χαρακτῆρες Plu.2.214f; ὁ τύπος τῶν χαρακτήρων ib.577f, cf. 1120f, D.S.3.67; of the letters used by Hippocrates in Epid.3.1, Zeno and Apollonius ap.Gal.17(1).618, cf. 524sq.; of a single letter of the alphabet, Jul.Or.2.72a; ξυλήφια βραχέα ἔχοντα χαρακτῆρα Plb.6.35.7; brand on a camel, PGen.29.8 (ii A. D.); of symbols in a prescription, Gal.13.995; of magical symbols (such as the seven vowels), τῶν χαρακτήρων ἡ ἀπόρρητος φύσις Jul.Or.7.216c, cf. Iamb.Myst.3.13, Sallust.15; of hieroglyphs, opp. γράμματα, Luc. Herm.44.
3 metaph., distinctive mark or token impressed (as it were) on a person or thing, by which it is known from others, characteristic, character, χαρακτὴρ γλώσσης, of a particular dialect, Hdt.1.57,142; χ. αὑτὸς ἐν γλώσσῃ S.Fr.176; χαρακτὴρ ἡμεδαπὸς τῶν ῥημάτων Ar.Pax220; ὁ Ἑλληνικὸς χαρακτὴρ Greek idiom, D.H.Pomp.3: freq. of persons, feature, ὁ χαρακτὴρ τοῦ προσώπου Hdt.1.116; εἰληφέναι χαρακτῆρα ἑκατέρου τοῦ εἴδους Pl.Phdr.263b; οἱ τῆς ὄψεως χαρακτήρες D.S.1.91; ἀνδρῶν οὐδεὶς χαρακτὴρ ἐμπέφυκε σώματι E.Med.519; δεινὸς χαρακτὴρ κἀπίσημος . . ἐσθλῶν γενέσθαι Id.Hec.379; φανερὸς χ. ἀρετᾶς Id.HF659 (lyr.); ἠθικοὶ χαρακτῆρες, title of work by Thphr.: pl., οἱ χαρακτῆρες the features of the face, J.AJ13.12.1, cf. OGI508.13 (Ephesus, ii A. D.); χ. μορφῆς ἐμῆς ib.383.60 (Nemrud Dagh, i B.C., sg.); [τοῦ ἐμβρύου] Sor.1.33 (pl.): hence,
4 type or character (regarded as shared with others) of a thing or person, rarely of an individual nature, ἀνδρὸς χαρακτὴρ ἐκ λόγου γνωρίζεται Men.72; χ. μοχθηρότατον παραπλάττεσθαι Phld.Rh.1.6 S.; τὸν χαρακτῆρα τὸν Διογένους Arr.Epict.3.22.80; τίνα ἔχει χ. τὰ δόγματα; ib.4.5.17; of nations, Plb.18.34.7.
5 style, freq. in Rhet., ὁ Δημοσθένους χαρακτήρ D.H.Dem.9, cf. Pomp.1, Cic.QF2.15(16).5; χαρακτὴρ δικανικός Phld.Rh.2.137S.; χ. optimi the ideal type, Cic.Orat. 11.36, cf.39.134; χαρακτὴρ ἰσχνός, χαρακτὴρ μεγαλοπρεπής, χαρακτὴρ γλαφυρός, χαρακτὴρ δεινός Demetr. Eloc.36, cf. D.H.Dem.33; χαρακτὴρ λέξεως Id.Lys.11; χαρακτὴρ Ἀσιανός Str.13.1.66.
6 impress, image, τῆς ὑποστάσεως [τοῦ θεοῦ] Ep.Heb.1.3; πάθους, ἀρετῆς, Longin.22.1, Eun.Hist.p.243 D.: abs., οἱ Σεβάστειοι χαρακτῆρες the imperial seal, i.e. the emperor himself, IG5(2).268.24 (Mantinea, i B. C.).
7 Gramm., typical form, A.D.Synt.20.10, 103.23.
German (Pape)
[Seite 1335] ῆρος, ὁ, eigtl. das Werkzeug zum Eingraben, Einschneiden, Einprägen, und die Person, die dies thut, Eurypham. bei Stob. fl. 103, 27. – Gew. das Eingegrabene, Eingeschnittene, das Gepräge, z. B. bei Münzen, übh. in Stein, Metall od. Holz eingegrabene Schrift und Figuren, übh. das Bild; χ. ἐν τύποις πέπληκται Aesch. Suppl. 279; Eur. El. 559; neben νόμισμα καὶ σφραγῖδες Plat. Polit. 289 b. – Übertr., das Kennzeichen, Merkmal, die einer Person od. Sache gleichsam aufgeprägte Eigenthümlichkeit, woran man sie erkennt u. sie von andern unterscheidet; γλώσσης, προσώπου, Her. 1, 57. 142. 116; ἀνδρῶν οὐδεὶς χαρακτὴρ ἐμπέφυκε σώματι Eur. Med. 519; τῶν ῥημάτων Ar. Pax 220; τηλικοῦτον εὐδοξίας χαρακτῆρα ἐπέβαλε τοῖς ἔργοις Isocr. 1, 8; εἰληφέναι τινὰ χαρακτῆρα ἑκατέρου τοῦ εἴδους Plat. Phaedr. 263 b; u. Sp., τῆς εὐγενείας Plut. Thes. 7. Auch der Charakter eines Schriftstellers, der dem Schriftsteller eigenthümliche Styl, Schäf. zu D. Hal. de C. V. p. 359. – Schilderung, Charakterisirung.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
signe gravé, empreinte, particul. :
1 empreinte de monnaie;
2 figure gravée sur le bois, la pierre ou un métal;
3 fig. signe distinctif, marque, caractère extérieur propre à une pers. ou à une ch.
Étymologie: χάραξ.
Russian (Dvoretsky)
χᾰρακτήρ: ῆρος ὁ χαράσσω
1 отпечаток (τῆς εὐγενείας Plut.);
2 печать, клеймо (σφραγῖδες καὶ πᾶς χ. Plat.; χαρακτῆρά τινος ἐπιβαλεῖν τινι Isocr.): ἀργύρου χ. Eur. чекан серебряной монеты; ὁ χ. ἐτέθη τοῦ ποσοῦ σημεῖον Arst. чекан выбит (на монетах) как знак количественного достоинства;
3 изображение, начертание, знак (ἐν τοῖς πυξίοις Plut.);
4 очертание, форма: τοὺς χαρακτῆρας διατυπῶσαι (τῶν γραμμάτων) Diod. придать (определенные) формы буквам;
5 отличительная черта, особенность, своеобразие, характер (τῆς γλῶσσης, τοῦ προσώπου Her.; τῶν ἀνδρῶν Eur.; τῆς ὄψεως Diod.): εἰληφέναι χαρακτῆρα ἑκατέρου τοῦ εἴδους Plat. уловить особенности каждого вида;
6 примета, признак (φανερὸς χ. τινος Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
χᾰρακτήρ: ῆρος, ὁ, (χαράσσω) κυρίως ἐργαλεῖον πρὸς χάραξιν, Στέφ. Βυζ.· ὡσαύτως ἐπὶ προσώπου, χαράκτης, ὁ χαράττων τι, Εὐρυφ. παρὰ Στοβ. 556. 8 ἀλλά, ΙΙ. συνήθως, σημεῖον διὰ χαράξεως ἢ τυπώσεως γενόμενον ἐπὶ νομίσματος ἢ σφραγῖδος, ἀργύρου λαμπρὸς χ. Εὐρ. Ἠλ. 559, πρβλ. Πλάτ. Πολιτικ. 289Β· εὐδοξίας χαρακτῆρα τοῖς ἔργοις ἐπέβαλέ τινι, ἐπεσφράγισε δι᾿ εὐδοξίας, Ἰσοκρ. 2D, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτ. 1. 9, 8· χαρακτὴρ ἐν τύποις πέπληκται Αἰσχύλ. Ἱκ. 282· πρβλ. Hemst. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 861· - ὡσαύτως τὰ γράμματα τοῦ ἀλφαβήτου, διότι ταῦτα κατ᾿ ἀρχὰς ἐχαράττοντο ἐπὶ μαρμάρου ἢ χαλκοῦ, literarum ductus, οἱ τῶν γραμμάτων χ. Πλούτ. 2. 214F· ὁ τύπος τῶν χ. αὐτόθι 577Ε, πρβλ. 1120F, Διόδ. 3. 67. ξυλήφια βραχέα ἔχοντα χαρακτῆρα Πολύβ. 6. 35, 7. 2) μεταφορ., ὡς τὸ τύπος, δηλ. σημεῖόν τι τυπωθὲν οὕτως εἰπεῖν ἐπὶ προσώπου ἢ πράγματος, δι᾿ οὗ διακρίνεται ἀπὸ παντὸς ἄλλου, διακριτικὸν σημεῖον, χαρακτηριστικὸν γνώρισμα, χαρακτήρ, Αἰσχύλ. Ἱκ. 282· χ. γλώσσης, ἰδίας τινὸς γλώσσης ἢ διαλέκτου, Ἡρόδ. 1. 57, 142· χ. αὐτὸς ἐν γλώσσῃ Σοφ. Ἀποσπ. 186· χ. ἡμεδαπὸς τῶν ῥημάτων Πλάτ. Ἀξίοχ. 220· ὁ Ἑλληνικὸς χ. Διονύσ. Ἁλ. πρὸς Πομπ. 3. 16· συχν. ἐπὶ προσώπων, ὁ χ. τοῦ προσώπου Ἡρόδ. 1. 116· εἰληφέναι χαρακτῆρα ἑκατέρου τοῦ εἴδους Πλάτ. Φαῖδρ. 263Β· τῆς ὄψεως Διόδ. 1. 91· οὕτως, ἀνδρῶν οὐδεὶς χ. ἐμπέφυκε σώματι Εὐδ. Μήδ. 525· δεινὸς χ. κἀπίσημος ἐν βροτοῖς ἐσθλῶν γενέσθαι ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 379, ἔνθα ἴδε Σχολιαστ.· φανερὸς χ. ἀρετᾶς ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 658· πρβλ. τοὺς Ἠθικοὺς Χαρ. τοῦ Θεοφράστου· - ἐν τῷ πληθ. οἱ χαρακτῆρες, τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ προσώπου, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 13. 12, 1· ἐντεῦθεν, 3) ὁ ἰδιαίτερος χαρακτὴρ ἢ τὰ φυσικὰ ἰδιώματα προσώπου ἢ πράγματος, χαρακτὴρ ἐκ λόγου γνωρίζεται Μένανδρ. ἐν «Ἀρρηφόρῳ» 8· ὁ χ. τῶν δογμάτων Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 5, 17· ὁ ἴδιος τοῦ ἀνδρὸς χ. Διον. Ἁλ. περὶ Θουκ. 23, πρβλ. 55 καὶ ἐπὶ ὁλοκλήρων ἐθνῶν, Πολύβ. 18. 17, 7. 4) τὸ ἰδιαίτερον ὕφος συγγραφέως, συχν. ἐν ῥητορικοῖς συγγράμμασιν, οἷον Διον. Ἁλ. περὶ Δημ. 8. 9, 10, 13, κλπ., πρβλ. Gic. Orator 30· χ. ἰσχνός, μεγαλοπρεπής, γλαφυρὸς Δημήτρ. Φαληρ. 36, πρβλ. Διον. Ἁλ. περὶ Δημ. 33.
Spanish
símbolo, signo, dibujo grabado, señal
English (Strong)
from the same as χάραξ; a graver (the tool or the person), i.e. (by implication) engraving (("character"), the figure stamped, i.e. an exact copy or (figuratively) representation): express image.
English (Thayer)
χαρακτηρος, ὁ (χαράσσω to engrave, cut into), from Aeschylus and Herodotus down;
1. properly, the instrument used in engraving or carving (cf. ζωστήρ, λαμπτήρ, λουτήρ, φυσητήρ; cf. our 'stamp' or 'die').
2. the mark (figure or letters) stamped upon that instrument or wrought out on it; hence, universally, "a mark or figure burned in (χαρακτήρ τῆς ὑποστάσεως τοῦ Θεοῦ, of Christ, accusative to his nature as ὁ θεῖος λόγος, σφραγῖδι Θεοῦ, ἧς ὁ χαρακτήρ ἐστιν ὁ ἀΐδιος λόγος, Philo de plant. Noë § 5; χαρακτήρ θείας δυνάμεως, of the human mind, Philo, quod det. potiori ins. § 23; God τόν ἄνθρωπον ἔπλασεν τῆς ἑαυτοῦ ἐκονος χαρακτῆρα, Clement of Rome, 1 Corinthians 33,4 [ET]; οἱ πιστοί ἐν ἀγάπη χαρακτῆρα Θεοῦ πατρός διά Ἰησοῦ Χριστοῦ (ἔχουσιν), Ignatius ad Magnes. 5,2 [ET]. the peculiarity, by which things are recognized and distinguished from each other (cf. English characteristic): 2 Maccabees 4:10.
Greek Monotonic
χᾰρακτήρ: -ῆρος, ὁ (χαράσσω)·
1. σημάδι χαραγμένο ή αποτυπωμένο, αποτύπωμα ή στάμπα σε νομίσματα και σφραγίδες, σε Ευρ.· εὐδοξίας χαρακτῆρα τοῖς ἔργοις ἐπέβαλεν, τους σφράγισε με καλή φήμη, τοποθέτησε σφραγίδα καλής φήμης πάνω τους, σε Ισοκρ.
2. μεταφ., σημάδι αποτυπωμένο σε άνθρωπο ή πράγμα, διακριτικό σημάδι, χαρακτηριστικό, χαρακτήρας, χαρακτὴρ γλώσσης, λέγεται για συγκεκριμένη γλώσσα ή διάλεκτο, σε Ηρόδ.· λέγεται για ανθρώπους, ὁ χαρακτὴρ τοῦ προσώπου, στον ίδ.· ἀνδρῶν οὐδεὶς χαρακτὴρ ἐμπέφυκε σώματι, σε Ευρ.· φανερὸς χαρακτὴρ ἀρετάς, στον ίδ.
Middle Liddell
χᾰρακτήρ, ῆρος, ὁ, χαράσσω
1. a mark engraved or impressed, the impress or stamp on coins and seals, Eur.; εὐδοξίας χαρακτῆρα τοῖς ἔργοις ἐπέβαλεν set a stamp of good repute upon them, Isocr.
2. metaph. the mark impressed (as it were) on a person or thing, a distinctive mark, characteristic, character, χ. γλώσσης of a particular language or dialect, Hdt.; of persons, ὁ χ. τοῦ προσώπου Hdt.; ἀνδρῶν οὐδεὶς χ. ἐμπέφυκε σώματι no outward mark has been set by nature on the person of men, Eur.; φανερὸς χ. ἀρετᾶς Eur.
Chinese
原文音譯:carakt»r 哈拉克帖而
詞類次數:名詞(1)
原文字根:雕刻(著) 相當於: (צָרָב / צָרֶבֶת)
字義溯源:真像,再生;源自(χάραξ)=垣),而 (χάραξ)出自(χάραξ)X*=磨利)。類似(γράφω / καταγράφω)=銘記*,刻)
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編:
1) 真像(1) 來1:3
English (Woodhouse)
impress, impression, mark, stamp, mark on the body, stamp on a coin
Mantoulidis Etymological
-ῆρος Ἀπό τό χαράσσω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Léxico de magia
ὁ 1 símbolo, signo dotado de poder mágico ἁγία στήλη καὶ ἰσχυροὶ χαρακτῆρες, ἀποδιώξατε τὸ ῥιγοπύρετον sagrada inscripción y poderosos signos, alejad la fiebre SM 23 13 grabado: en el suelo ἐπίγραψον ἐν τῷ ἐδάφει μέσον τοῦ οἴκου περὶ τὸν τρίποδα λευκῇ γραφίδι τὸν ὑποκείμενον χαρακτῆρα graba en el suelo, en el medio de la habitación, alrededor del trípode, con un estilo blanco el siguiente signo P III 303 en una lámina λαβὼν λάμναν χρυσᾶν ἤ ἀργυρᾶν χάραξον ἐπ' αὐτῆς τοὺς χαρακτῆρας καὶ τὰ ὀνόματα toma una lámina de oro o de plata y graba sobre ella los signos y los nombres P X 27 P III 298 P XXXVI 278 γράψον εἰς ἕτερον μέρος τοῦ πλατύματος τὴν καρδίαν καὶ τοὺς χαρακτῆρας graba en la otra cara de la lámina el corazón y los signos P IV 407 ἐπίγραψον ἐπὶ λάμνας κασσιτερίνης τοὺς χαρακτῆρας καὶ τὰ ὀνόματα graba en una lámina de estaño los signos y las palabras P VII 462 en una figura ἐπίγραψον εἰς τὰς πλευρὰς τοῦ κυνὸς τοὺς χαρακτῆρας τούτους graba en los costados del perro estos signos P IV 1888 en una mesa χάραξον ἐπὶ τὴν τράπεζαν κύκλῳ τοὺς χαρακτῆρας τούτους graba en la mesa en forma de círculo estos signos P III 293 en una pezuña γράψον ἐπὶ τοὺς μεγάλους ὄνυχας αὐτοῦ γράφων χαλκῷ γραφείῳ τοὺς χαρακτῆρας τούτους escribe sobre sus grandes uñas grabando con un estilo de bronce los siguientes signos P VII 391 en un imán γλύψεις τοὺς χαρακτῆρας τούτους εἰς μάγνητα τὸν πνέοντα grabarás estos signos en un imán, el que está animado P LXII 40 χάρασσε ἀδαμαντίνῳ λίθῳ τοὺς ὑποκειμένου<ς> χαρακτῆρας graba con piedra de acero los signos que vienen a continuación P XIII 1003 escrito o pintado: en un papiro ἐν χάρτῃ καθαρῷ τοὺς χαρακτῆρας ἐπίγραψον escribe en un rollo de papiro limpio los signos P VII 193 P V 311 P LXIII 22 γράφε εἰς πιττάκιον ἱερατικὸν τὰ ὀνόματα καὶ τοὺς χαρακτῆρας en un tablilla hierática escribe los nombres y los signos P VII 413 en una lámina λαβὼν λεπίδα μολιβῆν καὶ γράψον χαλκῷ γραφείῳ τὰ ὑποκείμενα ὀνόματα καὶ τοὺς χαρακτῆρας toma una lámina de plomo y escribe con un estilo de bronce los nombres de abajo y los signos P VII 927 en hojas o ramas γράψον εἰς τὸν κλῶνα τῆς δάφνης τοὺς ζʹ ῥυστικοὺς χαρακτῆρας escribe en la rama de laurel los siete signos protectores P I 266 λαβὼν φύλλον δάφνης ἐπίγραψον τὸν χαρακτῆρα toma una hoja de laurel y escribe en ella el signo P XIII 1045 εἰς φύλλον πεντεδακτύλου βοτάνης γράψον τὸν ὑποκείμενον χαρακτῆρα ... γράψας σμυρνομέλανι en una hoja de planta de cincoenrama escribe el signo siguiente, escribiéndolo con tinta de mirra P II 41 en una piel εἰς δέρμα ὑαίνης ἐπίγραψον τοὺς χαρακτῆρας ... περίαψον εἰς τὸν τράχηλον en una piel de hiena escribe estos signos y cuélgatela al cuello P VII 206 en un cráneo λαβὼν Τυφῶνος κρανίον κατάγραφε τοὺς χαρακτῆρας τούτους αἵματι κυνὸς μέλανος toma un cráneo de Tifón (e.e., de un asno) y pinta estos signos con sangre de un perro negro P XIa 2 2 dibujo grabado ὁ δὲ χαρακτὴρ ὁ περὶ τὸν τρίποδα éste es el dibujo que hay alrededor del trípode (ref. a una serpiente) P III 196 3 signo, señal de la divinidad ὄψῃ γὰρ ἀστέρα σοι ἀγόμενον ἐξ ἀνάγκης, εἰς ὃν βλέπεις ἀτενῶς, χαρακτῆρα ἐξηκοντικότα, ... ὡς θεόπληκτον γενέσθαι verás atraída hacia ti por la necesidad una estrella, a la que mires fijamente, disparando un signo mágico, para que quedes tocado por la divinidad P LVII 25 ἔχε δὲ εἰς φυλακὴν προκείμενον τὸν χαρακτῆρα conserva para tu protección el signo antedicho P LVII 28
Translations
engraver
Azerbaijani: oymaçı; Bulgarian: гравьор; Dutch: graveerder, graveur; French: graveur, graveuse; German: Graveur, Stecher; Greek: χαράκτης; Ancient Greek: χαρακτήρ; Irish: breacaire; Italian: incisore; Latin: caelator; Maori: kaiwhaowhao; Middle English: gravere; Russian: гравёр, гравировщик, гравировщица, художник-исполнитель гравюры; Spanish: tallador; Swahili: mchoraji
character
Armenian: բնութագիր; Azerbaijani: xüsusiyyət, özəllik; Bulgarian: отличительна черта; Catalan: caràcter; Chinese Mandarin: 特性; Czech: znak; Danish: karakter, træk, natur; Dutch: karakter, persoonlijkheid; Esperanto: karaktero; Finnish: luonne; French: caractère; Galician: carácter; German: Charakter; Greek: χαρακτήρας; Ancient Greek: χαρακτήρ; Hebrew: מאפיין \ מְאַפְיֵן, תְּכוּנָה; Indonesian: karakter; Irish: carachtar, nádúr; Italian: carattere, caratteristica; Japanese: 特質; Korean: 특질(特質); Kurdish Central Kurdish: باتەک; Latvian: raksturs; Luxembourgish: Charakter; Maori: āhua; Persian: شخصیت, کاراکتر; Polish: charakter; Portuguese: caráter, carácter; Romanian: caracter; Russian: характер, отличительная черта; Scottish Gaelic: nàdar; Serbo-Croatian Roman: osobina, karakteristika; Spanish: característica, carácter; Swedish: karaktär; Turkish: hususiyet, özellik; Vietnamese: đặc điểm