ἄμεμπτος
οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
English (LSJ)
ἄμεμπτον,
A blameless, without reproach, E.IA1158, Cyc.342; ἀμέμπτους ὑμᾶς ἐδείξατε D.18.216; ἄμεμπτος χρόνου = in regard of time, ὡς ἄμεμπτος ὦ χρόνου = so I may not be blamed for being late A.Pers. 692; ἄ. τἆλλα Men.521; πρός τι A.Supp.629(dub.); ἄ. ὑπὸ τῶν φίλων X.Ages.6.8; ἐκείνῃ μὲν ἴσως ἄμεμπτοι = all this was perhaps blameless on her part / without blame to her, Plu.Sull.35: Comp. ἀμεμπτότερος = less blameworthy, Plu.Ages.5.
2 of things, perfect in its kind, δεῖπνον X.Smp.2.2; δίκη Pl.Lg.945d; ἄ. πάντα ἔχειν X.Mem.3.10.2. Adv. ἀμέμπτως = irreproachably, unimpeachably A.Supp.269, S.Ph.1465, X.Cyr.7.3.10, Stoic.3.64.
II Act., not blaming, well content, ἄμεμπτόν τινα ποιεῖν or ἄμεμπτόν τινα ποιεῖσθαι = give no cause to complain, hold blameless, content, satisfy, X.Cyr.4.5.52, 8.4.28. Adv. ἀμέμπτως, δέχεσθαί τινα ib.4.2.37.
Spanish (DGE)
-ον
I de pers.
1 irreprochable, intachable ἄμεμπτος ἧ γυνή E.IA 1158, ὡς ἄμεμπτος ὦ E.Cyc.342, ἂν τἆλλα δ' ᾖς ἄμεμπτος Men.Fr.454, οὐκ ἀμέμπτους μόνον ὑμᾶς αὐτοὺς ἀλλὰ καὶ θαυμαστοὺς ἐδείξατε τῷ κόσμῳ D.18.216, φίλος ἄμεμπτος Ph.2.385, καθαρός εἰμι τοῖς ἔργοις καὶ ἄμεμπτος ἐναντίον αὐτοῦ LXX Ib.11.4, ἄμεμπτος ὁ ἀνήρ Al.Ps.1.1, ἐχθρὸς ἦν ἀμεμπτότερος ἢ φίλος Plu.Ages.5
•tb. en usos pred. τὰ δὲ ἄλλα παραδιδοὺς πάντα τῷ ποιηθέντι ἄμεμπτος dando todo lo demás al hijo adoptivo en forma irreprochable Pl.Lg.924a, ἦσαν δὲ δίκαιοι ... πορευόμενοι ἐν ... δικαιώμασιν τοῦ Κυρίου ἄμεμπτοι Eu.Luc.1.6.
2 que no reprocha, que no tiene motivos de queja, satisfecho πάντας ἀμέμπτους ποιεῖτε εἰς δύναμιν haced lo posible por que estén todos satisfechos X.Cyr.4.5.52, ἀμέμπτους ποιησάμενος dejándolos satisfechos X.Cyr.8.4.28.
3 no reprochado τάχυνε δ', ὡς ἄμεμπτος ὦ χρόνου date prisa para que yo no sea reprochado por el retraso A.Pers.692, ὥστε ἀκαταφρόνητος μὲν ὑπὸ τῶν ἐχθρῶν διετέλεσεν, ἀζήμιος δ' ὑπὸ τῶν πολιτῶν, ἄμεμπτος δ' ὑπὸ τῶν φίλων X.Ages.6.8.
II de cosas y abstr.
1 perfecto, irreprochable, intachable τέρμον' ἄμεμπτον (cj., ἀμέμπτων Page) πρὸς ἅπαντα A.Supp.629, κλύε δ' ἄμεμπτον εὐχάν B.17.67, ἐν δίκῃ ἀμέμπτῳ Pl.Lg.945d, δεῖπνον ἄμεμπτος X.Smp.2.2, ὥστ' αὐτὴν (la vida privada de los sacerdotes) ἄμεμπτον εἶναι I.AI 3.278, βουλόμενος οὐ μόνον ἀμέμπτους ἀλλὰ καὶ σφόδρα ἐπαινετοὺς εἶναι τοὺς γάμους Ph.2.233, ἐκείνῃ μὲν ἴσως ἄμεμπτοι por parte de ella (acuerdos) quizá irreprochables Plu.Sull.35, σπέρμα ἄμεμπτον ἐρρύσατο ἐξ ἔθνους θλιβόντων libró del pueblo de los opresores a la descendencia irreprochable LXX Sap.10.15, ἡδονὴ D.C.56.37.7, ἦθος IGBulg.12.221.2 (Odesos), ἐπιείκεια IP 8(3).55
•compar. mejor τὰ ἀποχρεμπτόμενα ἀμεμπτότερα las expectoraciones fueron mejores Hp.Epid.7.39.
2 irreprochable, tolerable καὶ τοῖς ὑγιαίνουσιν ἐνδιαιτωμένοις παντὸς ἄλλου χρῆσιν ὕδατος οὐκ ἄμεμπτον ποιεῖ y a las personas que viven allí y están sanas hace (la cisterna del Asclepion) intolerable el uso de cualquier otra agua Aristid.Or.39.15 (cf. III 2).
III adv. ἀμέμπτως
1 irreprochable, intachablemente, sin falta, sin dar o tener motivos de queja τούτων ἄκη τομαῖα καὶ λυτήρια πράξας ἀμέμπτως haciendo de éstos (monstruos) medicina que extirpa y que libera en forma irreprochable e.d. matándolos A.Supp.269, καί μ' εὐπλοίᾳ πέμψον ἀμέμπτως S.Ph.1465, καὶ τοῦτ' ἐν δίκῃ ἀμέμπτῳ τε καὶ ἀμέμπτως Pl.Lg.945d, πῶς ἄν ποτε δύναιντο ἀμέμπτως τὰς ἀρχὰς αἱρεῖσθαι; ¿cómo podrían elegir a los magistrados sin error? Pl.Lg.751d, εὐσυναλλαξίαν δὲ ἐπιστήμην τοῦ συναλλάττειν ἀμέμπτως τοῖς πλησίον Chrysipp.Stoic.3.64, ἀμέμπτως ὑμῶν ἦρξεν D.C.12.4, cf. 51.1, διατετήρηκα τὴν χώραν ἀμέμπτως Erot.Fr.Pap.Nect.2.21, τὴν ὑφ' ἡμῶν κατευθυνομένην ἀμέμπτως συναρχίαν el gobierno conjunto por mí intachablemente gobernado LXX Es.3.13d, frec. en inscr. ἐν τοῖς ἄλλοις ἀνεστράφη ἀμέμπτως en todo lo demás se portó de manera irreprochable, Sardis 4.6, ποιησάμενο[ν ἀμέμπτως] τῇ πόλει CRIA 172.20 (Sebastópolis II a.C.), γυμνασιαρχήσαντα ἀμέμπτως IG 10(2).215.5 (III a.C.), ζήσαντι ἀμέμπτως MAMA 5.20, tb. frec. en pap. PPetaus 24.29 (II a.C.), ἀμέμπτως ἀποπληρῶσαι PCair.Isidor.80.10 (III a.C.), προετρεψάμεθα ... τὴν ὑπὲρ αὐτοῦ ἀμέμπτως ἀποπληρώσιν (sic) PCair.Isidor.81.12 (III a.C.), συμβιούτωσαν οὖν ἀλλήλοις ... ἀμέμπτως BGU 1045.17 (II a.C.), παραφυλάξειν ... ἀδιαλείπτως καὶ ἀμέμπτως POxy.2876.21 (III a.C.), ὑδροπαροχίας ποιεῖσθαι ἀμέμπτως = hacer la distribución de agua sin dar motivos de queja, POxy.2724.19 (V a.C.).
2 tolerablemente ἡ γὰρ φύσις αὐτὸν ἀμέμπτως τε καὶ μέσως ἥρμοκε la naturaleza lo ha hecho tolerable y moderadamente armonioso Luc.Ner.6.
German (Pape)
[Seite 121] nicht getadelt, tadellos, Aesch. χρόνου. in Beziehung auf die Zeit, Pers. 678; Eur. I. A. 1158 Cycl. 341; dah. vollkommen gut, Plat. Legg. XI, 924 a; öfter bei Xen., ὑπὸ τῶν φίλων Ag. 6, 8; δεῖπνον, ein schönes, reichliches Mahl, Conv. 2, 2 u. Sp. Comp. ἀμεμπτότερος, Plut. Ages. 5; Superl. ἀμεμπτότατος, Scyth. 1 (XII, 22). – Auch akt., nicht tadelnd (echt att. Moeris ὁ μὴ μεμφόμενος), ἄμεμπτόν τινα ποιεῖν, Jemand zufrieden stellen, Xen. Cyr. 4, 5, 52; ποιεῖσθαι 8, 4, 28. – Adv. ἀμέμπτως, tadellos, Soph. Phil. 1451; τελευτᾶν, ruhmvoll sterben, Xen. Cyr. 7, 3, 10; δέχεσθαί τινα, so daß er zufrieden ist, 4, 2, 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 irréprochable ; πρός τι, τινός en qch ; ὑπό τινος qui ne mérite pas de reproche de qqn;
2 qui ne fait pas de reproche : ἄμεμπτόν τινα ποιεῖσθαι ou ποιεῖν ôter à qqn tout motif de reproche, satisfaire qqn.
Étymologie: ἀ, μέμφομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἄμεμπτος:
1 безукоризненный, безупречный (τέρμων Aesch.; γυνή Eur.; δεῖπνον Xen.; δίκη Plat.): ἄ. χρόνου Aesch. точно исполняющий сроки, приходящий во-время; ἄ. τι Men. безупречный в чем-л.; ἄ. τινι Plut. не могущий быть поставленным в упрек кому-л.; ἄ. ὑπό τινος Xen. имеющий безупречную репутацию у кого-л.;
2 не имеющий повода к упрекам, т. е. удовлетворенный, довольный: ἄμεμπτόν τινα ποιεῖν или ποιεῖσθαι Xen. полностью удовлетворить кого-л.
Greek (Liddell-Scott)
ἄμεμπτος: -ον, ἄψεκτος, ἄμωμος, ἄμεμπτος Εὐρ. Ι. Α. 1158, Κύκλ. 342· ἀμέμπτους ὑμᾶς ἐδείξατε Δημ. 300. 17· ἄμεμπτος χρόνου ὡς πρὸς τὸν χρόνον Αἰσχύλ. Πέρσ. 692· ἄμ. τι, ἄμεμπτος εἴς τι πρᾶγμα Μενάνδρ. ἐν «Ψευδηρακλεῖ» 4: πρός τι Αἰσχύλ. Ἱκ. 629 2) ἐπὶ πραγμάτων, τέλειος εἰς τὸ εἶδός του, δεῖπνον Ξεν. Συμπ. 2. 2· δίκη Πλάτ. Νόμ. 945D· ἄμ. πάντα ἔχειν Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 2· ἄμ. ὑπὸ τῶν φίλων ὁ αὐτ. Ἀγησ. 6, 8· ἄμ. ἐκείνῃ, χωρὶς νὰ ὑπάρχῃ αἰτία ψόγου εἰς ἐκείνην, Πλουτ. Σύλλ. 35: ― Συγκρ. ἀμεμπτότερος Πλουτ. Ἀγησ. 5: ― Ἐπίρρ. ἀμέμπτως = ἀψέκτως Αἰσχύλ. Ἱκ. 269, Σοφ. Φ. 1465, Ξεν. Κύρ. 7. 3, 10. ΙΙ. ἐνεργ. = ὁ μὴ ψέγων, ὁ ἐντελῶς εὐχαριστημένος, ἄμεμπτόν τινα ποιεῖσθαι Ξεν. Κύρ. 4. 5, 52., 8. 4, 28: ― οὕτως ἀμέμπτως δέχεσθαί τινα αὐτόθι 4. 2, 37.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and a derivative of μέμφομαι; irreproachable: blameless, faultless, unblamable.
English (Thayer)
(μέμφομαι to blame), blameless, deserving no censure (Tertullian irreprehensibilis), free from fault or defect: WH marginal reading ἀμέμπτως); Sept. equivalent to תָּם, Trench, § ciii.)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄμεμπτος, -ον) μεμπτός
(με παθητική σημασία) αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον μεμφθεί, να τον κατηγορήσει, ανεπίληπτος, αψεγάδιστος
αρχ.
1. ο τέλειος στο είδος του
2. (με ενεργητική σημασία) αυτός που δεν μέμφεται, δεν κατηγορεί, δεν διατυπώνει παράπονο, ικανοποιημένος, ευχαριστημένος.
Greek Monotonic
ἄμεμπτος: -ον (μέμφομαι), I.1. αυτός που δεν μπορεί να κατηγορηθεί, ακατηγόρητος, άμωμος, σε Ευρ., Δημ.· ἄμεμπτος χρόνου, ως προς τον χρόνο, σε Αισχύλ.
2. λέγεται για πράγματα, τέλειος στο είδος του, σε Ξεν.· ἄμ. ἐκείνῃ, χωρίς φταίξιμο σε εκείνη, σε Πλούτ.· συγκρ. ἀμεμπτότερος, λιγότερο άξιος κατηγορίας, στον ίδ.· επίρρ. -τως, με τρόπο ώστε να μην καταλογίζεται ψόγος, άψογα, σε Σοφ., Ξεν.
II. Ενεργ., αυτός που δεν κατηγορεί, δεν ψέγει, ἄμεμπτόν τινα ποιεῖσθαι, σε Ξεν.· ομοίως επίρρ., ἀμέμπτως δέχεσθαί τινα, χωρίς επίκριση, στον ίδ.
Middle Liddell
μέμφομαι
I. not to be blamed, blameless, Eur., Dem.; ἄμεμπτος χρόνου in regard of time, Aesch.; ἀμεμφής Aesch.
2. of things, perfect in its kind, Xen.; ἄμ. ἐκείνηι without blame to her, Plut.: comp. ἀμεμπτότερος, less blameworthy, Plut.:—adv. -τως, so as to merit no blame, right well, Soph., Xen.
II. act. not blaming, content, ἀμεμφής Plut., ἄμεμπτόν τινα ποιεῖσθαι Xen.:—so adv., ἀμέμπτως δέχεσθαί τινα without censure, Plut.
Chinese
原文音譯:¥memptoj 阿-面普拖士
詞類次數:形容詞(5)
原文字根:不-(可)指責(的)
字義溯源:無可指摘的,無過失的,沒有瘕疵;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(μέμφομαι)*=指責)組成。主耶穌常被人錯誤的指摘與指控,其實他是無可指摘的。然而,聖經從不說他是無可指摘的,乃說他是無瑕疵的(ἄμωμος))
出現次數:總共(5);路(1);腓(2);帖前(1);來(1)
譯字彙編:
1) 無可指摘(3) 腓2:15; 腓3:6; 帖前3:13;
2) 沒有瑕疵(1) 來8:7;
3) 沒有可指摘的(1) 路1:6
English (Woodhouse)
excellent, good, irreproachable, free from reproach
Mantoulidis Etymological
(=ἄψογος). Ἀπό τό α στερητ. + μέμφομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
blameless
Bulgarian: безупречен, невинен; Finnish: nuhteeton, syytön; Galician: inocente; Hindi: निर्दोष; Hungarian: feddhetetlen; Japanese: 非の打ち所が無い; Latin: innocens; Middle English: blameles; Norwegian Bokmål: uklanderlig; Norwegian: daddelfri; Romanian: inocent, neprihănit, nevinovat; Russian: безупречный; Sanskrit: निर्दोष; Urdu: نردوش
irreproachable
Bulgarian: безукорен; Esperanto: senmanka; French: irréprochable; German: einwandfrei, tadellos, unbescholten, unsträflich, untadelhaft, untadelig; Greek: άμεμπτος; Ancient Greek: ἄβακτος, ἄβυκτος, ἀκατάψεκτος, ἀλοιδόρητος, ἄμεμπτος, ἀμεμφής, ἀμεμψιμοίρητος, ἄμομφος, ἀμύμων, ἄμωμος, ἀνεξέλεγκτος, ἀνεπίλημπτος, ἀνεπίληπτος, ἀνεπίφθονος, ἀνεύθυνος, ἀνονείδιστος; Hungarian: feddhetetlen; Italian: irreprensibile; Luxembourgish: irreprochabel; Manx: gyn cron, neuchyndagh, neuoltooanagh; Norwegian: daddelfri; Bokmål: uklanderlig; Polish: nienaganny, nieskazitelny, nieposzlakowany; Portuguese: irreprochável; Romanian: ireproșabil; Russian: безукоризненный
virtuous
Arabic: فَاضِل; Armenian: առաքինի; Belarusian: дабрадзейны, цнотлівы, цнотны; Bengali: নেক, ফাজেল; Bulgarian: добродетелен, целомъ́дрен; Catalan: virtuós; Chinese Mandarin: 有道德的, 有德行的, 貞/贞; Czech: ctnostný; Danish: dydig; Dutch: deugdzaam; Esperanto: virta; French: vertueux; Galician: virtuoso; Georgian: სათნო, უმანკო, უმწიკვლო; German: züchtig, tugendhaft, tugendsam; Greek: ηθικός, ενάρετος; Ancient Greek: ἀγαθός, ἄμεμπτος, ἀρεταφόρος, ἀρετηφόρος, εἰνάρετος, ἐνάρετος, ἰνάρετος, καλός, κατορθωτικός, σπουδαῖος, ὑγιής, φιλάρετος, χρηστός; Ido: vertuoza; Italian: virtuoso; Latin: probus; Latvian: tikumīgs, šķīsts; Macedonian: добродетелен, доблестен; Maori: tapatahi, ngākaupai; Navajo: yáʼátʼéehii; Norwegian Bokmål: dydig; Occitan: virtuós; Old High German: chiusce; Plautdietsch: sitlich; Polish: cnotliwy; Portuguese: virtuoso, nobre, digno; Romanian: virtuos; Russian: добродетельный, целомудренный; Sanskrit: गुणज्ञ; Serbo-Croatian Cyrillic: вр̏лӣ; Roman: vȑlī; Slovak: cnostný; Slovene: čednosten; Spanish: virtuoso; Swedish: dygdig, dygdesam; Turkish: erdemli, faziletli; Ukrainian: доброчесний, цнотливий, чеснотливий