ἄνευ
Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind
English (LSJ)
Megarian and Hellenistic ἄνις (q.v.);
A ἄνευν IG4.1484.58 (Epid.); ἄνευς GDI1157 (Olymp.):—Prep. (never used in compos.) c. gen. (c. acc. only GDIl.c.), without, opp. σύν, ἄνευ ἕθεν οὐδὲ σὺν αὐτῷ 11.17.407; ἄνευ κέντροιο without the goad, 23.387; μόνος ἄνευ τινός Ar.Lys.143, Pl.Smp. 217a; in pregnant sense, ἄνευ θεῶν, mostly with neg., οὔτι ἄνευ θεοῦ ἥδε γε βουλή Od.2.372; οὔ τοι ἄνευ θεοῦ ἔπτατο.. ὄρνις 15.531; οὐκ ἄνευ θεῶν τινος A.Pers.164; μηδὲ θύεσθαι μέν τιν' ἰδίᾳ ἄνευ τοῦ ἄρχοντος Aen.Tact.10.4; also without neg., ἄνευ ἐμέθεν without my knowledge and will, 11.15.213; ἄνευ πολιτᾶν without their consent, A.Ch.431; ἄνευ τοῦ κραίνοντος S.OC926; ἄνευ τοῦ ὑγιεινοῦ without reference to health, Pl.Grg. 518d, cf. 519a; οὐκ ἐνδέχεται ζῆν ἄνευ κακοῦ τινος Diph.32.12,etc.
II away from, far from, ἄνευ δηΐων 11.13.556; ἄνευ ὄψου ποιεῖν τινας ἑστιωμένους Pl.R. 372c, cf. Hp.Ma.290e.
III in Prose, except, besides, πάντα ἄνευ χρυσοῦ Id.Criti.112c; ἄνευ τοῦ καλὴν δόξαν ἐνεγκεῖν praeterquam quod attulerit.., D.18.89; καὶ ἄνευ τοῦ λαμβάνειν even without it, X.Cyr.5.4.28.—In early writers it rarely follows its case, ὑφηγητοῦ δ' ἄνευ S.OC502; ὧν ἄνευ X.Cyr.6.1.14; freq. in later Prose, as always in Arist., Metaph.1071a2, al., cf. Plu.2.47c, etc. (Cf. Goth. inu, OHG. ᾱνο 'without'; perhaps akin to neg. pref. ἀ-.)
Spanish (DGE)
• Alolema(s): megar. ἄνις Ar.Ach.798, 834, IG 14.432.9 (Tauromenio), Call.Fr.3.1, Lyc.350, Nic.Al.419, GVI 1522.3 (Cirene II d.C.); ἄνευν IG 4.1484.58 (Epidauro IV a.C.); ἄνευς IO 3
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [en anástrofe en gr. tard., pero ya en X.Cyr.6.1.14]
A prep. de gen.
I 1indic. falta de compañía sin c. gen. de pers. ἄνευ ἕθεν, οὐδὲ σὺν αὐτῷ Il.17.407, ἄνευ προπόλου Xenoph.1.18, μόνος ἄνευ στρατιᾶς Pi.N.3.34, ἄνευ πολιτᾶν sin consentimiento de los ciudadanos A.Ch.431, ἄνις γα τῶ πατρός Ar.Ach.798, cf. 834, ἄνις ... τιθήνης Nic.Al.419
•c. gen. de cosas ἄνευ δεσμοῖο sin necesidad de cable, Od.13.100, ἄνευ ψωλᾶς μόνας solas, privadas del miembro viril de las mujeres, Ar.Lys.143, ἄνις ἐπιδεκάτου IG 14.432.9 (Tauromenio), ἄνις αὐλῶν Call.Fr.3.1, GVI l.c., ἄνις τεράμνων Lyc.350
•c. gen. de abstr. ὁ πλοῦτος ἄνευ ἀρέτας la riqueza sin virtud Sapph.148.1, ἄνευ φθόνου no acompañado de envidia S.El.1466, ἄνευ τοῦ ὑγιεινοῦ sin tener en cuenta la higiene Pl.Grg.518d, ἄνευ τῆς ἐμῆς γνώμης sin contar con mi opinión Isoc.3.54, cf. Plb.3.21.7, ἄνευ δίκης A.Ch.1027, E.Supp.233, ἄνευ λόγου sin que mediara palabra, 1Ep.Petr.3.1, οὐ γὰρ ἄνευ τοῦ ἐόντος ... εὑρήσεις τὸ νοεῖν pues no hallarás el pensamiento sin el ser Parm.B 8.35, ἄνευ μεγέθους Arist.Metaph.1073a38 τῶν οὐσιῶν ἄνευ Arist.Metaph.1071a2.
2 indic. separación sin οὐ γὰρ ἄνευ δηΐων ἦν, ἀλλ' ... pues no estaba lejos de los enemigos, sino ..., Il.13.556.
3 indic. el agente sin ἄνευ κέντροιο θέοντες corriendo sin necesidad de aguijón, Il.23.387, ἄνευ θεοῦ Od.2.372, Pi.O.9.103, ἄνευ θεῶν Simon.21, cf. A.Pers.164, E.Ba.764, ἰδίᾳ ἄνευ τοῦ ἄρχοντος Aen.Tact.10.4.
II en enumeraciones excepto πάντα ... ἄνευ χρυσοῦ Pl.Criti.112c
•aparte de ἄνευ τοῦ καλὴν δόξαν ἐνεγκεῖν D.18.89, ἄνευ τοῦ λαμβάνειν X.Cyr.5.4.28.
B prep. de ac. sin ἄνευς βωλάν IO l.c.
• Etimología: Rel. ya c. gót. inu, aaa. anu ‘sin’, ai. anu ‘a lo largo de’; ya c. ai, sanutár ‘aparte’, ‘a solas’, lat. sine ‘sin’, lo que haría interpretar ἄνευ como una forma psilótica. Más prob. es la primera hipótesis y que haya que partir en definitiva de *(H)enHu̯3- ‘moverse de arriba abajo’, cf. νεύω.
German (Pape)
[Seite 226] (vgl. ἀν– ἀ privativum), praepos. c. gen., die aber keine Zusammensetzungen bildet; – 1) ohne, sowohl von Personen als von Sachen gebraucht, von Hom. an überall, ἄνευ ἕθεν, οὐδὲ σὺν αὐτῷ Il. 17, 407; ἄνευ θεοῦ, ohne göttlichen Willen, ohne göttlichen Beistand, Od. 2, 372. 15, 531; ἄνευ ἐμέθεν, ohne mein Wissen und Wollen, Il. 15, 213; vgl. ἄνευ ἐμοῦ Plat. Theag. 122 a; ἄνευ τῆς ἐμῆς γνώμης Isocr. 3, 54; vgl. Soph. O. C. 671; ἄνευ γε τοῦ κραίνοντος, ohne Geheiß des Herrschers, 930. – 2) abgesondert, entfernt von, ἄνευ δηίων Iliad. 13, 556. – 3) Bei den Att. außer, πάντα ἄνευ χρυσοῦ καὶ ἀργύρου Plat. Criti. 112 c; bes. beim inf., Xen. Cyr. 1, 6, 12. 5, 4, 13. Selten steht es seinem Casus nach, wie ὧν ἄνευ Xen. Cyr. 6, 1, 14; Luc. D. Mort. 22.
French (Bailly abrégé)
prép.
séparément de, avec le gén., d'où :
I. loin de : ἄνευ δηΐων IL hors de l'atteinte de l'ennemi;
II. hors de, hormis, excepté;
III. d'ord. :
1 sans;
2 particul. sans la volonté de, malgré : ἄνευ ἐμέθεν IL sans mon assentiment, malgré moi ; ἄνευ τοῦ κραίνοντος SOPH sans l'aveu du roi ; οὔτι ἄνευ θεοῦ OD non malgré une divinité, à l'instigation d'une divinité.
Étymologie: DELG obsc. -- Babiniotis cf. skr. sanu-tar « loin de ».
Russian (Dvoretsky)
ἄνευ: praep. cum gen.
1 без (ἄνευ ἕθεν Hom.; ἄνευ άκολούθου Plat.; ὧν ἄνευ Xen., Arst.): ἄνευ φθόνου Soph. без желания оскорбить (богов);
2 без ведома, согласия или содействия: οὔ τοι ἄνευ θεοῦ Hom. не без воли бога; ἄνευ ἐμοῦ Plat. без моего ведома;
3 кроме, помимо (πάντα ἄνευ χρυσοῦ καὶ ἀργύρου Plat.): ἄνευ τοῦ καλὴν δόξαν ἐνεγκεῖν Dem. не считая того, что (война) покрыла славой;
4 вдалеке, вдали от (ἄνευ δηΐων Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄνευ: παρὰ Μεγαρεῦσι καί τισι μεταγεν. ποιητ. ἄνις, ὃ ἴδε (ἴδε ἐν ἄρθρ. ἀν-, ἀρνητ. προθεματ. ἀχώριστον μόριον): ― Πρόθεσις (οὐδέποτε κειμένη ἐν συνθέσει) μετὰ γεν., χωρίς, ἀντιθέτως πρὸς τὴν σύν, ἄνευ ἔθεν, οὐδὲ σὺν αὐτῷ Ἰλ. Ρ. 407˙ ἄνευ κέντροιο, ἄνευ τῆς χρήσεως κέντρου, Ψ. 387˙ μόνος ἄνευ τινὸς Ἀριστοφ. Λυσ. 143, Πλατ. Συμπ. 217Α: ― ἐπὶ περιεκτικῆς σημασίας, ἄνευ θεῶν (δηλ. ἄνευ τῆς ἐπινεύσεως, τῆς θελήσεως ἢ τῆς ἐμπνεύσεως τῶν θεῶν)˙ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετ’ ἀρνήσεως, ὡς παρὰ Λατ. non sine Diis, οὔτοι ἄνευ θεοῦ ἥδε γε βουλὴ Ὀδ. Β. 372˙ οὔ τοι ἄνευ θεοῦ ἔπτατο ... ὄρνις Ο. 531˙ οὐκ ἄνευ θεῶν τινος Αἰσχύλ. Πέρσ. 163˙ ὡσαύτως ἄνευ ἀρνητικοῦ μορίου, ἄνευ ἐμέθεν, χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζω καὶ νὰ τὸ θέλω, Ἰλ. Ο. 213˙ ἄνευ πολιτῶν Αἰσχύλ. Χο. 431˙ ἄνευ τοῦ κραίνοντος, Λατ. injussu regis, Σοφ. Ο. Κ. 926˙ ἄνευ τοῦ ὑγιεινοῦ, ἀσχέτως πρὸς τὸ ὑγιεινόν, τὴν ὑγείαν, Πλάτ. Γοργ. 518D, πρβλ. 519Α˙ οὐκ ἐνδέχεται γὰρ ζῆν ἄνευ κακοῦ τινος Δίφιλ. ἐν «Ἐμπόρῳ» 1.12, κτλ. ΙΙ. μακρὰν ἀπὸ, ἄνευ δηΐων Ἰλ. Ν. 556˙ ἄνευ ὄψου ποιεῖν τινας ἐστιωμένους Πλάτ. Πολ. 372C, πρβλ. Ἱππ. Μείζ. 290Ε. ΙΙΙ. παρὰ πεζοῖς, ἐκτός, πλήν, ὡς τὸ χωρίς˙Ϗ πάντα ἄνευ χρυσοῦ Πλάτ. Κριτί. 112C˙Ϗ ἄνευ τοῦ καλὴν δόξαν ἐνεγκεῖν, πλὴν τοῦ …, Λατ. praeterquam quod abstulerit..., Δημ. 255. 10˙ καὶ ἄνευ τοῦ λαμβάνειν Ξεν. Κύρ. 5. 4, 28. ― Παρ’ Ἀττ. σπανιώτατα ἐπιτάσσεται, ὑφηγητοῦ γ’ ἄνευ (Ἕρμανν. καὶ πλεῖστοι ἄλλοι ἐν οἷς καὶ ὁ Jebb δίχα) Σοφ. Ο. Κ. 502˙ ὧν ἄνευ Ξεν. Κύρ. 6. 1, 14˙ συχνότερον παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, π.χ. παρὰ Πλουτ., κτλ.
English (Autenrieth)
(ἀν-): prep., w. gen., without; ἄνευ θεοῦ, ‘without divine aid,’ Od. 2.372, Il. 15.213 ; ἄνευ δηΐων, ‘clear of,’ Il. 13.556.
English (Slater)
ᾰνευ prep. c. gen., without ἄνευ δὲ θεοῦ, σεσιγαμένον οὐ σκαιότερον χρῆμ' ἕκαστον (O. 9.103) ἄνευ Χαρίτων (P. 2.42) “τὰ μὲν ἄνευ ξυνᾶς ἀνίας λῦσον” (P. 4.154) εἰ δέ τις ὄλβος ἐν ἀνθρώποισιν, ἄνευ καμάτου οὐ φαίνεται (P. 12.28) ὃς καὶ Ἰαολκὸν εἷλε μόνος ἄνευ στρατιᾶς (N. 3.34) κτείνοντ' ἐλάφους ἄνευ κυνῶν δολίων θἑρκέων (N. 3.51) οἴκαδε κλυτοκάρπων οὐ νέοντ' ἄνευ στεφάνων (N. 4.77) ἄνευ σέθεν οὐ φάος (N. 7.2) μόνον ἄνευ συμμαχίας ἴμεν fr. 169. 46.
English (Strong)
a primary particle; without: without. Compare Α.
English (Thayer)
preposition with the genitive, without: without one's will or intervention (often so in Greek writings from Homer down): χωρίς, see Tittm. i., p. 93 f; Ellicott on Green, Critical Notes, etc. (on Romans 3:28).)
Greek Monolingual
(AM ἄνευ)
(πρόθ. καταχρηστική που προτάσσεται και σπάνια επιτάσεται στην Αρχαία) χωρίς, δίχως
νεοελλ.
φρ. «είναι εκ των ων ουκ άνευ» — είναι απαραίτητος
μσν.
(και ως σύνδ.) εκτός (αν), παρά μόνο, αλλά
αρχ.
1. μακριά
2. άσχετα από κάτι
3. εκτός του ότι, πλην.
[ΕΤΥΜΟΛ. Για την ετυμολογία της λ. υπάρχουν δύο υποθέσεις. Σύμφωνα με την πρώτη, ο τ. συνδέεται με τις γερμ. λέξεις: γοτθ. inu (< enu) «χωρίς», αρχ. γερμ. ānu, «χωρίς», (ēnu και αρχ. ινδ. anu, ānu-sak «με τη σειρά». Κατά τη δεύτερη υπόθεση, το άνευ συνδέεται με το αρχ. ινδ. sanu-tar «μακριά από, έξω», λατ. sine «χωρίς» κ.ά. Αυτή η δεύτερη εκδοχή φαίνεται λιγότερο πιθανή γιατί προϋποθέτει την ύπαρξη s-στη λέξη. Η σημασία της λ. ήταν αρχικά «μακριά από, χωρίς» και έπειτα «εκτός, πλην, εξόν». Εμφανίζεται, όπως και οι γερμ. λέξεις με τις οποίες συνδέεται, μόνο ως πρόθεση με γενική, αλλά επειδή οι εκτεταμένοι τ. της λέξης, άνενθε(ν) και απάνευ-θε(ν) στο Όμηρο λειτουργούν επίσης ως επιρρ., μπορούμε να υποθέσουμε ότι το άνευ, το γοτθ. inu κ.τ.ό. ήταν αρχικά επιρρήματα. Το άνευ δεν χρησιμοποιείται ως προρρηματικό. Εξάλλου τύποι με επιρρ. -ς ή -ν μερικές φορές εναλλάσσονται μεταξύ τους καθώς και με τύπους χωρίς -ς ή -ν, γι' αυτό υπάρχουν οι παράλληλοι τ. της λέξης: άνευν (Επίδαυρος), άνευς (Ολυμπία), καθώς και το μεγαρικό άνις, που χρησιμοποιήθηκε επίσης από τους Αλεξανδρινούς ποιητές, και που σχηματίστηκε πιθ. αναλογικά προς το χωρίς.
ΠΑΡ. αρχ. άνευ-θε(ν), απάνευθε(ν)].
Greek Monotonic
ἄνευ: (ἀνα-), πρόθ. με γεν.,
I. χωρίς, οὐκ ἄνευ θεῶν, Λατ. non sine Diis, όχι χωρίς θεϊκή βοήθεια, σε Ομήρ. Οδ.· ἄνευ ἐμέθεν, χωρίς δική μου επίγνωση, σε Ομήρ. Ιλ.· ἄνευπολιτῶν, χωρίς τη συγκατάθεσή τους, σε Αισχύλ.
II. μακριά από, ἄνευ δηΐων, σε Ομήρ. Ιλ.
III. στον Πεζό Λόγο, εκτός, πλην, όπως το χωρίς, σε Ξεν.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adv.
Meaning: far from, without (Il.).
Dialectal forms: ἄνευν (Epidauros), ἄνευς (Olympia), ἄνις (Megara ap. Ar., cf. χωρίς), cf. Schwyzer-Debrunner 535: 4a.
Derivatives: ἄνευθε(ν) (Il.) and ἀπάνευθεν.
Origin: IE [Indo-European] [907] *sen-i, sn̥-? without
Etymology: No exact correspondent. ἄνευ looks like an old locative of an u-stem. One compares Germanic forms, Goth. inu without (< *enu), OHG ānu id. (< *ēnu), but this cannot explain the Greek ἀ-. (Skt. ánu along does not fit the meaning.) Better Skt. sanu-tár away, off, aside (*sen(H)u- or *snHu-?), Lat. sine without <*seni < *snh₁-i, Toch. A sne, B snai (*snh-ei). The Greek form prob. from *snh₁-eu > *saneu. In this case ἄνευ must be a psilotic form. Wackernagel Symb. phil. Danielsson 390 A. 1. Prob. cognate with ἄτερ (s.v.), which can only be *sn̥-, without laryngeal.
Middle Liddell
[ἀνά]
I. prep. c. gen. without, οὐκ ἄνευ θεῶν, Lat. non sine Diis, not without divine aid, Od.; ἄνευ ἐμέθεν without my knowledge, Il.; ἄνευ πολιτῶν without their consent, Aesch.
II. away from, far from, ἄνευ δηΐων Il.
III. in Prose, except, besides, like χωρίς, Xen.
Frisk Etymology German
ἄνευ: {áneu}
Forms: Nebenformen: ἄνευν (Epidauros), ἄνευς (Olympia), ἄνις (Megara, hell. Dichter), vgl. Schwyzer-Debrunner 535: 4a.
Meaning: fern von, ohne (seit Il.).
Derivative: Davon ἄνευθε(ν) (ep. lyr.) und ἀπάνευθεν (ep.), auch als Adverbia fern ab gebraucht.
Etymology: Seiner Bildung nach erinnert ἄνευ an den alten Lokativ eines u-Stamms; es ist aber ohne genaue Entsprechung. Man vergleicht einerseits die germanische Gruppe got. inu ohne (< *ĕnu), ahd. ānu = ohne (< *ēnu) und aind. ánu entlang, ānu-ṣák nach der Reihe; anderseits aind. sanu-tár abseits, lat. sine usw. Bei der letzten Annahme wäre ἄνευ entweder eine psilotische oder eine "s-lose" Form; das eine ebenso unwahrscheinlich wie das andere. Literatur bei Bq, W.-Hofmann 1, 677 (s. ignosco), WP. 1, 127f., Pok. 318, Wackernagel Symb. phil. Danielsson 390 A. 1. Vgl. s. ἄτερ.
Page 1,106
Chinese
原文音譯:¥neu 阿扭
詞類次數:介詞(3)
原文字根:沒有
字義溯源:無*,不,毫無,不用;比較 (α / ἄλφα)=阿拉法。( 太10:29)說到兩個麻雀的事;和合本譯為:若是你們的父不許,一個也不能掉在地上。這裏把(ἄνευ)=無,不)加上‘許’,變成‘不許’,很合情理。但是原文的意思乃是這樣:若是無你們的父,一個也不能掉在地上。這句話的含意就完全不一樣了;因為這句話可能表示:父也在那裏,父關懷牠們,牠不會單獨的掉在地上!如果父神對一個麻雀尚且如此的關懷與愛惜,何況你我?因此( 徒17:28)說:我們的生活,動作,存留,都在乎他。(原文:都在他裏面)
出現次數:總共(3);太(1);彼前(2)
譯字彙編:
1) 毫無(1) 彼前4:9;
2) 不用(1) 彼前3:1;
3) 沒有(1) 太10:29
English (Woodhouse)
without, exclusive of, in default of, outside of, unauthorised by, without reckoning