πίσω
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
fut. of πιπίσκω.
French (Bailly abrégé)
f. de πιπίσκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πίσω fut. van πιπίσκω.
Russian (Dvoretsky)
πίσω: (ῑ) fut. к πιπίσκω.
Greek (Liddell-Scott)
πίσω: [ῑ], μέλλ. τοῦ πιπίσκω.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και πίσου Ν, και οπίσω και επικ. τ. ὀπίσσω και αιολ. τ. ὐπίσσω Α
Α' (τοπ. επίρρ.) α) αντίθετα προς το σημείο που βλέπει κανείς ή προς το οποίο κατευθύνεται (α. «χίλιοι τον παν από μπροστά και δυο χιλιάδες πίσω», δημ. τραγούδι)
β) (συν. σχετικά με κίνηση) προς το αρχικό σημείο εκκίνησης, προς την αφετηρία (α. «αφού περιπλανήθηκε για χρόνια γύρισε πάλι πίσω» β. «ὀπίσω πάλιν οἴκαδε», Πίνδ.)
Β' (ως καταχρ. πρόθεση με γεν.) χρησιμοποιείται προκειμένου να δηλώσει ακολουθία, συνοδεία ή καταδίωξη (α. «τρέχει διαρκώς πίσω του σαν σκυλάκι» β. «ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾱ», ΚΔ)
Γ (τροπ. επίρρ.) πάλι, ξανά (α. «δυο μοναστήρια χάλασα, τά ξαναχτίζω πίσω», δημ. τραγούδι
β. «ἀνακτᾶσθαι ὀπίσω τὴν τυραννίδα», Ηρόδ.)
Δ' (με αρθρ. ως επίθ.)
1. ο, η, το πίσω ή ὁ, ἡ, τὸ ὀπίσω
α) (με τοπ. σημ.) οπίσθιος (α. «η πίσω πόρτα» β. «τὴν ὀπίσω τοῦ προπύλου στέγην», επιγρ.)
2. (με αρθρ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πίσω ή τὰ ὀπίσω
τα νώτα
νεοελλ.
Α' (τοπ. επίρρ.)
1. στο αντίθετο μέρος της ὁψης ή της θεατής πλευράς ενός αντικειμένου, πέρα, αντίπερα («το σπίτι μου είναι πίσω από τον λόφο»)
2. χρησιμοποιείται α) προκειμένου να δηλώσει αργοπορία ή καθυστέρηση («όποτε περπατάμε μαζί μένει πάντα πίσω»)
β) στάσιμη κατάσταση, στασιμότητα («έχει μείνει λίγο πίσω στα μαθηματικά»)
γ) άγνοια ή απουσία κάποιου («ένας θεός ξέρει τί του σούρνει πίσω του»)
Β' (χρον. επίρρ.)
1. δηλώνει προγενέστερο χρονικό διάστημα, προηγουμένως, κατά το παρελθόν («με αυτά που μού είπες μέ πήγες χρόνια πίσω»)
2. χρησιμοποιείται προκειμένου να δηλώσει επιβράδυνση ή καθυστέρηση («το ρολόι πάει πίσω δέκα λεπτά»)
3. μτφ. δηλώνει επάνοδο σε προηγούμενη κατάσταση («ύστερα από μια περίοδο οικονομικής ανάκαμψης πίσω πάλι»)
Γ' επιφών. χρησιμοποιείται για να δηλώσει επιθυμία ή προσταγή («πίσω, και σας έφαγα»!)
Δ' (με άρθρ. αρσ. ονομ. πληθ. ως επίθ.) οι πίσω (μας)
(με χρον. σημ.) οι πρόγονοί μας ή οι απόγονοί μας
Ε' φρ. α) «πίσω από την πλάτη μου» — χρησιμοποιείται προκειμένου να δηλώσει ότι κάποιος μιλάει για μένα χωρίς να το ξέρω αλλά και με σκοπό να μέ διαβάλει ή ενεργεί εις βάρος μου
β) «πίσω από τις πλάτες μας» — κοντά μας αλλά χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε
γ) «μπρος πίσω» — πάνω κάτω, περίπου
δ) «πίσω μπρος» — από την αρχή
ε) «πέντε μπρος και δέκα πίσω» — χρησιμοποιείται σχετικά με αδαή χορευτή
στ) «πίσω μου σ' έχω σατανά» — χρησιμοποιείται προκειμένου να δηλώσει την αγανάκτηση που προκαλεί άτομο προκλητικό και ενοχλητικό
ζ) «δίνω ή φέρνω κάτι πίσω» — επιστρέφω κάτι
η) «παίρνω κάτι πίσω»
i) ξαναπαίρνω κάτι
ii) ανακαλώ
θ) «από πίσω» — από τα οπίσθια
ι) «το κάνει από πίσω» — συνουσιάζεται παρά φύσιν
ια) «κάνω πίσω»
i) οπισθοχωρώ
ii) μτφ. παραιτούμαι από μια προσπάθεια
ΣΤ παροιμ. α) «να πάει πίσω ντρέπεται, να πάει μπρος φοβάται» και «μπρος βαθύ [ή γκρεμός] και πίσω ρέμα» — χρησιμοποιείται για να δηλώσει δίλημμα ή αδιέξοδο
β) «πίσω έχει η αχλάδα την ουρά» — χρησιμοποιείται ως προειδοποίηση προκειμένου να δηλώσει ότι οι αρνητικές ή δυσάρεστες συνέπειες μιας πράξης θα φανούν στο μέλλον
γ) «οι τιμητάδες είναι από πίσω μας» — λέγεται για να δηλώσει ότι τα σφάλματα μας τά αντιλαμβάνονται οι άλλοι και γι' αυτό δεν πρέπει να βαυκαλιζόμαστε με την ελπίδα ότι περνούν απαρατήρητα
δ) «μπρος φίλος και πίσω σκύλος» — λέγεται για εχθρούς που υποκρίνονται τους φίλους
ε) «πίσω να τ' αρμέξουμε» — λέγεται για να δηλώσει τη δυσαρέσκεια που προκαλεί η επίμονη και αναιτιολόγητη επανάληψη τών ίδιων λόγων ή έργων
μσν.-αρχ.
(χρον. επίρρ.) στο μέλλον, στο εξής, σε αντιδιαστολή προς το πρόσσω, που δηλώνει το παρελθόν, και προς τα νῡν, προπάροιθε και ἐνθάδε, που δηλώνουν το παρόν ή το παρελθόν («σεῖο... οὔτις ἀνὴρ προπάροιθε [ἦν] μακάρτατος, οὔτ' ἄρ ὀπίσσω ἔσσεται», Ομ. Οδ.)
αρχ.
φρ. α) «ἐν τοῖσι ὀπίσω λόγοις σημανέω»
(στον Ηρόδ.) στα επόμενα βιβλία
β) «ἐκ τοῦ ὀπίσω»
(σχετικά με πάπυρο) στο πίσω μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πίσω < ὀπίσω με σίγηση του άτονου αρκτικού -ο-, επειδή ταυτίστηκε με το άρθρο ο. Για τον τ. ὀπίσω βλ. λ. όπισθεν].
Greek Monotonic
πίσω: [ῑ], μέλ του πιπίσκω.