πόθεν

From LSJ

Κακοῦ γὰρ ἀνδρὸς δῶρ' ὄνησιν οὐκ ἔχει → Nil utilitatis improbi in donis viri → Geschenke eines Schurken sind nicht von Gewinn

Menander, Monostichoi, 292
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πόθεν Medium diacritics: πόθεν Low diacritics: πόθεν Capitals: ΠΟΘΕΝ
Transliteration A: póthen Transliteration B: pothen Transliteration C: pothen Beta Code: po/qen

English (LSJ)

Ion. κόθεν:
I interrog. Adv. whence?
1 of place, εἰρώτα... τίς εἴη καὶ πόθεν ἔλθοι Od.15.423; ποδαπὸς ὁ ξένος; πόθεν; A.Ch.657; ποῖ δὴ καὶ πόθεν; Pl.Phdr. 227a: c. gen., τίς πόθεν εἰς ἀνδρῶν; Il.21.150, Od.1.170, al.; κ. τῆς Φρυγίης ἥκων; Hdt.1.35; πόθεν γῆς ἦλθες; E.Ion258, etc.
2 of origin, πόθεν γένος εὔχεται εἶναι from what stock he avows that he is by descent, Od.17.373; τὴν.. τέχνην πῶς καὶ πόθεν ἄν τις δύναιτο πορίσασθαι; Pl.Phdr. 269d; πόθεν ἄλλοθεν..; D.3.28: c. gen., πόθεν ποτὲ.. θνητῶν ἔφυσαν; E.Supp.841.
3 in speaking, πόθεν ἄρξωμαι; A.Ch.855 (anap.); πόθεν ἂν λάβοιμι ῥῆμα; Ar.Pax 521, etc.
4 of the cause, whence? wherefore? πόθεν χοὰς ἔπεμψεν; ἐκ τίνος λόγου; A.Ch.515; to express surprise or negation, πόθεν γὰρ ἔσται βιοτά; i.e. οὐδαμόθεν, S.Ph.1159 (lyr.); πόθεν υἱὸς αὐτοῦ ἐστιν; Ev.Marc. 12.37; πόθεν; how can it be? impossible! nonsense! E.Ph.1620, Ar.V. 1145, Ra.1455; σὺ δ' ὁμέστιος θεοῖς; πόθεν; Id.Fr.655; ἀλλ' οὐκ ἔστι ταῦτα· πόθεν; πολλοῦ γε καὶ δεῖ D.18.47, cf. 24.157, etc.; πόθεν γάρ; E. Alc.781.
5 with Verbs of finding, taking, purchasing, etc., πόθεν ἂν πριαίμην ῥῖνα; Ar.Pax21; πόθεν ἄν τις τοῦτο τὸ χρῖμα λάβοι; X.Smp. 2.4; πόθεν πρᾷον.. ἦθος εὑρήσομεν; Pl.R. 375c, cf. Euthd.273e, al.; so κάθησθε κλάοντες περὶ τῆς αὔριον πόθεν φάγητε Arr.Epict.1.9.19.
II ποθέν, enclit. Adv. from some place or other, εἴ πόθεν Il.9.380; εἰ καί πόθεν ἄλλοθεν ἔλθοι Od.7.52, cf. 5.490; φανεὶς.. πόθεν A.Pers.354; ἦλθέ πόθεν σωτήρ Id.Ch.1073 (anap.); ἐκ δρυός πόθεν ἢ ἐκ πέτρας Pl.R. 544d; ἐκ βιβλίου πόθεν ἀκούσας from some book or other, Id.Phdr.268c, cf. 244d; after ἐνθένδε, ἐντεῦθεν, ib.229b, 270a, etc.

German (Pape)

[Seite 644] adv. der Frage, von wannen? von woher? sowohl vom Orte, als von der Abstammung; oft c., gen.; Hom., der πόθεν ἀνδρῶν vrbdt; auch c. accus., πόθεν γένος εὔχεται εἶναι, Od. 17, 373; πόθεν ἐξέφανεν, Pind. Ol. 13, 18; πόθεν ἕξεις ὁμοίας χειρὸς εὔθοινον γέρας; Aesch. Ch. 254; πόθεν ἄρξωμαι, Ch. 842; auch = warum? πόθεν χοὰς ἔπεμψεν; 508; τίς τε καὶ πόθεν πάρει; Soph. Phil. 56, u. öfter; πόθεν κλέος γ' ἂν εὐκλεέστερον κατέσχον, Ant. 498; πόθεν δ' ἂν εὕροις ἄρηξιν; El. 863; u. in Prosa: πῶς καὶ πόθεν ἄν τις δύναιτο πορίσασθαι; Plat. Phaedr. 269 d; πόθεν οὖν δὴ ἀρξόμεθα; Parm. 137 a, u. oft πόθεν εὑρήσομεν; woher sollen wir nehmen, wo finden? Rep. II, 375 c; u. mit dem Ausdruck der Befremdung, πόθεν; = woher denn das? wie sollte das kommen? wie wäre das möglich? worin also eine Verneinung liegt; πόθεν ἔχω; woher sollte ich das wissen? d. i. wie konnte ich das wissen? ich weiß es nicht, Crat. 388 e, Sp., πόθεν ἄν μοι γένοιτο, Luc. epist. Saturn. 20. – Für ποῦ steht es eigentlich nirgends; Stellen wie Soph. Trach. 1006, πόθεν ἔστ' ὦ πάντων Ἑλλήνων ἀδικώτατοι, sind nur falsch erklärt; u. bei λαμβάνειν, πρίασθαι, wo wir bequemer wo? übersetzen, ist das Entnehmen aus einem Orte bei den Griechen bezeichnet, vgl. Ar. Pax 21 Xen. C, nv. 2, 4.

French (Bailly abrégé)

adv. interr.
1 d'où ? de quel lieu ? ἠρώτα τίς εἴη καὶ πόθεν ἔλθοι OD il lui demanda qui elle était et d'où elle était venue ; fig. πόθεν ἄρξωμαι ; ESCHL par où commencerai-je ? πόθεν ἂν εὕροις ἄρηξιν ; SOPH où trouveras-tu du secours ? (propr. d'où trouveras-tu, prendras-tu ? etc.);
2 de quelle source, par quel moyen ?, pour marquer qu'une chose est impossible d'où cela viendrait-il ? comment cela arriverait-il ? comment cela serait-il possible ? πόθεν γὰρ ἔσται βιοτά ; SOPH car avec quoi me procurerai-je de quoi vivre ? πόθεν γάρ ; LUC comment cela ?;
3 par suite de quelle cause ? pour quel motif ? pourquoi ?
Étymologie: *πός, -θεν, corrél. de ὅθεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πόθεν, Ion. κόθεν [~ πο-] adv. interrog., waarvandaan waarvandaan; van plaats; ἀλλήλους τ’ εἴροντο τίς εἴη καὶ πόθεν ἔλθοι zij vroegen elkaar wie hij was en waar hij vandaan kwam Od. 17.368; met gen..; πόθεν ἀνδρῶν uit welk volk? Il. 21.150; πόθεν γῆς van welk deel van de wereld? Eur. Ion 258; van oorsprong, beginpunt, bron. πόθεν γένος (adv. acc.) εὔχεται εἶναι uit welke familie claimt hij dat hij stamt? Od. 17.373; πόθεν ἄρξωμαι τάδ’ ἐπευχομένη waar moet ik mijn gebed beginnen? Aeschl. Ch. 855; πόθεν ἂν εὕροις... ἄρηξιν; waar zou je hulp kunnen vinden? Soph. El. 875; πόθεν ἅμα πρᾷον καὶ μεγαλόθυμον ἦθος εὑρήσομεν; waar zullen we een karakter vinden dat tegelijk zachtaardig en driest is? Plat. Resp. 375c. overdr. op grond waarvan?, waarom?, hoe?:; πυθέσθαι... πόθεν χοὰς ἔπεμψεν te informeren waarom zij het plengoffer heeft gezonden Aeschl. Ch. 515; hoezo? (hoe is het mogelijk?): πόθεν αὐτοῦ ἐστιν υἱός; hoe kan hij dan zijn zoon zijn? NT Marc. 12.37; abs., bij verbazing. πόθεν; hoe kom je erbij? Aristoph. Ve. 1145; πόθεν γάρ hoe zou je ook? Eur. Alc. 781; - μῶν ἐμὲ ζητεῖς; - πόθεν; je zoekt mij toch niet? - hoe kom je d'r bij!? Aristoph. Eccl. 976; ἀλλ’ οὐκ ἔστι ταῦτα· πόθεν; maar zo is het niet; natuurlijk niet! (hoe zou het ook!) Dem. 18.47.

Russian (Dvoretsky)

πόθεν: ион. κόθεν adv. interr. и relat. ποῦ
1 откуда Hom. etc.: π. γῆς ἦλθες; Eur. из какой страны пришла ты?; π. ἄρξωμαι; Aesch. с чего бы мне начать?; πῶς καὶ π.; Plat. как и откуда?; π. ἔχω; Plat. откуда же мне знать?;
2 как, каким образом: π., ὦ ᾽γαθέ; Plat. каким же это образом, мой милый?

English (Autenrieth)

interrog. adv., whence? Of origin and parentage, τίς πόθεν εἶς ἀνδρῶν; Φ 1, Od. 1.170.

English (Slater)

πόθεν
   1 whence
   a introduces dir. quest. ταὶ Διωνύσου πόθεν ἐξέφανεν σὺν βοηλάτᾳ χάριτες διθυράμβῳ; (O. 13.18)
   b introduces indir. quest. κατερεῖς, πόθεν ἔλαβες ναυπρύτανιν δαίμονα (Pae. 6.130)
   c frag. ]καὶ πόθεν ἀθαν[άτων ἔρις ἄ]ρξατο (Pae. 6.50)

English (Strong)

from the base of πόσις with enclitic adverb of origin; from which (as interrogative) or what (as relative) place, state, source or cause: whence.

English (Thayer)

adverb (from Homer down), whence;
a. of place, from what place: from what condition, from what author or giver: Matthew 13:(from what parentage, how is it that? how can it be that? John 4:11>.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και ιων. τ. κόθεν, Α
επίρρ. νεοελλ. φρ. «πόθεν έσχες» — δημόσιος κοινωνικός έλεγχος αξιωματούχου που διαχειρίστηκε δημόσιο χρήμα ή καθενός που πλούτισε ξαφνικά χωρίς εμφανείς πόρους
αρχ.
1. από ποιο τόπο, από πού; (α. «εἰρώτα δὴ ἔπειτα, τίς εἴη καὶ πόθεν ἔλθοι», Ομ. Οδ.
β. «ποδαπὸς ὁ ξένος, πόθεν;», Αισχύλ.)
2. (σχετικά με λόγο ή ομιλία) από πού, από ποιο σημείο; («τί λέγω, πόθεν ἄρξωμαι τάδ' ἐπευχομένη;», Αισχύλ.)
3. (για προέλευση) από ποια αρχή, από ποια αιτία; (α. «τὴν τέχνην πῶς καὶ πόθεν ἄν τις δύναιτο πορίσασθαι;», Πλάτ.
β. «πόθεν πόλεμοι καὶ μάχαι ἐν ὑμῖν;», ΚΔ)
αρχ.
1. (σχετικά με την καταγωγή) από ποια γενιά; (α. «αὐτὸν δ' οὐ σάφα οἶδα, πόθεν γένος εὔχεται εἶναι», Ομ. Οδ.
θ. «πόθεν ποθ' οἵδε διαπρεπεῖς εὐψυχίᾳ θνητῶν ἔφυσαν»; Ευρ.)
2. (σε έκφραση θαυμασμού, απορίας, έντονης άρνησης) πώς; από πού κι ως πού; («ἀπὸ γὰρ βίον λείψω
πόθεν γὰρ ἔσται βιοτά;», Ευρ.)
3. (ως εγκλιτικό) ποθεν
από κάποιο τόπο, από κάπου («φανεὶς ἀλάστωρ ἤ κακὸς δαίμων ποθεν», Αισχύλ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πο- τών ερωτηματικών επιρρημάτων και αντωνυμιών (βλ. λ. πο-) + επιρρμ. κατάλ. -θεν /θε].

Greek Monotonic

πόθεν: Ιων. κόθεν,
I. ερωτημ. επίρρ., από πού;
1. λέγεται για τόπο, ἠρώτα, τίς εἴη καὶ πόθεν ἔλθοι; σε Όμήρ. Οδ.· ποῖ δὴ καὶ πόθεν; σε Πλάτ.· με γεν., τίς πόθεν εἶς ἀνδρῶν; ποιος είσαι και από ποια χώρα έρχεσαι; σε Ομήρ. Ιλ.· πόθεν γῆς; σε Ευρ.
2. λέγεται για προέλευση, πόθενγένος εὔχεται εἶναι; από ποια πλευρά καυχιέται ότι είναι η καταγωγή του γένους του; σε Ομήρ. Οδ.
3. λέγεται για την ομιλία, πόθεν ἄρξωμαι; σε Αισχύλ.
4. λέγεται για αιτία, από πού; για ποιο λόγο; στον ίδ.· μόνο του, πόθεν; πώς μπορεί να συμβαίνει; αδύνατον! σε Ευρ., Αριστοφ.
II. πόθεν, εγκλιτ. επίρρ., από το ένα μέρος ή το άλλο, εἰπόθεν, σε Ομήρ. Ιλ.· εἰ καὶ πόθεν ἄλλοθεν ἔλθοι, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

πόθεν: Ἰων. κόθεν· (ἴδε ἐν λ. τόθεν): Ι. ἐρωτημ. ἐπίρρ., ὡς καὶ νῦν, πόθεν; «ἀπὸ ποῦ;» 1) ἐπὶ τόπου, ἠρώτα... τίς εἴη καὶ π. ἔλθοι Ὀδ. Ο. 423· ποδαπὸς ὁ ξένος; πόθεν; Αἰσχύλ. Χο. 657· ποῖ δὴ καὶ πόθεν; Πλάτ. Φαῖδρ. ἐν ἀρχ.· ― μετὰ γεν., τὶς πόθεν εἶς ἀνδρῶν; Ἰλ. Φ. 150, Ὀδ. Α. 170, κτλ.· κόθεν τῆς Φρυγίης; Ἡρόδ. 1. 35· πόθεν γῆς ἦλθες; Εὐρ. Ἴων. 258, κτλ. 2) ἐπὶ καταγωγῆς, πόθεν γένος εὔχεται εἶναι; πόθεν καυχᾶται ὅτι κατάγεται; Ὀδ. Ρ. 373· τήν... τέχνην πῶς καὶ π. ἄν τις δύναιτο πορίσασθαι; Πλάτ. Φαῖδρ. 269D· πόθεν ἄλλοθεν...; Δημ. 36. 13· ― μετὰ γεν., π. ποτέ... θνητῶν ἔφυσαν; Εὐρ. Ἱκέτ. 841. 3) ἐπὶ λόγου ἢ ὁμιλίας, π. ἄρξωμαι; Αἰσχύλ. Χο. 855· π. ἂν λάβοιμι ῥῆμα; Ἀριστοφ. Εἰρ. 521, κτλ. 4) ἐπὶ αἰτίας, ἐκ ποίας, αἰτίας; διὰ τί; π. χοὰς ἔπεμψεν; ἐκ τίνος λόγου; Αἰσχύλ. Χο. 515· ― ὡσαύτως πρὸς ἔκφρασιν θαυμασμοῦ ἢ ἀρνήσεως, π. γὰρ ἔσται βιοτά; δηλ. οὐδαμόθεν, Σοφ. Φιλ. 1159· πόθεν; πῶς εἶναι δυνατόν; ἀδύνατον, «ἀπὸ ποῦ σὲ ποῦ;» Εὐρ. Φοίν. 1620. Ἀριστοφ. Σφ. 1145, Βάτρ. 1456· σὺ δ’ ὁμέστιος θεοῖς; πόθεν; ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 723· ἀλλ’ οὐκ. ἔστι ταῦτα· πόθεν; πολλοῦ γε καὶ δεῖ Δημ. 241. 17, 749. 27, κτλ.· πόθεν γάρ; Εὐρ. Ἄλκ. 781. 5) πόθεν; εἶναι ἐν χρήσει μετὰ τῶν ῥημάτων λαμβάνειν, πρίασθαι, εὑρίσκειν, κτλ.· οἷον, Ἀριστοφ. Εἰρ. 21, Ξεν. Συμπ. 2. 4, Πλάτ. Πολ. 375C, Εὐθύδ. 273Ε, κ. ἀλλ. ΙΙ. ποθέν, ἐγκλιτ. ἐπίρρ., ἔκ τινος τόπου, ἀπό τινος μέρους, εἴ ποθεν Ἰλ. Ι. 380· εἰ καὶ π. ἄλλοθεν ἔλθοι Ὀδ. Η. 52· ὡσαύτως, μὴ ποθεν (πρβλ. ἔκποθεν)· οὕτω παρ’ Ἀττ., φανείς... π. Αἰσχύλ. Πέρσ. 354· ἦλθε π. ὁ αὐτ. ἐν Χο. 1073· ἐκ δρυὸς π. ἢ ἐκ πέτρας Πλάτ. Πολ. 544D· ἐκ βιβλίου π. ἀκούσας, ἐκ βιβλίου τινός, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 268C, πρβλ. 244D· πλεοναστικῶς κεῖται μετὰ τὰ ἐνθένδε, ἐντεῦθεν, αὐτόθι 229Β, 270Α, κτλ.· σπανίως ἐπὶ θετικῆς ἐννοίας αἱ δ’ ὑστέραι φαίνονται πλήρεις ᾠῶν, ἃ ποθεν εἰσῆλθεν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 5, 16. (Οἵαν σχέσιν ἔχει τὸ συσχετικὸν ἐπίρρ. ὅθεν πρὸς τὰ ὅς, οὗ, οἷ, ὅθι, ὅτε, ὡς τὴν αὐτὴν ἔχει τὸ πόθεν πρὸς τὰ *πός, ποῦ, ποῖ’ πόθι, πότε, πῶς, καὶ τὸ ποθέν, πρὸς τὰ που, ποι, ποθί’ ποτέ, πως.)

Frisk Etymological English

Grammatical information: interr. adv.
Meaning: whence, from where?
Derivatives: ποθέν indef. frome somewhere (Il.), Ion. κόθεν (Hdt.). Beside πόθι, ποθί where?, somewhere (ep. Il.); ποῦ, που (Att.), Ion. κοῦ, κου id.; ποῖ, ποι whither?, to somewhere (Att.), πόσε whither? (Hom.).
Origin: IE [Indo-European] [644] *kʷo- who?
Etymology: Formations from pronominal stem πο-, Ion. κο-, from IE *kʷo- with representatives in most IE languages, e.g. Skt. ká-s who?, Goth. ƕa-s id., Lat. quo-d what?. More forms from diff. languages w. lit. in Bq, W.-Hofmann s. quis, quid and quod, WP. 1, 519ff., Pok. 644 f., Mayrhofer s. káḥ etc. -- Here still ποῖος, πόσος, πότε, πότερος; s. also τίς. On the adverbial endings -θεν, -θι, -σε Schwyzer 628 f.; on the frozen caseforms ποῦ, ποῖ (gen. resp. loc.) ibd. 621 f.

Middle Liddell

I. interrog. adv. whence?
1. of place, ἠρώτα, τίς εἴη καὶ π. ἔλθοι Od.; ποῖ δὴ καὶ πόθεν; Plat.;—c. gen., τίς πόθεν εἶς ἀνδρῶν; who and from what country art thou? Il.; πόθεν γῆς; Eur.
2. of origin, πόθεν γένος εὔχεται εἶναι; from what source does he boast that his race is? Od.
3. in speaking, π. ἄρξωμαι; Aesch.
4. of the cause, whence? wherefore? Aesch.; alone, πόθεν; how can it be? impossible! Eur., Ar.

Frisk Etymology German

πόθεν: {póthen}
Grammar: Interr.
Meaning: ‘woher, von wo?’
Derivative: ποθέν Indef. irgendwoher (seit Il.), ion. κόθεν (Hdt. u.a.). Daneben πόθι, ποθί ‘wo?’, irgendwo (ep. poet. seit Il.); ποῦ, που (att.), ion. κοῦ, κου ib.; ποῖ, ποι ‘wohin?’, irgendwohin (att.), πόσε ‘wohin?’ (Hom.).
Etymology: Bildungen vom Pronominalstamm πο-, ion. κο-, aus idg. *qʷo- mit Vertretern in den meisten idg. Sprachen, z.B. aind. -s ‘wer?’, got. ƕa-s ib., lat. quo-d ‘was?’. Weitere Formen aus verschiedenen Sprachen m. Lit. bei Bq, W.-Hofmann s. quis, quid und quod, WP. 1, 519ff., Pok. 644 f., Mayrhofer s. káḥ usw. — Hierher noch ποῖος, πόσος, πότε, πότερος; s. auch τίς. Zu den Adverbialendungen -θεν, -θι, -σε Schwyzer 628 f.; zu den erstarrten Kasusformen ποῦ, ποῖ (Gen. bzw. Lok.) ebd. 621 f.
Page 2,569-570

Chinese

原文音譯:pÒqen 坡田
詞類次數:副詞(28)
原文字根:那裏
字義溯源:從那裏,從那裏來,出自那裏,那裏,怎麼,何處,何種,來自何處,為何
出現次數:總共(29);太(5);可(3);路(4);約(13);雅(2);啓(2)
譯字彙編
1) 從那裏(14) 太13:54; 可6:2; 路1:43; 路13:25; 路13:27; 約1:48; 約3:8; 約4:11; 約6:5; 約8:14; 約8:14; 約19:9; 啓2:5; 啓7:13;
2) 從那裏來(4) 太21:25; 約9:30; 雅4:1; 雅4:1;
3) 出自那裏(3) 約7:27; 約7:27; 約7:28;
4) 從那裏⋯呢(2) 太13:27; 太13:56;
5) 從那裏來的(2) 約2:9; 約9:29;
6) 怎麼⋯呢(1) 可12:37;
7) 那裏⋯呢(1) 太15:33;
8) 那裏(1) 可8:4;
9) 來自何處(1) 路20:7

English (Woodhouse)

from what quarter, from what source

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)