συνωμοσία
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
(sts. wrongly written συνομοσία), ἡ: (συνόμνυμι):—
A being leagued by oath, conspiracy, Ar.Eq.476 (pl.), Th.6.60, etc.; ξυνωμοσία δήμου καταλύσεως for putting down the democracy, Id.6.27, cf. IPE12.401.36 (Chersonesus Taurica, iii B.C.); οἱ ἐν τῇ ξυνωμοσίᾳ Th.8.49; οἱ ἐκ τῆς συνωμοσίας Plu.Ant.13; ἡ ἐπί τινα συνωμοσία, ἡ κατά τινος συνωμοσία, Id.Sert.26, Cat.Mi.29.
2 confederacy, ἡ πρὸς Ἀργείους γενομένη ξυνωμοσία Th.5.83.
II body of men leagued by oath, political union or club, Id.8.54,81, Pl.Ap.36b, R. 365d.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 union par serment, conjuration, complot, conspiration;
2 association politique;
3 ligue de confédérés, confédération.
Étymologie: συνόμνυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνωμοσία -ας, ἡ, Att. ook ξυνωμοσία [συνόμνυμι] eedverbond, verbond, tussen staten eedgenootschap, tussen stadstaten eedgenootschap, confederatie; met πρός + acc.: πρὸς Ἀργείους met de Argivers Thuc. 5.83.4; ἐπὶ γὰρ τὸ λανθάνειν συνωμοσίας τε καὶ ἑταιρίας συνάξομεν om niet ontdekt te worden zullen we samen verbonden en genootschappen oprichten Plat. Resp. 365d. ongunstig samenzwering:. ξυνωμοσία... δήμου καταλύσεως een samenzwering om de democratie ten val te brengen Thuc. 6.27.3; οἱ ἐν τῇ ξυνωμοσίᾳ = de samenzweerders Thuc. 6.27.3 = οἱ ἐκ τῆς συνωμοσίας Plut. Ant. 13.4.
German (Pape)
ἡ, Vereinigung durch einen Schwur, Verschwörung; Ar. Eq. 476; Thuc. 3.64, 6.27 und öfter; Plat. Apol. 36b, Rep. II.365d, wo die v.l. συνομοσία, die sich auch sonst als schlechtere Schreibung findet; Pol. 1.70.6, und andere Spätere, κοινὴν ἀλλήλοις θέσθαι, Ep.adesp. 96 (XI.125).
Russian (Dvoretsky)
συνωμοσία: ἡ
1 заговор; οἱ ἐκ τῆς συνωμοσίας и οἱ ἐν τῇ συνωμοσίᾳ Thuc. или οἱ τὴν συνωμοσίαν πεποιηκότες NT заговорщики; ξ. νεωτέρων πραγμάτων Thuc. заговор с целью ниспровержения существующего строя;
2 политический союз, коалиция; ἡ πρὸς Λακεδαιμονίους γενομένη ξ. Thuc. союз во главе с лакедемонянами;
3 тайное общество, политическая группировка, партия Thuc., Plat.
Greek (Liddell-Scott)
συνωμοσία: (ἐνίοτε φέρεται πλημμελῶς συνομ-)· ἡ, (συνόμνυμι) ― τὸ ἀποτελεῖν σύνδεσμον δι’ ὅρκου, συνωμοσία, Ἀριστοφ. Ἱππ. 476, Θουκ. 6. 60, κτλ.· ξ. δήμου καταλύσεως, πρὸς κατάργησιν τῆς δημοκρατίας, ὁ αὐτ. 6. 27· οἱ ἐν τῇ ξ. ὁ αὐτ. 8. 49· οἱ ἐκ τῆς σ. Πλουτ. Ἀντωνῖν. 13· ἡ ἐπί τινα, ἡ κατά τινος σ. ὁ αὐτ. ἐν Σερτωρ. 26, ἐν Κάτωνι Νεωτ. 29. 2) ὁμοσπονδία, ἡ πρὸς Ἀργείους γενομένη ξ. Θουκ. 5. 83. ΙΙ. σωματεῖον, ἀνδρῶν δι’ ὅρκου συνδεδεμένων πρὸς ἀλλήλους, πολιτικὸς σύλλογος ἢ ἑταιρεία, ὁ αὐτ. 8. 54, 81, Πλάτ. Ἀπολ. 36Β, Πολ. 365D· ἴδε ἐν λ. ἑταιρεία.
English (Strong)
from a compound of σύν and ὀμνύω; a swearing together, i.e. (by implication) a plot: comspiracy.
English (Thayer)
συνωμοσιας, ἡ (συνόμνυμι), from Aristophanes and Thucydides down, a swearing together; a conspiracy: συνωμοσίαν ποιεῖν (see ποιέω, L 1c., p. 525a top), ποιεῖσθαι (see ποιέω, I:3), ibid. L T Tr WH.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
συνωμότης
μυστική και ένορκη συμφωνία πολλών ατόμων για την τέλεση αξιόποινης πράξης, ιδίως για ανατροπή καθεστώτος
νεοελλ.
1. (νομ.) συναπόφαση δύο ή περισσότερων προσώπων να τελέσουν έσχατη προδοσία
2. (κατ' επέκτ.) κάθε εχθρική ενέργεια που είναι αποτέλεσμα μυστικής συνεννόησης λίγων εναντίον πολλών
αρχ.
1. σύμπηξη συνδέσμου, συμμαχία με όρκο
2. ομοσπονδία
3. σωματείο ανδρών συνδεδεμένων με όρκο, πολιτικός σύλλογος, πολιτική εταιρεία.
Greek Monotonic
συνωμοσία: ἡ (συνόμνυμι),·
I. 1. το να είναι κάποιος μέλος συνδέσμου που συγκροτήθηκε με ορκωμοσία των μελών του, συνομωσία, μηχανορραφία, σκευωρία, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.· ξυνωμοσία δήμου καταλύσεως, συνωμοσία για την κατάλυση της δημοκρατίας, σε Θουκ.
2. συνομοσπονδία, συνασπισμός, συμμαχία, στον ίδ.
II. σώμα, σωματείο ανδρών που είναι συνδεδεμένοι μεταξύ τους με όρκο, πολιτικός σύλλογος ή λέσχη, εταιρεία, στον ίδ., Πλάτ.
Middle Liddell
συνωμοσία, ἡ, συνόμνυμι
I. a being leagued by oath, conspiracy, Ar., Thuc., etc.; ξ. δήμου καταλύσεως for putting down the democracy, Thuc.
2. a confederacy, Thuc.
II. a body of men leagued by oath, a political union or club, Thuc., Plat.
Chinese
原文音譯:sunwmos⋯a 尋-哦摩西阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:共同-起誓
字義溯源:同心起誓,共謀,謀;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(ὄμνυμι / ὀμνύω)*=起誓)組成。參讀 (ὄμνυμι / ὀμνύω)同源字
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 謀(1) 徒23:13
English (Woodhouse)
conspiracy, league, associated club, political associations
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό συνόμνυμι → σύν + ὄμνυμι (=ὁρκίζομαι), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Lexicon Thucydideum
societas, partnership, association, 3.64.3, 5.83.4,
sodalitas, fellowship, association, 8.54.4, 8.81.2,
coniuratio, conspiracy, plot, 6.27.3, 6.60.1, 6.61.1, 8.48.2, 8.69.2.
Translations
conspiracy
Afrikaans: sameswering; Albanian: përbetim; Arabic: مُؤَامِرَة, مُوَاطَأَة; Armenian: դավադրություն; Azerbaijani: sui-qəsd; Belarusian: змова; Bulgarian: заговор, съзаклятие, конспирация; Catalan: conspiració; Chinese Mandarin: 陰謀, 阴谋; Czech: spiknutí; Danish: konspiration, sammensværgelse; Dutch: samenzwering, samenspanning; Esperanto: konspiro; Estonian: vandenõu; Finnish: salaliitto, vehkeily; French: conspiration, complot; Galician: conspiración; Georgian: შეთქმულება, კონსპირაცია; German: Verschwörung, Konspiration; Greek: συνωμοσία, δολοπλοκία; Ancient Greek: βούλευσις, ἐπιβουλή, κοινοπραγία, ξυνωμοσία, ξυνώμοτον, ξύστασις, ὁμόπνοια, σκευή, συμπνευσμός, συνεργία, συνωμοσία, συνώμοτον, συστασία, σύστασις, φατρία, τὸ συνεστηκός, τὸ ξυνιστάμενον, φατριασμός, φρατριασμός; Hebrew: קְנוּנִיָה, קֶשֶׁר; Hindi: साज़िश, साजिश; Hungarian: összeesküvés, konspiráció; Icelandic: samsæri; Indonesian: konspirasi; Irish: comhcheilg, comhchogar; Italian: cospirazione; Japanese: 密議, 陰謀; Korean: 음모(陰謀); Kyrgyz: кутум; Latin: coniuratio; Latvian: sazvērestība; Macedonian: заговор, завера; Malay: konspirasi; Malayalam: ഗൂഢാലോചന; Maori: kara, kakai; Marathi: कट; Norman: compliot; Norwegian Norwegian Bokmål: konspirasjon; Norwegian Nynorsk: konspirasjon; Old English: facengecwis; Persian: دسیسهچینی, توطئه; Polish: spisek, konspiracja, knucie, zmowa, podziemie; Portuguese: conspiração, complô; Romanian: conspirație; Russian: заговор, сговор; Scottish Gaelic: comh-rùn; Serbo-Croatian Cyrillic: за̑вера, за̑вјера, у̀рота; Roman: zȃvera, zȃvjera, ùrota; Slovak: sprisahanie, spiknutie; Slovene: zarota; Spanish: conspiración, contubernio; Swahili: njama class; Swedish: komplott, konspiration; Tagalog: sabwatan; Telugu: కుట్ర; Turkish: desise, kumpas, muamere; Ukrainian: змова