φλοιός
Δίκαια δράσας συμμάχους ἕξεις θεούς → Opem tibi deus, iusta si egeris, feret → Gerechtes Handeln schenkt der Götter Beistand dir
English (LSJ)
ὁ, (φλέω)
A bark of trees, esp. smooth bark (such as one can cut one's name on, Theoc.18.47, Call.Fr.101), Il.1.237, Emp.81, Hdt.4.67, X.Cyn.9.18, Thphr. HP 1.5.2, Sor.1.62; eaten in famine, Plb.7.1.3, Plu.Ant.17: pl., Call.l.c., Str.11.8.7, 15.1.60.
b husk or skin of certain fruits, Plu.2.684a, Aët.12.1.
2 membrane enclosing the eggs of certain animals, Arist.HA558a28.
3 tissue from which spiders spin their webs, ib.623a32.
4 metaph., of superficial or useless coverings, redundancy, ὁ Λακωνικὸς λόγος οὐκ ἔχει φλοιόν = the speech of Spartans has no dross Plu.2.510f; φωνὴν.. φλοιοῦ μεστήν Crantorap. D.L.4.27; γυμνὸς τῶν φλοιῶν stripped of all outsides, M.Ant.12.2, 8; περὶ τὸν φλοιὸν ἀσχολεῖσθαι Luc.Herm.79.
German (Pape)
[Seite 1292] ὁ, Baumrinde, Borke; Il. 1, 237; Her. 4, 67. 8, 115; bes. der Kork; übh. die Rinde, Schaale der Gewächse, βρυώδει ἰλύος φλοιῷ Ael. H. A. 16, 15.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 écorce de l'arbre ; fig. écorce, enveloppe ; en gén. l'extérieur;
2 écorce, pelure des fruits.
Étymologie: φλέω.
Russian (Dvoretsky)
φλοιός: ὁ
1 кора, тж. луб, лыко Hom., HH, Xen., Plut.: γράμματα ἐν φλοιῷ γράψαι Thuc. вырезать на коре надпись; φωνὴ φλοιοῦ μεστή Diog. L. корявый, т. е. необработанный голос;
2 оболочка, кожица (τῶν καρπῶν Plut.): φ. ὀστρακώδης Arst. твердая скорлупа; περὶ τὸν φλοιὸν ἀσχολεῖσθαι Luc. заниматься скорлупой, т. е. не вникать в суть дела;
3 внешний покров (εἴδωλα καὶ φλοιοί Plut.): οὐκ ἔχειν φλοιόν Plut. (о речи) быть неприкрытым, откровенным.
Greek (Liddell-Scott)
φλοιός: ὁ, (ἴδε φλέω) φλοιός, ἡ «φλοῦδα» τῶν δένδρων, μάλιστα ἡ λεία (ἐφ’ ἧς δύναταί τις νὰ χαράξῃ ὄνομα, Θεόκρ. 18. 47, πρβλ. Bentl. εἰς Καλλ. Ἀποσπ. 1010, Ἰλ. Α. 237, Ἐμπεδ. παρὰ Πλουτ. 2. 919D, Ἡρόδ. 4. 67, Ξεν., κλπ., πρβλ. Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 1. 5, 2· ἐν τῷ πληθ., Στράβ. 513· ― ἠσθίετο δέ, Πολύβ. 7. 1, 3, Πλουτ. Ἀντών. 17· ― ὡσαύτως, ὁ φλοιός, ἡ «φλοῦδα» καρπῶν τινων, Ἐμπεδ. παρὰ Πλουτ. 2. 684Α, Ἀριστ. περὶ Φυτ. 1. 3, 7. 2) ἐπὶ τοῦ ὀστρακώδους φλοιοῦ ᾠοῦ, ὁ δὲ νεοττὸς (δηλ. τοῦ ὄφεως) ἄνω ἐπιγίνεται καὶ οὐ περιέχει φλοιὸς ὀστρακώδης ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 34, 1· ἡ ὕλη ἐξ ἧς αἱ ἀράχναι ὑφαίνουσι τοὺς ἱστοὺς αὐτῶν, δύνανται δ’ ἀφιέναι αἱ ἀράχναι τὸ ἀράχνιον... οὐκ ἔσωθεν ὡς ὂν περίττωμα, ἀλλ’ ἀπὸ τοῦ σώματος οἷον φλοιὸν αὐτόθι 9. 39, 7. 3) μεταφορ., ἐπὶ ἐπιπολαίου ἢ ἀχρήστου καὶ ματαίου ἐπικαλύμματος, πλεονασμός, ὁ Λακωνικὸς λόγος οὐκ ἔχει φλοιὸν Πλούτ. 2. 510F· φωνήν... φλοιοῦ μεστὴν Διογ. Λ. 4. 27· γυμνὸς τῶν φλοιῶν, γυμνωθεὶς ἀπὸ παντὸς ἐξωτερικοῦ πράγματος, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 12. 2 καὶ 8· περὶ τὸν φλ. ἀσχολεῖσθαι Λουκ. Ἑρμότ. 79· πρβλ. Wyttenb. εἰς Πλούτ. 2. 81Β.
Greek Monolingual
(I)
ο, ΝΑ, και ασυναίρ. τ. φλόος και συνηρ. τ. φλοῦς Α
1.το εξωτερικό περίβλημα του κορμού και τών κλάδων τών δένδρων
2. η φλούδα τών καρπών
3. (γενικά) εξωτερικό στρώμα (α. «φλοιός της Γης» β. «δύνανται δ' ἀφιέναι αἱ ἀράχναι τὸ ἀράχνιον... οὐκ ἔσωθεν ὡς ὄν περίττωμα, ἀλλ' ἀπὸ τοῦ σώματος οἷον φλοιόν», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. βοτ. το σύνολο τών ιστών που βρίσκονται έξω από τον καμβιώδη δακτύλιο στους βλαστούς και στις ρίζες τών φυτών τα οποία εμφανίζουν δευτερογενή κατά πάχος αύξηση, δηλαδή στα ξυλώδη φυτά
2. (ανατ.-βιολ.) η εξωτερική στιβάδα ενός οργάνου ή μέρους του σώματος, που διακρίνεται κατά τη δομή και τη λειτουργία της από το κεντρικό ή υποκείμενο τμήμα του («φλοιός τών εγκεφαλικών ημισφαιρίων»)
3. γεωλ. το εξωτερικό, σχετικά λεπτό, στερεό στρώμα της Γης, που βρίσκεται πάνω από τον μανδύα και του οποίου το πάχος ποικίλλει, φθάνοντας μεταξύ 3 και 15 χιλιομέτρων κάτω από τους ωκεανούς και μεταξύ 30 και 60 χιλιομέτρων στην ξηρά
4. φρ. α) «πρωτογενής φλοιός»
βοτ. ο ιστός τών αδιαφοροποίητων κυττάρων που βρίσκεται μεταξύ της επιδερμίδας και της στήλης τών βλαστών και τών ριζών και ο οποίος αποτελείται κυρίως από θεμελιώδες περέγχυμα
β) «ηπειρωτικός φλοιός»
γεωλ. ο φλοιός της Γης στην ξηρά, στις ηπείρους
γ) «ωκεάνιος φλοιός»
γεωλ. ο φλοιός της Γής που βρίσκεται κάτω από τις ωκεάνιες λεκάνες
δ) «φλοιός τών εγκεφαλικών ημισφαιρίων» ή «εγκεφαλικός φλοιός» ή «φλοιός του εγκεφάλου» — το περιφερικό στρώμα του εγκεφάλου, το οποίο αποτελείται, από τα έξω προς τα μέσα, από έξι επιμέρους στιβάδες, δηλαδή τη μοριώδη στιβάδα, την έξω κοκκώδη στιβάδα, τη στιβάδα τών πυραμιδοειδών κυττάρων, την έσω κοκκώδη στιβάδα, τη στιβάδα τών γαγγλιακών κυττάρων και τη στιβάδα τών ατρακτοειδών κυττάρων, στρώμα που αποτελεί αφετηρία ή κατάληξη τών κινητικών και αισθητηριακών διεγέρσεων
ε) «φλοιός τών επινεφριδίων»
ανατ. η φλοιώδης ουσία τών επινεφριδίων
αρχ.
1. το οστρακώδες περίβλημα αβγού, τσόφλι («ὁ δὲ νεοττὸς [ενν. τοῦ ὄφεως] ἄνω ἐπιγίγνεται καὶ οὐ περιέχει φλοιὸς ὀστρακώδης», Αριστοτ.)
2. μτφ. α) πλεονασμός («ὁ Λακωνικὸς λόγος οὐκ ἔχει φλοιόν», Πλούτ.)
β) επιφανειακή, επουσιώδης προσέγγιση ενός θέματος («περὶ τὸν φλοιὸν ἀσχολεῖσθαι», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. φλοιός (< φλοF-yό-ς, χοῖρος < χοιρ-yος, μαζός πιθ. < μαδ-yό-ς, βλ. μαστός), φλόος (< φλοF-ος) και φλοῦς (< φλόος με συναίρεση) πρέπει να αναχθούν στην ετεροιωμένη βαθμίδα φλο-F- του ρ. φλέω «είμαι γεμάτος χυμό», λόγω του ότι η φλούδα, το εξωτερικό περίβλημα του κορμού και τών κλαδιών περιέχει άφθονους χυμούς. Οι τ. φλοιός και φλόος θα πρέπει να διακριθούν από τους τ. φλοιός (ΙΙ) «χυμός» και φλόος (Ι) «άνθηση», οι οποίοι ανάγονται επίσης στο ρ. φλέω και έχουν σχηματιστεί με ανάλογο τρόπο (βλ. και λ. φλέω).
ΠΑΡ. φλοιώδης, φλούδι(ον)
αρχ.
φλοιώτις
(αςχ.-μσν.) φλοιώ.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. φλοιορραγής, φλοιόρριζος
αρχ.-μσν.
φλοιοβαρής
νεοελλ.
φλοιοβαφή, φλοιόθριψ, φλοιοφάγος, φλοιοχρωστική. (Β' συνθετικό) άφλοιος, δασύφλοιος, έμφλοιος, λειόφλοιος, λεπτόφλοιος, ξηρόφλοιος, παχύφλοιος, τραχύφλοιος
αρχ.
αλίφλοιος, αυτόφλοιος, γεραιόφλοιος, ερίφλοιος, ευθύφλοιος, κακόφλοιος, λευκόφλοιος, μαλακόφλοιος, ομοιόφλοιος, ομόφλοιος, περίφλοιος, πολύφλοιος, ρηξίφλοιος, ρυτιδόφλοιος, τανύφλοιος, υγρόφλοιος, υπέρφλοιος].
(II)
ο, Α
χυμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. (φλF- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. φλέω «είμαι γεμάτος χυμό» + κατάλ. -yo-ς (για τον σχηματισμό βλ. και λ. φλοιός [Ι])].
Greek Monotonic
φλοιός: ὁ, (φλέω), φλούδα δέντρου, ψάθα ή φλοιός, λεία φλούδα, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.
Frisk Etymology German
φλοιός: {phloiós}
Grammar: m.
Meaning: Baumrinde, Rinde, Schale der Frucht, Häutchen eines Blatts, eines Eies, auch übertr. äußerliche Hülle (seit Α 237).
Composita: Als Vorderglied u.a. in φλοιορραγής mit rissiger Rinde (Thphr., Dsk.); sehr oft als Hinterglied, z.B. τανύφλοιος mit dünner Rinde (Π 767 u.a.).
Derivative: Davon φλοιώδης rindenartig, oberflächlich (Arist., Thphr.), -ῶτις f. aus Rinde gemacht (Lyk.); φλοΐζω (περι-, ἐκ-) ‘die Rinde abschälen, ent- rinden’ (Thphr., Dsk., Pap.) mit φλοϊσμός (περι-) m. ‘Ent- rindung’ (Thphr.), -ιστική (τέχνη) Entrindungskunst (Pl., Poll.; Chantraine Études 135); φλοιῶσαι ib. (Nonn., AP), ἀποφλοιάω ib. (Aöt.). Zu bemerken noch πεφλοιδώς· τὸν φλοιὸν ἀποβαλών H. mit intr. Bed. nach den alten κ-losen Perf., formal an φλιδάω usw. (s.d.) anzuschließen. Ausführlich über φλοιός Strömberg Theophrastea 117 ff. — Auch φλόος (Akk. φλόα Nik. nach χρόα), φλοῦς m. Rinde (Pap., AP), Haut eines Menschen od. einer Schlange (Nik.; vgl. Gow Class Quart. N.S. 1, 109; unklar [’Blüte, Frische, Saft’?] Arat. 335); auch = φλέως (Hdt. 3, 98), mit φλόϊνος aus Schilf (ebd., E. Fr. 284, Poll.). Daneben φλέως (-εώς) m. Schilf, Röhricht (Kom., Arist., Thphr., Ps.-Dsk.). — Zum PN Φλόϝαξ s. φλύαξ.
Etymology: Formal schließen sich φλόος, φλοιός für *φλόϝος, *φλοϝιός an φλέ(ϝ)ω wie Φλοῖος u.a. als Bein. des Dionysos; ebenso φλέως, -εώς nach κορώνεως, ἐρινεώς u.a. Begrifflich liegt die Verbindung mit φλέω klar in ὑπέρφλοια (μῆλα) übersaftig, von Äpfeln (Emp. 80, Versende; für -φλοα?), ebenso in φλοίειν (φλοιεῖν?) = ἄγαν ἀκμάζειν (Antim.), wenn nicht für φλύειν (s.v. Wilamowitz Glaube 2, 373 A. 1 m. mehreren Einzelheiten). Im Sinn von Schilf beziehen sich φλέως und φλοῦς auf das üppige Wachstum der Pflanze (vgl. βρύον zu βρύω); auch die Rinde (φλοιός, φλόος) kann ihren Namen von ihrer saft- und fleischreichen Konsistenz im Gegensatz zum darunterliegenden Holz bezogen haben.
Page 2,1028-1029
Mantoulidis Etymological
(=ἡ φλούδα τοῦ δέντρου). Ἀπό τό φλέω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
bark
Afrikaans: bas; Ainu: カㇷ゚; Albanian: lëvore; Amharic: ልጥ; Arabic: لِحَاء; Egyptian Arabic: جدع; Armenian: կեղև; Aromanian: shcoarci, coaji; Assamese: বাকলি; Asturian: corteza; Azerbaijani: qabıq; Bashkir: ҡабыҡ; Basque: oskol; Belarusian: кара; Bengali: ছাল; Breton: ruskenn; Bulgarian: кора; Burmese: အခေါက်; Carpathian Rusyn: кора; Catalan: escorça; Chamicuro: is̈hoopa; Cherokee: ᎤᏯᎸ; Chinese Cantonese: 樹皮, 树皮; Mandarin: 樹皮, 树皮; Cornish: rusken; Czech: kůra; Danish: bark; Dutch: schors, bast; Esperanto: arboŝelo; Estonian: koor; Faroese: børkur, bark; Finnish: puunkuori, kaarna, parkki, tuohi; French: écorce; Friulian: scuarce; Galician: casca, paraza, tona, cortiza, arna; Georgian: ქერქი; German: Borke, Rinde; Greek: φλοιός; Ancient Greek: φλοιός; Haida: giit; Hawaiian: ʻili lāʻau; Hebrew: קְלִפָּה; Hiligaynon: panit sa kahoy; Hindi: छाल; Hungarian: kéreg; Icelandic: börkur; Ido: kortico; Indonesian: kulit pohon, pepagan; Irish: rúsc, coirt, snamh; Old Irish: rúsc; Italian: corteccia, scorza; Ivatan: kodit no kayo; Japanese: 木の皮, 樹皮; Kashubian: kóra; Kazakh: қабық; Khmer: សំបកឈើ; Kikuyu: igoko; Korean: 나무껍질, 수피; Kyrgyz: кабык; Lao: ເປືອກ, ເປືອກໄມ້; Latgalian: miza, tuoss, krejš; Latin: cortex; Latvian: miza, tāss; Lithuanian: žievė̃, tóšis; Lombard: rusca, rüsca; Luxembourgish: Schuel; Macedonian: кора; Malay: kulit kayu; Maltese: qoxra; Manx: roost; Maori: hiako, pāpākiri; Middle English: bark; Mongolian Cyrillic: холтос; Mongolian: ᠬᠣᠯᠲᠤᠰᠤ; Navajo: aháshtʼóózh, azhííh; Nepali: बोक्रा; Norman: êcorche, p'liche dé bouais; Northern Mansi: сӯл, хуруп; Northern Sami: bárku; Norwegian Bokmål: bark; Nynorsk: bork; Occitan: rusca, escòrça; Ojibwe: wanagek, wanagekwag; Old English: rind; Oromo: qola; Persian: پوست درخت, پوست, توژ; Piedmontese: rusca; Pitjantjatjara: likara; Polish: kora, łub; Portuguese: casca; Romanian: scoarță; Russian: кора; Samoan: paʻu; Sanskrit: वल्क, त्वच्, तरुत्वच्; Sardinian: corzola; Saterland Frisian: Boark; Scottish Gaelic: rùsg, cairt, sgrath; Serbo-Croatian Cyrillic: кора; Roman: kora; Sicilian: scorcia; Slovak: kôra; Slovene: lubje, skorja, lub; Sorbian Lower Sorbian: škóra; Spanish: corteza; Sranan Tongo: buba; Sudovian: sakstis, tosis; Swahili: chamba sg, vyamba, gome sg, magome, gamba; Swedish: bark; Sylheti: ꠛꠣꠇꠟ; Tagalog: balat ng kahoy, balatkahoy; Tajik: пӯст, қишр; Tamil: பட்டை, மரப்பட்டை, வற்கம், பொருக்கு; Tatar: кабык; Telugu: మొరుగు; Thai: เปลือก, เปลือกไม้; Tibetan: ཤིང་གི་པགས་པ, ཤིང་པགས, ཤིང་ཤུན; Tobilung: sansag; Turkish: ağaç kabuğu, kabuk; Turkmen: gabyk; Ukrainian: кора; Urdu: چھال; Uzbek: poʻstloq, poʻst, qobiq; Venetian: scòrç; Vietnamese: vỏ, vỏ cây; Walloon: schoice, pelake; Welsh: rhisgl; West Frisian: skors; White Hmong: tawv; Yakut: хатырык; Yiddish: קאָרע; Zande: fuge; Zealandic: schosse; Zhuang: naeng; Zulu: igxolo, ixolo