οὐρά
φέρουσα κατακρύπτει ἐς τὸ ἀφραστότατόν οἱ ἐφαίνετο εἶναι → wherefore she bore it away and hid it where she thought it would be hardest to find
English (LSJ)
Ion. οὐρή, ἡ, (akin to ὄρρος)
A tail, of a lion, οὐρῇ δὲ πλευράς τε καὶ ἰσχία… μαστίεται Il.20.170; of a dog, οὐρῇ μέν ῥ' ὅ γ' ἔσηνε Od. 17.302; of the wolves and lions round the house of Circe, οὐρῇσιν μακρῇσι περισσαίνοντες 10.215; of other animals, Hes. Op.512, Hdt. 2.38,47, Arist.PA689b30, al.; not used of birds (cf. ὀρροπύγιον), Id.HA504a31.
2 = αἰδοῖον, S.Fr.1078, f.l. in Hom.Epigr.12.
II of an army marching, rearguard, rear, X.An.3.4.38, etc.; ἡ οὐ. τοῦ κέρατος rear-rank, ib.6.5.5; κατ' οὐράν τινος ἕπεσθαι to follow in his rear, Id.Cyr.2.3.21, cf. 2.4.3; ὁ κατ' οὐ. the rear-rank man, ib.5.3.45; ἐπ' οὐράν to the rear, Id.Ages.2.2; εἰς οὐράν Ael.NA16.33; ἐπ' οὐρᾷ τῶν ἱππέων in rear, X.HG4.3.4; κατ' οὐρὰν προσπίπτειν to attack in rear, Plb.2.67.2.
b left wing of a phalanx (opp. κεφαλή), Ael. Tact.7.3, Arr.Tact.8.3.
2 ῥήματος οὐρή, i.e. its echo, APl.4.155 (Euod.).
3 ἑπτὰ κλῶνας ἐλαίας ἄρας, τὰς μὲν ἓξ δῆσον οὐρὰν καὶ κεφαλὴν ἓν καθ' ἕν, i.e. tie together the two ends of each twig separately, PMag.Par.1.1250.
German (Pape)
[Seite 416] ἡ (verwandt mit ὄῤῥος), der Schwanz, Schweif; vom Löwen, οὐρῇ δὲ πλευράς τε καὶ ἰσχία ἀμφοτέρωθεν μαστίεται, Il. 20, 170; οὐρῇσιν μακρῇσι περισσαίνοντες, Od. 10, 215, vgl. 17, 302; Eur. Rhes. 784; Soph. frg. 619 (der es nach Phot. auch für αἰδοῖον braucht); Her. 2, 47. 3, 113; Xen., Arist. u. Folgde. – Übertr. a) das Hintertheil des Schiffes, wie πρύμνη. Und bes. – b) vom Heere, der Nachtrab, die Nachhut, Xen. An. 3, 4, 42 u. öfter; καλεῖ Ξενοφῶντα ἀπὸ τῆς οὐρᾶς, 3, 4, 38; προαγαγόντες καὶ τὴν οὐρὰν αὖθις ποιησάμενοι κατὰ τοὺς πρώτους τῶν ἀτάφων, ἔθαπτον, 6, 3, 6, nachdem sie mit dem Nachtrab bis zu den ersten Todten vorgerückt waren u. ihn dort hatten halten lassen; Pol. κατ' οὐρὰν προσπίπτοντες, 2, 67, 2; ἀπ' οὐρᾶς, 1, 77, 7. – Dah. κατ' οὐράν τινος ἕπεσθαι im Rücken folgen, Xen. Cyr. 2, 3, 21; vgl. Ath. VII, 281 e; u. εἰς οὐρὰν ἐπανάγειν τὴν βάδισιν, rückwärts, Ael. H. A. 16, 33; τοὺς ἡμίσεις μὲν ἔμπροσθεν, τοὺς ἡμίσεις δ' ἐπ' οὐρᾷ ἔχων, Xen. Hell. 4, 3, 4; ὁ κατ' οὐράν, der Hintermann, Cyr. 5, 3, 45.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
1 queue des animaux;
2 p. anal. arrière-garde d'une armée : κατ' οὐράν XÉN sur les derrières, en queue ; εἰς οὐράν ÉL en arrière ; ἐπ' οὐρᾷ XÉN à l'arrière;
3 καὶ τὸ ἀνδρεῖον αἰδοῖον Eust..
Étymologie: DELG cf. ὄρρος.
Russian (Dvoretsky)
οὐρά: (ᾱ), эп.-ион. οὐρή ἡ
1 (только животных; ср. ὀρροπύγιον) хвост Hom., Her., Eur., Xen. etc.;
2 воен. хвост колонны, арьергард или тыл (ἡ οὐ. τοῦ κέρατος Xen.): κατ᾽ οὐράν τινος ἕπεσθαι Xen. следовать за кем-л. сзади или по пятам; ἐπὶ и κατ᾽ οὐράν Xen. в затылок; ἐπ᾽ οὐρᾷ Xen. в тылу; κατ᾽ οὐρὰν προσπίπτειν Polyb. ударить в тыл;
3 Soph. = αἰδοῖον.
Greek (Liddell-Scott)
οὐρά: Ἰων. οὐρή, ἡ· (συγγενὲς τῷ ὄρρος)· -ὡς καὶ νῦν, κοινῶς: «νουρά», οἷον, λέοντος, οὐρῇ μέν ῥ’ ὅγ’ ἔσηνε Ὀδ. Ρ. 302, κτλ.· οὕτως ἐπὶ τῶν περὶ τὰ δώματα τῆς Κίρκης λύκων καὶ λεόντων, οὐρῇσιν μακρῇσι περισσαίνοντες Κ. 215· ἐπὶ ἄλλων ζῴων, Ἡρόδ. 2. 38, 47, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 56, κ. ἀλλ.: δὲν λέγεται δὲ ἐπὶ πτηνῶν (πρβλ. ὀρροπύγιον), ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 12, 9. 2) ὡς τὸ κέρκος, Λατ. cauda, = τὸ αἰδοῖον, Σοφ. Ἀποσπ. 924. ΙΙ. ἐπὶ στρατεύματος ἐν πορείᾳ, ἡ «ὀπισθοφυλακή», ἢ ὀπισθοφυλακία, Ξενοφ. Ἀν. 3. 4, 38, κτλ.˙ ἡ οὐρὰ τοῦ κέρατος, τὸ ὀπίσω μέρος αὐτοῦ, αὐτόθι 6. 5, 5˙ κατ’ οὐράν τινος ἕπεσθαι, ἀκολουθεῖν κατόπιν τινός, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 2. 3, 21˙ ὁ κατ’ οὐράν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ὀπισθοφυλακήν, αὐτόθι 5. 3, 45˙ ἐπὶ ἢ κατ’ οὐράν, Αἰλ. π. Ζ. 16. 33˙ ἐπ’ οὐρᾷ, εἰς ὀπισθοφυλακήν, Ξεν. Ἑλλ. 4. 3˙ 4˙ κατ’ οὐρὰν προσπίπτειν, ἐπιπίπτω ἐξόπισθεν, Πολύβ. 2. 67, 2. 2) ῥήματος οὐρή, ἡ ἠχὼ τοῦ λόγου, Ἀνθ. Πλαν. 155.
Spanish
English (Strong)
apparently a primary word; a tail: tail.
English (Thayer)
οὐράς, ἡ, a tail: Homer down. The Sept. several times for זָנָב.)
Greek Monolingual
και νουρά και ορά, η (ΑΜ οὐρά, Α ιων. τ. οὐρή)
1. το τελικό άκρο του κορμού του σώματος, συν. επίμηκες και ευκίνητο, το οποίο αποτελεί προέκταση της σπονδυλικής στήλης ή οποιαδήποτε λεπτή σωματική προέκταση ενός ζώου που μοιάζει με τη δομή αυτή
2. (σχετικά με στράτευμα σε πορεία) οπισθοφυλακή, ουραγία
νεοελλ.
1. οτιδήποτε μοιάζει με ουρά ή αποτελεί το ακραίο τμήμα ενός αντικειμένου (α. «η ουρά του αεροπλάνου» β. «η ουρά του νυφικού»)
2. το τελευταίο πρόσωπο ή πράγμα σε μία σειρά («ουρά της φάλαγγας»)
3. χημ. τα υγρά υπολείμματα που προκύπτουν κατά την παραγωγή της αιθυλικής αλκοόλης, δηλ. του οινοπνεύματος, με τη διαδικασία της αλκοολικής ζύμωσης σακχαρούχων διαλυμάτων και της απόσταξής τους, και τα οποία αποτελούνται κυρίως από ζυμέλαια
4. ονομασία διαφόρων φυτών
5. (για καρπό) μίσχος, κοτσάνι
6. μτφ. α) σειρά ανθρώπων που στέκονται με τάξη και περιμένουν για κάτι
β) ο αχώριστος φίλος ενός ατόμου
7. φρ. α) «ψέματα με ουρά» — τερατώδη ψέματα
β) «λίρα (ή παράς) με ουρά» — άφθονα χρήματα
γ) «έχει ψείρα με ουρά» — είναι γεμάτος ψείρες
δ) «κουνάει την ουρά της»
(για γυναίκα) προκαλεί ερωτικά
ε) «χώνει παντού την ουρά του» — αναμιγνύεται παντού και ιδίως σε υποθέσεις άλλων
στ) «μού έγινε ουρά» — μέ ακολουθεί παντού και πάντα, έχει γίνει η σκιά μου
ζ) «κάνω ουρά» — περιμένω στη σειρά
η) «έχει κομμένη την ουρά του» — έχασε τη δύναμη, το θράσος ή την αλαζονεία του
8. παροιμ. «πίσω έχει η αχλάδα την ουρά της» — οι δυσχέρειες ή οι αρνητικές επιπτώσεις μιας κατάστασης φαίνονται αργότερα
αρχ.
1. (ως ευφ.) το αιδοίο
2. η αριστερή πτέρυγα φάλαγγας
3. φρ. «ρήματος οὐρή» — η ηχώ του λόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. οὐρά, πιθ. < ὀρσά (πρβλ. κουρά < κορσά) ή κατ' άλλους < ὀρσjά, ανάγεται σε ΙΕ τ. ersā (πρβλ. αρχ. ιρλδ. err «ουρά»)και συνδέεται με τη λ. ὄρρος «γλουτοί, οπίσθια» (πρβλ. ορσοδάκνη, ορσολόπος). Η αναγωγή ωστόσο τών τ. οὐρά και ὄρρος σε αμάρτυρους αρχικούς τ. ὀρσά και ὄρσος, αντίστοιχα, γεννά σοβαρά φωνολογικά προβλήματα σχετικά με τη συμπεριφορά του συμπλέγματος -ρσ- (βλ. και λ. όρρος). Ο νεοελλ. τ. νουρά έχει προέλθει από τη συμπροφορά του άρθρου την με τη λ. ουρά].
τα
βιολ. βλ. ούρο.
Greek Monotonic
οὐρά: Ιων. οὐρή, ἡ (συγγενές προς το ὄρρος),
I. ουρά, λέγεται για λιοντάρι, σκύλο κ.λπ., σε Όμηρ., Ηρόδ.
II. 1. λέγεται για στράτευμα που βρίσκεται σε πορεία, αρχηγός οπισθοφυλακής, ουραγός, σε Ξεν.· κατ' οὐράν τινος ἕπεσθαι, ακολουθώ κατόπιν κάποιου, στον ίδ.· ὁ κατ' οὐράν, αυτός που ανήκει στην οπισθοφυλακή, στον ίδ.· ἐπὶ ή κατ' οὐράν, όπισθεν, προς τα πίσω, στον ίδ.· ἐπ' οὐρᾷ, στην οπισθοφυλακή, στον ίδ.
2. ῥήματος οὐρή, δηλ. ηχώ του λόγου, σε Ανθ.
Middle Liddell
οὐρά, Ionic οὐρή, ἡ, akin to ὄρρος
I. the tail, of a lion, dog, etc., Hom., Hdt.
II. of an army marching, the rear-guard, rear, Xen.; κατ' οὐράν τινος ἕπεσθαι to follow in his rear, Xen.; ὁ κατ' οὐράν the rear-rank man, Xen.; ἐπί or κατ' οὐράν to the rear, backwards, Xen.; ἐπ' οὐρᾷ in rear, Xen.
2. ῥήματος οὐρή, i. e. its echo, Anth.
Frisk Etymology German
οὐρά: {ourá}
Forms: ion. -ή
Grammar: f.
Meaning: Schwanz, Schweif (seit Il.), später oft übertr. Nachtrab, Nachhut (X., Plb. usw.).
Composita: Kompp., z.B. οὐραγός m. der Anführer des Nachtrabs mit -έω, -ία (X., Plb.. LXX usw.), κόλουρος (s. κόλος), κόθουρος, πάγουρος (s. dd.).
Derivative: Davon 1. das Demin. οὐράδιον (Gp.); 2. das Adj. οὐραῖος zum Schwanz gehörig ( Ψ 520, Hp. u.a.) mit -αία f. (wie κεραία u.a.) Schwanz (Aret. u.a.), -αῖον n. ib. (E. u.a.). 3. οὐραχός m. auslaufende Spitze, z.B. des Herzens, der Augenbrauen, eines Stengels (Mediz., Ael. u.a.), -ίαχος m. unteres Speerende (Il., A. R., AP u.a.; metr. bedingt?); vgl. κύμβαχος, στόμαχος u.a. 4. οὐρώδης zum Schwanz gehörig (Hp. v.l.). 5. auch οὖραξ, -αγος att. Bez. des Vogels τέτριξ (Arist.)?
Etymology: Wie κουρά neben κόρρη, κόρση kann οὐρά neben ὄρρος, -ορσος stehen; Grundform somit am ehesten *ὀρσά (zum Lautlichen s. zu κουρά); zu beachten bes. air. err f. Schwanz < idg. *ersā. Die Ansetzung von *ὀρσι̯ά (WP. 1, 138; auch Forbes Glotta 36, 237 f. als Alternative) oder *ὀρσϝά (Brugmann-Thumb 148 u.a. mit Hinweis auf aind. r̥ṣvá- hoch) erübrigt sich (vgl. Schwyzer 286 Zus. 1 m. reicher Lit.). S. auch ὄρρος.
Page 2,446
Chinese
原文音譯:oÙr£ 烏拉
詞類次數:名詞(5)
原文字根:尾巴
字義溯源:尾巴^,末尾
出現次數:總共(5);啓(5)
譯字彙編:
1) 尾巴(5) 啓9:10; 啓9:10; 啓9:19; 啓9:19; 啓12:4
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
Σχετίζεται μέ τό ὄρρος (=ἡ ἄκρη τοῦ ἱεροῦ ὀστοῦ, οὐρά). Ἀπό ἐδῶ τά: οὐραῖος, οὐραγός.
Léxico de magia
ἡ 1 cola de serpiente imagen que se graba o dibuja λαβὼν ἴασπιν ἀερίζοντα ἐπίγραψον δράκοντα, κυκλοτερῶς τὴν οὐρὰν ἔχοντα ἐν τῷ στόματι toma un jaspe azulado y graba en él una serpiente, en círculo, con la cola en la boca P XII 203 P XII 274 ἀντὶ δὲ τοῦ συριγμοῦ δράκοντα δάκνοντα τὴν οὐράν en lugar del silbido, (dibuja) una serpiente que se muerda la cola P XIII 50 P XIII 420 en hechizos καταδεσμεύω σε ... εἰς τὴν οὐρὰν τοῦ ὄφεως te encadeno a la cola de la serpiente SM 38 1 ref. a Apolo-Helios P II 111 2 cola, rabo de gato ἐστεμμένος οὐρὰν αἰλούρου ἐπὶ ὥρας εὼ llevando como corona una cola de gato en la hora quinta P VII 847 P VII 857 de vaca κρέμασον (τὸν βάθρακον) εἰς κάλαμον χωρίου ἐξ τριχῶν οὐρᾶς βοὸς μελάνης τοῦ ὀπιστίου cuelga la rana en una caña silvestre con pelos de la cola de una vaca negra, los del extremo P XXXVI 239 de cerdo, como nombre secreto οὐρὰ χοίρου· σκορπίουρον rabo de cerdo es miosotis P XII 425
Translations
echo
Afrikaans: eggo; Albanian: jehonë; Arabic: صَدَى; Armenian: արձագանք; Asturian: ecu; Azerbaijani: əks-səda; Basque: oihartzun; Belarusian: рэха, водгалас, водгук, водгулле, адгалос, адгалоссе; Bengali: প্রতিধ্বনি; Bulgarian: ехо, отзвук; Burmese: ပဲ့တင်သံ; Catalan: eco; Central Melanau: ngeah; Cherokee: ᏚᎷᎭᎬ; Chinese Mandarin: 回聲/回声, 應聲/应声; Chuvash: ахрӑм; Cornish: dasson, daslev; Czech: ozvěna; Danish: ekko; Dutch: echo, naklank; Esperanto: eĥo; Estonian: kaja; Faroese: afturljóð; Finnish: kaiku; French: écho; Galician: eco, resón; Georgian: ექო, გამოძახილი; German: Echo, Widerhall; Greek: ηχώ; Ancient Greek: ἀντανάκλασις, ἀντήχημα, ἀντίπεμψις, ἀντίφθεγμα, ἀπήχημα, ἀπήχησις, ἀχώ, ἠχώ, οὐρά; Gujarati: પડઘો; Hebrew: הֵד, בַּת־קוֹל; Hindi: गूँज, गूंज, प्रतिध्वनि, प्रतिशब्द, अनुनाद; Hungarian: visszhang; Iban: auh; Icelandic: bergmál, endurómur; Ido: eko; Indonesian: gema; Irish: macalla, allabhair; Italian: eco; Japanese: 反響, こだま, エコー, やまびこ; Kalmyk: дүүрән; Kannada: ಸೆಲೆ, ಪ್ರತಿಧ್ವನಿ; Kazakh: жаңғырық; Khakas: янъ; Khmer: ប្រតិនិន្នាទ, សូរខ្ទ័រ; Korean: 메아리; Kurdish Central Kurdish: زایەڵە; Northern Kurdish: dengvedan, olan, vedeng; Kyrgyz: жаңырык; Lao: ກັງວານ, ໂຄດ, ສຽງກູ່, ສຽງກ້ອງ; Latin: imago vocis; Latvian: atbalss; Lithuanian: aidas; Low German: Eko, Wedderhall; Lun Bawang: linguh, lituh; Macedonian: ехо; Malay: gema, talun, gaung, guk, tala; Malayalam: പ്രതിധ്വനി; Maranao: olaleng; Marathi: प्रतिध्वनी; Mbyá Guaraní: 'ãgue; Middle English: eccho; Mongolian: цуурай; Norwegian Bokmål: ekko, etterklang, gjenlyd; Nynorsk: ekko, etterklang, atterklang, atterljom; Old English: windumær; Pashto: پژواک, طنين, هنګامه, انګروزه, انګه, تلانګه, زونګه, زوږتلانګه; Persian: پژواک; Polish: echo; Portuguese: eco; Romanian: ecou; Russian: эхо, отголосок, отзвук; Sanskrit: प्रतिध्वनि, प्रतिध्वनिः; Scottish Gaelic: ath-sgal, mac-talla; Serbo-Croatian Cyrillic: је̏ка; Roman: jȅka; Slovak: ozvena; Slovene: odmev, eho; Spanish: eco; Swahili: mwangwi; Swedish: eko, genljud; Tagalog: umalingawngaw; Tajik: пажвок; Tatar: кайтаваз; Tausug: ulangig; Telugu: ప్రతిధ్వని; Thai: ก้อง, กังวาน; Turkish: yankı; Turkmen: ýaň; Tuvaluan: sikuleo; Ukrainian: луна, ві́дгук, ві́дгомін, відлуння; Urdu: گونج; Uyghur: ئەكس سادا, سادا; Uzbek: aks sado, exo, aks, sado; Vietnamese: tiếng dội, tiếng vang; Volapük: leog; Welsh: atsain, adlais, adlef