χορδή
English (LSJ)
ἡ, pl.,
A guts, tripe, Batr.222, Pherecr.130.9 (anap.), Ar.Fr.687 (anap.), 461 (sg).
II that which is made from guts:
1 string of gut, τὰ ὑποχόνδρια τελαμῶσι καὶ χορδαῖς διασφίγγει Sor.2.29; in a loom, Arist.GA787b23: esp. string of a lyre or harp (not in A. or S., once in E., v. infr.), Od.21.407, h.Merc.51, etc.; ἐν Αἰολίδεσσι χ. Pi.P.2.69, cf. E.Hipp.1135 (lyr.); χορδὰς ἐπιτείνειν, opp. ἀνιέναι, Pl. Ly.209b; ἐν τῇ ἐπιτάσει καὶ ἀνέσει τῶν χ. Id.R.349e; ὀξυτάτην καὶ βαρυτάτην χορδὴν ποιεῖν Id.Phdr.268e; τὰς χ. ἀλλήλαις συνιστάντα Id.R.412a: metaph., κινοῦσα χ. τὰς ἀκινήτους φρενῶν Trag.Adesp. 361.
b musical note, Pl.Phlb. 56a.
2 sausage or black-pudding, χορδῆς τόμος Cratin.192, cf. Ar.Ach.1119, Nu.455 (anap.): he puns on the two senses in Ra.339. (Cf. Skt. hirā 'vein', hiras 'strip, band, fillet', Albanian zoṝe 'entrails', Lat. haruspex, ONorse gǫrn 'entrails', garn 'yarn'.)
German (Pape)
[Seite 1364] ἡ, der D arm, die Darmsaite; Od. 21, 407; h. Merc. 51; Αἰολίδες Pind. P. 2, 69; auch die Darmsehne am Bogen, Batrach. 225; ὑπ' ἄντογι χορδᾶν Eur. Hipp. 1135; ἐπιστάμενος ὡς οἷὁντε όξυτάτην καὶ βαρυτάτην χορδὴν ποιεῖν Plat. Phaedr. 268 d; ἡ λύρα καὶ αἱ χορδαί Phaed. 86 a, u. öfter. – Auch die Wurst, Ar. Ach. 1084 Nub. 454; Sophil. bei Ath. 125 e, vgl. 94 c.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 corde à boyau, corde d'un instrument de musique : χορδὰς κινεῖν PLUT toucher des cordes d'un instrument ; ◊ prov. μηδὲν πρὸς τὴν χορδήν LUC nullement en mesure;
2 andouille, boudin.
Étymologie: DELG cf. hitt. karad- « intestins ».
Russian (Dvoretsky)
χορδή: ἡ
1 кишка Batr.;
2 струна Hom., HH, Pind., Eur., Arst.: ἐπιτεῖναί τε καὶ ἀνεῖναι ἣν ἂν βούλῃ τῶν χορδῶν Plat. подтянуть или отпускать какую угодно струну;
3 колбаса Arph.
Greek (Liddell-Scott)
χορδή: ἡ, ἐν τῷ πληθ., = ἔντερα, Βάτρ. 221, χορδαῖς ὀπταῖς ἐριφείοις Φερεκράτης ἐν «Πέρσαις» 1. 9, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 547, κλπ. ΙΙ. τὸ ἐκ τῶν ἐντέρων κατασκευαζόμενον: 1) χορδή, «κόρδα» ἐξ ἐντέρων, χορδὴ λύρας ἢ κιθάρας, Λατ chorda, Ὀδ. Φ. 407, Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 51 (πρβλ. μάγαδις)· ἐν Αἰολίδεσσι χορδαῖς Πινδ. Π. 2. 128, πρβλ. Εὐρ. Ἱππόλ. 1135 (οὐδαμοῦ ἄλλοθι παρὰ τοῖς Τραγ.)· χορδὰς ἐπιτείνειν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀνιέναι, Πλάτ. Λῦσ. 209Β· ἐν τῇ ἐπιτάσει καὶ ἀνέσει τῶν χορδῶν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 349Ε· χορδὴν κατατείνειν Ἀριστ. περὶ Ζ. Γεν. 5. 7, 18· ὀξυτάτην καὶ βαρυτάτην χορδὴν ποιεῖν Πλάτ. Φαῖδρ. 268D· τὰς χορδὰς ἀλλήλαις ξυνιστάναι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 412Α· - μεταφορ., κινοῦσα χορδὰς τὰς ἀκινήτους φρενῶν Τραγ. παρὰ Πλουτ. 2. 43Ε· πρβλ. νεάτη, μέση, ὑπάτη, ἑπτάχορδος. 2) ἀλλᾶς, «λουκάνικον», ὡς τὸ χόρδευμα· ὡς λεπτὸς, ἦ δ’ ὅς, ἔσθ’ ὁ τῆς χορδῆς τόμος Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 15, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 1119, Νεφ. 454· παροιμ.· ἐγεύσατο χορδῆς ὁ κύων (ἴδε χόριον), πρβλ. τὸν αὐτὸν ἐν Ἀποσπ. 75· - ὑπάρχει ἀστεία παιδιὰ ἐπὶ τῶν δύο τοῦτων σημασιῶν ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 339.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και χόρδα ΝΜ
1. καθετί που κατασκευάζεται από έντερο
2. νηματοειδές σώμα από έντερο, και, σήμερα, από μέταλλο, το οποίο, όταν τεντώνεται πάνω σε ηχείο μουσικού οργάνου και νύσσεται, παράγει ήχο (α. «οι χορδές της κιθάρας» β. «φόρμιγγος ἐπιστάμενος καὶ ἀοιδῆς ῥηϊδίως ἐτάνυσσε νέῳ περὶ κόλλοπι χορδήν», Ομ. Οδ.)
νεοελλ.
1. η νευρά του τόξου
2. μαθημ. ευθεία γραμμή με την οποία ενώνονται δύο σημεία μιας καμπύλης
3. ανατ. σχηματισμός που, μορφολογικά ή λειτουργικά, θυμίζει χορδή μουσικού οργάνου (α. «φωνητικές χορδές» — πτυχές του λαρυγγικού βλεννογόνου οι οποίες πάλλονται και παράγουν τη φωνή όταν δονούνται από το ρεύμα του εκπνεόμενου αέρα
β. «χορδή του τύμπανου» — κλάδος του προσωπικού νεύρου ο οποίος διασχίζει το κοίλο του τυμπάνου του αφτιού)
4. είδος φαγητού από πλέγμα εντέρων, κν. γαρδούμπα
5. βοτ. γένος χλωροφυκών
6. φρ. α) «άγγιξε [ή έθιξε] την ευαίσθητη χορδή του»
μτφ. βρήκε το ευαίσθητο σημείο του
β) «συμπαθητικές χορδές»
μουσ. χορδές που παράγουν ή μεταδίδουν τον ήχο όχι με άμεση κρούση τους αλλά με τη μεσολάβηση του φαινομένου της αντήχησης
γ) «νωτιαία χορδή»
βιολ. νωτοχορδή
αρχ.
1. έντερο («κρέα δελφακίων, χορδαὶ τ' ἐρίφων», Εύβουλ.)
2. μουσ. φθόγγος
3. αλλαντικό
4. παροιμ. φρ. «ἐγεύσατο χορδῆς ὁ κύων» — λεγόταν για εκείνους που ποθούσαν διαρκώς κάτι σπάνιο το οποίο είχαν δοκιμάσει μια φορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη και οικονομικότερη άποψη, η λ. χορδή αντιστοιχεί στο χεττιτ. karad- «έντερα» και έχει σχηματιστεί με συγκοπή μέσω ενός αμάρτυρου τ. χοροδή, μολονότι, κατ' άλλους, το χεττιτ. έχει προέλθει από τον ελλ. τ. με ανάπτυξη. Λιγότερο πιθανή, ωστόσο, θεωρείται η παλαιότερη άποψη ότι η λ. χορδή ανάγεται στον ΙΕ τ. ġhornā, από την ετεροιωμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας ĝher- «χορδή», και συνδέεται μετά: αρχ. ινδ. hirā«ταινία», hirā «φλέβα», λατ. hernia «κήλη τών εντέρων», αρχ. άνω γερμ. garn «κλωστή από ξεραμένα έντερα» (πρβλ. και γερμ. Garn), αρχ. νορβ. gọrn «χορδή». Σε σχέση με τους παραπάνω τ., το οδοντικό -ό- του ελλ. τ. παραμένει μεμονωμένο και δυσερμήνευτο, αν και θα μπορούσε, κατά μία υπόθεση, να οφείλεται πιθ. στην επίδραση του σημασιολογικά συγγενούς καρδία.
ΠΑΡ. αρχ. χορδάριον
αρχ.-μσν.
χορδεύω
μσν.
χορδίον νεοελλ. χορδίζω, χορδίτιδα, χόρδωμα, χορδωτά.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) χορδαψός, χορδοτόνος
αρχ.
χορδολογώ, χορδοποιός, χορδοπώλης, χορδοστρόφος, χορδότονος
μσν.
χορδόκοιλον
νεοελλ.
χορδοτομία, χορδόφωνο. (Β' συνθετικό) άχορδος, δίχορδος, έγχορδος, μονόχορδος, πεντάχορδος, πολύχορδος, τετράχορδος, τρίχορδος
αρχ.
αντίχορδος, βαρύχορδος, εύχορδος, ολιγόχορδος, πρόσχορδος, σύγχορδος
νεοελλ.
ισόχορδος, παράχορδος.].
Greek Monotonic
χορδή: ἡ,
I. χορδή από έντερο, χορδή λύρας, Λατ. chorda, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.
II. λουκάνικο, σε Βατραχομ.· επίσης, χόρδευμα, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
χορδή, ἡ,
I. gut-string, the string of a lyre, Lat. chorda, Od., Eur.
II. tripe, Batr.: also = χόρδευμα, Ar.
Frisk Etymology German
χορδή: {khordḗ}
Grammar: f.
Meaning: Darm, Darmsaite, Saite, Wurst (seit φ 407).
Composita: Als Vorderglied u.a. in χορδαψός m. etwa Darmverschluß, Darmverschlingung (Mediz.; zu ἅπτω?, ausführlich Strömberg Wortstud. 100f.). Oft als Hinterglied, z.B. ἑπτάχορδος mit sieben Saiten (Arist. u. a.).
Derivative: Davon die Deminutiva χορδίον n. (Miletos V-IVa), -άριον n. (Alex. in lyr.); außerdem -εύω Wurst machen mit -ευμα n. Wurstgericht (Ar.), κατα- ~ zu Wurstfleisch hacken, aufschneiden, aufschlitzen (Hdt., Them.), -ὲω ib. (Ael.).
Etymology: Ohne genaue außergriech. Entsprechung. Weitverbreitet ist eine n-Bildung in lit. žárna (žarnà) f. ‘(Dünn)darm, Schlauch’, pl. žárnos Gedärme = germ., awno. gorn Darm, pl. garnar Eingeweide (idg. *ĝhornā), woneben ahd. garn n. Garn (aus getrockneten Därmen), lat. hernia f. Leibschaden, Bruch (von *herna); wegen des Anlauts dagegen sehr fraglich alb. zorrë Darm, pl. Gedärme, Eingeweide; s. Jokl Mél. Pedersen 139ff. (aus *gʷēr-nā zu βιβρώσκω?). Daneben ohne -n- lat. haru-spex Eingeweideschauer, Wahrsager, aind. híra- m. Band, hirā́ f. Ader. — Angesichts der geläufigen n-Formen ist man geneigt, in χορδή eine Entgleisung aus *χορνή zu sehen (Risch 159, Haas Μν. χάριν 1, 131 f.); das -δ- wäre dann von einem begrifflich verwandten Wort eingedrungen, etwa der Sippe von καρδία; umgekehrt aind. hŕ̥dayam Herz mit h- aus ĝh- (für *ś- aus ḱ-) nach dem Wort für Darm (vgl. Bezzenberger BB 2, 191)? Für alten Wechsel n: d Specht Ursprung 186 m. A.1, 231. — WP. 1, 604, Pok. 443, W.-Hofmann und Fraenkel s.vv. m. weiteren Formen u. Lit.
Page 2,1111-1112
English (Woodhouse)
gut for strings of instruments, string of a musical instrument
Mantoulidis Etymological
(πληθ. = ἔντερα, χορδή λύρας, λουκάνικο). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: χορδεύω, χόρδευμα (=λουκάνικο).