κατάγω: Difference between revisions

From LSJ

ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεωςtrustworthy guarantor for the money

Source
(19)
(5)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[κατάγω]])<br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> [[κατάγομαι]]<br />[[έλκω]] την [[καταγωγή]], [[προέρχομαι]] («κατάγεται από την Ήπειρο»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κατάγω]] θρίαμβο(ν)» ή «[[κατάγω]] [[νίκη]](ν)» — [[νικώ]], [[θριαμβεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οδηγώ]] [[προς]] τα [[κάτω]], [[φέρω]] [[προς]] τα [[κάτω]] «τὴν ἐκ τῶν ὀρῶν ὕλην κατῆγον εἰς τὸ [[ἄστυ]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατεβάζω]] τις ψυχές στον Άδη, [[οδηγώ]] στον [[κάτω]] κόσμο («ψυχὰς μνηστήρων κατάγων», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[χαμηλώνω]] τη [[φωνή]]<br /><b>4.</b> (σε επικλήσεις) [[κάνω]] κάποιον με μαγικό τρόπο να έρθει σε μένα («ἐκείνους μὲν καταγαγεῑν τὸν Δία μαγεύσαντας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[οδηγώ]] [[προς]] τη [[θάλασσα]] («ἵππους δ' ἐξελάσας δῶκεν ἑταίροισιν<br />κατάγειν κοίλας ἐπὶ νῆας», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>6.</b> [[φέρω]] κάποιον ή [[κάτι]] από το ανοιχτό [[πέλαγος]] στην [[ακτή]] («τὸν [[Κρήτηνδε]] κατήγαγεν ἴς ἀνέμοιο», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>7.</b> [[καθελκύω]], [[ρίχνω]] στη [[θάλασσα]] («κατασκευάσας γὰρ ἕλικα τὸ τηλικοῡτον [[σκάφος]] εἰς τὴν θάλασσαν κατήγαγε», Καλλίξ.)<br /><b>8.</b> [[σύρω]] [[κάτι]] από τη [[θάλασσα]], [[τραβώ]] [[προς]] την [[ξηρά]]<br /><b>9.</b> [[καταλύω]], [[σταθμεύω]] για [[ανάπαυση]] ή [[διανυκτέρευση]] («καταγομένων εἰς τὴν οἰκίαν τὴν ἐν Πειραιεῑ», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>10.</b> [[φέρω]] κάποιον ή [[κάτι]] σε μια ορισμένη [[κατάσταση]] («ἐς κίνδυνον φανερὸν τὴν πόλιν καταγαγεῑν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>11.</b> [[αναζητώ]] την [[προέλευση]] («[[ὅθεν]] δεῑ κατῆχθαι καὶ πῶς ἀποδεικνύειν», Φιλόδ.)<br /><b>12.</b> [[επαναφέρω]] από [[εξορία]] («τοὺς [[φυγάδας]] καταγάγοι [[οἴκαδε]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>13.</b> [[αποκαθιστώ]] [[κάτι]] («ἰσοκρατίας καταλύοντες τυραννίδας ἐς τὰς πόλεις κατάγειν παρασκευάζεσθε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>14.</b> [[κλώθω]]<br /><b>15.</b> [[βάζω]] να πλαγιάσει<br /><b>16.</b> [[τεντώνω]]<br /><b>17.</b> <b>μέσ.</b> α) [[καταπλέω]], [[αράζω]] («κατηγάγοντο ἐξ Ἐρετρίης ἐς Μαραθῶνα», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) (για χρόνο) [[τρέχω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἄγω</i> «[[οδηγώ]], [[φέρω]]»].
|mltxt=(AM [[κατάγω]])<br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> [[κατάγομαι]]<br />[[έλκω]] την [[καταγωγή]], [[προέρχομαι]] («κατάγεται από την Ήπειρο»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κατάγω]] θρίαμβο(ν)» ή «[[κατάγω]] [[νίκη]](ν)» — [[νικώ]], [[θριαμβεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οδηγώ]] [[προς]] τα [[κάτω]], [[φέρω]] [[προς]] τα [[κάτω]] «τὴν ἐκ τῶν ὀρῶν ὕλην κατῆγον εἰς τὸ [[ἄστυ]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατεβάζω]] τις ψυχές στον Άδη, [[οδηγώ]] στον [[κάτω]] κόσμο («ψυχὰς μνηστήρων κατάγων», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[χαμηλώνω]] τη [[φωνή]]<br /><b>4.</b> (σε επικλήσεις) [[κάνω]] κάποιον με μαγικό τρόπο να έρθει σε μένα («ἐκείνους μὲν καταγαγεῑν τὸν Δία μαγεύσαντας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[οδηγώ]] [[προς]] τη [[θάλασσα]] («ἵππους δ' ἐξελάσας δῶκεν ἑταίροισιν<br />κατάγειν κοίλας ἐπὶ νῆας», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>6.</b> [[φέρω]] κάποιον ή [[κάτι]] από το ανοιχτό [[πέλαγος]] στην [[ακτή]] («τὸν [[Κρήτηνδε]] κατήγαγεν ἴς ἀνέμοιο», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>7.</b> [[καθελκύω]], [[ρίχνω]] στη [[θάλασσα]] («κατασκευάσας γὰρ ἕλικα τὸ τηλικοῡτον [[σκάφος]] εἰς τὴν θάλασσαν κατήγαγε», Καλλίξ.)<br /><b>8.</b> [[σύρω]] [[κάτι]] από τη [[θάλασσα]], [[τραβώ]] [[προς]] την [[ξηρά]]<br /><b>9.</b> [[καταλύω]], [[σταθμεύω]] για [[ανάπαυση]] ή [[διανυκτέρευση]] («καταγομένων εἰς τὴν οἰκίαν τὴν ἐν Πειραιεῑ», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>10.</b> [[φέρω]] κάποιον ή [[κάτι]] σε μια ορισμένη [[κατάσταση]] («ἐς κίνδυνον φανερὸν τὴν πόλιν καταγαγεῑν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>11.</b> [[αναζητώ]] την [[προέλευση]] («[[ὅθεν]] δεῑ κατῆχθαι καὶ πῶς ἀποδεικνύειν», Φιλόδ.)<br /><b>12.</b> [[επαναφέρω]] από [[εξορία]] («τοὺς [[φυγάδας]] καταγάγοι [[οἴκαδε]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>13.</b> [[αποκαθιστώ]] [[κάτι]] («ἰσοκρατίας καταλύοντες τυραννίδας ἐς τὰς πόλεις κατάγειν παρασκευάζεσθε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>14.</b> [[κλώθω]]<br /><b>15.</b> [[βάζω]] να πλαγιάσει<br /><b>16.</b> [[τεντώνω]]<br /><b>17.</b> <b>μέσ.</b> α) [[καταπλέω]], [[αράζω]] («κατηγάγοντο ἐξ Ἐρετρίης ἐς Μαραθῶνα», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) (για χρόνο) [[τρέχω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἄγω</i> «[[οδηγώ]], [[φέρω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατάγω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, Επικ. απαρ. <i>-αξέμεν</i> (με [[σημασία]] αορ.), αόρ. αʹ <i>κατήγᾰγον</i>, παρακ. <i>καταγήοχα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[οδηγώ]] [[κάτι]] προς τα [[κάτω]], Λατ. deducere, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· [[ιδίως]], [[οδηγώ]] στον Κάτω Κόσμο, στο ίδ.· <i>εἰς Ἀΐδαο</i>, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[οδηγώ]] προς την [[παραλία]], σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν. <b>3. α)</b> [[οδηγώ]] [[πλοίο]] από το [[πέλαγος]] στη [[στεριά]] ή στο [[λιμάνι]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>κατ. ναῦν</i>, [[οδηγώ]] [[πλοίο]] στο [[λιμάνι]], [[ελλιμενίζω]], σε Ηρόδ., Αττ. — Παθ., [[φθάνω]] στην [[ξηρά]], αποβιβάζομαι, αντίθ. προς το <i>ἀνάγεσθαι</i>, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ. <b>β)</b> κατάγεσθαι [[παρά]] τινι, [[καταλύω]] στο [[σπίτι]] κάποιου, Λατ. deversari [[apud]] aliquem, σε Δημ.<br /><b class="num">4.</b> [[αποσύρω]], [[βγάζω]] ή [[τραβώ]], [[κλώθω]], [[γνέθω]], Λατ. deducere [[filum]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">5.</b> [[οδηγώ]], [[φέρνω]] σε ορισμένη [[κατάσταση]], <i>ἐς κίνδυνον κ. τὴν πόλιν</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">6.</b> <i>κ. θρίαμβον</i>, Λατ. deducere triumphum, σε Πλούτ.· [[συνοδεύω]], όπως το [[πομπεύω]], στον ίδ.<br /><b class="num">7.</b> κ. [[γένος]], [[βρίσκω]], [[ανιχνεύω]] την [[καταγωγή]], τη [[ρίζα]], την [[προέλευση]], στον ίδ.<br /><b class="num">8.</b> κατ. [[βοάν]], [[κατεβάζω]], [[χαμηλώνω]] τη [[φωνή]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[επαναφέρω]], Λατ. reducere, σε Ομήρ. Οδ.· [[επαναφέρω]] κάποιον από την [[εξορία]], [[ανακαλώ]], σε Ηρόδ., Αττ.· γενικά, [[αποκαθιστώ]], σε Ηρόδ. — Παθ., [[επανέρχομαι]], σε Πλάτ., Ξεν.
}}
}}

Revision as of 23:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάγω Medium diacritics: κατάγω Low diacritics: κατάγω Capitals: ΚΑΤΑΓΩ
Transliteration A: katágō Transliteration B: katagō Transliteration C: katago Beta Code: kata/gw

English (LSJ)

[ᾰγ], fut.

   A -ξω Th.1.26, etc.: aor. κατήγᾰγον Od.11.164, Epig.7: rarely aor. 1 κατῆξα v.l. in X.HG2.2.20, PGrenf.2.44 (ii A. D.), Philum.Ven.10.4: Ep. aor. inf. -αξέμεν Il.6.53: pf. καταγήοχα Decr. ap. D.18.73:—lead down, esp. into the nether world, ψυχὰς μνηστήρων κατάγων Od.24.100; εἰς Ἀΐδαο 11.164, cf. Pi.O.9.34, Paus. 3.6.2: generally, bring down to a place, Od.20.163; τὴν ἐκ τῶν ὀρῶν ὕλην εἰς τὸ ἄστυ Pl.Criti.118d, etc.; bring down a river or canal, PGrenf.l.c.:—Pass., POxy.708.3 (ii A. D.).    2 draw down, κατῆγεν ἦγεν ἦγεν ἐς μέλαν πέδον E.Ba.1065; esp. by magic arts, κ. τὸν Δία Plu.Num.15; ἀετόν ib.8, dub. sens. in Thphr.CP2.9.4.    3 bring down to the sea-coast, κατάγειν κοίλας ἐπὶ νῆας Il.5.26, cf. 6.53; ἐπὶ θάλατταν τὸ στράτευμα X.Ages.1.18.    b launch, σκάφος εἰς τὴν θάλασσαν Callix.1.    4 bring down from the high seas to land, τὸν Κρήτηνδε κατήγαγε ἲς ἀνέμοιο Od.19.186: abs., put in to shore, 3.10 Aristarch. (κατάγοντο codd.); esp. for purposes of exacting toll or plundering, X.HG4.8.33, An.5.1.11, D.5.25, al.; κ. ναῦς ἐς τοὺς ἑαυτῶν συμμάχους X.HG5.1.28; also κ. τοὺς ἐμπόρους Plb.5.95.4, cf. D.S.20.82; κ. σαγήνην draw it to land, Plu.Sol.4; τοῦ πνεύματος κλύδωνα κατάγοντος πολύν bringing in a heavy swell from the sea, Id.Mar.36; ὥρα πνεῦμα λαμπρὸν ἐκ πελάγους κατάγουσα Id.Them.14:—Pass., come to land, land, opp. ἀνάγεσθαι, of seamen as well as ships, Od.3.178; ἐπ' ἀκτῆς νηΐ κατηγαγόμεσθα 10.140, cf. Hdt.4.43; Σίγειον οὐρίῳ πλάτῃ κατηγόμην S.Ph.356; κατάγεσθαι ἐς τὸν Μαραθῶνα Hdt.6.107, cf. 8.4, Pl.Mx.240c; εἰς τὸν λιμένα X.HG6.2.36.    b κατάγεσθαι παρά τινι turn in and lodge in a person's house, Eup.344, X.Smp.8.39, PFlor.248.11 (iii A. D.); ὥς τινα D.52.22; εἰς οἰκίαν Id.49.22; εἰς πανδοκεῖον Plu.2.773e.    5 draw down or out, spin, Pherecr.46, Epig.7, Pl.Sph.226b; κατάγουσα, ἡ, spinning-girl, statue by Praxiteles, Plin.HN34.69: metaph., κ. λόγον Pl.Men.80e.    6 reduce to a state, ἐς κίνδυνον φανερὸν κ. τὴν πόλιν Th.4.68; ὁ οἶνος εἰς ὕπνον κ. Ael.VH13.6.    7 bring home, gain, θρίαμβον καὶ νίκην τῇ πατρίδι Plb.11.33.7; ἐκ πολέμων Plu.Fab. 24; escort, ἐπὶ τιμητείαν Id.Aem.38, etc.    8 κ. γένος derive a pedigree, ἀπό τινος Id.2.843e, Nic. Dam.61 J.:—Pass., τὰ στέμματα κατάγεται εἴς τινα are traced down to... Plu.Num.1; φᾶμαι κατάγοντο Call.Fr.1.39 P.; of persons, to be descended, ἀπό τινος Olymp. Vit.Pl.p.1 W.    9 derive a word, S.E.M.1.242 (Pass.): generally, derive, ὅθεν δεῖ κατῆχθαι καὶ πῶς ἀποδεικνύειν Phld.Rh.1.203S.; κ. [βοάν] lower the voice, E.Or.149 (lyr.): metaph., bring down, lower, πρὸς αὑτόν to one's own standard, D.Chr.40.11.    10 Medic., couch a cataract, Gal.18(2).680.    11 wind up a torsion-engine, Ph.Bel.76.13:—Pass., HeroBel.79.6; ὁ κατάγων τὴν Χεῖρα Ph.Bel.75.9.    12 καταγόμενος current, ἐνιαυτός Vett.Val.27.16.    II bring back, κατὰ δὲ φρόνιν ἤγαγε πολλήν brought back much news [of Troy], Od.4.258; esp. from banishment, recall, Hdt. 1.60, Th.1.26, A.Th. 647,660, etc.; κ. οἴκαδε X.An.1.2.2: generally, restore, τυραννίδας ἐς τὰς πόλις Hdt.5.92.ά; εἰς τὰς πατρίδας . . εἰρήνην Plb.5.105.2; ἐκ ταλαιπωρίας Jul.Or.2.58c:—Pass., return, ἐπὶ τὸ στρατόπεδον X.An. 3.4.36.

German (Pape)

[Seite 1344] (s. ἄγω; καταγήοχε Dem. 18, 73 im Dekret; κατάξαντες Xen. Hell. 2, 2, 201; – 1) herab-, hinunter führen, -leiten, -bringen; ψυχὰς μνηστήρων κατάγων, in die Unterwelt hinab, Od. 24, 100; εἰς Ἀΐδαο 11, 164, wie Pind. Ol. 9, 34 ᾇ (ῥάβδῳ) βρότεα σώματα κατάγει κοίλαν πρὸς ἀγυιὰν θνασκόντων; vgl. Eur. Med. 1016 Alc. 24; – ἐκ τῶν ὀρῶν ὕλην κατῆγον εἰς τὸ ἄστυ Plat. Critia. 118 d; – übh. nach einem Orte hinführen, den man als niedriger gelegen betrachtet (s. κατά), ἵππους κατάγειν κοίλας ἐπὶ νῆας Il. 5, 26, vgl. 6, 53 Od. 20, 163; τὸν Κρήτηνδε κατήγαγεν ἲς ἀνέμοιο, ihn verschlug der Sturm nach Kreta hin, 19, 186; bes. ein Schiff von der hohen See in den Hafen bringen, – a) anlanden, gew. med.; von den Schiffen selbst, Od. 3, 178. 16, 322; von den Seefahrern, 3, 10; auch νηῒ κατάγεσθαι, 10, 140; Σίγειον οὐρίῳ πλάτῃ κατηγόμην Soph. Phil. 356; κατηγάγοντο ἐξ Ἐρετρίας εἰς Μαραθῶνα Plat. Menex. 240 c; Strab. IV, 183 οἱ καταγόμενοι, im Ggstz von ἀναπλέοντες; auch pass., νέας πολλὰς καταχθείσας ἐς τὰς Ἀφεάτς Her. 8, 4; ναῦν εἰς θάλασσαν κατάγειν, vom Stapel lassen, Ath. V, 207 a. – b) feindlich, ein Schiff aufbringen, es zwingen, in einen gewissen Hafen einzulaufen (ἐκώλυε καταπλεῖν Ἀθήναζε, ἐς δὲ τοὺς ἑαυτῶν συμμάχους κατῆγεν Xen. Hell. 5, 1, 28), um Zölle zu entrichten, wie es die thun, welche die Meeresherrschaft haben, Dem. 5, 25. 8, 9 u. öfter; Lycurg. 18; auch wohl wie es die Byzantier thaten, um die Ladung, das Getreide dort zu verkaufen, Dem. 50, 6. 17; vgl. Harpocr. u. Arist. Oec. 2, 3; von den Folgdn Pol. 1, 83, 7; auch von Seeräubern, ἐληΐζοντο καὶ κατῆγον τοὺς ἐμπόρους 5, 95, 4. – Auch auf dem Lande bei Einem einkehren, κατήγοντο παρά τινι Dem. 59, 24, wie Eupolis bei Schol. Ar. Pax 812; Xen. Conv. 8, 39; εἰς πανδοκεῖον κατήχθη Plut. am. narr. 3. – Herabziehen, μολιβδὶς ὥςτε δίκτυον κατῆγε Soph. frg. 783; beim Spinnen den Faden, ξαίνειν καὶ κατάγειν καὶ κερκίζειν Plat. Soph. 226 b; Pherecrat. bei B. A. 404, 76. Dah. λόγον, Plat. Menon 80 e; σαγήνην Plut. Sol. 4. – 2) zurückführen, bes. einen Verbannten in seine Heimath, Aesch. Spt. 629. 642 Ag. 1589 Eur. Phoen. 432; κατάγων ἐς ταύτην τὴν χώρην τοὺς φυγάδας ἐξ αὐτῆς Her. 6, 75; φεύγων ἔπεισεν Ἀθηναίους ἑαυτὸν κατάγειν Thuc. 1, 111; τοὺς φυγάδας καταγάγοι οἴκαδε Xen. An. 1, 2, 2 u. öfter; med. zurückkehren, ἐπὶ τὸ στρατόπεδον 3, 4, 36; wiederherstellen, ἰσοκρατίας καταλύοντες τυραννίδας εἰς τὰς πόλεις κατάγειν Her. 5, 92; εἰς τὰς πατρίδας εἰρήνην ἀντὶ πολέμου Pol. 5, 105, 2; – γένος ἀπό τινος, das Geschlecht von Einem ableiten, Plut. X oratt. Lycurg. g. E., τὰ στέμματα κατάγεται εἴς τινα Num. 1. – Nach dem lat. victoriam reportare, θριάμβους ἐκ πολέμων μεγίστων ἐπιφανεστάτους Plut. Fab. 24; θρίαμβον καὶ νίκην τῇ πατρίδι κατάγων Pol. 11, 33, 7; Sp.; – καταγαγὼν ἐκ τοῦ πολέμου χρυσόν, Geld zurück-, heimbringen, Plut. Lyc. 30; – τὸν Δία, durch Beschwörungen vom Himmel herabziehen, Num. 15.

Greek (Liddell-Scott)

κατάγω: μέλλ. -ξω, Ἐπικ. ἀπαρ. -αξέμεν (ἐν σημασ. ἀορ.) ἰλ. Ζ. 53: ἀόρ. κατήγᾰγον: πρκμ. καταγήοχα Ψήφισμα παρὰ Δημ. 249. 18. Ἄγω τι πρὸς τὰ κάτω, Λατ. deducere, ἰδίως ἄγω εἰς τὸν κάτω κόσμον (κατέρχομαι, κάτειμι, ἐγὼ κατέρχομαι), ψυχὰς μνηστήρων κατάγων Ὀδ. Ω. 100· εἰς Ἀΐδαο Λ. 164· πρβλ. Πινδ. Ο. 9. 51, Παυσ. 3. 6, 2: ― καθόλου, φέρω εἲς τινα τόπον, Ὀδ. Υ. 163· ἐκ τῶν ὀρῶν εἰς τὸ ἄστυ Πλάτ. Κριτίας 118D, κτλ.· ― κάμνω νὰ καταβῇ κάτω διὰ μαγείας, ὡς τὸ Λατ. deducere, elicere, κατάγειν τὸν Δία Πλουτ. Νουμ. 15· ἀετὸν αὐτόθι 8. 2) ἄγω πρὸς τὰ κάτω, πρὸς τὴν θάλασσαν, ἵππους δ᾿ ἐξελάσας… δῶκεν ἑταίροισιν κατάγειν κοίλας ἐπὶ νῆας Ἰλ. Ε. 26, πρβλ. Ζ. 53, Φ. 32· ἐπὶ θάλατταν τὸ στράτευμα Ξεν. Ἀγησ. 1, 18. 3) ἄγω ἐκ τοῦ πελάγους εἰς τὴν ξηράν, τὸν Κρήτηνδε κατήγαγεν ἲς ἀνέμοιο Ὀδ. τ. 186· κατάγειν ναῦν, ἄγειν πλοῖον εἰς λιμένα, Λατ. subducere navem in portum, Ἡρόδ. 8. 4· (ὡσαύτως, κ. σκάφος εἰς τὴν θάλασσαν Ἀθήν. 207Α· ἰδίως πρὸς φορολογίαν ἢ λῃστείαν, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 33, Ἀν. 5. 1, 11, Δημ. 63. 19., 217. 10., 249. 18., 480. 16· κ. ναῦς ἐς τοὺς ἑαυτῶν συμμάχους Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 28· ὡσαύτως, κ. τοὺς ἐμπόρους Πολύβ. 5. 95, 4, Διόδ. 20. 81· κατάγω σαγήνην, σύρω τὸ δίκτυον εἰς τὴν ξηράν, Πλουτ. Σόλων 4· κλύδωνα κ. πολύν, δηλ. ἐκ τῆς θαλάσσης, ὁ αὐτ. ἐν Μαρ. 36· ὥρα πνεῦμα λαμπρὸν ἐκ πελάγους κατάγουσα ὁ αὐτ. ἐν Θεμιστ. 14. - Παθ., κατέρχομαι, φθάνω εἰς τὴν ξηράν, ἀντίθ. τῷ ἀνάγεσθαι, ἐπὶ ναυτῶν ὡς καὶ ἐπὶ πλοίων, οἱ δ’ ἰθὺς κατάγοντο Ὀδ. Γ. 10, πρβλ. 178· ἐπ’ ἀκτῆς νηῒ κατηγαγόμεσθα Κ. 140, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 43· οὕτω βραδύτερον, Σίγειον οὐρίῳ πλάτῃ κατηγόμην Σοφ. Φιλ. 356· κατάγεσθαι ἐς τὸν Μαραθῶνα Ἡρόδ. 6. 107, πρβλ. 8. 4· εἰς τὸν λιμένα Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 36· ἐξ Ἐρετρίης ἐς Μαραθῶνα Πλάτ. Μενέξ. 240C. β) κατάγεσθαι παρά τινι, καταλύειν εἰς τὴν οἰκίαν τινός, Λατ. deversari apud aliquem, Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 62· ὥς τινα Δημ. 1242. 14· ὡσαύτως, εἰς οἰκίαν τινὸς ὁ αὐτ. 1190. 25· εἰς πανδοκεῖον Πλούτ. 2. 773Ε· - πρβλ. κατάκτης. 4) ἐξέλκω, νήθω, κλώθω, Λατ, deducere filum, Φερεκρ. ἐν «Δουλοδιδασκάλῳ» 7, Πλάτ. Σοφιστ. 226Β· μεταφ., κ. λόγον ὁ αὐτ. ἐν Μένωνι 80Ε· πρβλ. κάταγμα (Α), κατάκτρια. 5) ἄγω εἴς τινα κατάστασιν, ἐς κίνδυνον φανερὸν κ. τὴν πόλιν Θουκ. 4. 68· ὁ οἶνος εἰς ὕπνον κ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 13. 6. 6) κ. θρίαμβον, Λατ. deducere triumphum, Πολύβ. 11. 33, 7· ἔκ τινος, ἀπό τινος Πλούτ. ἐν Φαβ. 24, κτλ· συνοδεύω, ὡς τὸ πομπεύω, ὁ αὐτ. ἐν Αἰμιλ. 38, κτλ. 7) κ. γένος, ὑπολογίζειν τὸ γένος, τὴν καταγωγήν, ἀπό τινος ὁ αὐτ. 2. 843Ε. - Παθ., τὰ στέμματα κατάγεται εἴς τινα, ὑπολογίζονται, φθάνουσι μέχρι…, ὁ αὐτ. ἐν Νουμ. 1. 8) κατάγω βοάν, καταβιβάζω τὴν φωνήν, Εὐρ. Ὀρ. 150 (ἀντίθετον τῷ κτύπον ἄγω, 176): - μεταφ., καταβιβάζω, ὑποβιβάζω, χαμηλώνω, πρὸς αὑτόν, πρὸς τὸν ἑαυτοῦ ὅρον, Δίων Χρυσ. 2. 164. ΙΙ. ἐπαναφέρω, Λατ. reducere, κατὰ δὲ φρόνιν ἤγαγε πολλήν, ἔφερεν ἐπανερχόμενος πολλὰς εἰδήσεις ἐκ τῆς Τροίας, Ὀδ. Δ. 258· ἰδίως ἐπανάγω εἰς τὴν πατρίδα ἐκ τῆς ἐξορίας, Ἡρόδ. 1. 60, κτλ.· κ. οἴκαδε Ξεν. Ἀν. 1. 2, 2· καθόλου, ἀποκαθιστῶ, τυραννίδας ἐς τὰς πόλις Ἡρόδ. 5. 92, 1· εἰρήνην… εἰς τὰς πατρίδας Πολύβ. 5. 105, 2. - Παθ., ὑποστρέφω, ἐπανέρχομαι, ἐξ ‘Ἐρέτριας εἰς Μαραθῶνα Πλάτ. Μενέξ. 240C· ἐπὶ τὸ στρατόπεδον Ξεν. Ἀν. 3. 4, 36. ΙΙΙ. ἕλκω, «τεντώνω» καταπέλτην, μνημονεύεται ἐκ τῶν Ἀρχ. Μαθημ.

French (Bailly abrégé)

f. κατάξω, ao. κατῆξα, ao.2 κατήγαγον, pf. καταγήοχα;
1 amener d’en haut, faire descendre : ἵππους ἐπὶ νῆας IL conduire des chevaux vers les vaisseaux ; ψυχὰς εἰς Ἀΐδαο OD faire descendre les âmes chez Hadès ; τὸν Δία PLUT faire descendre Zeus (du ciel par des enchantements) ; fig. γένος ἀπό τινος PLUT faire descendre sa race de qqn;
2 t. de mar. amener de la haute mer : ναῦν HDT, τινα OD conduire au port ou faire aborder un navire, des passagers;
3 ramener : οἴκαδε XÉN dans sa patrie ; τυραννίδας ἐς τὰς πόλις HDT restaurer des royautés dans les cités;
4 rapporter : χρυσὸν ἐκ πολέμου PLUT de l’or d’une guerre ; θρίαμβον PLUT remporter un triomphe (lat. victoriam reportare);
Moy. κατάγομαι;
I. intr. 1 descendre à terre ; débarquer, aborder;
2 p. ext. mettre pied à terre pour séjourner : παρά τινι, ὥς τινα descendre chez qqn;
3 retourner : εἰς τὸ στρατόπεδον XÉN au camp;
II. tr. faire reculer (son origine) jusqu’à, avec εἰς et l’acc..
Étymologie: κατά, ἄγω.

English (Autenrieth)

aor. κατήγαγε, inf. καταξέμεν, mid. ipf. κατήγετο, κατάγοντο, aor. -ηγαγόμεσθα: lead or bring down, bring to some definite place, ἵππους ἐπὶ νῆας, Il. 5.26; τινὰ Κρήτηνδε, ‘drove’ to Crete, Od. 19.186; mid., of sailing, bring to land or port, put in (opp. ἀνάγεσθαι), Od. 3.10, , Od. 10.140.

English (Slater)

κατάγω
   1 lead down ῥάβδον, βρότεα σώμαθ' ᾆ κατάγει κοίλαν πρὸς ἄγυιαν θνᾳσκόντων (sc. Ἑρμᾶς) (O. 9.34)

English (Strong)

from κατά and ἄγω; to lead down; specially, to moor a vessel: bring (down, forth), (bring to) land, touch.

English (Thayer)

2nd aorist κατήγαγον; 1st aorist passive κατήχθην; the Sept. for הורִיד, to make to descend; to lead down, bring down: τινα, τινα followed by εἰς with the accusative of place, Acts 23: (15 L T Tr WH), 20,28; τινα followed by πρός with the accusative of person, R G); τό πλοῖον ἐπί τήν γῆν to bring the vessel (down from deep water) to the land, κατάγεσθαι, to be brought (down) in a ship, to land, touch at: followed by εἰς with the accusative of place, L T Tr WH κατήλθομεν); Acts 27:3; 28:12>; often so in Greek writings.

Greek Monolingual

(AM κατάγω)
1. μέσ. κατάγομαι
έλκω την καταγωγή, προέρχομαι («κατάγεται από την Ήπειρο»)
2. φρ. «κατάγω θρίαμβο(ν)» ή «κατάγω νίκη(ν)» — νικώ, θριαμβεύω
αρχ.
1. οδηγώ προς τα κάτω, φέρω προς τα κάτω «τὴν ἐκ τῶν ὀρῶν ὕλην κατῆγον εἰς τὸ ἄστυ», Πλάτ.)
2. κατεβάζω τις ψυχές στον Άδη, οδηγώ στον κάτω κόσμο («ψυχὰς μνηστήρων κατάγων», Ομ. Οδ.)
3. χαμηλώνω τη φωνή
4. (σε επικλήσεις) κάνω κάποιον με μαγικό τρόπο να έρθει σε μένα («ἐκείνους μὲν καταγαγεῑν τὸν Δία μαγεύσαντας», Πλούτ.)
5. οδηγώ προς τη θάλασσα («ἵππους δ' ἐξελάσας δῶκεν ἑταίροισιν
κατάγειν κοίλας ἐπὶ νῆας», Ομ. Ιλ.)
6. φέρω κάποιον ή κάτι από το ανοιχτό πέλαγος στην ακτή («τὸν Κρήτηνδε κατήγαγεν ἴς ἀνέμοιο», Ομ. Οδ.)
7. καθελκύω, ρίχνω στη θάλασσα («κατασκευάσας γὰρ ἕλικα τὸ τηλικοῡτον σκάφος εἰς τὴν θάλασσαν κατήγαγε», Καλλίξ.)
8. σύρω κάτι από τη θάλασσα, τραβώ προς την ξηρά
9. καταλύω, σταθμεύω για ανάπαυση ή διανυκτέρευση («καταγομένων εἰς τὴν οἰκίαν τὴν ἐν Πειραιεῑ», Δημοσθ.)
10. φέρω κάποιον ή κάτι σε μια ορισμένη κατάσταση («ἐς κίνδυνον φανερὸν τὴν πόλιν καταγαγεῑν», Θουκ.)
11. αναζητώ την προέλευσηὅθεν δεῑ κατῆχθαι καὶ πῶς ἀποδεικνύειν», Φιλόδ.)
12. επαναφέρω από εξορία («τοὺς φυγάδας καταγάγοι οἴκαδε», Ξεν.)
13. αποκαθιστώ κάτι («ἰσοκρατίας καταλύοντες τυραννίδας ἐς τὰς πόλεις κατάγειν παρασκευάζεσθε», Ηρόδ.)
14. κλώθω
15. βάζω να πλαγιάσει
16. τεντώνω
17. μέσ. α) καταπλέω, αράζω («κατηγάγοντο ἐξ Ἐρετρίης ἐς Μαραθῶνα», Ηρόδ.)
β) (για χρόνο) τρέχω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἄγω «οδηγώ, φέρω»].

Greek Monotonic

κατάγω: μέλ. -ξω, Επικ. απαρ. -αξέμεν (με σημασία αορ.), αόρ. αʹ κατήγᾰγον, παρακ. καταγήοχα·
I. 1. οδηγώ κάτι προς τα κάτω, Λατ. deducere, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· ιδίως, οδηγώ στον Κάτω Κόσμο, στο ίδ.· εἰς Ἀΐδαο, στο ίδ.
2. οδηγώ προς την παραλία, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν. 3. α) οδηγώ πλοίο από το πέλαγος στη στεριά ή στο λιμάνι, σε Ομήρ. Οδ.· κατ. ναῦν, οδηγώ πλοίο στο λιμάνι, ελλιμενίζω, σε Ηρόδ., Αττ. — Παθ., φθάνω στην ξηρά, αποβιβάζομαι, αντίθ. προς το ἀνάγεσθαι, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ. β) κατάγεσθαι παρά τινι, καταλύω στο σπίτι κάποιου, Λατ. deversari apud aliquem, σε Δημ.
4. αποσύρω, βγάζω ή τραβώ, κλώθω, γνέθω, Λατ. deducere filum, σε Πλάτ.
5. οδηγώ, φέρνω σε ορισμένη κατάσταση, ἐς κίνδυνον κ. τὴν πόλιν, σε Θουκ.
6. κ. θρίαμβον, Λατ. deducere triumphum, σε Πλούτ.· συνοδεύω, όπως το πομπεύω, στον ίδ.
7. κ. γένος, βρίσκω, ανιχνεύω την καταγωγή, τη ρίζα, την προέλευση, στον ίδ.
8. κατ. βοάν, κατεβάζω, χαμηλώνω τη φωνή, σε Ευρ.
II. επαναφέρω, Λατ. reducere, σε Ομήρ. Οδ.· επαναφέρω κάποιον από την εξορία, ανακαλώ, σε Ηρόδ., Αττ.· γενικά, αποκαθιστώ, σε Ηρόδ. — Παθ., επανέρχομαι, σε Πλάτ., Ξεν.