σφοδρός: Difference between revisions

From LSJ

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sfodros
|Transliteration C=sfodros
|Beta Code=sfodro/s
|Beta Code=sfodro/s
|Definition=ά, όν, also ός, όν <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>586c</span>:—<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[vehement]], [[violent]], [[excessive]] (used by Hom. once in Adv., v. infr.), [[πόνος]] <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>2.46</span>; [[καῦμα]], [[γυμνάσιον]], Gal.15.39, 153; ἀγρυπνία Id.18(2) 33; σφυγμός <span class="bibl">Sor.2.27</span>; μῖσος <span class="bibl">Th.1.103</span>; λόγοι <span class="title">Com.Adesp.</span>28D.; ἐπιθυμία <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span> 308a</span> (Comp.); αἱ σ. ἡδοναί <span class="bibl">Id.<span class="title">Phlb.</span>52c</span>; <b class="b3">ἀλγήματα τοῦ σώματος πάνυ σ</b>. <span class="bibl">D.54.11</span>; <b class="b3">δίψος σ</b>. <span class="bibl"><span class="title">PTeb.</span>272.7</span> (ii A.D.); <b class="b3">δίψα σ</b>. Gal.16.564; σφοδροτέρα [[ὁμοιότης]] <span class="bibl">Arist.<span class="title">Top.</span>103a22</span>; ταραχὴ σφοδροτέρα Phld.<span class="title">D.</span>1.12; σφοδρότερος κίνδυνος Gal.16.686; [[τὸ σφοδρόν]] [[vehemence]], [[excess]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phlb.</span>52c</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> of men, [[violent]], [[impetuous]], <b class="b3">νέος καὶ σ., σ. καὶ νέος</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Lg.</span>698e</span>, <span class="bibl">839b</span>; <b class="b3">φιλότιμοι καὶ σ</b>. <span class="bibl">Id.<span class="title">Ap.</span>23e</span>; <b class="b3">σ. ἐφ' ὅτι ὁρμήσειεν</b> ib.<span class="bibl">21a</span>; πρὸς τὸ [[πλεονεκτεῖν]] <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>2.2.25</span>; also, [[active]], [[zealous]], [[ὑπηρέτης|ὑπηρέται]] ib.<span class="bibl">2.1.31</span>; [[strong]], [[robust]], ἡ [[γεωργία]] σ. τὸ σῶμα παρέχει <span class="bibl">Id.<span class="title">Oec.</span>5.5</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Adv. [[σφοδρῶς]] = [[vehemently]], etc., μάλα σ. ἐλάαν <span class="bibl">Od.12.124</span>; <b class="b3">πάνυ σ</b>. <span class="bibl">X.<span class="title">Oec.</span>1.21</span>; alone, ib.<span class="bibl">5.4</span>,<span class="bibl">13</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ap.</span>23e</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ti.</span>43d</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Cat.</span>8b22</span>; σ. χειμαζομένων <span class="bibl"><span class="title">Act.Ap.</span>27.18</span>; <b class="b3">θερμαίνοντες ἢ ψύχοντες σ</b>. Gal.15.63; but in Att. [[σφόδρα]] ([[quod vide|q.v.]]) is the common Adv.: Comp. σφοδρότερον <span class="bibl">LXX <span class="title">4 Ma.</span> 5.32</span>, Gal.15.126; σφοδροτέρως <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>5.9.13</span>, <span class="bibl">5.10.1</span>, <span class="bibl">Phld.<span class="title">Piet.</span>76</span>: Sup. σφοδρότατον <span class="bibl">X.<span class="title">Eq.</span>12.13</span>.</span>
|Definition=ά, όν, also ός, όν Pl.R.586c:—<br><span class="bld">A</span> [[vehement]], [[violent]], [[excessive]] (used by Hom. once in Adv., v. infr.), [[πόνος]] Hp.Aph.2.46; [[καῦμα]], [[γυμνάσιον]], Gal.15.39, 153; [[ἀγρυπνία]] Id.18(2) 33; [[σφυγμός]] Sor.2.27; [[μῖσος]] Th.1.103; [[λόγος|λόγοι]] Com.Adesp.28D.; [[ἐπιθυμία]] Pl.Plt. 308a (Comp.); αἱ σφοδραὶ [[ἡδονή|ἡδοναί]] Id.Phlb.52c; [[ἄλγημα|ἀλγήματα]] τοῦ [[σώμα]]τος [[πάνυ]] σφοδρά D.54.11; [[δίψος]] σφοδρός PTeb.272.7 (ii A.D.); [[δίψα]] σφοδρά. Gal.16.564; σφοδροτέρα [[ὁμοιότης]] Arist.Top.103a22; [[ταραχή|ταραχὴ]] σφοδροτέρα Phld.D.1.12; σφοδρότερος [[κίνδυνος]] Gal.16.686; [[τὸ σφοδρόν]] = [[vehemence]], [[excess]], Pl.Phlb.52c.<br><span class="bld">2</span> of men, [[violent]], [[impetuous]], [[νέος]] καὶ σφοδρός, σφοδρός καὶ [[νέος]], Id.Lg.698e, 839b; [[φιλότιμος|φιλότιμοι]] καὶ σφοδροί Id.Ap.23e; σφοδρὸς ἐφ' ὅτι [[ὁρμάω|ὁρμήσειεν]] ib.21a; πρὸς τὸ [[πλεονεκτεῖν]] X.Cyr.2.2.25; also, [[active]], [[zealous]], [[ὑπηρέτης|ὑπηρέται]] ib.2.1.31; [[strong]], [[robust]], ἡ [[γεωργία]] σφοδρὸν τὸ [[σῶμα]] [[παρέχειν|παρέχει]] Id.Oec.5.5.<br><span class="bld">II</span> Adv. [[σφοδρῶς]] = [[vehemently]], etc., [[μάλα]] σφοδρῶς ἐλάαν Od.12.124; [[πάνυ]] [[σφοδρῶς]] X.Oec.1.21; alone, ib.5.4,13, Pl.Ap.23e, Ti.43d, Arist.Cat.8b22; [[σφοδρῶς]] [[χειμάζομαι|χειμαζομένων]] Act.Ap.27.18; [[θερμαίνω|θερμαίνοντες]] [[ψύχω|ψύχοντες]] [[σφοδρῶς]] Gal.15.63; but in Att. [[σφόδρα]] ([[quod vide|q.v.]]) is the common Adv.: Comp. [[σφοδρότερον]] LXX 4 Ma. 5.32, Gal.15.126; [[σφοδροτέρως]] Thphr.CP5.9.13, 5.10.1, Phld.Piet.76: Sup. [[σφοδρότατον]] X.Eq.12.13.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 08:22, 17 November 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφοδρός Medium diacritics: σφοδρός Low diacritics: σφοδρός Capitals: ΣΦΟΔΡΟΣ
Transliteration A: sphodrós Transliteration B: sphodros Transliteration C: sfodros Beta Code: sfodro/s

English (LSJ)

ά, όν, also ός, όν Pl.R.586c:—
A vehement, violent, excessive (used by Hom. once in Adv., v. infr.), πόνος Hp.Aph.2.46; καῦμα, γυμνάσιον, Gal.15.39, 153; ἀγρυπνία Id.18(2) 33; σφυγμός Sor.2.27; μῖσος Th.1.103; λόγοι Com.Adesp.28D.; ἐπιθυμία Pl.Plt. 308a (Comp.); αἱ σφοδραὶ ἡδοναί Id.Phlb.52c; ἀλγήματα τοῦ σώματος πάνυ σφοδρά D.54.11; δίψος σφοδρός PTeb.272.7 (ii A.D.); δίψα σφοδρά. Gal.16.564; σφοδροτέρα ὁμοιότης Arist.Top.103a22; ταραχὴ σφοδροτέρα Phld.D.1.12; σφοδρότερος κίνδυνος Gal.16.686; τὸ σφοδρόν = vehemence, excess, Pl.Phlb.52c.
2 of men, violent, impetuous, νέος καὶ σφοδρός, σφοδρός καὶ νέος, Id.Lg.698e, 839b; φιλότιμοι καὶ σφοδροί Id.Ap.23e; σφοδρὸς ἐφ' ὅτι ὁρμήσειεν ib.21a; πρὸς τὸ πλεονεκτεῖν X.Cyr.2.2.25; also, active, zealous, ὑπηρέται ib.2.1.31; strong, robust, ἡ γεωργία σφοδρὸν τὸ σῶμα παρέχει Id.Oec.5.5.
II Adv. σφοδρῶς = vehemently, etc., μάλα σφοδρῶς ἐλάαν Od.12.124; πάνυ σφοδρῶς X.Oec.1.21; alone, ib.5.4,13, Pl.Ap.23e, Ti.43d, Arist.Cat.8b22; σφοδρῶς χειμαζομένων Act.Ap.27.18; θερμαίνοντεςψύχοντες σφοδρῶς Gal.15.63; but in Att. σφόδρα (q.v.) is the common Adv.: Comp. σφοδρότερον LXX 4 Ma. 5.32, Gal.15.126; σφοδροτέρως Thphr.CP5.9.13, 5.10.1, Phld.Piet.76: Sup. σφοδρότατον X.Eq.12.13.

German (Pape)

[Seite 1051] heftig, eifrig, ungestüm; Hom. hat nur das adv., μάλα σφοδρῶς ἐλάαν, Od. 12, 124; öfter in att. Prosa : τὸ σφοδρὸν μῖσος, Thuc. 1, 103; ἔνδεια, Xen. An. 1, 10, 18; auch ὑπηρέται, Cyr. 2, 1, 31; ἀνὴρ σφοδρὸς καὶ νέος, Plat. Legg. VIII, 839 b; ὡς σφοδρὸς ἐφ' ὅτι ὁρμήσειε, Apol. 21 a; καὶ φιλότιμος, 23 e; καὶ πυκναὶ ἐπιθυμίαι, Rep. IX, 573 e; διὰ τὴν σφοδροτέραν τοῦ δέοντος ἐπιθυμίαν, Polit. 308 a; adv., σφοδρῶς διαβάλλειν, Apol. 23 e; Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

σφοδρός: -ά, -όν, καὶ ός, όν, Πλάτ. Πολ. 586C· ― ὡς τὸ σφεδανός, ὁρμητικός, βίαιος, ὑπερβολικὸς (ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἅπαξ ἐν τῷ ἐπιρρ., ἴδε κατωτ.), πόνος Ἱππ. Ἀφ. 1246· μῖσος Θουκ. 1. 103· ἔνδεια Ξεν. Ἀναβ. 1. 10, 18· ἐπιθυμία Πλάτ. Πολιτικ. 308Α· αἱ σφ. ἡδοναὶ ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 52C· ἐπὶ τραύματος, σπουδαῖον, σοβαρόν, Δημ. 1260 ἐν τέλει σφοδρότερα ὁμοιότης Ἀριστ. Τοπ. 1. 7. 3· τὸ σφοδρὸν, ἡ σφοδρότης, ὁρμή, ὑπερβολή, Πλάτ. Φίληβ. 52C. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, ὁρμητικός, βίαιος, παράφορος, νέος καὶ σφ., σφ. καὶ νέος ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 698Ε, 839Β· φιλότιμος καὶ σφ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολογ. 23Ε· σφ. ἐπί τι αὐτόθι 21Α· πρός τι Ξεν. Κύρ. 2. 2, 25· ― ὡσαύτως, δραστήριος, ζηλωτής, ὑπηρέται αὐτόθι 2. 1, 31· ― ὡσαύτως, ἰσχυρός, ῥωμαλέος, ἡ γεωργία σφοδρὸν τὸ σῶμα παρέχει ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 5, 5. ΙΙ. Ἐπίρρ. σφοδρῶς, ἰσχυρῶς, ὁρμητικῶς, κτλ., μάλα σφ. ἐλάαν Ὀδ. Μ. 124· πάνυ σφ. Ξεν. Οἰκ. 1. 21· καθ’ ἑαυτό, αὐτόθι 5, 4 καὶ 13, Πλάτ. Ἀπολ. 23Ε, ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 43D, Ἀριστ. Κατηγ. 7, 35· ― ἀλλὰ παρ’ Ἀττικ., σφόδρα (ὃ ἴδε) εἶναι τὸ σύνηθες ἐπίρρ.: Συγκρ. -ότερον καὶ -οτέρως, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 10, 1., 9. 13· ὑπερθετ. -ότατον, Ξεν. Ἱππ. 12, 13. (Πρὸς τὴν √ΣΦΕΔ, ΣΦΟΔ, ὁ Κούρτ. πρβλ. τὸ Σανσκρ. span l-ë (prufio) καὶ τὰ Ἑλλην. σφαδάζω, σφενδόνη, κτλ., πρβλ. σφαδάζω).

French (Bailly abrégé)

ά ou ός, όν :
1 véhément, violent ; en parl. de pers., en b. part ardent, zélé;
2 fort, robuste;
Cp. σφοδρότερος, Sp. σφοδρότατος.
Étymologie: R. Σφεδ ou Σφοδ, être fort.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σφοδρός, -ά, -όν, ΝΜΑ, και σφοδρός, -όν, Α
ορμητικός, βίαιος ή έντονος, ισχυρός (α. «σφοδρή θαλασσοταραχή» β. «σφοδρός έρωτας» γ. «σφοδρόν καῡμα», Γαλ.
δ. «σφοδρὸν μῑσος», Θουκ.)
αρχ.
1. (για πρόσ.) α) παράφοροςνέος δὲ καὶ σφοδρὸς ὁ υἱὸς αὐτοῡ», Πλάτ.)
β) πρόθυμος, δραστήριος, ενεργητικός («ὑπηρέτας... σφοδροὺς καὶ ταχεῑς καὶ ἀόκνους», Ξεν.)
γ) ρωμαλέος, δυνατός («ἡ γεωργία σφοδρὸν τὸ σῶμα παρέχει», Ξεν.)
δ) (ιδίως για δικαστή) αυστηρός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σφοδρόν
α) σφοδρότητα, ορμητικότητα
β) υπερβολή.
επίρρ...
σφοδρώς / σφοδρῶς ΝΜΑ, και σφοδρά Ν
1. με σφοδρό τρόπο, έντονα, σφόδρα
2. με σφοδρότητα, με ορμητικότητα βίαια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. σφοδ-ρός έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα σφοδ- του επιθ. σφεδανός με επίθημα -ρός (πρβλ. κυδ-ρός, οικτ-ρός), βλ. και λ. σφεδανός.

Greek Monotonic

σφοδρός: -ά, -όν και επίσης -ός, -όν·
1. ορμητικός, βίαιος, υπερβολικός, ασυγκράτητος, σε Θουκ. κ.λπ.
2. λέγεται για ανθρώπους, βίαιος, ορμητικός, παράφορος, σε Πλάτ.· επίσης, εύρωστος, δυνατός, ρωμαλέος, γερός, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφοδρός -ά -όν [~ σφεδανός] van zaken hevig, heftig, krachtig, intens:; τὸ σφοδρὸν μῖσος de intense haat Thuc. 1.103.4; subst. τὸ σφοδρόν heftigheid. Plat. Phlb. 52c. van personen heftig, onstuimig, impulsief:. νέος καὶ σφοδρός jong en onstuimig Plat. Lg. 698e. energiek, ijverig:. σ. ὑπηρέται energieke kwartiermeesters Xen Cyr. 2.1.31.

Russian (Dvoretsky)

σφοδρός: 3, редко
1) полный сил, крепкий, здоровый (τὸ σῶμα Xen.);
2) сильный, крайний, чрезвычайный (μῖσος Thuc.; ἔνδεια Xen.);
3) мощный, бурный (αἱ ἡδοναί Plat.);
4) энергичный, страстный, неистовый, рьяный, пылкий (φιλότιμος καὶ σ. Plat.): σ. πρός τι Xen. и ἐπί τι Plat. неукротимый в чем-л. - см. тж. σφοδρόν.

Middle Liddell

σφοδρός, ή, όν
1. vehement, violent, excessive, Thuc., etc.
2. of men, violent, impetuous, Plat.: also strong, robust, Xen.

English (Woodhouse)

energetic, excitable, excited, fiery, hasty, impassioned, impetuous, passionate, rash, strong, vehement, violent, highty strung

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)