μήτηρ: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+):" to "$1 $2:")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+)(\.) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2$3 $4, $5 $6")
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μήτηρ:''' дор. [[μάτηρ]] (ᾱ), gen. μητρός, дор. [[ματρός]], поэт. μητέρος ἡ (dat. μητρί - эп. [[μητέρι]], acc. μητέρα, voc. μῆτερ; pl.: μητέρες, μητέρων, μητράσι(ν), μητέρας)<br /><b class="num">1)</b> [[мать]]: ἡ μ. [[μεγάλη]] Pind. или σεμνή Soph. великая или почтенная мать, т. е. Рея или Кибела; ἡ Μ. Her. = [[Δημήτηρ]];<br /><b class="num">2)</b> перен. мать, родительница (γῆ μ. Aesch.; γῆ πάντων μ. Hes.); родина (ἡ [[Σκῦρος]], ἀλκίμων [[ἀνδρῶν]] μ. ἔφυ Soph.);<br /><b class="num">3)</b> перен. источник, причина (τῆς εὐπραξίας Aesch.; κακῶν Soph.; αἰσχύνας ἐμᾶς Soph.).
|elrutext='''μήτηρ:''' дор. [[μάτηρ]] (ᾱ), gen. μητρός, дор. [[ματρός]], поэт. μητέρος ἡ (dat. μητρί - эп. [[μητέρι]], acc. μητέρα, voc. μῆτερ; pl.: μητέρες, μητέρων, μητράσι(ν), μητέρας)<br /><b class="num">1)</b> [[мать]]: ἡ μ. [[μεγάλη]] Pind. или σεμνή Soph. великая или почтенная мать, т. е. Рея или Кибела; ἡ Μ. Her. = [[Δημήτηρ]];<br /><b class="num">2)</b> перен. [[мать]], [[родительница]] (γῆ μ. Aesch.; γῆ πάντων μ. Hes.); родина (ἡ [[Σκῦρος]], ἀλκίμων [[ἀνδρῶν]] μ. ἔφυ Soph.);<br /><b class="num">3)</b> перен. [[источник]], [[причина]] (τῆς εὐπραξίας Aesch.; κακῶν Soph.; αἰσχύνας ἐμᾶς Soph.).
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 08:32, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μήτηρ Medium diacritics: μήτηρ Low diacritics: μήτηρ Capitals: ΜΗΤΗΡ
Transliteration A: mḗtēr Transliteration B: mētēr Transliteration C: mitir Beta Code: mh/thr

English (LSJ)

Dor. μάτηρ, ἡ: though parox. in nom., it follows πατήρ in the accent of the obliq. cases, gen. μητερος contr. μητρός, dat. μητέρι, μητρί, both forms being found in Hom., but the longer forms rarely in Trag. exc. lyr., as A ματέρος A.Supp.539; ματέρι S.OC1481; μητέρος in iambics, E.HF843, Or.580, Rh.393: acc. always μητέρα, μητέρας: voc. μῆτερ:—mother, Il.1.351, etc.; of animals, dam, 17.4, Od.10.414; of a mother-bird, Il.2.313; of queen bees, Arist.HA553a29, etc.; ἀπὸ ματρὸς φίλας, ἐκ ματρός, from one's mother's womb, Pi.P.5.114, A.Ch. 422 (lyr.): in plural, mother and grandmother, Plu.Agis9; as an address to elderly women, ὦ μῆτερ D.S.17.37, cf. Theoc.15.60, etc.: in titles, μ. πατρίδος, = Mater Patriae, D.C.58.2; μ. τῶν ἀηττήτων στρατοπέδων, = Mater invictorum castrorum, of Julia Domna, BGU362 xi 16 (iii A.D.). 2 of lands, μ. μήλων, θηρῶν, mother of flocks, of game, Il. 2.696,8.47, etc.; freq. of Earth, γῆ πάντων μ. Hes.Op.563; πὰρ μέσον ὀμφαλὸν εὐδένδροιο… ματέρος Pi.P.4.74; γῆ μήτηρ A.Th.16, etc.; ὦ γαῖα μῆτερ E.Hipp.601; ἡ Μήτηρ, = Δημήτηρ, τῇ Μητρὶ καὶ τῇ Κούρῃ ὁρτὴν ἄγουσι Hdt.8.65; also of Rhea, Pi.P.3.78; ὦ Πὰν... Ματρὸς μεγάλας ὀπαδέ Id.Fr.95, cf. E.Hel.1355 (lyr.); μ. ὀρεία Ar.Av.746 (lyr.); Γαλλαὶ μητρὸς ὀρείης φιλόθυρσοι δρομάδες Lyr.Adesp.121; M. θεῶν SIG1044.8 (Halic., iv B.C.); as title of Isis, PPetr.3p.2 (cf. p.xi) (iii B.C.). 3 freq. of one's native land, μᾶτερ ἐμά, Θήβα Pi.I.1.1, cf. P.8.98, A.Th.416, Isoc.4.25; and so, like μητρόπολις, Pi.O.9.20, cf. 6.100; ἡ Σκῦρος ἀνδρῶν ἀλκίμων μ. S.Ph.326. II poet., the origin or source of events, μ. ἀέθλων, of Olympia, Pi.O.8.1; πειθαρχία γὰρ τῆς εὐπραξίας μ. A.Th.225; ἡ γνώμη κακῶν μ. S.Ph.1361; of night, as the mother of day, A.Ag.265; the grape of wine, Id.Pers.614, cf. E. Alc.757; ματέρ' οἰνάνθας ὀπώραν Pi.N.5.6; Aphrodite of the Loves, Id.Fr.122.4; φάτις ὦ μᾶτερ αἰσχύνας ἐμᾶς, of a rumour, S.Aj.174 (lyr.): also in Prose, γεωργίαν τῶν ἄλλων τεχνῶν μητέρα X.Oec.5.17; πολιτειῶν μητέρες δύο (sc. μοναρχία and δημοκρατία) Pl.Lg.693d. (Cf. Lat.mater, OE. módor, etc.)

German (Pape)

[Seite 178] ἡ, gen. μητρός, ep. auch μητέρος, auch in lyrischen Stellen der Tragg., wie Soph. O. C. 1478, im Dialog nur Eur. Rhes. 393, acc. μητέρα; die Mutter, Hom. u. Folgde überall; τὸν ἀθανάτη τέκε μήτηρ, Il. 10, 404; sehr gew. πότνια μήτηρ; auch von Thieren, Mutterkuh, Mutterschaaf u. vgl., Od. 10, 414 Il. 17, 4; von einem Vogel, der Junge hat, 2, 313. 315, wie Soph. ψακαλοῦχοι μητέρες, frg. 962. Oft übertr. so von einem Lande gesagt, μήτηρ μήλων, θηρῶν, Mutter der Schaafheerden, des Wildes, das viele Schaafheerden ernährt, reich an Wild ist, Il. 2, 696. 8, 47 u. öfter. Vom Vaterlande, τέκνοις τε γῇ τε μητρί, Aesch. Sept. 16, vgl. 398. 566; ἡ Σκῦρος ἀνδρῶν ἀλκίμων μήτηρ ἔφυ, Soph. Phil. 326. Auch von anderen Verhältnissen, wie bei uns, für Urheberinn, Hervorbringerinn, πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, Aesch. Spt. 207, εὐάγγελος ἕως γένοιτο μητρὸς εὐφρόνης πάρα, Ag. 255, μητρὸς ἀγρίας ἄπο ποτὸν παλαιᾶς ἀμπέλου γάνος τόδε, Pers. 606; οἷς γὰρ ἡ γνώμη κακῶν μήτηρ γένηται, Soph. Phil. 1345; ὦ μεγάλα φάτις, ὦ μᾶτερ αἰσχύνας ἐμᾶς, Ai. 174; μυρίων μῆτερ τροπαίων, Eur. Troad. 1222; auch in Prosa, εἰσὶ πολιτειῶν οἷον μητέρες δύο τινός, Plat. Legg. III, 693 d; τὴν γεωργίαν τῶν ἄλλων τεχνῶν μητέρα καὶ τροφὸν εἶναι, Xen. Oec. 5, 17; öfter bei Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μήτηρ: Δωρ. μάτηρ, ἡ· καίπερ παροξύτονον ἐν τῇ ὀνομαστ., ἐν ταῖς πλαγίαις πτώσεσι τονίζεται ὡς τὸ πατήρ, - δηλ., γενικ. μητέρος συγκεκομμ. μητρός, δοτ. μητέρι μητρί, - ἀμφότεροι οἱ τύποι εὕρηνται παρ’ Ὁμ., ἀλλὰ οἱ ἀσυναίρετοι οὐχὶ παρ’ Ἀττ., εἰ μὴ ἐν λυρικοῖς χωρίοις τῶν Τραγ., ὡς ματέρος Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 539· ματέρι Σοφ. Ο. Κ. 1481 μητέρος ἅπαξ ἐν ἰάμβ. Εὐριπ. Ρῆσ. 393· αἰτ. μητέρα, μητέρας, οὐδέποτε συγκόπτονται· κλητ. μῆτερ. (Πρβλ. μαῖα· Σανσκρ. mât-a· Λατ. mat-er· Ἀρχ. Σκανδιν. mod-ir· Ἀγγλο-Σαξον. mod-er· Ἀρχ. Γερμ. muot-ar (mutter, Ἀγγλ. mother)· Ἀρχ. Σλαυ. mat-i· Λιθ. mot-i· Κελτ. math-air· - ἡ ῥίζα φαίνεται ὅτι εἶναι τὸ Σανσκρ. mā (ποιῶ, κάμνω), M. Müller Sc. of Lang. 2. 212.) Ὡς καὶ νῦν, μήτηρ, κοινῶς «μητέρα», Ὅμ., κτλ.· ὡσαύτως ἐπὶ ζῴων «μάννα», Ἰλ. Ρ. 4, Ὀδ. Κ. 414· ἐπὶ πτηνοῦ, Ἰλ. Β. 313· ἐπὶ μελισσῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 21, 2, κτλ.· - ἀπὸ ἢ ἐκ μητρός, ἐκ κοιλίας μητρός, ἐκ γενετῆς, Πινδ. Π. 5. 153, Αἰσχύλ. Χο. 422· ἐν τῷ πληθ., ἡ μήτηρ καὶ ἡ μάμμη, Πλουτ. Ἆγις 9· - ὡς τύπος προσφωνήσεως πρὸς πρεσβύτιδας, «μαννίτσα μου», «κυρὰ μάννα», ὦ μῆτερ Διόδ. 17. 37, κτλ. 2) ὡσαύτως ἐπὶ πόλεως ἢ χώρας, μήτηρ μήλων, θηρῶν, μήτηρ ποιμνίων, κυνηγίου, Ἴτωνά τε μητέρα μήλων Ἰλ. Β. 696., Θ. 47, κτλ.· - συχνάκις περὶ τῆς γῆς, γῆ πάντων μ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 561· πὰρ μέσον ὀμφαλὸν εὐδένδροιο... ματέρος Πινδ. Π. 4. 133· γῆ μήτηρ Αἰσχύλ. Θήβ. 16, κτλ.· ὧ γαῖα μῆτερ Εὐρ. Ἱππ. 601· - ὡσαύτως μόνον ἡ Μήτηρ ἀντὶ τοῦ Δημήτηρ, τῇ Μητρὶ καὶ τῇ Κούρῃ ὁρτὴν ἄ γουσι Ἡρόδ. 8. 65· ἀλλ’ ὡσαύτως ἐπὶ τῆς Ρέας, Πινδ. Π. 3. 138· ὦ Πάν..., Ματρὸς μεγάλης ὀπαδὲ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 63, πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 1355· οὕτω, μ. ὀρεία Ἀριστοφ. Ὄρν. 746. 3) συχνάκις ἐπὶ τῆς πατρίδος ἢ τοῦ τόπου τῆς γεννήσεως, μᾶτερ ἐμά, Θήβα Πινδ. Ι. 1. 1, πρβλ. Π. 8. 140, Αἰσχύλ. Θήβ. 416, Ἰσοκρ. 45C· ἑπομένως, συνώνυμ. τῷ μητρόπολις, Πινδ. Ο. 9. 32, πρβλ. 6. 169· ἡ Σκῦρος ἀλκίμων ἀνδρῶν μ. Σοφ. Φ. 326. II. ποιητ., ἡ ἀρχὴ ἢ πηγή τινος, μ. ἀέθλων, ἡ Ὀλυμπία, Πινδ. Ο. 8. 2· πειθαρχία γὰρ τῆς εὐπραξίας μ. Αἰσχύλ. Θήβ. 225· ἡ γνώμη μ. κακῶν Σοφ. Φ. 1361· οὕτως ἡ νὺξ εἶναι μήτηρ τῆς ἡμέρας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 265· ἡ σταφυλὴ τοῦ οἴνου, ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 614· τὸ θέρος τοῦ βλαστοῦ τῆς ἀμπέλου, Πινδ. Ν. 5. 11· ἡ Ἀφροδίτη τῶν ἐρώτων, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 87· ὦ μᾶτερ αἰσχύνας ἐμᾶς, ἐπὶ κακῆς φήμης, Σοφ. Αἴ. 174· πρβλ. μητρυιά.

French (Bailly abrégé)

voc. μῆτερ, gén. μητρός, dat. μητρί, acc. μητέρα;
plur. μητέρες, μητέρων, μητρᾶσι, μητέρας (ἡ) :
mère au pr. et au fig. ; μήτηρ σεμνή, la Vénérable ou la Grande Mère, càd Rhéa (qqf Déméter).
Étymologie: R. Ma, produire ou nourrir ; cf. Μάϊα, lat. mater, etc.

English (Autenrieth)

μητέρος and μητρός: mother; epithets, πότνια, αἰδοίη, κεδνή; fig., μήτηρ μήλων, θηρῶν, of regions abounding in sheep, game, etc., Il. 2.696, Od. 15.226.

Spanish

Madre, madre, origen

English (Strong)

apparently a primary word; a "mother" (literally or figuratively, immediate or remote): mother.

English (Thayer)

genitive μητρός, dative μητρί, accusative μητέρα, ἡ (from Homer down; from Sanskrit ma, 'to measure'; but whether denoting the 'moulder,' or the 'manager' is debated; cf. Vanicek, p. 657; Curtius, § 472; (cf. μέτρον)), Hebrew אֵם, a mother; properly: ἡ μήτηρ τῶν πορνῶν, that produces and harbors the harlots, G T Tr WH omit; L brackets παντον (on the origin of which cf. Lightfoot at the passage)).

Greek Monolingual

μήτηρ, ἡ (ΑΜ)
βλ. μητέρα.

Greek Monotonic

μήτηρ: Δωρ. μάτηρ, ἡ, κλητ. μῆτερ· αλλά κατά το πατήρ στον τονισμό των άλλων πτώσεων, γεν. μητέρος, μητρός, δοτ. μητέρι, μητρί, κ.λπ.· μητέρα, σε Όμηρ. κ.λπ.·
1. λέγεται για ζώα, θηλυκός γονιός, στον ίδ.· ἀπό ή ἐκ μητρός, από τη μήτρα της μάνας μου, σε Πίνδ., Αισχύλ.
2. επίσης, λέγεται για περιοχές, εδάφη, μήτηρ μήλων, θηρῶν, μητέρα των κοπαδιών, του παιχνιδιού (του κυνηγιού), σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τη Γη, γῆ πάντων μήτηρ, σε Ησίοδ.· γῆ μήτηρ, σε Αισχύλ.· ὦ γαῖα μῆτερ, σε Ευρ.· επίσης, ἡ Μάτηρ μόνο, αντί Δημήτηρ, σε Ηρόδ.
3. λέγεται για τόπο, όπου γεννήθηκε κάποιος, μάτερ ἐμά, Θήβα, σε Πίνδ. κ.λπ.
4. ποιητ. ως η πηγή των συμβάντων, μήτηρ ἀέθλων, λέγεται για την Ολυμπία, στον ίδ., η νύχτα είναι η μητέρα της ημέρας, σε Αισχύλ.· σταφύλι κρασιού, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

μήτηρ: дор. μάτηρ (ᾱ), gen. μητρός, дор. ματρός, поэт. μητέρος ἡ (dat. μητρί - эп. μητέρι, acc. μητέρα, voc. μῆτερ; pl.: μητέρες, μητέρων, μητράσι(ν), μητέρας)
1) мать: ἡ μ. μεγάλη Pind. или σεμνή Soph. великая или почтенная мать, т. е. Рея или Кибела; ἡ Μ. Her. = Δημήτηρ;
2) перен. мать, родительница (γῆ μ. Aesch.; γῆ πάντων μ. Hes.); родина (ἡ Σκῦρος, ἀλκίμων ἀνδρῶν μ. ἔφυ Soph.);
3) перен. источник, причина (τῆς εὐπραξίας Aesch.; κακῶν Soph.; αἰσχύνας ἐμᾶς Soph.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: mother (Il.);
Other forms: Dor. μάτηρ; μητρός, μητέρα etc. (Schwyzer 567)
Dialectal forms: Myc. mate.
Compounds: Many compp., e.g. μητρο-πάτωρ mothers father, grandfather through mother (Il.) and other kinship-names, μητρό-πολις f. town, which is mother, mothertown (Pi., Simon, IA.), ἀ-μήτωρ motherless (Hdt.), poet. also Not-Mother in μήτηρ ἀμήτωρ (S.); perhaps Δη-μήτηρ (s. v.). On the compp. in gen. Sommer Nominalkomp. 147, 176f. a.o. (s. Index p. 208), Risch IF 59, 17f., 59 a. 261, Wackernagel Glotta 14, 38 (= Kl. Schr. 2, 846).
Derivatives: 1. Diminutiva: ματρύλ(λ)α f. "dear mother", brothel-hostess (Phryn., Eust.) with ματρυλ-εῖον brothel (Din., Men.); Leumann Glotta 32,224 (= Kl. Schr. 250), Björck Alpha impurum 67; μητράριον = matercula (Gloss.). -- 2. μήτρα, ion. f. uterus, womb (IA.), metaph. hardwood, marrow (Thphr.; Strömberg Theophrastea 122 ff.), also queen bee (Arist.; Wackernagel Festgabe Kaegi 55 [= Kl. Schr. 1, 483] and Sommer Nominalkomp. 147 n. 4); μητρίδιος "with womb", rich in seeds (Ar. Lys. 549; after κουρίδιος, νυμφίδιος?). -- 3. μητρίς (sc. γῆ) f. land of the mother (Pherecr.; after πατρίς). -- 4. μητρικός regarding the mother (Arist., hell. inscr., pap.; Wackernagel l.c. 5 3 f. [= 481 f.]). -- 5. μητρό-θεν (Dor. μα-) from mothers side (Pi.). -- 6. Denomin. verbs: μητρ-ιάζω honour the (Great) Mother (Poll.; after θυσι-άζω, cf. Schwyzer 735), -ίζω belong to the (Great) Mother (Iamb.), -άζω resemble the mother (Gloss.). -- 7. PN Μητρείς (Schulze Kl. Schr. 419), Μᾶτρυς (Leumann Glotta 32, 220 [= Kl. Schr. 246]). -- 8. On μήτρως and μητρυιά s. vv. -- On μήτηρ and derivv. Chantraine REGr. 59--60, 238ff.; on familiar replacing words (μαῖα a.o.) id. Etudes 16.
Origin: IE [Indo-European] [700] *meh₂ter mother
Etymology: Old inherited word, which may go back on a Lallwort (s. μᾶ; but this is perhaps rejected by the laryngeal *meh₂-) for mother, retained everywhere except in Hitt. (which has annaš), e.g. Skt. mātár-, Lat. māter, Lith. mótė mother (dial.), often (also) woman, wife, Germ., e.g. OHG muoter. More forms Pok. 700.

Middle Liddell


1. a mother, Hom., etc.; of animals, a dam, Hom.; ἀπό or ἐκ μητρός from one's mother's womb, Pind., Aesch.
2. also of lands, μήτηρ μήλων, θηρῶν mother of flocks, of game, Il.; of Earth, γῆ πάντων μ. Hes.; γῆ μήτηρ Aesch.; ὦ γαῖα μῆτερ Eur.:—also ἡ Μάτηρ alone for Δημήτηρ, Hdt.
3. of one's native land, μᾶτερ ἐμά, Θήβα Pind., etc.
4. poet. as the source of events, μ. ἀέθλων, of Olympia, Pind.; night is the mother of day, Aesch.; the grape of wine, Aesch.

Frisk Etymology German

μήτηρ: {mḗtēr}
Forms: (dor. μάτηρ), μητρός, μητέρα usw. (Schwyzer 567); myk. ma-te.
Grammar: f.
Meaning: Mutter (seit Il.)
Composita : Zahlreiche Kompp., z.B. μητροπάτωρ der Mutter Vater, Großvater von mütterlicher Seite (Il. usw.) und andere Verwandtschaftsnamen, μητρόπολις f. Stadt, welche Mutter ist, Mutterstadt (Pi., Simon,. ion. att.), Δημήτηρ (s. bes.), ἀμήτωρ mutterlos (Hdt. u.a.), poet. auch ‘Nicht-Mutter’ in μήτηρ ἀμήτωρ (S.); zu den Kompp. im allg. Sommer Nominalkomp. 147, 176f. u.a. (s. Index S. 208), Risch IF 59, 17f., 59 u. 261, Wackernagel Glotta 14, 38 (= Kl. Schr. 2, 846).
Derivative: Ableitungen. 1. Deminutiva: ματρύλ(λ)α f. "Mütterchen", Bordellwirtin (Phryn., Eust.) mit ματρυλεῖον Bordell (Din., Men. u.a.); Leumann Glotta 32,224 (= Kl. Schr. 250), Björck Alpha impurum 67 m. Lit.; μητράριον = matercula (Gloss.). — 2. μήτρα, ion. -η f. Gebärmutter, Mutterleib (ion. att.), übertr. Kernholz, Mark (Thphr.; Strömberg Theophrastea 122 ff.), auch Bienenkönigin (Arist.; Wackernagel Festgabe Kaegi 55 [= Kl. Schr. 1, 483] und Sommer Nominalkomp. 147 A. 4 m. weiteren Einzelheiten); μητρίδιος "mit Mutterleib versehen", samenreich (Ar. Lys. 549; nach κουρίδιος, νυμφίδιος?). — 3. μητρίς (sc. γῆ) f. das Land der Mutter (Pherekr. u.a.; nach πατρίς). — 4. μητρικός ‘auf die M. bezüglich’ (Arist., hell. Inschr., sp. Pap. u.a.; Wackernagel a.O. 5 3 f. [= 481 f.]). — 5. μητρόθεν (dor. μα-) ‘von der M. her’ (vorw. poet. seit Pi.). — 6. Denominative Verba: μητριάζω ‘die (große) Mutter verehren’ (Poll.; nach θυσιάζω u.a., vgl. Schwyzer 735), -ίζω ‘der (großen) Mutter angehören’ (Iamb.), -άζω der Mutter ähneln (Gloss.). —7. PN Μητρείς (Schulze Kl. Schr. 419), Μᾶτρυς (Leumann Glotta 32, 220 [= Kl. Schr. 246]). — 8. Zu μήτρως und μητρυιά s. bes. — Über μήτηρ nebst Ableitungen Chantraine REGr. 59—60, 238ff.; über familiäre Ersatzwörter (μαῖα u.a.) ders. Etudes 16.
Etymology : Altes, auf ein Lallwort (s. μᾶ) zurückgehendes Erbwort für Mutter, das in allen Sprachfamihen außer dem Heth. (wo annaš) erhalten ist, z.B. aind. mātár-, lat. māter, lit. mótė Mutter (dial.), meist Frau, Weib, Ehefrau, germ., z.B. ahd. muoter. Weitere Formen aus den verschiedenen Sprachen mit zugehöriger Lit. bei WP. 2, 229, Pok. 700 und in den einschlägigen Spezialwörterbüchern.
Page 2,232

Chinese

原文音譯:m»ter 姆帖而
詞類次數:名詞(85)
原文字根:母親 相當於: (אֵם‎)
字義溯源:母親*,母,主婦,太太,城市。這字除了字面上說到母親外,也有隱喻的用法:大巴比倫,作世上的淫婦和一切可憎之物的母( 啓17:5)
同源字:1) (ἀμήτωρ)無母的 2) (μήτηρ)母親 3) (μήτρα)生物形成之母體 4) (μητραλῴας / μητρολῴας)弒母者 5) (μητρόπολις)首都
出現次數:總共(84);太(27);可(17);路(17);約(11);徒(4);羅(1);加(2);弗(2);提前(1);提後(1);啓(1)
譯字彙編
1) 母親(59) 太1:18; 太2:11; 太2:13; 太2:14; 太2:20; 太2:21; 太10:35; 太10:37; 太12:46; 太12:47; 太12:48; 太12:49; 太12:50; 太13:55; 太14:8; 太14:11; 太19:29; 太20:20; 太27:56; 太27:56; 可3:31; 可3:32; 可3:33; 可3:34; 可3:35; 可6:24; 可6:28; 可10:29; 可10:30; 可15:40; 路1:60; 路2:34; 路2:48; 路2:51; 路7:12; 路7:15; 路8:19; 路8:20; 路8:21; 路8:51; 路12:53; 路12:53; 約2:1; 約2:3; 約2:5; 約2:12; 約3:4; 約6:42; 約19:25; 約19:25; 約19:26; 約19:26; 約19:27; 徒1:14; 徒12:12; 羅16:13; 加4:26; 提前5:2; 提後1:5;
2) 母(25) 太15:4; 太15:4; 太15:5; 太15:6; 太19:5; 太19:12; 太19:19; 可5:40; 可7:10; 可7:10; 可7:11; 可7:12; 可10:7; 可10:19; 路1:15; 路1:43; 路2:33; 路14:26; 路18:20; 徒3:2; 徒14:8; 加1:15; 弗5:31; 弗6:2; 啓17:5

English (Woodhouse)

mother

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

Abkhaz: ан; Acehnese: ma, mak; Adyghe: ны; Afar: ina; Afrikaans: formal moeder, informal ma; Ainu: ハポ; Akkadian: 𒂼; Aklanon: ina; Albanian: nënë, ëmë; Aleut: anax; Alviri-Vidari: ننه‎; American Sign Language: 5@Chin-ThumbBack Contact; Amharic: እናት; Amis: ina; Apache Chiricahua: -má; Western Apache: bimaa, bąą; Arabic: أُمّ‎, وَالِدَة‎; Aragonese: mai; Aramaic Classical Syriac: ܐܡܐ‎, ܝܠܘܕܬܐ‎; Jewish Aramaic: אִמָּא‎; Armenian: մայր, մամա; Aromanian: mamã, mumã; Asilulu: ina; Assamese: মা, আই; Asturian: madre, ma; Avar: эбел, баба, буба; Azerbaijani: ana; Bakhtiari: دا‎; Balinese: ina; Baluchi: مات‎, ماس‎; Bashkir: әсәй, әсә; Basque: ama; Bavarian: muadda; Belarusian: ма́ці, ма́ма; Bemba: mayo; Bengali: আম্মা, আম্মু, মাতা, মা; Biak: ina; Bikol Central: ina; Bima: ina; Blackfoot: iksísst; Bodo: आइ, बिमा; Borôro: tʃe; Breton: mamm; Buginese: ᨕᨗᨊ; Bulgarian: ма́йка; Burmese: အမေ, အမိ, မိခင်, မေမေ; Buryat: эхэ; Casiguran Dumagat Agta: ína; Catalan: mare; Central Bontoc: ína; Central Dusun: tina; Central Sierra Miwok: ˀytá·-; Chechen: нана; Cherokee: ᎤᏂᏥ; Chichewa: mayi; Chickasaw: ishk'; Chinese Cantonese: 母親, 母亲, 母, 阿媽, 媽媽; Dungan: ма, мучин, мама, нён, чиннён; Gan: 姆媽, 姆妈; Hakka: 母親, 母亲, 娘親, 娘亲, 阿姆; Mandarin: 母親, 母亲, 母, 媽媽, 妈妈, 娘, 媽, 妈; Min Dong: 依媽, 依妈, 依奶, 娘嬭, 娘妳; Min Nan: 娘, 娘親, 娘亲, 母親, 母亲, 阿姆; Wu: 姆媽, 姆妈, 媽媽, 妈妈; Xiang: 姆媽, 姆妈; Chinook Jargon: mama, naha; Chukchi: ытԓя, ытԓьа; Chuukese: in; Chuvash: анне; Coastal Kadazan: ina; Comanche: pia; Coptic Bohairic: ⲙⲁⲩ; Sahidic: ⲙⲁⲁⲩ; Cornish: mamm, dama; Corsican: mamma; Crimean Tatar: ana; Cuyunon: ina; Czech: matka; Dakota: iná; Dalmatian: nina; Danish: moder, mor; Dargwa: неш; Dhivehi: މަނމަ‎; Dongxiang: ekie; Dutch: moeder; Eastern Mari: ава; Eastern Mnong: may; Elfdalian: muna, mųor; Erzya: ава, ава; Eshtehardi: ننیه‎; Esperanto: patrino; Estonian: ema; Etruscan: 𐌀𐌕𐌉; Evenki: эни, эне; Extremaduran: mairi; Faliscan: mate; Faroese: móðir, mamma; Fijian: tina; Finnish: äiti; French: mère; Friulian: mari; Galician: nai, mai, madre; Georgian: დედა; German: Mutter; Alemannic German: Mueter; Gothic: 𐌰𐌹𐌸𐌴𐌹; Greek: μητέρα, μάνα; Ancient Greek: μήτηρ; Greenlandic: anaana; Guaraní: sy; Gujarati: મા; Gunwinggu: karrang; Hausa: uwa, inna; Hawaiian: makuahine; Hebrew: אֵם‎; Hindi: माता, मां, मादर, वालिदा; Hittite: 𒀭𒈾𒀸; Hungarian: anya; Iban: indai, ina; Icelandic: mamma, móðir; Ido: matro; Igbo: nne; Inari Sami: enni; Indonesian: ibu, bunda; Ingrian: emoi; Ingush: нана; Interlingua: matre; Inuktitut: ᐊᓈᓇ; Inupiaq: aana, aaka; Irish: máthair; Old Irish: máthir; Isnag: ina; Istriot: mare; Istro-Romanian: måie; Italian: madre; Itawit: ina; Ivatan: ina; Japanese: お母さん, 母, ママ, お袋; Jarai: amĭ; Jarawa: kaja; Jeju: 어멍; K'iche': chuch; Kaki Ae: naora; Kalmyk: эк; Kambera: ina; Kankanaey: iná; Kannada: ತಾಯಿ; Kapampangan: ima; Karachay-Balkar: ана; Karao: ina; Karelian: emä; Karok: táat, ihkuus; Kashmiri: موج‎, مٲج‎; Kashubian: mëma; Kazakh: ана; Khmer: ម្ដាយ, ម៉ែ; Khoekhoe: ǁgûs; Kildin Sami: е̄ннҍ; Koch Rajbangsi: মাও; Komi-Komi-Zyrian: мам, ань; Komodo: ina; Korean: 엄마, 어머니, 어머님, 에미, 어미; Kriol: motha; Kulon-Pazeh: ina; Kumyk: ана; Kurdish Central Kurdish: دایک‎; Northern Kurdish: dayik, dê; Kwak'wala: a̱bas; Kyrgyz: эне; Lakota: iná; Lao: ແມ່; Latgalian: muote; Latin: māter, genetrix; Latvian: māte; Laz: დიდა; Leti: ina; Lezgi: диде; Ligurian: moæ; Limos Kalinga: ina; Lithuanian: motė, motina; Livonian: jemā, ǟma; Lombard: mamma, mader; Low German Dutch Low Saxon: moder; German Low German: Moder; Luganda: maama; Luhya: mai; Luo: mama; Luxembourgish: Mamm; Lü: ᦶᦙᧈ; Macedonian: ма́јка; Makasar: ina; Malagasy: reny; Malay: ibu, emak; Malayalam: അമ്മ, മാതാവ്, തള്ള; Maltese: omm, mamà, ma; Manchu: ᡝᠮᡝ, ᡝᠨᡳᠶᡝ, ᠠᠵᠠ, ᠨᠠᡳᠨᠠᡳ; Mandinka: naa; Mansi: ся̄нь; Manx: moir; Maori: matua wahine, ewe, whaea, whaene, kowhaea, kōkara, ūkaipō; Maranao: misina; Marathi: आई, माता; Maricopa:'ay; Mayoyao Ifugao: iná; Mazanderani: مار‎; Mentawai: ina; Meru: mama; Middle Korean: 어〮미〮; Minangkabau: mande; Mingrelian: დიდა; Miyako: アンナ; Moksha: тядя; Mongolian: эх, ээж; Motu: ina; Muong: mễ; Mwali Comorian: mama; Nahuatl: nantli; Nauna: ina; Navajo: amá; Nepali: आमा; Ngadha: ina; Ngazidja Comorian: nya; Nias: ina; Nivkh: ымк, ымык, ымка, ымыка; Norman: méthe; North Frisian Föhr-Amrum, Bökingharde: mam; Halligen, Goesharde, Karrharde: mäm; Heligoland: Mem; Sylt: Mooter; Northern Ohlone: ká̄na 'ek'án̄an; Northern Sami: eadni; Norwegian Bokmål: mor, mamma, moder; Nynorsk: mor; O'odham: je'e; Occitan: mair, maire; Ojibwe: nimaamaa, ninga; Old Church Slavonic Cyrillic: мати; Glagolitic: ⰿⰰⱅⰹ; Old East Slavic: мати; Old English: mōdor; Old Persian: 𐎶𐎠𐎫𐎠; Oriya: ମା; Oromo: haadha; Ossetian: мад, мадӕ; Ottoman Turkish: مادر‎, ام‎, والده‎; Pacoh: a-i, icán; Paiwan: ina; Pangasinan: iná; Pashto: مور‎; Paulohi: ina; Pennsylvania German: Mudder, Mammi; Persian: مادر‎, مامان‎, والده‎; Phrygian: μητερε; Pirahã: baíxi; Pitjantjatjara: ngunytju; Plautdietsch: Mutta; Polabian: motai; Polish: matka, mama, mać, mamusia, matula, matuchna, mateczka, mamuśka, matuś, matuśka; Portuguese: mãe; Punjabi: ਮਾਂ, ਮਾਤਾ; Q'eqchi: naʼ; Quechua: mama; Rabha: আয়া; Rade: amĭ; Romani: dej; Romanian: mamă, maică; Romansch: mamma, mumma, mama, moma; Russian: мать, ма́ма, ма́тушка, мама́ша; Rusyn: ма́ти, ма́терь, ма́ма; Sabu: ina; Saisiyat: ina; Sanskrit: अम्बा मातर, अक्का; Santali: ᱮᱝᱜᱚ; Sardinian: mama, mamma, immamma; Sasak: ina; Saterland Frisian: Muur; Scots: mither, moder; Scottish Gaelic: màthair; Serbo-Croatian Cyrillic: мат, мати, мајка, родитељица, рођеница, матер; Roman: mat, mati, majka, roditeljica, rođenica, mater; Shor: иче, эне; Sicilian: matri; Sika: ina; Simeulue: ina; Sindhi: ماء‎, اما‎; Sinhalese: අම්මා; Skolt Sami: jeäˊnn; Slovak: matka; Slovene: mati; Somali: hooyo; Sorbian Lower Sorbian: maś, maśeŕ, maśerka, mama, maminka; Upper Sorbian: mać; Sotho: mme; Spanish: madre; Sundanese: biang, indung; Svan: დედე; Swahili: mzazi, mama; Swedish: mor, moder, mamma; Sylheti: ꠝꠣ; Tagalog: ina; Tajik: модар; Talysh: ننه‎; Tamil: அம்மா, தாய், அன்னை, யாய்; Tatar: ана, әни; Telugu: తల్లి, అమ్మ; Thai: แม่, มารดา; Thao: ina; Tibetan: ཨ་མ, ཨ་མ་ལགས; Tigrinya: ኣደ; Toba Batak: ina; Tocharian A: mācar; Tocharian B: mācer; Tok Pisin: mama, mami; Tswana: mme; Tupinambá: sy, si; Turkish: anne, ana; Turkmen: eje; Cyrillic: еҗе; Tuvan: ава, авам, авай, ийе; Tày: 嗒, 嗒, 嗩; Udmurt: анай; Ugaritic: 𐎜𐎎; Ukrainian: ма́ти, ма́ма, ма́тір, не́ня, мату́ся, ма́мця; Urdu: ماتا‎, ماں‎, مادر‎, والدہ‎; Uyghur: ئانا‎, ئاپا‎; Uzbek: ona; Cyrillic: она; Venetian: mare; Veps: mam; Vietnamese: mẹ, má, mạ, mệ, mợ, bầm, u, nạ; Volapük: mot; Walloon: mere; Welsh: mam; West Frisian: mem; Wiradhuri: gunhi; Wolio: ina; Wolof: ndey, yaay; Xhosa: unyoko, unina; Yagara: budang; Yakut: ийэ; Yiddish: מוטער‎, מאַמע‎; Yoruba: ìyá, abiyamo̩; Yucatec Maya: na'; Yup'ik: aana; Yámana: tapi; Zazaki: ma; Zealandic: moeder, moer; Zhuang: ma, maj, meh, mih, caq; Zulu: umama 1a or 2a, unyoko 1a or 2a, unina 1a or 2a; ǃXóõ: qáe