ζημιόω: Difference between revisions

From LSJ

Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten

Menander, Monostichoi, 95
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2, $3:")
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ζημιώσω, <i>ao.</i> ἐζημίωσα;<br /><b>1</b> causer du dommage à, léser : τινα qqn ; <i>Pass.</i> être lésé, éprouver un dommage, une perte;<br /><b>2</b> infliger une amende : ζημ. τινα [[πεντήκοντα]] τάλαντα HDT, χιλίῃσι δραχμῇσι HDT punir qqn d’une amende de 50 talents, de 1000 drachmes;<br /><b>3</b> <i>p. ext.</i> punir <i>en gén.</i> : ζ. τινα θανάτῳ HDT, φυγῇ THC punir qqn de mort, de l’exil ; <i>Pass.</i> ζημιοῦσθαι ζημίαις ἐσχάταις LYS être puni des derniers châtiments.<br />'''Étymologie:''' [[ζημία]].
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ζημιώσω, <i>ao.</i> ἐζημίωσα;<br /><b>1</b> causer du dommage à, léser : τινα qqn ; <i>Pass.</i> être lésé, éprouver un dommage, une perte;<br /><b>2</b> infliger une amende : ζημ. τινα [[πεντήκοντα]] τάλαντα HDT, χιλίῃσι δραχμῇσι HDT punir qqn d'une amende de 50 talents, de 1000 drachmes;<br /><b>3</b> <i>p. ext.</i> punir <i>en gén.</i> : ζ. τινα θανάτῳ HDT, φυγῇ THC punir qqn de mort, de l’exil ; <i>Pass.</i> ζημιοῦσθαι ζημίαις ἐσχάταις LYS être puni des derniers châtiments.<br />'''Étymologie:''' [[ζημία]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR

Revision as of 11:35, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζημιόω Medium diacritics: ζημιόω Low diacritics: ζημιόω Capitals: ΖΗΜΙΟΩ
Transliteration A: zēmióō Transliteration B: zēmioō Transliteration C: zimioo Beta Code: zhmio/w

English (LSJ)

fut. A -ώσω Lys.1.48: aor. 1 ἐζημίωσα E.Or.578, Th.2.65, etc.: pf. ἐζημίωκα D.21.49:—Pass., fut. ζημιωθήσομαι Lys.29.4, Is.10.16, X.Mem.3.9.12; more freq. Med. ζημιώσομαι in pass. sense, Hdt. 7.39, And.1.72, Th.3.40, Isoc.18.37, D.1.27, Arist.Pol.1320a10: aor. ἐζημιώθην Pl.Lg.855b, Isoc.15.160: pf. ἐζημίωμαι Din.3.16, Arist.Rh. 1372b8:—cause loss or do damage to, penalize, πόλιν Lys.30.25; τοσαύτας ἡμέρας ζημιοῦν τινα to cause one the loss of... Ael.VH3.23: c. Adj. neut., μηδὲν μηδένα Pl.Lg.846a; οὐδὲν ζ. τὸ κοινόν Isoc.6.5; πλείω ζ. σαυτὸν ἤX.Cyr.3.1.30:—Pass., μεγάλα ζημιώσεται will suffer great losses, Th.3.40; πολλά Pl.Lg.916e: abs., Id.Grg. 490c. II fine, mulct in a sum of money, c. dat. rei, ζ. τινὰ χιλίῃσι δραχμῇσι Hdt.6.21, cf. 136; χρήμασιν Th.2.65; μναῖς τρισί Pl.Lg. 936a; also ζ. τινὰ ἕως τριάκοντα μνᾶς Lycurg.Fr.40 (dub. l.); τινά τινος deprive of... Lyd.Mag.2.19:—Pass., to be fined or amerced in a thing, c. dat. rei, χρήμασι Antipho 2.4.7; δραχμῇ τῆς ἡμέρας Pl.Lg. 766d; μέχρι τοσούτου ib.855b: also, c.acc.rei, ταῦτα ib.774b; ζ. τριάκοντα λίτρας Arist.Fr.476; suffer financial loss, PFlor. 142.8 (iii A.D.): hence metaph., τοῦ ἑνὸς τοῦ περιέχεαι μάλιστα τῇ ψυχῇ ζημιώς εαι wilt lose, Hdt.7.39; τὴν ψυχὴν αὐτοῦ Ev.Matt.16.26; ἑαυτόν Ev.Luc. 9.25; τὰ κέρατα Ael.NA10.1. 2 generally, punish, τὴν θάλασσαν Hdt.7.35; σφέας Id.9.77; τινὰ θανάτῳ Id.3.27; τινὰ φυγῇ, πληγαῖς, Th.4.65, 8.74:—Pass., ζημιοῦσθαι ζημίαις ἐσχάταις Lys.31.26; θανάτῳ Antipho 3.3.9, PTeb.5.92 (ii B.C.); θανάτῳ καὶ πᾶσι τοῖς ἐσχάτοις Pl.Plt.297e; χρήμασιν καὶ ἀτιμία Id.Lg.721b.

German (Pape)

[Seite 1139] 1) Verlust, Schaden zufügen, = βλάπτω, Xen. Cyr. 3, 1, 39; μηδὲν μηδένα Plat. Legg. VIII, 846 a; pass., gew. mit tut. med. (s. Her. 6, 136 Dem. 1, 27 Andoc. 1, 72), seltner ζημιωθήσομαι (Xen. Mem. 3, 9, 12 Is. 2, 23), Verlust erleiden, Schaden haben, Ggstz von κερδαίνω, Plat. Gorg. 490 c; Isocr. 1, 39 u. A.; so Dem. 34, 2 οὐκ ἄπειρος τοῦ ζημιοῦσθαι, vom Schiffbruch; μεγάλα, großen Schaden haben, Thuc. 3, 40; τὴν ψυχήν N. T. – 2) strafen, Her. 5, 87. 9, 77; bes. von Geldstrafen, τινὰ πεντήκοντα τάλαντα Her. 6, 136, richtiger ταλάντοις, vgl. 7, 39; μέχρι μνᾶς Plat. Legg. VI, 764 c; χρήμασι IV, 721 b; μναῖς τρισί XI, 936 a; auch φυγαῖς, Isocr. 4, 116; Thuc. 4, 65; θανάτῳ Aesch. 1, 184 u. A.

Greek (Liddell-Scott)

ζημιόω: μέλλ. -ώσω, Εὐρ., ἀόρ. ἐζημίωσα, Εὐρ., Θουκ., κλ., πρκμ. ἐζημίωκα Δημ. 530. 12. - Παθ., μέλλ. ζημιωθήσομαι Λυσ. 181. 37, Ἰσαῖ. 81. 24, Ξεν. Ἀπομν. 3. 9, 12· ἀλλὰ συνηθέστ. μέσ., ζημιώσομαι, ἐπὶ παθ. σημασ., Ἡρόδ. 7. 39, Ἀνδοκ. 10. 11, Θουκ. 3. 40, Ἰσοκρ. 378C, Δημ. 17. 3, Ἀριστ. Πολ. 6. 5, 3· ἀόρ. ἐζημιώθην Πλάτ. Νόμ. 855Β, Ἰσοκρ. Ἀντιδ. § 171 (160)· πρκμ. ἐζημίωμαι Δείναρχ. 110. 19, Ἀριστ. Προξενῶ ἀπώλειαν ἢ ἐπιφέρω ζημίαν εἴς τινα, τινὰ Πλάτ. Νόμ. 846Α· πόλιν Λυσ. 185. 37· μετ’ οὐδ. ἐπιθ., οὐδὲν ζ. τινὰ Ἰσοκρ. 117Β· πλείω ζ. τινὰ Ξεν. Κύρ. 3. 1, 30· οὕτως ἐν τῷ παθ., μεγάλα ζημιώσεται, θὰ πάθῃ μεγάλας ἀπωλείας, Θουκ. 3. 40· πολλὰ Πλάτ. Νόμ. 916Ε· ἀπολ., ἀντίθ. τῷ κερδαίνειν, ὁ αὐτ. Γοργ. 490C, κτλ.· - ὡσαύτως, τοσαύτας ἡμέρας ζημιοῦν τινα, προξενεῖν εἴς τινα ἀπώλειαν…, Αἰλ. Π. Ἱστ. 3. 23. ΙΙ. ἐπιβάλλω πρόστιμον, τιμωρῶ χρηματικῶς, μετὰ δοτ. πράγμ., ζ. τινὰ χιλίῃσι δραχμῇσι Ἡρόδ. 6. 21, πρβλ. 6. 136· χρήμασιν Θουκ. 2. 65· μναῖς τρισὶ Πλάτ. Νόμ. 936Α· ὡσαύτως ζ. τινὰ ἕως τριάκοντα μνᾶς Λυκοῦργ. Ἀποσπ.· εἰς χρήματα Πλάτ. Νόμ. 774Β. - Παθ., ὑποβάλλομαι εἰς πρόστιμον, τιμωροῦμαι χρηματικῶς διά τι πρᾶγμα, μετὰ δοτ. πράγμ., χρήμασι Ἀντιφῶν 120. 2· δραχμῇ τῆς ἡμέρας Πλάτ. Νόμ. 766C· μέχρι τοσούτου αὐτόθι 855Β· - ὡσαύτως μετ’ αἰτ. πράγμ., ζ. πεντήκοντα λίτρας Ἀριστ. Ἀποσπ. 436· μεταφ., τοῦ ἑνός, τοῦ περιέχεαι μάλιστα, τὴν ψυχὴν ζημιώσεαι, θὰ χάσῃς, Ἡρόδ. 7. 39· τὴν ψυχὴν αὑτοῦ Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιϛ΄, 26· ἑαυτὸν Εὐαγγ. κ. Λουκ. θ΄, 25· τὰ κέρατα Αἰλ. π. Ζ. 10. 1. 2) καθόλου, τιμωρῶ, Ἡρόδ. 7. 35., 9. 77· τινὰ θανάτῳ ὁ αὐτ. 3. 27· τινα φυγῇ, πληγαῖς Θουκ. 4. 65., 8. 74. - Παθ., ζημιοῦσθαι ζημίαις ἐσχάταις Λυσ. 189. 16· θανάτῳ Ἀντιφῶν 123. 24· θανάτῳ καὶ πᾶσι τοῖς ἐσχάτοις Πλάτ. Πολιτ. 297Ε· χρήμασι καὶ ἀτιμίᾳ ὁ αὐτ. Νόμ. 721Β.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ζημιώσω, ao. ἐζημίωσα;
1 causer du dommage à, léser : τινα qqn ; Pass. être lésé, éprouver un dommage, une perte;
2 infliger une amende : ζημ. τινα πεντήκοντα τάλαντα HDT, χιλίῃσι δραχμῇσι HDT punir qqn d'une amende de 50 talents, de 1000 drachmes;
3 p. ext. punir en gén. : ζ. τινα θανάτῳ HDT, φυγῇ THC punir qqn de mort, de l’exil ; Pass. ζημιοῦσθαι ζημίαις ἐσχάταις LYS être puni des derniers châtiments.
Étymologie: ζημία.

English (Strong)

from ζημία; to injure, i.e. (reflexively or passively) to experience detriment: be cast away, receive damage, lose, suffer loss.

English (Thayer)

ζημιω: (ζημία), to affect with damage, do damage to: τινα (Thucydides), Xenophon, Plato); in the N. T. only in the passive, future ζημιωθήσομαι (Xenophon, mem. 3,9, 12, others; but as often) in secular authors (future middle) ζημιώσομαι in passive sense; cf. Krüger, § 39,11Anm.; Kühner, on Xenophon, mem. as above; (Liddell and Scott, under the word; Veitch, under the word)); 1st aorist ἐζημιώθην; absolutely, to sustain damage, to receive injury, suffer loss: ἐν τίνι ἐκ τίνος, in a thing from one, τήν ψυχήν τίνος ζημιουσθαι, Herodotus 7,39), τήν ψυχήν αὐτοῦ, to forfeit his life, i. e. according to the context, eternal life, Luke, in ἑαυτόν i. e. himself, by being shut out from the everlasting kingdom of God. πάντα ἐζημιώθην, reflexive (yet see Meyer), I forfeited, gave up all things, I decided to suffer the loss of all these (?)) things, Philippians 3:8.

Greek Monotonic

ζημιόω: μέλ. -ώσω, αόρ. αʹ ἐζημίωσα, παρακ. ἐζημίωκα· Παθ., μέλ. ζημιωθήσομαι, συχνότερα όμως στον Μέσ. τύπο ζημιώσομαι, αόρ. αʹ ἐζημιώθην, παρακ. ἐζημίωμαι·
I. προκαλώ απώλεια ή επιφέρω βλάβη σε κάποιον· ζημιόω τινά, σε Πλάτ. κ.λπ. — Παθ., μεγάλα ζημιώσεται, θα υποστεί μεγάλες, τρομερές απώλειες, σε Θουκ.
II. 1. επιβάλλω πρόστιμο, τιμωρώ με χρηματική ποινή· με δοτ. πράγμ., ζημιόω τινὰ χιλίῃσι δραχμῇσι, σε Ηρόδ.· χρήμασιν, σε Θουκ. — Παθ., μου επιβάλλεται πρόστιμο ή τιμωρούμαι με χρηματική ποινή· με δοτ. πράγμ., σε Πλάτ.· με αιτ., τὴν ψυχὴν ζημιώσεαι, θα χάσεις τη ζωή σου, σε Ηρόδ.
2. γενικά, τιμωρώ, επιβάλλω ποινή, στον ίδ., σε Θουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζημιόω [ζημία] schade toebrengen (aan), benadelen: met acc..; οὗτοι... τὴν πόλιν ζημιοῦσιν die lui brengen de stad schade toe Lys. 30.25; met acc. v. pers. en acc. v. h. inw. obj..; μηδὲν μηδένα ζημιοῦν niemand enige schade toebrengen Plat. Lg. 846a; φύλαξαι μὴ... σαυτὸν ζημιώσῃς πλείω ἢ ὁ πατὴρ ἐδυνήθη σε βλάψαι pas ervoor op dat je jezelf niet meer schade toebrengt dan mijn vader je ooit kwaad heeft kunnen doen Xen. Cyr. 3.1.30; pass. schade ondervinden, verlies lijden; Plat. Grg. 490c; met acc. v. h. inw. obj.. πολλὰ ζημιοῦνται zij lijden groot verlies Plat. Lg. 916e; περί τι in iets Plut. Agis et Cl. 56(35).4. een geldboete opleggen, met acc. ( iem. ) en dat. (bedrag van de boete):; ἐζημίωσάν μιν... χιλίῃσι δραχμῇσι zij hebben hem een boete van duizend drachmen opgelegd Hdt. 6.21.2; pass. tot een boete veroordeeld worden; met dat. (bedrag); ζημιοῦσθαι μναῖς τρισίν veroordeeld worden tot een boete van drie minae Plat. Lg. 936a; μέχρι τοσούτου ζημιωθέντα, τὸ δὲ πλέον μή beboet tot zo’n bedrag en niet meer Plat. Lg. 855b; overdr..; τοῦ δὲ ἐνός... τῇ ψυχῇ ζημιώσεαι jij zult ervoor boeten met het leven van één (van jouw beide zonen) Hdt. 7.39.2; met acc. resp.. τί... ὠφεληθήσεται ἄνθρωπος ἐὰν... τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ζημιωθῇ wat heeft een mens eraan... als hij het leven erbij inschiet NT Mt. 16.26. bestraffen: met acc..; τὴν... θάλασσαν... ζημιοῦν de zee te bestraffen Hdt. 7.35.3; met acc. en dat..; ὡς ψευδομένους θανάτῳ ἐζημίου in de overtuiging dat het leugenaars waren bestrafte hij hen met de dood Hdt. 3.27.3; pass.. θανάτῳ ζημιοῦσθαι καὶ πᾶσι τοῖς ἐσχάτοις gestraft worden met de dood en de meest erge bestraffingen Plat. Plt. 297e.

Russian (Dvoretsky)

ζημιόω:
1) причинять убыток, наносить ущерб: ζ. πόλιν Lys. наносить государству вред; οὐδὲν ζ. τινα Isocr. никому не делать вреда; σαυτὸν ζημιώσῃς πλείω ἢ ὁ πατὴρ ἠδυνήθη σε βλάψαι Xen. ты сам больше навредишь себе, чем мог бы повредить тебе отец (Тиграна); μεγάλα ζημιοῦσθαι Thuc. (по)терпеть большой ущерб; εἰ μὴ μέλλει ζημιοῦσθαι Plat. если не хочет понести ущерб, т. е. под страхом ущерба;
2) (тж. ζ. χρήμασι Plat., Plut.) взимать пеню, карать штрафом (ζ. τινα πεντήκοντα τάλαντα или χιλίῃσι δραχμῇσι Her.): μέχρι τοσούτου ζημιωθείς, τὸ δὲ πλέον μή Plat. облагаемый пеней в пределах этой суммы, но не больше;
3) наказывать, карать (τινα θανάτῳ Her., Aeschin.; τινα πληγαῖς Thuc.; τινα φυγῇ Thuc. или φυγαῖς Isocr.; ζημιοῦσθαι θανάτῳ καὶ πᾶσι τοῖς ἐσχάτοις Plat.): ζημιοῦσθαι χρήμασί τε καὶ ἀτιμίᾳ Plat. понести имущественное наказание и быть пораженным в гражданских правах.

Middle Liddell

ζημιόω, [from ζημία
I. to cause loss or do damage to any one, τινά Plat., etc.:—Pass., μεγάλα ζημιώσεται will suffer great losses, Thuc.
II. to fine, amerce, mulct in a sum of money, c. dat. rei, ζ. τινὰ χιλίῃσι δραχμῇσι Hdt.; χρήμασιν Thuc.:— Pass. to be fined or amerced in a thing, c. dat., Plat.; c. acc., τὴν ψυχὴν ζημιώσεαι wilt lose thy life, Hdt.
2. generally to punish, Hdt., Thuc.

Chinese

原文音譯:zhmiÒw 色米俄哦
詞類次數:動詞(6)
原文字根:處罰
字義溯源:受傷害,損害,受虧損,賠上,丟棄;源自(ζημία)*=損害)。這字六次的使用,每次都是說到人的損失(或受虧損,賠上)。主耶穌說到一個人魂生命的損失,是用全世界都換不回來的( 太16:26)
出現次數:總共(6);太(1);可(1);路(1);林前(1);林後(1);腓(1)
譯字彙編
1) 賠上(2) 太16:26; 可8:36;
2) 你們⋯受虧損(1) 林後7:9;
3) 我丟棄(1) 腓3:8;
4) 他要受虧損(1) 林前3:15;
5) 賠上了(1) 路9:25