κεραυνός: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
(CSV import) |
||
Line 45: | Line 45: | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''κεραυνός''': {keraunós}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Donnerkeil]], [[Wetterstrahl]], [[Blitz]] (seit Il.).<br />'''Composita''': Kompp., z. B. [[τερπικέραυνος]] (s. [[τέρπομαι]]), [[ἐγχεικέραυνος]] [[der den Donnerkeil als Speer hat]] (Pi.; nach [[ἐγχειβρόμος]] [[der mit dem Speer donnert]]), auch κεραυνοεγχής ib. (B.).<br />'''Derivative''': Ableitungen: [[κεραύνιος]] [[zum Donnerkeil gehörig]], auch ‘vom D. getroffen, den D. schleudernd' (Trag. usw.), auch κεραυναῖος (''AP'' 7, 49; Steph. -ειος); [[κεραύνιον]] N. eines Pilzes [[Tuber aestivum]] (Thphr., Gal.), weil angeblich gegen den Blitz schützend oder aus dem Donnerschlag entstanden; ebenso [[κεραυνία]] = ἀείζῳον μικρόν (Ps.-Dsk.), vgl. Strömberg Pflanzennamen 79f.; letzteres auch N. eines Steins wie [[κεραυνίας]], -νίτης (''PHolm''., Clem. u. a.; Redard Les noms grecs en -της 55). Denominatives Verb κεραυνόομαι, -όω [[vom Blitz getroffen werden]], bzw. [[mit dem Blitz erschlagen]] (seit Hes.); davon [[κεραύνωσις]] [[Donnerschlag]] (Str., Plu.).<br />'''Etymology''': Thematische Umbildung eines ''r''-''n''-Nomens *κεραϝαρ, κεραυν- [[Zerschmetterung]] von einem verschollenen Verb [[zerschmettern]], das von [[κεραΐζω]] (s. d.) verdrängt wurde; zur Bildung s. [[ἐλαύνω]] und Schwyzer 521 m. Lit. — Aind. ''śáru''- [[Pfeil]] und germ., z. B. got. ''haírus'' [[Schwert]] (Bq) gehören nicht hierher, s. WP. 1, 410f.<br />'''Page''' 1,828 | |ftr='''κεραυνός''': {keraunós}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Donnerkeil]], [[Wetterstrahl]], [[Blitz]] (seit Il.).<br />'''Composita''': Kompp., z. B. [[τερπικέραυνος]] (s. [[τέρπομαι]]), [[ἐγχεικέραυνος]] [[der den Donnerkeil als Speer hat]] (Pi.; nach [[ἐγχειβρόμος]] [[der mit dem Speer donnert]]), auch κεραυνοεγχής ib. (B.).<br />'''Derivative''': Ableitungen: [[κεραύνιος]] [[zum Donnerkeil gehörig]], auch ‘vom D. getroffen, den D. schleudernd' (Trag. usw.), auch κεραυναῖος (''AP'' 7, 49; Steph. -ειος); [[κεραύνιον]] N. eines Pilzes [[Tuber aestivum]] (Thphr., Gal.), weil angeblich gegen den Blitz schützend oder aus dem Donnerschlag entstanden; ebenso [[κεραυνία]] = ἀείζῳον μικρόν (Ps.-Dsk.), vgl. Strömberg Pflanzennamen 79f.; letzteres auch N. eines Steins wie [[κεραυνίας]], -νίτης (''PHolm''., Clem. u. a.; Redard Les noms grecs en -της 55). Denominatives Verb κεραυνόομαι, -όω [[vom Blitz getroffen werden]], bzw. [[mit dem Blitz erschlagen]] (seit Hes.); davon [[κεραύνωσις]] [[Donnerschlag]] (Str., Plu.).<br />'''Etymology''': Thematische Umbildung eines ''r''-''n''-Nomens *κεραϝαρ, κεραυν- [[Zerschmetterung]] von einem verschollenen Verb [[zerschmettern]], das von [[κεραΐζω]] (s. d.) verdrängt wurde; zur Bildung s. [[ἐλαύνω]] und Schwyzer 521 m. Lit. — Aind. ''śáru''- [[Pfeil]] und germ., z. B. got. ''haírus'' [[Schwert]] (Bq) gehören nicht hierher, s. WP. 1, 410f.<br />'''Page''' 1,828 | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=ἀστροπελέκι). Πρωτότυπη λέξη. Ἴσως σχετίζεται μέ τή ρίζα. Keraϝ + πρβλ. [[κεραΐζω]] (=[[καταστρέφω]]).<br><b>Παράγωγα:</b> κεραυνῶ, [[κεραύνωσις]], κατακεραύνωσις, [[κεραύνιος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:40, 14 October 2022
English (LSJ)
ὁ, A thunderbolt, νῆα θοὴν ἔβαλε ψολόεντι κ. Od.23.330; βρόντησε καὶ ἔμβαλε νηῒκ. 14.305; Διὸς πληγεῖσα κεραυνῷ 12.416; esp. as weapon of Zeus, Hes. Th.854, etc.; forged by the Cyclopes, ib.141; τὸν κ. τοῦ Διός Ar.Av.1538; καταιβάτης A.Pr.361; πυρωπός ib.668; ὁ πυρφόρος κ. Id.Th.445; κεραυνοῦ κρείσσονα φλόγα Id.Pr.922; κ. ἀργής Ar.Av.1747 (anap.); πτερόεις ib.576; κεραυνοῦ βέλος A.Th.453 (lyr.), S.Tr.1088; ὁ κ. λάμπων πυρί Ar.Nu.395; κ., πτεροφόρον Διὸς βέλος Id.Av.1714; κ. πίπτει, κατασκήπτει εἰς... X.HG4.7.7, Plu.Lyc.31: pl., κεραυνοί thunderbolts, Hes.Th.690, Hdt.8.37, Epicur.Ep.2p.46U.; ποῦ ποτε κεραυνοὶ Διός; S.El.823 (lyr.), cf. Ar.Pl.125; τὰ τῶν κ. πτώματα Pl.Ti.80c; defined as ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς, i.e. thunder and lightning, Zeno Stoic.1.34. II metaph., κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν, of Pericles, Com.Adesp.10; τύπτειν κεραυνός a thunderbolt for striking, Antiph.195.4; Κεραυνός, as a name of great soldiers, Plu.Arist.6. III title of Zeus, IG 5(2).288 (Mantinea, v B.C.), Rev.Arch.40.388 (Emesa). (Perh. cf. κεραΐζω.)
German (Pape)
[Seite 1423] ό, der Donnerkeil, Donner mit Blitz verbunden, der krachend einschlägt (also βροντή und στεροπή vereint), der treffende Blitzstrahl; νῆα θοὴν ἔβαλε ψολόεντι κεραυνῷ Od. 23, 330; βρόντησε καὶ ἔμβαλε νηῒ κεραυνόν 14, 305; Διὸς πληγεῖσα κεραυνῷ 12, 416; hier wie bei Hes. u. Folgdn die gewöhnliche Waffe des Zeus, die nach Hes. Th. 141 von den Kyklopen geschmiedet wurde; neben βροντή Il. 21, 198; neben στεροπή Hes. Th. 699; αἴθων, παμβίας, Pind. P. 3, 58 N. 9, 24; αἰχματάς P. 1, 5; κεραυνῷ Ζηνὸς ἠνθρακωμένος Aesch. Prom. 372; πυρφόρος Spt. 472; κεραυνοῦ βέλος 435, öfter, wie die anderen Tragg.; in Prosa, τὰ τῶν κεραυνῶν πτώματα Plat. Tim. 80 c; πίπτει κεραυνὸς εἰς τὸ στρατόπεδον Xen. Hell. 4, 7, 7; κατασκήπτει εἴς τι Plut. Lyc. 31. – Übertr., Antiphan. bei Ath. VI, 238 e, wie Antp. Thess. 68 (VII, 692) ὁ παμμάχων κεραυνός, wie auch ein Ptolemäus genannt wird, nach Paus. 1, 16 διὰ τὸ τολμῆσαι πρόχειρον, vgl. auch 10, 19; δεινὸν κεραυνὸν ἐν γλώσσῃ φέρειν λεγόντων Plut. Pericl. 8.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
foudre ; οἱ κεραυνοί éclats de la foudre, les foudres.
Étymologie: DELG pas d'étym. ; apparenté à κεραΐζω -- Babiniotis cf. skr. śrná-ti « frapper ».
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεραυνός, -οῦ, ὀ [~ κεραϊζω] bliksem, bliksemschicht; overdr.: κεραυνὸν ἐν γλώσσῃ φέρειν bliksem op zijn tong hebben (= vuur spuwen ) Plut. Per. 8.4.
Russian (Dvoretsky)
κεραυνός: ὁ громовой удар, гром (преимущ. одновременный со вспышкой молнии), тж. молния (πληγεὶς κεραυνῷ Hom.; καταιβάτης, πυρῶπός, πυρφόρος Aesch.; κ. τοῦ Διός, ἀργής, πτερόεις Arph.): κεραυνοί Hes., Her., κεραυνοῦ βολαί Aesch., κεραυνῶν πτώματα Plat. или πτώσεις Arph. удары грома или молнии; κεραυνὸν ἐν γλώσσῃ φέρειν Plut. метать молнии языком.
English (Autenrieth)
English (Slater)
κεραυνός (ός, -οῦ, -ῷ, -όν.) thunderbolt, weapon of Zeus. ἀποθανοῖσα βρόμῳ κεραυνοῦ Σεμέλα (O. 2.26) καὶ πυρπάλαμον βέλος ὀρσικτύπου Διός, ἐν ἅπαντι κράτει αἴθωνα κεραυνὸν ἀραρότα (O. 10.) 83. καὶ τὸν αἰχματὰν κεραυνὸν σβεννύεις (P. 1.5) αἴθων δὲ κεραυνὸς ἐνέσκιμψεν μόρον (P. 3.58) Κρονίδαν, βαρυόπαν στεροπᾶν κεραυνῶν τε πρύτανιν (P. 6.24) δμᾶθεν δὲ κεραυνῷ τόξοισί τ' Ἀπόλλωνος (P. 8.17) ὁ δ' Ἀμφιαρεῖ σχίσσεν κεραυνῷ παμβίᾳ Ζεὺς τὰν βαθύστερνον χθόνα (N. 9.24) Ζεὺς δ' ἐπ Ἴδᾳ πυρφόρον πλᾶξε ψολόεντα κεραυνόν (N. 10.71) ὃς κεραυνοῦ τε κρέσσον ἄλλο βέλος διώξει χερὶ τριόδοντός τ' ἀμαιμακέτου (I. 8.34) “χθόνα τοί ποτε καὶ στρατὸν ἀθρόον πέμψαν κεραυνῷ τριόδοντί τε ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον” sc. Zeus and Poseidon Πα.… ἀλλά μιν Κρόνου παῖ[δες] κεραυνῷ χθόν' ἀνοιξάμενοι ἔκρυψαν (Pae. 8.73) ἐν δ ὁ παγκρατὴς κεραυνὸς ἀμπνέων πῦρ κεκίνη[ται Δ. 2. 1. πῦρ πνέοντος ἅ τε κεραυνοῦ ἄγχιστα (sc. ἡμένη. i. e. Athene) fr. 146. test., Quint., Inst., 8. 6. 71; Herculis impetum adversus Meropas — non igni nec ventis nec mari sed fulmini dicit similem fuisse. quod testimonium ad fr. 33a. trahendum esse vid. Lobel. fr. 33a = fr. 50 Schr.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ κεραυνός)
1. (μετεωρ.) ισχυρότατη ηλεκτρική εκκένωση που δημιουργείται στα κατώτερα τμήματα ορισμένων νεφών, όπου υπάρχουν θετικά ηλεκτρικά φορτία, και στο έδαφος, που φέρει αρνητικό ηλεκτρισμό (α. «καήκανε πέντε πρόβατα από τον κεραυνό» β. «ὃς δέδοικε Διός μεγάλοιο κεραυνόν», Ομ. Ιλ.
γ. «ἔκ μέν τοῦ οὐρανοῦ κεραυνοί αὐτοῖσι ἐνέπιπτον», Ηρόδ.)
2. τιμητική προσωνυμία στρατηγών ή στρατηλατών διάσημων για την κεραυνοβόλα δράση τους («Πολιορκηταὶ καὶ Κεραυνοὶ και Νικάτορες... ἔχαιρον προσαγορευόμενοι», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. είδηση που προκαλεί κατάπληξη
2. φρ. «κεραυνός εν αιθρία» — ξαφνικό, απροσδόκητο γεγονός
μσν.
(για αισθήματα) φλόγα, πόθος
αρχ.
μτφ. (για τον Περικλή) ο δεινός στην ομιλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Προέρχεται από θεματικό μεταπλασμό ενός παλαιότερου ουδετέρου σε -ρ / -ν, πιθ. < κερα-υν < κερα-Fαρ (πρβλ. ἐλαύνω < ελα-υν-ος < ελα-Fαρ). Ο υποτιθέμενος τ. κερα-Fαρ θα πρέπει με τη σειρά του να προήλθε από κάποιο αθέματο ρ. με σημ. «καταστρέφω», κοινής προελεύσεως με το κεραΐζω, από το οποίο τελικά εκτοπίστηκε.
ΠΑΡ. κεραύνιος, κεραυνίτης, κεραυνώ(-ώνω)
αρχ.
κεραύνειος, κεραυνία, κεραυνίας, κεραύνιον.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κεραυνόβλητος, κεραυνοβόληση (κεραυνοβόλησις), κεραυνοβολία, κεραυνοβόλος, κεραυνοβολώ, κεραυνόπληκτος, κεραυνοφόρος
αρχ.
κεραυνεγχής, κεραυνοβλής, κεραυνοβόλιον, κεραυνόβολος, κεραυνοβρόντης, κεραυνοκλόνος, κεραυνομάχης, κεραυνοπλήξ, κεραύνοπλος, κεραυνοποιός, κεραυνοσκοπείον, κεραυνοσκοπία, κεραυνούχος, κεραυνοφαής
μσν.
κεραυνοβολέα
νεοελλ.
κεραυνοβόλημα, κεραυνοπληξία. (Β΄ συνθετικό) αρχ. ακέραυνος, αρχικέραυνος, αρχικέραυνος, βροντησικέραυνος, εγχεικέραυνος, τερπικέραυνος, υψικέραυνος, χαλκοκέραυνος.
Greek Monotonic
κεραυνός: ὁ,
I. κεραυνός, αστροπελέκι, Λατ. fulmen, σε Όμηρ. κ.λπ.· γενικά, κεραυνός· αλλά ο κεραυνός αρχικά ήταν βροντή, Λατ. tonitru· η αστραπή ήταν στεροπή, Λατ. fulgur.
II. μεταφ., κεραυνὸν ἐν γλώσσῃ φέρειν, λέγεται για τον Περικλή, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
κεραυνός: ὁ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «ἀστροπελέκι», Λατ. fulmen, νῆα θοὴν ἔβαλε ψολόεντι κεραυνῷ Ὀδ. Ψ. 330· βρόντησε καὶ ἔμβαλε νηῒ κεραυνὸν Ξ. 305· Διὸς πληγεῖσα κεραυνῷ Μ. 416· ἀπὸ τοῦ Ὁμ. καὶ ἐφεξῆς, τὸ ὅπλον τοῦ Διός, πρβλ. Ἡσ. Θ. 690, 854· χαλκευθεὶς ὑπὸ τῶν Κυκλώπων, κατὰ τὸν Ἡσ. ἐν Θ. 141· τὸν κ. τοῦ Διὸς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1538· καταιβάτης Αἰσχύλ. Πρ. 359· πυρωπὸς αὐτόθι 668· ὁ πυρφόρος κ. ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 445· κεραυνοῦ κρείσσονα φλόγα ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 922· κ. ἀργὴς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1747· πτερόεις αὐτόθι 576· βέλος κεραυνοῦ Αἰσχύλ. Θήβ. 453, Σοφ. Τρ. 1088· ὁ κ. λάμπων πυρὶ Ἀριστοφ. Νεφ. 395· κ., πτεροφόρον Διὸς βέλος ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 1714· κ. πίπτει, κατασκήπτει εἰς..., Ξεν. Ἑλλ. 4. 7, 7, κτλ.· πληθ. κεραυνοὶ Ἡρόδ. 8. 37· ποῖ ποτε κεραυνοὶ Διός; Σοφ. Ἠλ. 823, πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 125· τὰ τῶν κεραυνῶν πτώματα Πλάτ. Τίμ. 80C. ― Ἡ λέξις ἦν ἐν χρήσει καθόλου ἐπὶ βροντῆς καὶ ἀστραπῆς ὡς συνήθως παρ’ Ἄγγλοις ἡ λέξις thunder. ― ἀλλὰ κυριολεκτικῶς ἐπὶ τοῦ κρότου ἦν ἐν χρήσει ἡ λ. βροντή, Λατ. tonitru, ἐπὶ δὲ τῆς λάμψεως ἡ λέξις ἀστεροπή, στεροπή, Λατ. fulgur, Ἰλ. Φ. 198, Ἡσ. Θ. 699, πρβλ. Ἐρμάνν. Πονημάτ. 4. σ. 268. II. μεταφορ., κεραυνὸν ἐν γλώσσῃ φέρειν, ἐπὶ τοῦ Περικλέους, Πλουτ. Περικλ. 8· τύπτειν κεραυνός, ἐν τῷ τύπτειν κεραυνός εἰμι, Ἀντιφάνης ἐν «Προγόνοις» 1. 4· Κεραυνός, ὡς ὄνομα μεγάλων στρατιωτικῶν, Πλουτ. Ἀριστείδ. 6.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: thunderbolt, lightning (Il.).
Compounds: Compp., e. g. τερπι-κέραυνος (s. v.), ἐγχει-κέραυνος who has the thunderbolt as spear (Pi.; after ἐγχει-βρόμος who thunders with the spear), also κεραυνο-εγχής id. (B.).
Derivatives: κεραύνιος belonging to the thunderbolt, also struck by a th., hurling the th. (trag.), also κεραυναῖος (AP 7, 49; Steph. -ειος); κεραύνιον name of a mushroom Tuber aestivum (Thphr., Gal.), as protecting against the th. or arisen from a th.; thus κεραυνία = ἀείζῳον μικρόν (Ps.-Dsc.), cf. Strömberg Pflanzennamen 79f.; also name of a stone like κεραυνίας, -νίτης (PHolm., Clem.; Redard Les noms grecs en -της 55). Denomin. verb κεραυνόομαι, -όω be struck by a th., resp. slay with a th. (Hes.); κεραύνωσις thunderstroke (Str., Plu.).
Origin: IE [Indo-European] [578] *ḱerh₂- shatter, smash
Etymology: Thematic transformation of an r-n-noun *κερα-Ϝαρ, κερα-υν- shattering from a lost verb shatter, which was supplanted by κεραΐζω (s. v.); on the formation s. ἐλαύνω and Schwyzer 521. - (Not here Skt. śáru- arrow and Germ., e. g. Goth. haírus sword (Bq).
Middle Liddell
κεραυνός, οῦ,
I. a thunderbolt, Lat. fulmen, Hom., etc.: generally, thunder:—but thunder properly was βροντή, Lat. tonitru; lightning was στεροπή, Lat. fulgur.
II. metaph., κεραυνὸν ἐν γλώσσῃ φέρειν, of Pericles, Plut.
Frisk Etymology German
κεραυνός: {keraunós}
Grammar: m.
Meaning: Donnerkeil, Wetterstrahl, Blitz (seit Il.).
Composita: Kompp., z. B. τερπικέραυνος (s. τέρπομαι), ἐγχεικέραυνος der den Donnerkeil als Speer hat (Pi.; nach ἐγχειβρόμος der mit dem Speer donnert), auch κεραυνοεγχής ib. (B.).
Derivative: Ableitungen: κεραύνιος zum Donnerkeil gehörig, auch ‘vom D. getroffen, den D. schleudernd' (Trag. usw.), auch κεραυναῖος (AP 7, 49; Steph. -ειος); κεραύνιον N. eines Pilzes Tuber aestivum (Thphr., Gal.), weil angeblich gegen den Blitz schützend oder aus dem Donnerschlag entstanden; ebenso κεραυνία = ἀείζῳον μικρόν (Ps.-Dsk.), vgl. Strömberg Pflanzennamen 79f.; letzteres auch N. eines Steins wie κεραυνίας, -νίτης (PHolm., Clem. u. a.; Redard Les noms grecs en -της 55). Denominatives Verb κεραυνόομαι, -όω vom Blitz getroffen werden, bzw. mit dem Blitz erschlagen (seit Hes.); davon κεραύνωσις Donnerschlag (Str., Plu.).
Etymology: Thematische Umbildung eines r-n-Nomens *κεραϝαρ, κεραυν- Zerschmetterung von einem verschollenen Verb zerschmettern, das von κεραΐζω (s. d.) verdrängt wurde; zur Bildung s. ἐλαύνω und Schwyzer 521 m. Lit. — Aind. śáru- Pfeil und germ., z. B. got. haírus Schwert (Bq) gehören nicht hierher, s. WP. 1, 410f.
Page 1,828
Mantoulidis Etymological
(=ἀστροπελέκι). Πρωτότυπη λέξη. Ἴσως σχετίζεται μέ τή ρίζα. Keraϝ + πρβλ. κεραΐζω (=καταστρέφω).
Παράγωγα: κεραυνῶ, κεραύνωσις, κατακεραύνωσις, κεραύνιος.