δύναμαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
(SL_1)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[δυνάμεσθα]], fut. [[δυνήσομαι]], aor. (ἐ)δυνήσατο, [[pass]]. δυνάσθη: be [[able]], [[have]] [[power]], [[avail]]; θεοὶ δέ τε πάντα δύνανται, Od. 10.306; ἀνδρὸς [[μέγα]] δῦναμένοιο, ‘[[very]] [[powerful]],’ Od. 11.414, Od. 1.276.
|auten=[[δυνάμεσθα]], fut. [[δυνήσομαι]], aor. (ἐ)δυνήσατο, [[pass]]. δυνάσθη: be [[able]], [[have]] [[power]], [[avail]]; θεοὶ δέ τε πάντα δύνανται, Od. 10.306; ἀνδρὸς [[μέγα]] δῦναμένοιο, ‘[[very]] [[powerful]],’ Od. 11.414, Od. 1.276.
}}
{{Slater
|sltr=<b>δῠνᾰμαι</b> ([[δύνασαι]], -ανται; δύναιτο; δυνάμενος; δύνασθαι: [[pass]]. aor. pro med. ἐδυνάσθη) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> be [[able]] καταπέψαι μέγαν ὄλβον [[οὐκ]] ἐδυνάσθη (sc. Tantalos) (O. 1.56) ἀποίητον οὐδ' ἂν Χρόνος δύναιτο [[θέμεν]] ἔργων [[τέλος]] (O. 2.17) [[τίς]] ἂν φράσαι δύναιτο; (O. 2.100) τὰ μὲν ὦν οὐ δύνανται νήπιοι κόσμῳ φέρειν (P. 3.82) “[[δύνασαι]] δ' ἀφελεῖν μᾶνιν χθονίων” (P. 4.158) [[δύνασαι]] δὲ βροτοῖσιν ἀλκὰν ἀμαχανιᾶν δυσβάτων θαμὰ διδόμεν (N. 7.96) ἀγαπατὰ δὲ καιροῦ μὴ πλαναθέντα πρὸς [[ἔργον]] ἕκαστον [[τῶν]] ἀρειόνων ἐρώτων ἐπικρατεῖν δύνασθαι (N. 8.5) ὁ δ' ἐθέλων τε καὶ δυνάμενος ἁβρὰ πάσχειν fr. 2. 1.
}}
}}

Revision as of 14:31, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύνᾰμαι Medium diacritics: δύναμαι Low diacritics: δύναμαι Capitals: ΔΥΝΑΜΑΙ
Transliteration A: dýnamai Transliteration B: dynamai Transliteration C: dynamai Beta Code: du/namai

English (LSJ)

[ῠ], 2sg.

   A δύνασαι Il.1.393, Od.4.374, S.Aj.1164 (anap.), Ar.Nu.811 (lyr.), Pl.574, X.An.7.7.8, etc.; δύνῃ Carm.Aur.19, also in codd. of S.Ph.798, E.Hec.253, Andr.239, and later Prose, Plb. 7.11.5, Ael.VH13.32; Aeol. and Dor. δύνᾳ Alc.Oxy.1788 Fr.15 ii 16, Theoc.10.2, also S.Ph.849 (lyr.), dub. in OT696 (lyr.); δύνῃ is subj., Ar.Eq.491, cf. Phryn.337; Ion. 3pl. δυνέαται Hdt.2.142; subj. δύνωμαι, Ion. 2sg. δύνηαι Il.6.229 (δυνεώμεθα -ωνται as vv.ll. in Hdt.4.97, 7.163); also δύνᾱμαι Sapph.Supp.3.3, GDI4952A 42 (Crete): impf. 2sg. ἐδύνω h.Merc.405, X.An.1.6.7; later ἐδύνασο Hp.Ep.16 (v.l. ἠδ.), Luc.DMort.9.1; Ion. 3pl. ἐδυνέατο Hdt.4.110, al. (ἠδ- codd.): fut. δυνήσομαι Od.16.238, etc.; Dor. δυνᾱσοῦμαι Archyt.3; later δυνηθήσομαι D.C.52.37: aor. ἐδυνησάμην Il.14.33, Ep. δυν- 5.621; subj. δυνήσωνται Semon.1.17, never in good Att., f. l. in D.19.323: Pass. forms, Ep., Ion., Lyr., ἐδυνάσθην or δυνάσθην Il.23.465, al., Hdt.2.19, al., Pi.O.1.56, Hp.Art.48 (v.l. δυνηθείη), also in X.Mem.1.2.24, An.7.6.20; Trag. and Att. Prose ἐδυνήθην S.Aj. 1067, OT1212 (lyr.), E.Ion867 (anap.), D.21.80,186: pf. δεδύνημαι D.4.30, Din.2.14, Phld.Rh.1.261S.—The double augment ἠδυνάμην is Att. acc. to Moer.175, but Ion. acc. to An.Ox.2.374, and is found in codd. of Hdt.4.110, al., Hp.Epid.1.26.β', al.; ἠδύνω is required by metre in Philippid.16; but is not found in Att. Inscrr. before 300 B.C., IG22.678.12, al., cf. ἠδύνασθε ib.7.2711 (Acraeph., i A.D.); both forms occur in later writers: ἠδυνήθην occurs in A.Pr.208, and codd. of Th.4.33, Lys.3.42, etc.: δύνομαι is a late form freq. in Pap. as UPZ9 (ii B. C.), al. [ῠ, exc. in δῡναμένοιο Od.1.276, 11.414, Hom. Epigr.15.1, and pr. n. Δῡναμένη, metri gr.]    I to be able, strong enough to do, c. inf. pres. et aor., Il.19.163, 1.562, etc.: fut. inf. is f.l. (πείσειν for πείθειν) in S.Ph.1394, (κωλύσειν for κωλῦσαι) Plb.21.11.13, etc.: freq. abs., with inf. supplied from the context, εἰ δύνασαί γε if at least thou canst (sc. περισχέσθαι), Il. 1.393: also c. acc. Pron. or Adj., ὅσσον δύναμαι χερσίν τε ποσίν τε 20.360; [Ζεὺς] δύναται ἅπαντα Od.4.237; μέγα δυνάμενος very powerful, mighty, 1.276, cf. 11.414; δ. μέγιστον ξείνων Hdt.9.9, etc.; μέγα δύναται, multum valet, A.Eu.950 (lyr.); δ. Διὸς ἄγχιστα Id.Supp.1035; οἱ δυνάμενοι men of power, rank, and influence, E.Or.889, Th.6.39, etc.; οἱ δυνάμενοι, opp. οἱ μὴ ἔχοντες, Democr.255; opp. οἱ πένητες, Archyt. 3; δυνάμενος παρά τινι having influence with him, Hdt.7.5, And. 4.26, etc.; δύνασθαι ἐν τοῖς πρώτοις Th.4.105; δ. τοῖς χρήμασι, τῷ σώματι, Lys.6.48, 24.4; ὁ δυνάμενος one that can maintain himself, Id.24.12; of things, [διαφέρει] οἷς δύνανται differ in their potentialities, Plot.6.3.17.    2 of moral possibility, to be able, dare, bear to do a thing, mostly with neg., οὔτε τελευτὴν ποιῆσαι δύναται Od.1.250; σε . . οὐ δύναμαι προλιπεῖν 13.331, cf. S.Ant.455; οὐκέτι ἐδύνατο ἐν τῷ καθεστῶτι τρόπῳ βιοτεύειν Th.1.130; οὐδὲ σθένειν τοσοῦτον ᾠόμην τὰ σὰ κηρύγμαθ' ὥστε . . θεῶν νόμιμα δύνασθαι . . ὑπερδραμεῖν S.Ant. 455.    b enjoy a legal right, δ. τῆς γεωργίας ἀπηλλάχθαι POxy.899.31 (ii/iii A.D.), etc.    3 with ὡς and Sup., ὡς ἐδύναντο ἀδηλότατα as secretly as they could, Th.7.50; ὡς δύναμαι μάλιστα κατατείνας as forcibly as I possibly can, Pl.R.367b; ὡς δύναιτο κάλλιστον Id.Smp.214c; ὡς ἂν δύνωμαι διὰ βραχυτάτων D.27.3, etc.; simply ὡς ἐδύνατο in the best way he could, X.An.2.6.2: with relat., ὅσους ἐδύνατο πλείστους ἀθροίσας Id.HG2.2.9; λαβεῖν . . οὓς ἂν σοφωτάτους δύνωμαι Alex. 213.    II to be equivalent to, λόγοι ἔργα δυνάμενοι words that are as good as deeds, Th.6.40: hence,    1 of money, to be worth, c. acc., ὁ σίγλος δύναται ἑπτὰ ὀβολούς X.An.1.5.6, cf. D.34.23: abs., pass, be current, Luc.Luct.10.    2 of Number, etc., to be equal or equivalent to, τριηκόσιαι γενεαὶ δυνέαται μύρια ἔτεα Hdt.2.142; δυνήσεται τὴν ὑποτείνουσαν will be equivalent to the hypotenuse, Arist.IA 709a19.    3 of words, signify, mean, Hdt.4.110, al.; τὸ πειρηθῆναι καὶ τὸ ποιεῖν ἴσον δύναται Id.6.86. γ; δύναται ἴσον τῷ δρᾶν τὸ νοεῖν Ar. Fr.691; δύναται τὸ νεοδαμῶδες ἤδη ἐλεύθερον εἶναι Th.7.58: in later Greek, δύναται τὸ μνασθέντι ἀντὶ τοῦ μνασθέντος" is equivalent to... Sch.Pi.O.7.110.    b avail to produce, οὐδένα καιρὸν δύναται brings no advantage, E.Med.128 (anap.), cf. Pl.Phlb.23d.    c of things, mean, 'spell', τὸ τριβώνιον τί δύναται; Ar.Pl.842; αἱ ἀγγελίαι τοῦτο δύνανται they mean this much, Th.6.36; τὴν αὐτὴν δ. δούλωσιν Id.1.141, cf. Arist.Pol.1313b25.    4 Math., δύνασθαί τι to be equivalent when squared to a number or area, τοῖς ἐπιπέδοις ἃ δύνανται in the areas of which they [the lines] are the roots, Pl.Tht.148b; ἡ ΒΓ τῆς Α μεῖζον δύναται τῇ ΔΖ the square on ΒΓ is greater than the square on A by the square on ΔΖ, Euc.10.17; αἱ δυνάμεναι αὐτά [τὰ μεγέθη] the lines representing their square roots, ib.Def.4, cf. Prop. 22; αὐξήσεις δυνάμεναί τε καὶ δυναστευόμεναι increments both in the roots and powers of numbers, Pl.R.546b; τὴν ὑποτείνουσαν ταῖς περὶ τὴν ὀρθὴν ἴσον δυναμένην Plu.2.720a, cf. Iamb.Comm.Math.17; ἡ δυναμένη, Pythag. name for the hypotenuse of a right-angled triangle, Alex.Aphr.in Metaph.75.31.    b of numbers multiplied together, come to, Papp.1.24,27.    III impers., οὐ δύναται, c. aor. inf., it cannot be, is not to be, τοῖσι Σπαρτιήτῃσι καλλιερῆσαι οὐκ ἐδύνατο Hdt. 7.134, cf.9.45; δύναται it is possible, Plu.2.440e (s. v.l.).

German (Pape)

[Seite 671] können; 2. sing. indicat. praes. δύνασαι, Hom. Iliad. 1, 393. 16, 515 Odyss. 4, 374. 5, 25. 16, 256. 21. 171 Soph. Aj. 1164 Demosth. Mid. 207; statt δύνασαι in einigen Stellen bei Dichtern u. Sp. Prosa δύνῃ, δύνᾳ oder δύναι, wie statt ἐπί. στασαι Aeschyl. Eum. 86. 581 ἐπίστᾳ: Eurip. Hecub. 253 δρᾷς δ' οὐδὲν ἡμᾶς εὖ, κακῶς δ' ὅσον δύνῃ, kann auch ehr wohl conjunctiv. sein; Eurip. Andromach. 239 σὺ δ' οὐ λέγεις γε, δρᾷς δέ μ' εἰς ὅσον δύνῃ, kann auch sehr wohl conjunctiv. sein; Soph. Phil. 798 πῶς ἀεὶ καλούμενος οὕτω κατ' ἦμαρ οὐ δύνᾳ μολεῖν ποτε; vs. 849 ἀλλ' ὅτι δύνᾳ μάκιστον, κεῖνό μοι, κεῖνο λάθρα ἐξιδοῦ ὅπως πράξεις; Theocrit. 10, 2 οὔτε τὸν ὄγμον ἄγειν ὀρθὸν δύνᾳ ὡς τοπρὶν ἆγες; Aelian. V. H. 13, 31 σὺ μὲν γὰρ οὐδένα τῶν ἐμῶν δύνῃ ἀποσπάσαι; vgl. Scholl. Iliad. 14, 199 Odyss. 11, 221 Lobeck Phrynich. p. 359; 3. plural. δυνέαται Herodot. 2, 142; conjunctiv. δύνωμαι, 2. sing. δύνηαι Hom. Iliad. 6, 229, Tyrannio Properispom. δυνῆαι, »sowohl Aristarch als die Anderen« δύνηαι, s. Scholl. Herodian., Lehrs Aristarch. p. 309; δυνεώμεθα Herodot. 4. 97, δυνέωνται 7, 163; optativ. δυναίμην; infin. δύνασθαι, Scholl. Herodian. Iliad. 10, 67; imperfect. ἐδυνάμην, Att. ἠδυνάμην, nach Atticisten: ἐδύνασθε Odyss. 21, 71; ἐδύναντο Iliad. 9, 551. 12, 417. 419. 432. 13, 552. 687. 15, 22. 406. 408. 416. 651. 16, 107. 18, 163 Odyss. 11, 264. 16, 35721, 184; δυνάμην Iliad. 19, 136 Odyss. 12, 232; δύνατο Iliad. 3, 451. 11, 120. 13, 436. 15, 617. 16, 141. 509. 19, 388. 21, 175. 22, 201. 23, 719. 720 Odyss. 10, 246. 19, 478. 21, 247. 24, 159. 170; δυνάμεσθα Odyss. 9, 304. 12, 393; ἐδυνάμην Aristoph. Eccl. 316; ἐδύνω Xen. An. 1, 6, 7. 7, 5. 5; ἠδύνω Philippid. bei Athen. 15, 700 c; ἐδύνατο Herodot. 1, 10. 7, 134 Xen. Cyr. 7. 2, 4 Hell. 5, 4, 16; ἠδύνατο Xen. Hell. 2, 2, 9; ἠδύναντο Thuc. 7, 50; ἐδυνέατο Herodot. 4, 114; futur. δυνήσομαι; aorist. ἐδυνήθην, Att. ἠδυνήθην; bei Hom. kommt dieser aorist. nicht vor; ein anderer aorist. ἐδυνάσθ ην wie von δυνάζω: Homer. ἐδυνάσθη Iliad 23, 465 Odyss 5, 319, ἐδυνάσθην Herodot. 2, 19, ἐδυνάσθη Herodot. 2, 140, ἐδυνάσθησαν 7 106, δυνασθῆναι 2, 110, ἐδυνάσθη Pindar. Ol 1, 56. ἐδυνάσθησαν Soph. O. R. 1212, ἐδυνάσθην Eurip. Ion. 867, ἐδυνάσθην Xen. Hell. 7, 3, 3, ἐδυνάσθη Cyr. 1, 1, 5, δυνασθῇ Hell. 2, 3, 33, δυνασθείη An 7, 6, 20. δυνασθῆναι Cyr. 4, 2, 12; ἠδυνάσθης Jerem. 20, 7, ἠδυνάσθη Marc 7, 24, vgl. Etymol. m. p 312, 10 καὶ ἀπὸ τοῦ δυνάζω ὁ μέλλων δυνάσω, ὁ παρακείμενος δεδύνακα, ὁ παθητικὸς δεδύνασμαι, ἐδυνάσθην καὶ Ἀττικῶς ἠδυνάσθην; in derselben Bedeutung ein aorist. med. ἐδυνησὰμην: Homer. ἐδυνήσατο Iliad. 14, 33. 423, δυνήσατο Iliad. 5, 621. 13. 510. 607. 647 Odyss. 17, 303, δυνήσατο Arat. Phaenom. 375 Ep. ad. 618 (VII 148); sehr späte Prosa; perfect. δεδύνημαι: 2 sing. δεδύνησαι Antigon. Caryst. bei Athen. 8, 345 d; δεδυνήμεθα Demosth. Phil. 1, 30, δεδύνηνται Demosth. Symmor. 1. – Bedeutung: 1) können, vermögen, im Stande sein, in Bezug auf die Außenwelt; von Hom. an überall; Gegensatz βούλεσθαι Plat Hipp. mai. 301 c οὐχ οἷα βούλεταί τις, φασὶν ἄνθρωποι ἑκάστοτε παροιμιαζόμενοι, ἀλλ' οἷα δύναται; gew. mit dem inf. praes. oder aor., selten mit dem inf. fut., εἰ σέ γε πείσειν δυνησόμεθα Soph. Phil. 1380; vgl. Lob. zu Phryn. p. 748. Häufig ist der inf. aus dem Zusammenhang zu ergänzen od. das Wort absolut gebraucht, ἀλλὰ σύ, εἰ δύνασαί γε, περίσχεο παιδός, wenn du anders kannst, Il. 1, 393; τανῦν δ' εὔπομπος (γενοῦ) εἰ δύναιο Soph. O. R 697; ἐγώ τοι ταῦτα μεταστήσω· δύναμαι γάρ Od. 4, 612; Τηλέμαχον δὲ σὺ πέμψον ἐπισταμένως – δύνασαι γάρ –, ὥς κε ἴκηται Od. 5, 25; τοίη γάρ οἱ πομπὸς ἅμ' ἔρχεται, ἥν τε καὶ ἄλλοι ἀνέρες ἠρήσαντο παρεστάμεναι – δύναται γάρ –, Παλλὰς Ἀθηναίη Od. 4, 827; αὐτάρ τοι τόδε ἔργον Ἀθηναίης ἀγελείης, ἥ τέ με τοῖον ἔθηκεν, ὅπ ως ἐθέλει – δύναται γάρ –, ἄλλοτε μὲν πτωχῷ ἐναλίγκιον κτἑ. Od. 16, 208; δύνασαι γάρ, δύναται γάρ, er kann es ja, Callim. Apoll. 29 Del. 226. – Mit dem acc., δύναται γὰρ ἅπαντα, er kann alles (thun), Od. 4, 237. 14, 445; θεοὶ δέ τε πάντα δύνανται Od. 10, 306; ὅσσον δύναμαι χερσίν τε ποσίν τε, wie viel ich mit Händen u. Füßen ausrichten kann, Il. 20, 360; μέγα δυνάμενος, der Großmöächtige. Od. 1, 276. Bei Lys. 24 steht ὁ δυνάμενος dem ἀδύνατος entgegen u. wird §. 4 τῷ σώματι δύνασθαι, von gesundem starkem Körper sein, erkl.; vgl. Aesch. 2, 95, im Ggstz von ἀῤῤωστία, u. Xen. An. 4, 5, 11. 12. Aehnl. ὁ πλουτῶν καὶ δυνάμενος χρήμασι Lys. 6, 48. So wird bes. das partic. oft in der Bdtg des Vielvermögenden, Mächtigen, Angesehenen gebraucht; δυνάμενος παρ' αὐτῷ μέγιστον τῶν Περσέων Her. 7, 5; vgl. Thuc. 1, 33. 6, 39; δυνάμενοι ἐν τοῖς πρώτοις 4, 105; οἱ μέγιστον δυνάμενοι ἐν ταῖς πόλεσιν Plat. Phaedr. 257 d; οἱ δυνάμενοι ἐν ταῖς πόλεσι πράττειν Protag. 317 a; μάλιστα γὰρ δύνανται οἱ πλουσιώτατοι 326 b; οἱ τὸ μέγιστον δυνάμενοι Xen. An. 7, 6, 37; δυνάμενος τῷ τε πράττειν τῷ τε λέγειν Dem. 49, 9, u. so noch Sp., wie D. Cass. 44, 33. – Bei Superl. nach ὡς, ὅπως oder Relat. drückt es den höchstmöglichen Grad aus; ὡς ἐδυναμεθα ἀρίστην, die beste, die wir konnten, die bestmögliche, Plat. Rep. IV, 434 e; ὅτι ἥξοι ἔχων ἱππέας ὡς ἂν δύνηται πλείστους Xen. An. 1, 6, 3; ὡς ἐδύνατο τάχιστα, so schnell wie möglich; προθυμούμενος πρᾶξαι ὁπόσα πλεῖστα ἠδυνάμην Cyr. 5, 5, 26; δι' ἐπιμελείας ἧς ἐδύναντο πλείστης D. Hal. 1, 69, mit der möglichst großen Sorgfalt; vgl. οὕτως ὅπως δύναμαι, so gut wie ich vermag, Plat. Phaedr. 228 c; οὕτως ὅπως ἂν δυνώμεθα Isocr. 14, 4; ὡς ἐδύνατο, wie er immer konnte, Xen. An. 2, 6, 2. 7, 2, 3. – 2) können, über sich gewinnen, im Stande sein, in Bezug auf den eigenen Willen, bes. mit der Negat., τῷ σε καὶ οὐ δύναμαι προλιπεῖν δύστηνον ἐόντα, ich kann es nicht über mich gewinnen, ich mag, kann nicht dich im Unglück verlassen, Od. 18, 331; οὐ δύναμαι βιοτεύειν Thuc. 1, 130 u. A. So auch in der Frage: τὸ δ' αὖ ξυνοικεῖν τῇδ' ὁμοῦ τίς ἂν γυνὴ δύναιτο; Soph. Tr. 846, wie auch Ant. 451 zu nehmen, οὐδὲ σθένειν τοσοῦτον ᾠόμην τὰ σὰ κηρύγμαθ' ὥστ' ἄγραπτα – θεῶν νόμιμα δύνασθαι θνητὸν ὄνθ' ὑπερδραμεῖν, daß ich die Sterbliche es über mich vermöchte; οὐ δύναμαι μὴ γελᾶν, d. i. ich muß lachen, Ar. Ran. 42. – 3) gelten, bedeuten, zunächst vom Gelde, ὁ σίγλος δύναται ἑπτὰ ὀβολοὺς καὶ ἡμιοβόλιον Ἀττικούς, macht aus, gilt 71/2 att. Obolen, Xen. An. 1, 5, 6; ὁ Κυζικηνὸς ἐδύνατο ἐκεῖ κη' δραχμάς Dem. 34, 23; vgl. Ael. V. H. 1, 22; dah. καὶ δύναται παρ' ἐκείνοις Ἀττικὸς ὀβολός, er gilt bei ihnen, Luc. de luct. 10. Aehnl. Her. τριηκόσιαι ἀνδρῶν γενεαὶ δυνέαται (betragen) μύρια ἔτεα 2, 142. Von Wörtern, bedeuten, wie B. A. p. 89 τί δύναται ἥδε ἡ λέξις; neben ὁ στατὴρ πόσους ὀβολοὺς δύναται; δύναται τὸ νεοδαμῶδες ἐλεύθερον ἤδη εἶναι Thuc. 7, 58; vgl. Her. 2, 80. 4, 192; τὸ κολάζειν, τί ποτε δύναται; Plat. Prot. 324 a; τοῦτο γὰρ δύναται ὁ λόγος Euthyd. 286 c; τοῦτο δύνανται αἱ ἀγγελίαι, das haben die Botschaften zu bedeuten, Thuc. 6, 36; τί δύναται τὸ τριβώνιον; Ar. Plut. 842; ἦν δὲ αὕτη ἡ στρατηγία οὐδὲν ἄλλο δυναμένη ἢ ἀποφυγεῖν, sie hatte nichts anders zu bedeuten, war nichts als eine andere Art von Flucht, Xen. An. 2, 2, 13, womit Krüger Thuc. 1, 141 vergleicht: τὴν αὐτὴν δύναται δούλωσιν ἥτε μεγίστη καὶ ἐλαχίστη δικαίωσις; λόγους ὡς ἔργα δυναμένους, gleich Thaten, 6, 40; u. so noch Sp.; – in der Mathematik, ein Quadrat geben von Linien u. Zahlen, z. B. τριγώνου ὀρθογωνίου ἡ τὴν ὀρθὴν γωνίαν ὑποτείνουσα ἴσον δύναται ταῖς περιεχούσαις , die Hypot. giebt ein gleiches Quadrat, d. i. das Quadrat der Hypotenuse ist gleich den Quadraten der Katheten zusammengenommen, Ath. X, 418 f; vgl. Plat. Theaet. 147 e ff. – 4) imperf., δύναται, = δυνατόν ἐστι, es ist möglich, δύναται ἀρετὴν γενέσθαι καὶ μένειν ἄϋλον Plut. de virt. mor. 1, wo man ἀρετή geändert hat; τοῖς Σπαρτιήτῃσι καλλιερῆσαι οὐκ ἐδύνατο, es sollten die Opfer für die Sp. nicht glücklich ausfallen, Her. 7, 134; vgl. 9, 45. – In δυναμένοιο braucht Hom. υ lang Od. 1, 276. 11, 414; eben so ἀνδρὸς μέγα δυναμένοιο Eiresion. in Vit. Homeri Pseudoherodot. 33; und Eigenname Δυναμένη Iliad. 18, 43 Hes. Th. 248.

Greek (Liddell-Scott)

δύναμαι: ἀποθ.· κλίνεται ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ. κατὰ τὸ ἵσταμαι· β΄ ἑνικ. δύνασαι Ἰλ. Α. 393, Ὀδ. Δ. 374, Σοφ. Αἴ. 1164 (ἐν ἀναπαιστ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 811 (ἐν χοριαμβ.), Ξεν. Ἀν. 7. 7, 8, κτλ., ἀλλ’ ἐν τῇ παλαιᾷ Ἀτθίδι καὶ δύνᾳ Σοφ. Φ. 798, Εὐρ. Ἑκ. 253, Ἀνδρ. 239· Ἰων. δύνῃ, ὅπερ χρησιμεύει ὡσαύτως ὡς ὑποτακτ. παρὰ τοῖς δοκίμοις, Πόρσ. Ἑκ. ἔνθ’ ἀνωτ.· Ἰων. γ΄ πληθ. δυνέαται Ἡρόδ.· ὑποτακτ. δύνωμαι, Ἰων. β΄ ἑνικ. δύνηαι Ἰλ. Ζ. 229· παρατ. β΄ ἑνικ. ἐδύνω Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 405, Ξεν. Ἀν. 1. 6, 7· Ἰων. γ΄ πληθ. ἐδυνέατο Ἡρόδ.· ― μέλλ. δυνήσομαι Ἰλ., Ἀττ.· Δωρ. δυνᾱσοῦμαι Ἀρχύτ. παρὰ Στοβ. Ἀνθ. 46, 61· μεταγεν. ὡσαύτως δυνηθήσομαι Δίων Κ., δεδυνήσομαι Σώπατ. ἐν Walz Ρήτ. 8. σ. 97· ― ἀόρ. ἐδυνησάμην Ἰλ. Ξ. 33, Ἐπικ. δυν- Ε. 621, κτλ., ἀλλ’ οὐδέποτε παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττ. (ἐπειδὴ τὸ τοῦ Δημ. 445. 1 ἔχει διορθωθῆ ἐκ χφων)· ὁ παθ. τύπος ἐδυνάσθην. Ἐπ. δυνάσθην, κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡροδ. (ὡσαύτως ἐν Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 24, Ἀν. 7. 6, 20, κτλ.), ὁ δὲ αὐστηρῶς Ἀττ. τύπος εἶναι ἐδυνήθην Σοφ. Αἴ. 1067, Ο. Τ. 1212, Εὐρ. Ἴωνι 867, Δημ. 540. 25., 574. 28· ― πρκμ. δεδύνημαι Δείναρχ. 106. 35, Δημ. 48. 16· ― ῥημ. ἐπίθ. δυνατός. ― Ἡ διπλῆ αὔξησις ἠδυνάμην, ἠδυνήθην ἀπαντᾷ ἐν χειρογράφοις τοῦ Ἡροδ. καὶ πολλῶν Ἀττ. συγγραφέων καὶ ἐνίοτε ἀπαιτεῖται ὑπὸ τοῦ μέτρου, ἠδύνω Φιλιππίδ. Συμπλ. 1, ἠδυνήθην Αἰσχύλ. Πρ. 206. Ἐν ταῖς ἀττικ. ἐπιγρ. ἡ αὔξησις τοῦ δύναμαι γίνεται διὰ τοῦ ε, μόνον δὲ ἀπὸ τοῦ 300 π. Χ. διὰ τοῦ η, Meisterh. σ. 169. [ῠ, πλὴν ἐν τῷ δῡναμένοιο Ὀδ. Α. 276, Λ. 414, Ἐπ. Ὁμ. 15. 1, καὶ ἐν τῷ κυρ. ὀνόματι Δῡναμένη, χάριν τοῦ μέτρου]. Ι. εἶμαι ἱκανός, δυνατός, ἔχω τὴν δύναμιν νὰ πράξω τι, μετ’ ἀπαρ. ἐνεστ., καὶ ἀορ. Ὅμ., κτλ.˙ ἡ ἀπαρέμφ. τοῦ μέλλοντος, σπανίως ἀπαντῶσα παρὰ δοκίμοις, εἶναι πιθανῶς σφάλμα (πείσειν ἀντὶ πείθειν) ἐν Σοφ. Φ. 1394˙ ὁπόταν δὲ κεῖται ἀπολύτως, δυνάμεθα εὐκόλως νὰ ἐννοήσωμεν ἀπαρέμφατον ἐκ τῶν συμφραζομένων, εἰ δύνασαί γε, ἐὰν τουλάχιστον δύνασαι [ἐνν. περισχέσθαι] Ἰλ. Α. 393˙ ὅσσον… δύναμαι χερσίν τε ποσίν τε [ἐνν. ποιεῖν τι] Ἰλ. Υ. 360˙ Ζεὺς δύναται ἅπαντα [ἐνν. ποιεῖν] Ὀδ. Δ. 237˙ οὕτω καί, μέγα δυνάμενος, λίαν ίσχυρός, πανίσχυρος, Ὀδ. Α. 276, πρβλ. Λ. 414, Ἡρόδ. 9. 9, κτλ˙ μέγα δύναται, multun valet, Αἰσχύλ. Εὐμ. 950˙ δ. Διὸς ἄγχιστα ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 1036˙ οἱ δυνάμενοι, ἄνδρες ἔχοντες δύναμιν, ἰσχύν, Εὐρ. Ὀρ. 889, Θουκ. 6, 39, κτλ˙ δυνάμενος παρά τινι, ἔχων δύναμιν, ῥοπὴν παρά τινι, Ἡρόδ. 7. 5, Ἀνδοκ. 32. 31, κτλ˙ δύνασθαι ἐν τοῖς πρώτοις Θουκ. 4. 105˙ δύν. χρήμασι, τῷ σώματι Λυσ. 107. 26, 168. 26· ὁ δυνάμενος, ὅστις δύναται νὰ διατηρήσῃ ἑαυτόν, ὁ αὐτ. 169. 19. 2) ἐπὶ τοῦ ἠθικῶς δυνατοῦ, εἶμαι ἱκανός, τολμῶ ἢ ἀνέχομαι νὰ πράξω τι, κατὰ τὸ πλεῖστον μετ’ ἀρνήσεως, οὐδὲ τελευτὴν ποιήσειν δύναται Ὀδ. Α. 250˙ σε… οὐ δύναμαι προλιπεῖν Ν. 331, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 455˙ Βεργ. Αἰν. 9. 482, Ὁρ. ᾨδ. 3. 11. 30. 3) μετὰ τοῦ ὡς καὶ ὑπερθ., ὡς ἐδύναντο ἀδηλότατα Θουκ. 7. 50˙ ὡς δύναμαι μάλιστα Πλάτ. Πολ. 367Β˙ ὡς δύναιτο κάλλιστον ὁ αὐτ. Συμπ. 214C· ὡς ἂν δύνωμαι διὰ βραχυτάτων Δημ. 814. 4, κτλ.˙ ἢ ἁπλῶς, ὡς ἐδύνατο Ξεν. Ἀν. 2. 6, 2· οὕτω καὶ, ὅσους ἐδύνατο πλείστους ἁθροίσας Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 9˙ λαβεῖν.., οὓς ἂν σοφωτάτους δύνωμαι Ἄλεξ. Συντρ. 1. ΙΙ. ἰσοδυναμῶ, λογίζομαι ἢ εἶμαι ἰσοδύναμος πρός τι, «περνῶ ὡς…», καὶ ταῦτα, 1) ἐπὶ νομισμάτων, ἀξίζω, ἰσοδυναμῶ πρὸς…, μετ’ αἰτ. ὁ σίγλος δύναται ἑπτὰ ὀβολοὺς Ξεν. Ἀν. 1. 5, 6, πρβλ. Δημ. 914. 11˙ ἀπολ., ἰσχύω, «περνῶ», Λουκ. Πένθ. 10. 2) ἐπὶ ἀριθμοῦ, ἰσοδύναμος εἶμαι πρὸς..., τριηκόσιαι γενεαὶ δυνέαται μύρια ἔτεα Ἡρόδ. 2. 142˙ λόγοι ἔργα δυνάμενοι, λόγοι ἰσοδυναμοῦντες πρὸς ἔργα, Θουκ. 6. 40. 3) ἐπὶ λέξεων, σημαίνω, δηλῶ, ὡς τὸ Λατ. valere ἀντὶ τοῦ significare, Ἡρόδ. 4. 110, 1 κ. ἀλλ.˙ ἴσον δύναται, Λατ. idem valet, ὁ αὐτ. 6. 86, 3, πρβλ. 2. 30., 4. 192, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 553˙ τὸ νεοδαμῶδες δύναται ἐλεύθερον εἶναι Θουκ. 7. 58˙ ταὐτὸν δ. Ἀριστ. Πολ. 5. 11, 6˙- ὡσαύτως, τείνω, χρησιμεύω, ἰσχύω πρός τι, «σημαίνω» τι, οὐδένα καιρὸν δύναται, δὲν χρησιμεύει διὰ τίποτε, δὲν ἰσχύει διὰ τίποτε Εὐρ. Μηδ. 128, πρβλ. Πλάτ. Φίληβ. 23D· τὸ τριβώνιον τι δύναται; Ἀριστοφ. Πλ. 842˙ τοῦτο δύνανται αἱ ἀγγελίαι, τοῦτο σημαίνουσιν αἱ ἀγγ., τόσην σημασίαν ἔχουσι, Θουκ. 6. 36˙ τὴν αὐτὴν δ. δούλωσιν ὁ αὐτ. 1. 141. 4) ὡς μαθηματ. ὅρος, δύνασθαί τι, = ὑψοῦσθαι εἰς τὸ τετράγωνον καὶ ἰσοῦσθαι, τοῖς ἐπιπέδοις ἃ δύνανται Πλάτ. Θεαίτ. 148Β˙ αἱ δυνάμεναι αὐτά [τὰ μεγέθη] Εὐκλ. 10, Ὀρ. 11, 22˙ αὐξήσεις δυνάμεναί τε καὶ δυναστευόμεναι, Πλάτ. Πολ. 546Β˙ - ἴδε ἐν λ. δύναμις V. ΙΙΙ. ἀπροσ. οὐ δύναται, μετ’ ἀπαρ. ἀορ., δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι, Valck. Ἡρόδ. 7.134., 9.45˙ πρβλ. ἐθέλω Ι. 2.

French (Bailly abrégé)

impf. ἐδυνάμην, postér. ἠδυνάμην ; f. δυνήσομαι ; ao. ἐδυνήθην, postér. ἠδυνήθην ; pf. δεδύνημαι;
A. pouvoir, càd :
I. avoir la faculté de, être capable de : δ. ἄπαντα OD pouvoir tout ; abs. εἰ δύνασαί γε IL si du moins tu le peux ; δύναμαι γάρ OD car je le puis ; οὐ δύναμαι μή avec l’inf. je ne puis pas ne pas, il m’est impossible de, je ne puis m’empêcher de ; ἐπορεύοντο ᾗ ἐδύναντο τάχιστα XÉN les troupes marchèrent le plus rapidement possible ; ὅσους ἐδύνατο πλείστους ἁθροίσας XÉN ayant réuni le plus d’hommes qu’il put;
II. abs.
1 être puissant, avoir du crédit : μέγα δυνάμενος OD très puissant ; οἱ τὸ μέγιστον δυνάμενοι XÉN ceux qui sont le plus puissants ; μέγα δύνασθαι παρά τινι HDT être puissant auprès de qqn;
2 avoir un sens, une signification : δύναται δὲ τὸ νεοδαμῶδες ἐλεύθερον ἤδη εἶναι THC or néodamode signifie affranchi ; τοῦτο δύνανται αἱ ἀγγελίαι THC voilà où tendent ces nouvelles;
3 en parl. de monnaies ou de nombres avoir une valeur : δύναται παρ’ ἐκείνοις Ἀττικὸς ὀβολός LUC l’obole attique a cours litt. a de la valeur chez eux ; ὁ σίγλος δύναται ἑπτὰ ὀβολοὺς καὶ ἡμιωβόλιον XÉN le sigle vaut sept oboles et demie ; τριηκόσιαι γενεαὶ δυνέαται (ion.) μύρια ἔτεα HDT trois cents générations équivalent à dix mille années;
III. pouvoir, consentir à, supporter de : σὲ οὐ δύναμαι προλιπεῖν δύστηνον ἐόντα OD je ne puis pas t’abandonner malheureux comme tu es ; οὐκ ἔτι ἐδύνατο βιοτεύειν THC il ne pouvait plus supporter de vivre (dans son ancien état);
B. • impers. δύναται, il est possible ; τοῖσι Σπαρτιήτῃσι καλλιερῆσαι οὐκ ἐδύνατο HDT il n’était pas possible aux Spartiates d’obtenir d’heureux présages.
Étymologie: pê apparenté à δύω et δύνω.

English (Autenrieth)

δυνάμεσθα, fut. δυνήσομαι, aor. (ἐ)δυνήσατο, pass. δυνάσθη: be able, have power, avail; θεοὶ δέ τε πάντα δύνανται, Od. 10.306; ἀνδρὸς μέγα δῦναμένοιο, ‘very powerful,’ Od. 11.414, Od. 1.276.

English (Slater)

δῠνᾰμαι (δύνασαι, -ανται; δύναιτο; δυνάμενος; δύνασθαι: pass. aor. pro med. ἐδυνάσθη)
   1 be able καταπέψαι μέγαν ὄλβον οὐκ ἐδυνάσθη (sc. Tantalos) (O. 1.56) ἀποίητον οὐδ' ἂν Χρόνος δύναιτο θέμεν ἔργων τέλος (O. 2.17) τίς ἂν φράσαι δύναιτο; (O. 2.100) τὰ μὲν ὦν οὐ δύνανται νήπιοι κόσμῳ φέρειν (P. 3.82) “δύνασαι δ' ἀφελεῖν μᾶνιν χθονίων” (P. 4.158) δύνασαι δὲ βροτοῖσιν ἀλκὰν ἀμαχανιᾶν δυσβάτων θαμὰ διδόμεν (N. 7.96) ἀγαπατὰ δὲ καιροῦ μὴ πλαναθέντα πρὸς ἔργον ἕκαστον τῶν ἀρειόνων ἐρώτων ἐπικρατεῖν δύνασθαι (N. 8.5) ὁ δ' ἐθέλων τε καὶ δυνάμενος ἁβρὰ πάσχειν fr. 2. 1.