παραλαμβάνω: Difference between revisions
εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit
(strοng) |
(T21) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=from [[παρά]] and [[λαμβάνω]]; to [[receive]] [[near]], i.e. [[associate]] [[with]] [[oneself]] (in [[any]] [[familiar]] or [[intimate]] [[act]] or [[relation]]); by [[analogy]], to [[assume]] an [[office]]; [[figuratively]], to [[learn]]: [[receive]], [[take]] ([[unto]], [[with]]). | |strgr=from [[παρά]] and [[λαμβάνω]]; to [[receive]] [[near]], i.e. [[associate]] [[with]] [[oneself]] (in [[any]] [[familiar]] or [[intimate]] [[act]] or [[relation]]); by [[analogy]], to [[assume]] an [[office]]; [[figuratively]], to [[learn]]: [[receive]], [[take]] ([[unto]], [[with]]). | ||
}} | |||
{{Thayer | |||
|txtha=[[future]] παραλήψομαι, in L T Tr WH παραλήμψομαι (παρέλαβον, 3rd [[person]] plural παρελάβοσαν (G T L marginal [[reading]] Tr marginal [[reading]] WH marginal [[reading]]; cf. [[δολιόω]] ([[yet]] [[see]] WH's Appendix, p. 165)); [[passive]], [[present]] παραλαμβάνομαι; 1future παραληφθήσομαι, in L T Tr WH παραλημφθήσομαι ([[see]] Mu; [[Herodotus]] [[down]]; the Sept. for לָקַח;<br /><b class="num">1.</b> to [[take]] to (cf. [[παρά]], IV:1), to [[take]] [[with]] [[oneself]], to [[join]] to [[oneself]]: τινα, an [[associate]], a [[companion]], τινα μεθ' [[ἑαυτοῦ]], παραλαμβάνειν γυναῖκα, to [[take]] [[one]]'s betrothed to his [[home]], τινα followed by [[εἰς]] [[with]] an accusative of [[place]], to [[take]] (and [[bring]], cf. Winer's Grammar, § 66,2d.) [[one]] [[with]] [[one]] [[into]] a [[place]], τινα κατ' ἰδίαν, [[πρός]] ἐμαυτόν, to my [[companionship]], [[where]] I [[myself]] [[dwell]], L WH marginal [[reading]] [[λαβών]]). Metaphorically, equivalent to "to [[accept]] or [[acknowledge]] [[one]] to be [[such]] as he professes to be; [[not]] to [[reject]], [[not]] to [[withhold]] [[obedience]]": τινα, to [[receive]] [[something]] transmitted;<br /><b class="num">a.</b> [[properly]]: παραλαμβάνειν διακονίαν, an [[office]] to be [[discharged]], βασιλείαν, קַבֵּל in Theod.; [[Herodotus]] 2,120; (Josephus, contra Apion 1,20, 5 ([[where]] [[see]] Müller)); [[τήν]] [[ἀρχήν]], [[Plato]], [[Polybius]], [[Plutarch]]).<br /><b class="num">b.</b> to [[receive]] [[with]] the [[mind]]; by [[oral]] [[transmission]]: τί followed by [[ἀπό]] [[with]] a genitive of the [[author]] from whom the [[tradition]] [[proceeds]], [[ἀπό]], II:2d. aa.)); by the [[narration]] of others, by the [[instruction]] of teachers (used of disciples): ([[τόν]] Χριστόν Ἰησοῦν [[τόν]] κύριον, τί, τί followed by an infinitive, τί [[παρά]] τίνος ([[see]] references [[under]] the [[word]] [[παρά]], the [[passage]] cited), [[παρά]] τίνος, [[καθώς]] ... τό [[πῶς]] [[δεῖ]] etc. σοφίαν [[παρά]] τίνος, [[Plato]], Lach., p. 197d.; Euthyd., p. 304c.). (Compare: [[συμπαραλαμβάνω]].) | |||
}} | }} |
Revision as of 17:59, 28 August 2017
English (LSJ)
(Cret. παλλαμβάνω Riv.Fil.58.472 (Gortyn, iii B.C.)), fut. -λήψομαι, Ion.
A -λάμψομαι Hdt.2.120 :—receive from another, esp. of persons succeeding to an office, etc., [τὴν βασιληΐην] Hdt.l.c., cf. Th.1.9 ; τὴν βασιλείαν παρὰ τοῦ πατρός OGI90.1 (Rosetta, ii B.C.); τοῖς παραλαμβάνουσι (sc. τὴν βασιλείαν) the successors, Arist.Pol.1285b8 ; π. τὴν ἀρχήν Pl.Lg.698e; τῆς πόλεως τὰ πράγματα Ar.Ec.107 ; τὴν ἐπιμέλειάν τινος Aeschin.1.143 ; τὴν τριηραρχίαν D.47.32 ; π. πόλιν ἀνάστατον And.1.108, cf. Th.1.9, etc.; νόμον ὄντα παραλαβόντες, opp. θέντες, Id.5.105, cf. Isoc.8.102 ; of inherited rites or customs, Hdt.2.51 ; of persons succeeding by inheritance, E.Ion814, Lys. 10.5, etc. ; οἱ μὴ κτησάμενοι ἀλλὰ -λαβόντες τὴν οὐσίαν Arist.EN1120b12 ; παρὰ τοῦ πατρὸς πολλὴν οὐσίαν π. D.21.157 ; opp. ἐπικτᾶσθαι, Pl.R.330a ; π. ἀράς inherit curses, E.Ph.1611 ; of officers, receive things as stated in an inventory from their predecessors, IG12.301.5, al.; τὰ μὲν παρειληφότα τὰ δ' αὐτὸν εὑρηκότα Isoc.15.208 : Astrol., take over, [χρονοκρατορίαν] Vett.Val.171.16 : generally, receive, ἔρια παραλαβοῦσα ἱμάτιον ἀποδεῖξαι X.Oec.7.6 ; of cargo, POxy.276.13 (i A.D.), etc. 2 take upon oneself, undertake, πρᾶγμά τι Ar.Eq.345 ; τὰ παραλαμβανόμενα undertakings, Hdt.1.38 ; take to oneself, admit, employ, π. ἐν ταῖς μάχαις τὸν θυμόν Plu.2.988e :—Pass., π. πρὸς τὴν σύστασιν τῆς ψυχῆς ib.1027d. 3 take in pledge, Hdt.3.136 ; take by force or treachery, seize, οὐδὲν ἐδυνέατο π. τῆς ἐσόδου Id.7.211 ; ναῦς παραλαβόντες Th.1.19, 4.16, And.3.39 ; π. τὰ πράγματα get control of affairs, Plu.Alc.26 :—in Med., lay hold of, ἄκρων τῶν χειρῶν Paus.6.4.1 (s.v.l.). 4 receive by hearing or report, ascertain, παρὰ τῶν Αἰγυπτίων Hdt.2.19 ; π. ἀληθείην Id.1.55 ; π. ἀκοῇ Id.2.148 ; π. τὰ περὶ Ἀλκμέωνα Th.2.102 ; τι περί τινος Plb.12.22.5 ; receive by way of lesson, σοφίαν παρά τινος Pl.La.197d :—Pass., to be received, accepted, τὰ παρειλημμένα the received or traditionary doctrines, Arist.Mete.365a16 ; οἱ π. μῦθοι Id.Po.1453b22 ; [λόγοι] ἔνιοι π. ὡς Ἀριστογείτονος Plu.2.850e. 5 take, receive, or use as a substitute or equivalent, τὸν ἀριθμὸν ἀντὶ τοῦ νοῦ π. Placit.4.2.3 :—Pass., ὑμέτερον ἀντὶ τοῦ ὑμεῖς παρείληπται D.H.Amm.2.14. b Gramm. and Medic., simply, use, employ, D.H.Comp.25 ; εἰς λόγον A.D.Synt.250.3 ; θλῖψιν, βοηθήματα, Antyll. ap. Orib.8.6.37,8.10.1 (Pass.) :—freq. in Pass., to be found, used, D.H.Comp.14, 17, A.D.Synt.83.2,al.; π. ἐκ κοινοῦ, δεικτικῶς, ib.123.1, Pron.10.17. c admit, ἡ ὅλη ὑπόθεσις τὸ ἓν εἶναι παρελάμβανεν Dam.Pr.417. 6 take up, catch up, τὸ οὔνομα τοῦτο Hdt. 1.122, cf. 126 ; τὸν λόγον Plb.33.18.9 ; π. ἐπὶ βραχύ give a résumé of, Id.6.58.1. 7 compare, Porph.in Cat.97.8 (Pass.). 8 Pass., to be derived, ἔκ τινος v.l. in A.D.Pron.32.16. II c. acc. pers., take to oneself, associate with oneself, as a wife or mistress, Hdt.4.155 ; as an adopted son, Id.1.113 ; as a partner, auxiliary, or ally, ib.76, 7.150, Th.1.111, etc.; παραλαμβάνων ἄλλος ἄλλον ἐπ' ἄλλου . . χρείᾳ Pl.R. 369b ; συμβούλους π. Arist.EN1112b10 ; get control of, Pl.Ap.18b, R. 460b,541a, Alc.1.121e ; μάρτυρας π. call in witnesses, D.47.67 : c.inf., τὴν αἴσθησιν ὑπουργεῖν Jul.Or.8.248a. 2 invite, ἐπὶ ξείνια Hdt.4.154 ; παραληφθεὶς ἐπὶ δεῖπνον Alciphr.3.46 ; ἐφ' ἑστίασιν παρειλημμένος Plu.2.40b ; παραληφθεὶς εἰς τὸ συσσίτιον Id.Lyc.20 : abs., Id.2.461d ; παραληφθῆναι πρός τινα Parmenisc. ap. Ath.4.156e. 3 receive, take over in succession, Hdt.4.203 ; Λυκοῦργος π. τοὺς Σπαρτιάτας οἴκοι σκηνοῦντας X.Lac.5.2. 4 take prisoner, Plb.3.69.2 (Pass.). 5 of the dead, παραλημφθεὶς ὑπὸ θεῶν καταχθονίων IG14.1702.
German (Pape)
[Seite 486] (s. λαμβάνω), hinnehmen; ἔπος, eine Antwort empfangen, Her. 1, 126; auch mit Gewalt einnehmen, erobern, 7, 211; von Personen Einen zum Gehülfen oder Bundesgenossen annehmen, sich mit ihm verbinden, 7, 106. 150. 168. 9, 1; auch παραλαβεῖν ἐπὶ ξείνια, zur Gastfreundschaft annehmen, 1, 154; αὐτὴν παραλαβὼν ἐπαλλακεύετο, 4, 155; Piat. τόνδε παραληψόμεθα Σωκράτῃ, ᾦ συνδιαπονεῖν μετ' ἐμοῦ τὰ πολλὰ οὐκ ἄηθες, Soph. 218 b; auch μάρτυρας παραλαβών, Dem. 47, 67, Zeugen zuziehen; auch παραληφθῆναι εἰς συμπόσιον, zum Gastmahl zugezogen worden sein, Ael. V. H. 1, 18, wie πρὸς τὰς ἑστιάσεις ἅπαντας παρελάμβανε D. Sic. 2, 24; παρελήφθην πρὸς αὐτόν, Parmenisc. bei Ath. IV, 156 e. Bei den Attikern bes. ein Inventarium übernehmen, Inscr.; vgl. Att. Seew. 3; ähnl. Eur. ὅστις σε γήμας ξένος ἐπεισελθὼν πόλιν καὶ δῶμα καὶ σὴν παραλαβὼν παγκληρίαν, Ion 814; πότερον ὧν κέκτησαι τὰ πλείω παρέλαβες ἢ ἐπεκτήσω, Plat. Rep. I, 330 a; – von den Vorfahren überkommen, du Reh Ueberlieferung erhalten, παρὰ τῶν Πελασγῶν Σαμοθρήϊκες τὰ ὄργια παραλαμβάνουσι, Her. 2, 51. 5, 95. 2, 148; οὓς νόμους παρὰ τῶν προγόνων παρέλαβον, Isocr. 8, 102; – durch Hörensagen wissen, παραλαμβάνοντες περὶ αὐτοῦ τὴν ἐν ταῖς πολεμικοῖς ἐμπειρίαν, Pol. 12, 22, 5, öfter; ähnlich Thuc. τὰ περὶ Ἀλκμαίωνα τοιαῦτα λεγόμενα παρελάβομεν, 2, 102. – Auch lernen, ταύτην τὴν σοφίαν παρὰ Δάμωνος παρείληφεν, Plat. Lach. 197 d, wie Euthyd. 304 c; Plut. Alex. 7 u. a. Sp. – Dah. auf sich nehmen, übernehmen, τὰ παραλαμβανόμενα, das übernommene Geschäft, Her. 1, 38; ἔμελλε τὴν βασιληΐην παραλάμψεσθαι, 2, 120; ἀρχήν, Plat. Legg. III, 698 e; ἤν πως παραλαβεῖν τῆς πόλεως τὰ πράγματα δυνώμεθα, Ar. Eccl. 106, wie τῆς πόλεως τὰς ἡνίας 466; Sp., wie Plut. Alc. 26, ἐπεὶ παρέλαβον τὰ πράγματα οἱ πεντακισχίλιοι, die Regierung übernehmen; auch sonst, = übernehmen, Ar. Equ. 344; vgl. Aesch. 1, 63; τοὺς παῖδας, die Kinder zum Erziehen übernehmen, Plat. Rep. VII, 541 a; – τὸ βιβλίον, in die Hand nehmen, Plat. Phaedr. 228 b; – auffangen, Her. 4, 203; παραλαβὼν τὸν λόγον, die Rede aufnehmen, Pol. 33, 16, 9; παραλαβόντες ἐπὶ βραχύ, in Kurzem zusammenfassen, 6, 58, 1; gefangen nehmen, 3, 69, 2.
Greek (Liddell-Scott)
παραλαμβάνω: μέλλ. -λήψομαι, Ἰων. -λάμψομαι. Λαμβάνω παρά τινος, καὶ εἶναι, ὡς τὸ παραδέχομαι, ἀντίστοιχον τῷ παραδίδωμι, ἐπὶ προσώπων διαδεχομένων ἀρχήν τινα, π. τὴν βασιληίην Ἡρόδ. 2. 120· τὴν βασιλείαν παρὰ τοῦ πατρὸς Συλλ. Ἐπιγρ. 4697. 1· οὕτω, τοῖς παραλαμβάνουσι (ἐξυπακ. τὴν βασιλείαν), τοῖς διαδόχοις, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 14, 12· ὡσαύτως, π. τὴν ἀρχὴν Πλάτ. Νόμ. 698Ε τῆς πόλεως τὰ πράγματα Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 107· τὴν ἐπιμέλειάν τινος Αἰσχίν. 20. 13· τὴν τριηραρχίαν Δημ. 1148. 21· οὕτω, π. πόλιν ἀνάστατον Ἀνδοκ. 14. 35, πρβλ. Θουκ. 1. 9, κτλ.· π. νόμον, ἀντίθετον τῷ τιθέναι, Θουκ. 5. 105, πρβλ. Ἰσοκρ. 180Α· ἐπὶ τελετῶν καὶ ἐθίμων κατὰ κληρονομίαν ληφθέντων, Ἡρόδ. 2. 51· ― ὡσαύτως ἐπὶ προσώπων λαμβανόντων τι διὰ κληρονομίας, Εὐρ. Ἴων. 814, Λυσ. 116. 31· παρὰ τοῦ πατρὸς πολλὴν οὐσίαν π. Δημ. 565. 21· ἀντίθετον τῷ ἐπικτᾶσθαι, Πλάτ. Πολ. 330Α· π. ἀράς, κληρονομεῖν κατάρας, Εὐρ. Φοίν. 1611· ― ἐπὶ ὑπαλλήλων, δέχομαι πράγματα ὡς ὑπάρχουσιν ἐγγεγραμμένα ἐν καταλόγῳ παρὰ τοῦ προκατόχου μου, Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 53., 145, 146, κ. ἀλλ.· τὰ μὲν παρειληφότα τὰ δ’ αὐτὸν εὑρηκότα Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 208. 2) ἀναλαμβάνω, ἀναδέχομαι, πρᾶγμά τι Ἀριστοφ. Ἱππ. 344· τὰ παραλαμβανόμενα, ἐπιχειρήσεις, Ἡρόδ. 1. 38· λαμβάνω τι μετ’ ἐμοῦ καὶ χρῶμαι αὐτῷ, παραλαμβάνειν ἐν ταῖς μάχαις τὸν θυμὸν Πλούτ. 2. 988Ε· καὶ ἐν τῷ παθητ., παραλαμβανόμενοι πρὸς τὴν σύστασιν τῆς ψυχῆς αὐτόθι 10. 7D. 3) λαμβάνω, καταλαμβάνω τι ὡς ἐγγύησιν, Ἡρόδ. 3. 136· ὡσαύτως, λαμβάνω διὰ τῆς βίας ἢ διὰ προδοσίας, καταλαμβάνω, λαμβάνω ὑπὸ τὴν κατοχήν μου, οὐδὲν ἐδυνέατο π. τῆς ἐσόδου ὁ αὐτ. 7. 211, πρβλ. Ἀνδοκ. 28, 23· τὰς ναῦς παραλαβόντες Θουκ. 1. 19., 4. 16· παραλ. τὰ πράγματα, λαμβάνω αὐτὰ ὑπὸ τὴν διοίκησίν μου, Πλουτ. Ἀλκιβ. 26· ― ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, πιάνω, κρατῶ ἀπό..., παραλαμβανόμενος γὰρ ἄκρων τοῦ ἀνταγωνιζομένου τῶν χειρῶν ἔκλα Παυσ. 6. 4, 1. 4) λαμβάνω ἐξ ἀκοῆς ἢ ἀπὸ φήμης, ἐξακριβώνω, Ἡρόδ. 2. 19· π. τὴν ἀλήθειαν 1. 55· π. ἀκοῇ 2. 148· π. τὰ περί τι λεγόμενα Θουκ. 2. 102· τι περί τινος Πολύβ. 12. 22, 5· λαμβάνω ἢ δέχομαι (ὡς ἀντικαταστάτην ἢ ἰσοδύναμον), τὸν ἀριθμὸν ἀντὶ τοῦ νοῦ π. Πλούτ. 2. 898Β· (οὕτως ἐν τῷ παθ., ὑμέτερον ἀντὶ τοῦ ὑμεῖς παρείληπται Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 14 ἐν τέλ.)· δέχομαι ὡς μάθημα, μανθάνω, σοφίαν παρά τινος Πλάτ. Λάχ. 197D. ― Παθητ., γίνομαι δεκτός, μὲ παραδέχεταί τις, τὰ παρειλημμένα, τὰ παραδεδεγμένα δόγματα, αἱ ἐκ παραδόσεως διδασκαλίαι, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 7, 1· οἱ π. μῦθοι ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 14, 10· λόγοι ἔνιοι π. ὡς Ἀριστογείτονος Πλούτ. 2. 850Ε. 5) ἀναλαμβάνω, λαμβάνω, «πέρνω», τὸ οὔνομα τοῦτο Ἡρόδ. 1. 121, πρβλ. 126· τὸν λόγον Πολύβ. 33. 16, 9· παραλαβόντες ἐπὶ βραχύ, μνημονεύσαντες διὰ βραχέων, ὁ αὐτ. 6. 58, 1. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσώπου, λαμβάνω δι’ ἐμαυτόν, προσλαμβάνω ὡς σύζυγον ἢ παλλακήν, Ἡρόδ. 4. 155, Ξεν. Οἰκ. 7. 6· ὡς εἰσποιητὸν υἱόν, Ἡρόδ. 1. 113· ὡς ἑταῖρον, βοηθὸν ἢ σύμμαχον, ὁ αὐτ. 1. 76., 2. 121, 4, Θουκ. 1. 111, κτλ.· παραλαμβάνων ἄλλος ἄλλον ἐπ’ ἄλλου… χρείᾳ Πλάτ. Πολ. 369Β συμβούλους π. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 3, 10· ὡς μαθητήν, Πλάτ. Ἀπολ. 18Β, Πολ. 460Β, Ἀλκ. 1. 121Ε· ― π. μάρτυρα, προσάγω ὡς μάρτυρα, Δημ. 1159. 27· πρβλ. παραληπτέον. 2) λαμβάνω μετ’ ἐμοῦ, προσκαλῶ, ἐπὶ ξείνια· Ἡρόδ. 4. 154· ἐπὶ δεῖπνον Ἀλκίφρων 3. 46· ἐφ’ ἑστίασιν Πλούτ. 2. 40Β· εἰς τὸ συσσίτιον ὁ αὐτ. ἐν Λυκούργ. 20· ἀπολ., αὐτόθι 461D· παραληφθῆναι πρός τινα Παρμενίσκ. παρ’ Ἀθην. 156Ε. 3) περιμένω, ἐκδέχομαι, εὑρίσκω, Λατ. excipere, Ἡρόδ. 4. 203· π. τοὺς Σπαρτιάτας οἴκοι σκηνοῦντας Ξεν. Λάκ. 5, 2, πρβλ. Ἀν. 7. 7, 47. 4) αἰχμαλωτίζω, Πολύβ. 3. 69, 2.
French (Bailly abrégé)
f. παραλήψομαι, ao.2 παρέλαβον, etc.
I. prendre près de soi ou avec soi, acc.;
II. recevoir, d’où
1 accueillir : τινα qqn;
2 trouver à son arrivée : τινα qqn;
III. recevoir de qqn :
1 par héritage ou transmission, acc. : τὴν βασιληΐην HDT la royauté ; en parl. de lois, d’usage, de coutumes ; ἔπος HDT recevoir une parole en réponse, recevoir une réponse;
2 par ouï-dire, entendre parler de : τι περί τινα entendre dire qch au sujet de qqn, recueillir un jugement, une opinion, un bruit sur qqn;
3 apprendre, recevoir un enseignement : παρά τινος de qqn;
IV. prendre sur soi, se charger de : τὰ πράγματα de la direction des affaires ; τοὺς παῖδας PLAT de l’éducation des enfants;
V. s’emparer de : τινα de qqn ; οὐδὲν τῆς ἐσόδου HDT ne pouvoir s’emparer du défilé.
Étymologie: παρά, λαμβάνω.
Spanish
English (Strong)
from παρά and λαμβάνω; to receive near, i.e. associate with oneself (in any familiar or intimate act or relation); by analogy, to assume an office; figuratively, to learn: receive, take (unto, with).
English (Thayer)
future παραλήψομαι, in L T Tr WH παραλήμψομαι (παρέλαβον, 3rd person plural παρελάβοσαν (G T L marginal reading Tr marginal reading WH marginal reading; cf. δολιόω (yet see WH's Appendix, p. 165)); passive, present παραλαμβάνομαι; 1future παραληφθήσομαι, in L T Tr WH παραλημφθήσομαι (see Mu; Herodotus down; the Sept. for לָקַח;
1. to take to (cf. παρά, IV:1), to take with oneself, to join to oneself: τινα, an associate, a companion, τινα μεθ' ἑαυτοῦ, παραλαμβάνειν γυναῖκα, to take one's betrothed to his home, τινα followed by εἰς with an accusative of place, to take (and bring, cf. Winer's Grammar, § 66,2d.) one with one into a place, τινα κατ' ἰδίαν, πρός ἐμαυτόν, to my companionship, where I myself dwell, L WH marginal reading λαβών). Metaphorically, equivalent to "to accept or acknowledge one to be such as he professes to be; not to reject, not to withhold obedience": τινα, to receive something transmitted;
a. properly: παραλαμβάνειν διακονίαν, an office to be discharged, βασιλείαν, קַבֵּל in Theod.; Herodotus 2,120; (Josephus, contra Apion 1,20, 5 (where see Müller)); τήν ἀρχήν, Plato, Polybius, Plutarch).
b. to receive with the mind; by oral transmission: τί followed by ἀπό with a genitive of the author from whom the tradition proceeds, ἀπό, II:2d. aa.)); by the narration of others, by the instruction of teachers (used of disciples): (τόν Χριστόν Ἰησοῦν τόν κύριον, τί, τί followed by an infinitive, τί παρά τίνος (see references under the word παρά, the passage cited), παρά τίνος, καθώς ... τό πῶς δεῖ etc. σοφίαν παρά τίνος, Plato, Lach., p. 197d.; Euthyd., p. 304c.). (Compare: συμπαραλαμβάνω.)