μήτρα: Difference between revisions
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
m (Text replacement - " class 7/8" to "") |
|||
(35 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mitra | |Transliteration C=mitra | ||
|Beta Code=mh/tra | |Beta Code=mh/tra | ||
|Definition=( | |Definition=(A), Ion. [[μήτρη]], ἡ, ([[μήτηρ]])<br><span class="bld">A</span> [[womb]], Hp.''Prorrh.''2.24, [[Herodotus|Hdt.]]3.108 (dub.l.), Pl.''Ti.''91d, etc.: also in plural, Hp.''Loc.Hom.''47, ''Vict.''1.30, [[Herodotus|Hdt.]] [[l.c.]]: the [[cervix]] including the [[orifice]] of the [[womb]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''510b14.<br><span class="bld">2</span> a [[swine]]'s [[matrix]], reckoned a great [[dainty]], μήτρας τόμοις Telecl.1.14; μήτραν… πωλοῦσιν, ἥδιστον κρέας Antiph.220; ὑπὲρ μήτρας… [[ἀποθανεῖν]] Alex.193, cf. Plu.2.733e, Ath.3.96f.<br><span class="bld">3</span> metaph., [[source]], [[origin]], D.L.7.46; μῆτραι τῆς ψυχῆς Ph.1.441.<br><span class="bld">II</span> [[core]], [[heartwood]] of [[tree]]s, Thphr.''HP''1.6.1.<br><span class="bld">b</span> [[diseased condition]] of the [[wood]], 'soft-wood', ib.2.7.3.<br><span class="bld">III</span> [[queen wasp]], opp. [[ἐργάτης|ἐργάται]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''627b32,al.<br><span class="bld">IV</span> <b class="b3">μ. χελωνίων, χελωνίοις</b>, [[bolt]]s for [[lock]]s, ''BGU'' 1028.20,26 (ii A.D.); [[μήτρα θύρας]] = [[repagulum]], Gloss.(B), ἡ, in plural,<br><span class="bld">A</span> [[register of house-property]], at [[Tarsus]] and [[Soli]], Arist. in ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''1802.58; sg., = [[κλῆρος]], at [[Tarsus]] and [[Soli]], Clitarch. ap.[[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] (Cf. Skt. mātrā '[[measure]]' and [[ἐρεσιμήτρη]].) | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0179.png Seite 179]] ἡ, die Gebärmutter; ὁ [[σκύμνος]] ἐν τῇ μήτρῃ ἐών, Her. 3, 108; τὸ δὲ [[τέκνον]] ἐν τῇσι μήτρῃσι πλάσσεται, ibd.; vgl. Plat. Tim. 91 b; Sp., περὶ τῆς ἐν τῇ μήτρᾳ τῶν ἐμβρύων πλαστικῆς, Luc. Vit. auct. 26. – Als Speise, s. Ath. III c. 51. – Bei Arist. H. A. 9, 41 eine Art Wespen. – Bei Theophr. Kern oder Mark der Bäume. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0179.png Seite 179]] ἡ, die [[Gebärmutter]]; ὁ [[σκύμνος]] ἐν τῇ μήτρῃ ἐών, Her. 3, 108; τὸ δὲ [[τέκνον]] ἐν τῇσι μήτρῃσι πλάσσεται, ibd.; vgl. Plat. Tim. 91 b; Sp., περὶ τῆς ἐν τῇ μήτρᾳ τῶν ἐμβρύων πλαστικῆς, Luc. Vit. auct. 26. – Als Speise, s. Ath. III c. 51. – Bei Arist. H. A. 9, 41 eine Art Wespen. – Bei Theophr. Kern oder Mark der Bäume. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />[[matrice]], [[ventre]] <i>ou</i> [[sein de la mère]].<br />'''Étymologie:''' [[μήτηρ]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μήτρα:''' ион. [[μήτρη]] ἡ<br /><b class="num">1</b> [[материнская утроба]], [[чрево]], [[полость матки]] (ἐν τῇ μήτρῃ εἶναι Her.; τὸ [[κύημα]] ἐν τῇ μήτρᾳ Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[шейка матки]] (καλεῖται μ. ὁ καυλὸς καὶ τὸ [[στόμα]] τῆς ὑστέρας Arst.);<br /><b class="num">3</b> кулин. [[свиная утроба]] (считавшаяся лакомым блюдом) Arst., Plut.;<br /><b class="num">4</b> [[сердцевина]] (ἐν τοῖς δένδροις Arst.);<br /><b class="num">5</b> (у пчел, ос и шмелей) [[матка]], [[царица]] Arst.;<br /><b class="num">6</b> перен. [[недра]], [[источник]] Diog. L. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μήτρα''': Ἰων. -τρη, ἡ, ([[μήτηρ]]) Λατ. matrix, Ἱππ. Προρρ. 106, Ἡρόδ. 3. 108, Πλάτ., κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ., Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· - ἢ κυριολεκτικώτερον, τὸ [[στόμα]] τῆς ὑστέρας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1, 22. 2) ἡ [[κοιλία]] τοῦ χοίρου, Λατ. vulva, θεωρουμένη ὡς ἔξοχον [[λίχνευμα]], μήτρας τόμοις Τηλεκλείδης, ἐν «Ἀμφικτύοσι» 1. 14· μήτραν τινὲς πωλοῦσιν ἥδιστον [[κρέας]] Ἀντιφάν. ἐν «Φιλομήτορι» 1· [[ὑπὲρ]] μήτρας... ἀποθανεῖν Ἄλεξις ἐν «Ποντικῷ» 1, κτλ.· πρβλ. Πλούτ. 2. 733C, Ἀθήν. 96F. 3) μεταφορ., ἡ πηγὴ ἢ ἀρχὴ πράγματός τινος, Διογ. Λ. 7. 46. ΙΙ. ἡ [[ἐντεριώνη]], ἡ καρδία δένδρων, «ψῖχα», Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 1. ΙΙ. [[βασίλισσα]] τῶν σφηκῶν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἐργάται, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 41, 2· [[ὡσαύτως]] τῶν μελισσῶν, ὁ αὐτ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μήτρα]]· [[εἶδος]] [[σφηκός]]. καὶ τῶν ξύλων τὸ [[ἐντός]], ὃ καρδίαν τινὲς ἢ ἐντεριώνην καλοῦσι. καὶ νῦν ὁ [[κλῆρος]] ὑπὸ Σολέων, ὡς Κλείταρχος. καὶ ἡ τῆς γυναικός». | |lstext='''μήτρα''': Ἰων. -τρη, ἡ, ([[μήτηρ]]) Λατ. matrix, Ἱππ. Προρρ. 106, Ἡρόδ. 3. 108, Πλάτ., κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ., Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· - ἢ κυριολεκτικώτερον, τὸ [[στόμα]] τῆς ὑστέρας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1, 22. 2) ἡ [[κοιλία]] τοῦ χοίρου, Λατ. vulva, θεωρουμένη ὡς ἔξοχον [[λίχνευμα]], μήτρας τόμοις Τηλεκλείδης, ἐν «Ἀμφικτύοσι» 1. 14· μήτραν τινὲς πωλοῦσιν ἥδιστον [[κρέας]] Ἀντιφάν. ἐν «Φιλομήτορι» 1· [[ὑπὲρ]] μήτρας... ἀποθανεῖν Ἄλεξις ἐν «Ποντικῷ» 1, κτλ.· πρβλ. Πλούτ. 2. 733C, Ἀθήν. 96F. 3) μεταφορ., ἡ πηγὴ ἢ ἀρχὴ πράγματός τινος, Διογ. Λ. 7. 46. ΙΙ. ἡ [[ἐντεριώνη]], ἡ καρδία δένδρων, «ψῖχα», Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 1. ΙΙ. [[βασίλισσα]] τῶν σφηκῶν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἐργάται, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 41, 2· [[ὡσαύτως]] τῶν μελισσῶν, ὁ αὐτ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μήτρα]]· [[εἶδος]] [[σφηκός]]. καὶ τῶν ξύλων τὸ [[ἐντός]], ὃ καρδίαν τινὲς ἢ ἐντεριώνην καλοῦσι. καὶ νῦν ὁ [[κλῆρος]] ὑπὸ Σολέων, ὡς Κλείταρχος. καὶ ἡ τῆς γυναικός». | ||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles | ||
Line 29: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (ΑΜ [[μήτρα]], Α ιων. τ. [[μήτρη]])<br />[[κοίλο]] μυώδες όργανο του γυναικείου γεννητικού συστήματος με προορισμό τη [[φιλοξενία]] του γονιμοποιημένου ωαρίου ώς την τέλεια ανάπτυξή του, [[καθώς]] και την εξώθησή του [[κατά]] τη [[λήξη]] της κύησης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>τεχνολ.</b> [[κοίλο]] [[εξάρτημα]] που χρησιμοποιείται στις διαδικασίες διαμόρφωσης εύτηκτων μετάλλων και πλαστικών, [[τύπος]], κν. [[φόρμα]], [[καλούπι]]<br /><b>2.</b> <b>βοτ.</b> i) [[ιστός]] μεμβράνας που περιβάλλει το [[περίδιο]] τών βασιδιομηκύτων<br />ii) [[σπόρος]] στη γη από τον οποίο βλαστάνει το [[φυτό]]<br /><b>3.</b> <b>ναυτ.</b> εσωτερική ίνα σχοινιού που [[γύρω]] της πλέκονται οι υπόλοιπες ίνες του, κν. [[κολαούζος]]<br /><b>4.</b> <b>μαθημ.</b> [[πίνακας]] με στοιχεία ή αριθμούς, μιγαδικούς ή πραγματικούς, διατεταγμένους σε γραμμές και στήλες, ο [[οποίος]] χρησιμοποιείται στα [[μαθηματικά]] και στην [[επεξεργασία]] δεδομένων με ηλεκτρονικούς υπολογιστές<br /><b>5.</b> <b>(τυπογρ.)</b> ορειχάλκινο [[καλούπι]] που χρησιμοποιούνταν παλαιότερα και [[μέσα]] στο οποίο κατασκευάζονταν τα χυτά γράμματα που επρόκειτο να τυπωθούν<br /><b>6.</b> <b>(πετρογρ.)</b> το υλικό [[μέσα]] στο οποίο [[είναι]] ενσωματωμένο ένα [[άλλο]] υλικό<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἄνοιγμα]] μήτρας» <br />α) [[τέκνο]]<br />β) πρωτότοκο ανθρώπου ή ζώου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[κοιλιά]] σφαγίου, και [[ιδίως]] του χοίρου, ως [[έδεσμα]]<br /><b>2.</b> ο [[τράχηλος]] της μήτρας<br /><b>3.</b> η [[εντεριώνη]] του φυτού, το εσώτατο [[μέρος]] του βλαστού ή της ρίζας, η [[καρδιά]], η [[ψίχα]]<br /><b>4.</b> η [[βασίλισσα]] τών [[σφηκών]] ή τών [[μελισσών]], σε [[αντιδιαστολή]] με τους εργάτες<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[αρχή]] ή [[πηγή]]<br /><b>6.</b> [[μάνταλο]], [[μοχλός]] θύρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μη</i>- του [[μήτηρ]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρα</i> ( | |mltxt=<b>(I)</b><br />η (ΑΜ [[μήτρα]], Α ιων. τ. [[μήτρη]])<br />[[κοίλο]] μυώδες όργανο του γυναικείου γεννητικού συστήματος με προορισμό τη [[φιλοξενία]] του γονιμοποιημένου ωαρίου ώς την τέλεια ανάπτυξή του, [[καθώς]] και την εξώθησή του [[κατά]] τη [[λήξη]] της κύησης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>τεχνολ.</b> [[κοίλο]] [[εξάρτημα]] που χρησιμοποιείται στις διαδικασίες διαμόρφωσης εύτηκτων μετάλλων και πλαστικών, [[τύπος]], κν. [[φόρμα]], [[καλούπι]]<br /><b>2.</b> <b>βοτ.</b> i) [[ιστός]] μεμβράνας που περιβάλλει το [[περίδιο]] τών βασιδιομηκύτων<br />ii) [[σπόρος]] στη γη από τον οποίο βλαστάνει το [[φυτό]]<br /><b>3.</b> <b>ναυτ.</b> εσωτερική ίνα σχοινιού που [[γύρω]] της πλέκονται οι υπόλοιπες ίνες του, κν. [[κολαούζος]]<br /><b>4.</b> <b>μαθημ.</b> [[πίνακας]] με στοιχεία ή αριθμούς, μιγαδικούς ή πραγματικούς, διατεταγμένους σε γραμμές και στήλες, ο [[οποίος]] χρησιμοποιείται στα [[μαθηματικά]] και στην [[επεξεργασία]] δεδομένων με ηλεκτρονικούς υπολογιστές<br /><b>5.</b> <b>(τυπογρ.)</b> ορειχάλκινο [[καλούπι]] που χρησιμοποιούνταν παλαιότερα και [[μέσα]] στο οποίο κατασκευάζονταν τα χυτά γράμματα που επρόκειτο να τυπωθούν<br /><b>6.</b> <b>(πετρογρ.)</b> το υλικό [[μέσα]] στο οποίο [[είναι]] ενσωματωμένο ένα [[άλλο]] υλικό<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἄνοιγμα]] μήτρας» <br />α) [[τέκνο]]<br />β) πρωτότοκο ανθρώπου ή ζώου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[κοιλιά]] σφαγίου, και [[ιδίως]] του χοίρου, ως [[έδεσμα]]<br /><b>2.</b> ο [[τράχηλος]] της μήτρας<br /><b>3.</b> η [[εντεριώνη]] του φυτού, το εσώτατο [[μέρος]] του βλαστού ή της ρίζας, η [[καρδιά]], η [[ψίχα]]<br /><b>4.</b> η [[βασίλισσα]] τών [[σφηκών]] ή τών [[μελισσών]], σε [[αντιδιαστολή]] με τους εργάτες<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[αρχή]] ή [[πηγή]]<br /><b>6.</b> [[μάνταλο]], [[μοχλός]] θύρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μη</i>- του [[μήτηρ]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρα</i> ([[πρβλ]]. [[ρήτρα]])].<br /> <b>(II)</b><br />[[μήτρα]], ἡ (Α) <b>συν. στον πληθ.</b> <i>αἱ μήτραι</i><br />τα κτηματολόγια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[μήτρα]] ανάγεται πιθ. σε μακρόφωνη ΙΕ [[ρίζα]] <i>m</i><i>ē</i>- «[[μετρώ]], [[υπολογίζω]], [[σταθμίζω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[μέτρο]], [[μῆτις]]) και αντιστοιχεί ακριβώς με αρχ. ινδ. <i>m</i><i>ā</i><i>tr</i><i>ā</i>- «[[μέτρο]]». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ίσως πρόκειται για λ. σχηματισμένη ή παραγωγικά ή κατ' [[επίδραση]] τών [[μήτηρ]], <i>μητρῷον</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μήτρα:''' Ιων. -τρη, ἡ ([[μήτηρ]]), Λατ. [[matrix]], [[μήτρα]] (όργανο του γυναικείου γεννητικού συστήματος), σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ. | |lsmtext='''μήτρα:''' Ιων. -τρη, ἡ ([[μήτηρ]]), Λατ. [[matrix]], [[μήτρα]] (όργανο του γυναικείου γεννητικού συστήματος), σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
Line 41: | Line 41: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[μήτρα]], | |mdlsjtxt=[[μήτρα]], ''Ionic'' -τρη, ἡ, [[μήτηρ]]<br />Lat. [[matrix]], the [[womb]], Hdt., Plat., etc. | ||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
Line 48: | Line 48: | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':m»tra 姆特拉<br />'''詞類次數''':名詞(2)<br />'''原文字根''':母親 相當於: ([[רֶחֶם]]‎)<br />'''字義溯源''':(生物形成之)母體,子宮,胎,生育,頭生;源自([[μήτηρ]])*=母親)。參讀 ([[γαστήρ]])同義字參讀 ([[μήτηρ]])同源字<br />'''出現次數''':總共(2);路(1);羅(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 生育(1) 羅4:19;<br />2) 胎(1) 路2:23 | |sngr='''原文音譯''':m»tra 姆特拉<br />'''詞類次數''':名詞(2)<br />'''原文字根''':母親 相當於: ([[רֶחֶם]]‎)<br />'''字義溯源''':(生物形成之)母體,子宮,胎,生育,頭生;源自([[μήτηρ]])*=母親)。參讀 ([[γαστήρ]])同義字參讀 ([[μήτηρ]])同源字<br />'''出現次數''':總共(2);路(1);羅(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 生育(1) 羅4:19;<br />2) 胎(1) 路2:23 | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=Ἀπό τό [[μήτηρ]] ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. | |||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=ἡ [[matriz]] de un siluro γράψον τὰ ὑποκείμενα αἵματι σιλούρου μήτρας <b class="b3">escribe lo siguiente con sangre de la matriz de un siluro</b> P XXXVI 363 sent. fig., ref. a la divinidad ἐγνωρίσαμεν, μ. πάσης γνώσεως <b class="b3">te conocimos, matriz de todo conocimiento</b> P III 603 | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[womb]]=== | |||
Afrikaans: baarmoeder; Albanian: an, mitër; Arabic: رَحِم, بَيْت الْوَلِد; Moroccan Arabic: والدة; Armenian: արգանդ; Asturian: úteru; Azerbaijani: uşaqlıq, bətn; Belarusian: матка, чэ́рава; Bengali: জরায়ু; Breton: mamm; Bulgarian: матка, утроба; Burmese: သားအိမ်; Catalan: úter, matriu; Central Melanau: peranakan; Chinese Cantonese: 子宮, 子宫; Mandarin: 子宮, 子宫; Min Nan: 子宮, 子宫, 生囝袋; Classical Nahuatl: nānyōtl; Czech: děloha; Danish: livmoder; Dhivehi: ރަހިމު; Dutch: [[baarmoeder]]; Elfdalian: livmųoðer; Esperanto: utero; Estonian: emakas; Faroese: lívmóðir; Finnish: kohtu; French: [[utérus]], [[ventre]], [[matrice]], [[sein]], [[entrailles]]; Galician: útero, madre, ventre, seo, entrañas; Georgian: საშვილოსნოს; German: [[Gebärmutter]]; Uterus; Mutterleib, Schoß; Gothic: 𐍅𐌰𐌼𐌱𐌰, 𐌺𐌹𐌻𐌸𐌴𐌹; Greek: [[μήτρα]]; Ancient Greek: [[μήτρα]], [[ὑστέρα]], [[ὑστέρη]], [[δελφύς]], [[δελφύα]]; Greenlandic: illiaq; Guaraní: ye; Gujarati: ગર્ભાશય; Hebrew: רֶחֶם \ רַחַם; Hindi: गर्भ, गर्भाशय; Hungarian: méh; Icelandic: leg, móðurlíf; Indonesian: rahim; Interlingua: utero, matrice; Irish: broinn; Italian: [[utero]], [[grembo]]; Japanese: 子宮, 母胎; Kannada: ಗರ್ಭಕೋಶ; Kazakh: жатыр; Khmer: ស្បូន; Korean: 자궁(子宮); Kurdish Central Kurdish: مِناڵدان; Northern Kurdish: malzarok; Kyrgyz: жатын; Lao: ມົດລູກ; Latin: [[matrix]], [[uterus]], [[uterum]]; Latvian: dzemde; Lithuanian: gimda; Luxembourgish: Matrice, Gebärmutter, Uterus; Macedonian: матка, утроба; Malagasy: bobo, fananahana, vohoka; Malay: rahim, peranakan, kandung, kandungan, uterus; Malayalam: ഗര്ഭപാത്രം; Maltese: ġuf; Manx: brein; Maori: wharekano, wharekākano, wharetangata; Marathi: गर्भाशय; Middle English: matrice, maris, wombe; Mongolian: сав, умай, хэвлий; Navajo: iishchʼid; Nepali: पाठेघर; Norwegian Bokmål: livmor; Nynorsk: livmor; Old Church Slavonic Cyrillic: чрѣво; Old East Slavic: черево; Old English: innoþ, cwiþ, hrif, ċildhama; Pashto: رحم, توملنه, زيلان; Persian: رحم, زهدان, زاقدان; Polish: macica; Portuguese: [[útero]], [[matriz]]; Quechua: kisma; Romanian: uter, matcă; Romansch: madra, uterus; Russian: [[матка]], [[утроба]], [[чрево]]; Rusyn: матка; Sami Inari: kuáhtu; Northern: mánágoahti, eatniheagga, goaŧŧu; Skolt: vuõbdd; Southern: boernesgåetie, jiemie; Sanskrit: गर्भ; Scottish Gaelic: machlag, broinn, brù; Serbo-Croatian Cyrillic: матерница, материца, утроба; Roman: maternica, materica, utroba; Slovak: maternica; Slovene: maternica; Sorbian Upper Sorbian: maćernica, rodźeńca; Spanish: [[útero]], [[matriz]]; Sranan Tongo: bere; Sundanese: ᮕᮤᮃᮔᮊᮔ᮪; Swahili: nyumba ya uzazi, tumbo; Swedish: livmoder; Tagalog: bahay-bata, sinapupunan, matris, utero; Tajik: бачадон, раҳим, заҳдон; Tamil: கருப்பை; Telugu: గర్భం, గర్భాశయము; Thai: มดลูก; Tocharian B: kaläl, kātso; Tupinambá: ygé; Turkish: rahim, dölyatağı, uterus; Turkmen: ýatgy; Ugaritic: 𐎗𐎈𐎎; Ukrainian: матка, утроба, черево; Urdu: گربھ, رحم; Uyghur: بەچىدان, قارىن, ماتكا; Uzbek: bachadon, matka; Venetian: mare; Vietnamese: tử cung, dạ con; Volapük: vüm, motavüm; Welsh: croth; Old Welsh: gumbelauc; Yiddish: טראַכט, מוטערטראַכט, הייבמוטער | |||
===[[heartwood]]=== | |||
Armenian: բնամիջուկ; Bulgarian: сърцевина на дърво; Catalan: duramen; Chinese Mandarin: 心材; Dutch: [[kernhout]]; Finnish: sydänpuu, ydinpuu; French: [[bois de cœur]], [[duramen]], [[bois parfait]]; Galician: cerne; German: [[Kernholz]], [[kerniges Holz]]; Greek: [[εγκάρδιο ξύλο]], [[εγκάρδιον ξύλον]], [[καρδιόξυλο]]; Ancient Greek: [[ἐγκάρδιον]], [[ἔνδρυον]], [[ἐντεριώνη]], [[μήτρα]]; Ido: durameno; Indonesian: inti kayu, teras; Irish: croí-adhmad; Italian: [[durame]], [[cuore del legno]]; Japanese: 心材; Khmer: ក្រាក់; Korean: 심재; Macedonian: срцевина; Maori: taikākā, tōiki, karei, paiore; Norwegian Norwegian Bokmål: kjerneved, kjerne, alved; Norwegian Nynorsk: kjerneved; Persian: درونچوب; Polish: twardziel; Portuguese: [[cerne]], [[durame]], [[âmago]]; Romansch: lain da cor; Russian: [[ядровая древесина]], [[сердцевина]]; Spanish: [[duramen]], [[cerno]]; Swedish: kärnved; Tagalog: lasgas, tigas; Welsh: rhuddin | |||
===[[stomach]]=== | |||
Afar: garba; Afrikaans: maag; Alawa: gundjäl; Albanian: mullë, zgrof, stomak; Aleut: sanĝux̂; Amharic: ጨጓራ; Apache Western Apache: bibid; Arabic: مَعِدَة, مِعْدَة, بَطْن; Egyptian Arabic: معدة; Hijazi Arabic: معدة, بطن; Aragonese: estomago; Aramaic Hebrew: אסטומכא; Syriac: ܐܣܛܘܡܟܐ; Armenian: ստամոքս; Assamese: পাকস্থলী; Asturian: estómagu; Aymara: puraka; Azerbaijani: mədə, qarın; Balinese: ᬩᬲᬂ; Bashkir: ашҡаҙан; Basque: urdail; Bau Bidayuh: toin, kubuoi; Belarusian: страўнік, жалудак; Bengali: পাকস্থলী; Bikol Central: tulak; Breton: stomog; Brunei Malay: parut; Bulgarian: стомах, желъ́дък; Burmese: ဝမ်း; Carpathian Rusyn: жалудок; Catalan: estómac; Central Melanau: pait; Chakma: 𑄞𑄢𑄣𑄴; Chamicuro: knani; Chechen: хьер, зорх; Chichewa: chifu; Chickasaw: ittakoba'; Chinese Cantonese: [[胃]]; Dungan: дўзы; Eastern Min: 胃; Hakka: 胃; Hokkien: 胃; Mandarin: [[胃]], [[肚子]]; Wu: 胃; Chuvash: хырӑм; Corsican: stomacu; Crimean Tatar: mide, aşqazan; Czech: žaludek; Danish: mave; Dhivehi: މައިދާ; Dutch: [[maag]]; Erzya: пеке; Esperanto: stomako; Estonian: kõht, magu; Finnish: mahalaukku, vatsalaukku; French: [[estomac]]; Friulian: stomi; Galician: estómago, calleiro, bandullo, ventrullo, maga; Georgian: კუჭი, სტომაქი, სტვამაქი; German: [[Magen]]; Greek: [[στομάχι]]; Ancient Greek: [[γαστήρ]], [[καρδία]], [[κοιλία]], [[μήτρα]], [[νηδύς]], [[στόμαχος]]; Greenlandic: naaq; Gujarati: જઠર, પેટ; Haitian Creole: vant; Hawaiian: ʻōpū; Hebrew: קיבה \ קֵבָה; Hindi: अमाशय, पेट, उदर; Hungarian: gyomor; Icelandic: magi; Ido: stomako; Igbo: afo; Indonesian: lambung, maag; Interlingua: stomacho; Iranun: tian; Irish: goile; Italian: [[stomaco]]; Japanese: 胃, 胃袋,お腹, 腹; Kalmyk: гесн; Kannada: ಹೊಟ್ಟೆ, ಉದರ; Kapampangan: dungus; Kashubian: żołǫdk; Kazakh: асқазан; Khmer: ក្រពះ; Kimaragang: tiyan; Komi-Korean: 위(胃); Kurdish Central Kurdish: گەدە; Northern Kurdish: gede; Kyrgyz: ашказан, курсак; Lakota: niǧé, thezí; Lao: ກະເພາະ, ທ້ອງ, ກະມະລະ; Latgalian: pasirds; Latin: [[alvus]], [[venter]], [[stomachus]]; Latvian: kuņģis; Ligurian: stéumago; Linngithigh: arra; Lithuanian: skrandis; Livonian: mag; Lombard: stomegh; Lotud: tian; Low German: Maag; Luganda: ssebusa; Luo: ich; Luxembourgish: Mo; Macedonian: желудник, стомак, мев; Malagasy: vavony; Malay: perut; Malayalam: ആമാശയം; Maltese: stonku; Manchu: ᡤᡠᠸᡝᠵᡳᡥᡝ; Mandinka: konoo; Maranao: tiyan; Marathi: जठर; Middle Persian: 𐭪𐭥𐭬𐭡, 𐭪𐭥𐭬𐭩𐭪𐭩; Mongolian: гэдэс; Navajo: abid; Nepali: पेट; Norman: estonma, estouma, estuma; Northern Sami: čoavji; Norwegian Bokmål: mage, magesekk, mavesekk; Nynorsk: mage, magesekk; Occitan: estomac; Odia: ଫଣ୍ଡ; Ojibwe: nimisad; Old Church Slavonic Cyrillic: желудъкъ; Old English: maga; Old Turkic: 𐰴𐰆𐰺𐰆𐰍𐰽𐰴; Oromo: garaacha; Ossetian: ахсӕн; Ottoman Turkish: معده, قورساق; Pashto: معده, ګېډه; Persian: معده, کم; Piedmontese: stòmi; Pitjantjatjara: tjuni kata; Plautdietsch: Moag; Polish: żołądek; Portuguese: [[estômago]]; Punjabi: ਢਿੱਡ; Romagnol: stómac; Romanian: stomac; Rungus: tizan; Russian: [[желудок]], [[живот]]; Sabah Bisaya: tinai'; Saho: garba; Sanskrit: उदरम्, उदर; Sardinian: istogomo, istocomo; Scottish Gaelic: stamag, brù; Serbo-Croatian Cyrillic: желудац, стомак; Roman: želudac, stomak; Shan: တွင်ႉ; Sicilian: stòmmacu; Sinhalese: බඩ; Slovak: žalúdok; Slovene: želodec; Somali: calool; Sorbian Lower: žołdk; Upper: žołdk; Spanish: [[estómago]]; Sundanese: ᮘᮥᮛᮤᮂ; Swahili: utumbo; Swedish: mage, magsäck; Tagal Murut: tinaai; Tagalog: tiyan, sikmura; Tajik: меъда; Tambunan Dusun: tian; Tamil: இரைப்பை, வயிறு; Taos: thį̀ęʼéna; Tarifit: aɛeddis; Tatar: ашказан; Telugu: జీర్ణకోశము, జీర్ణాశయము; Ternate: gate; Thai: ท้อง, กระเพาะ, กระเพาะอาหาร; Tibetan: གྲོད་ཁོག; Tigrinya: ከስዐ; Timugon Murut: tinaie; Tooro: enda; Turkish: mide, karın, aşkazan; Turkmen: garyn, aşgazan; Tuvan: ижин; Ukrainian: шлунок, желудок, жолудок; Urdu: معدہ, پیٹ; Uyghur: ئاشقازان; Uzbek: qorin, oshqozon; Venetan: stòmego; Vietnamese: dạ dày, bao tử; Vilamovian: maoga; Volapük: stomäg; Walloon: stoumak; Welsh: stumog; West Coast Bajau: betong; West Frisian: mage; White Wiradjuri: binji; Wolof: biir, bàq; Xhosa: isisu; Yakut: куртах; Yami: vitoka; Yiddish: מאָגן; Yoruba: àpòòkùn, ikùn; Yup'ik: aqsaq; Zhuang: dungx; Zulu: isisu | |||
}} | }} |
Latest revision as of 18:07, 7 November 2024
English (LSJ)
(A), Ion. μήτρη, ἡ, (μήτηρ)
A womb, Hp.Prorrh.2.24, Hdt.3.108 (dub.l.), Pl.Ti.91d, etc.: also in plural, Hp.Loc.Hom.47, Vict.1.30, Hdt. l.c.: the cervix including the orifice of the womb, Arist.HA510b14.
2 a swine's matrix, reckoned a great dainty, μήτρας τόμοις Telecl.1.14; μήτραν… πωλοῦσιν, ἥδιστον κρέας Antiph.220; ὑπὲρ μήτρας… ἀποθανεῖν Alex.193, cf. Plu.2.733e, Ath.3.96f.
3 metaph., source, origin, D.L.7.46; μῆτραι τῆς ψυχῆς Ph.1.441.
II core, heartwood of trees, Thphr.HP1.6.1.
b diseased condition of the wood, 'soft-wood', ib.2.7.3.
III queen wasp, opp. ἐργάται, Arist.HA627b32,al.
IV μ. χελωνίων, χελωνίοις, bolts for locks, BGU 1028.20,26 (ii A.D.); μήτρα θύρας = repagulum, Gloss.(B), ἡ, in plural,
A register of house-property, at Tarsus and Soli, Arist. in POxy.1802.58; sg., = κλῆρος, at Tarsus and Soli, Clitarch. ap.Hsch. (Cf. Skt. mātrā 'measure' and ἐρεσιμήτρη.)
German (Pape)
[Seite 179] ἡ, die Gebärmutter; ὁ σκύμνος ἐν τῇ μήτρῃ ἐών, Her. 3, 108; τὸ δὲ τέκνον ἐν τῇσι μήτρῃσι πλάσσεται, ibd.; vgl. Plat. Tim. 91 b; Sp., περὶ τῆς ἐν τῇ μήτρᾳ τῶν ἐμβρύων πλαστικῆς, Luc. Vit. auct. 26. – Als Speise, s. Ath. III c. 51. – Bei Arist. H. A. 9, 41 eine Art Wespen. – Bei Theophr. Kern oder Mark der Bäume.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
matrice, ventre ou sein de la mère.
Étymologie: μήτηρ.
Russian (Dvoretsky)
μήτρα: ион. μήτρη ἡ
1 материнская утроба, чрево, полость матки (ἐν τῇ μήτρῃ εἶναι Her.; τὸ κύημα ἐν τῇ μήτρᾳ Arst.);
2 шейка матки (καλεῖται μ. ὁ καυλὸς καὶ τὸ στόμα τῆς ὑστέρας Arst.);
3 кулин. свиная утроба (считавшаяся лакомым блюдом) Arst., Plut.;
4 сердцевина (ἐν τοῖς δένδροις Arst.);
5 (у пчел, ос и шмелей) матка, царица Arst.;
6 перен. недра, источник Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
μήτρα: Ἰων. -τρη, ἡ, (μήτηρ) Λατ. matrix, Ἱππ. Προρρ. 106, Ἡρόδ. 3. 108, Πλάτ., κτλ.· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· - ἢ κυριολεκτικώτερον, τὸ στόμα τῆς ὑστέρας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1, 22. 2) ἡ κοιλία τοῦ χοίρου, Λατ. vulva, θεωρουμένη ὡς ἔξοχον λίχνευμα, μήτρας τόμοις Τηλεκλείδης, ἐν «Ἀμφικτύοσι» 1. 14· μήτραν τινὲς πωλοῦσιν ἥδιστον κρέας Ἀντιφάν. ἐν «Φιλομήτορι» 1· ὑπὲρ μήτρας... ἀποθανεῖν Ἄλεξις ἐν «Ποντικῷ» 1, κτλ.· πρβλ. Πλούτ. 2. 733C, Ἀθήν. 96F. 3) μεταφορ., ἡ πηγὴ ἢ ἀρχὴ πράγματός τινος, Διογ. Λ. 7. 46. ΙΙ. ἡ ἐντεριώνη, ἡ καρδία δένδρων, «ψῖχα», Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 1. ΙΙ. βασίλισσα τῶν σφηκῶν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἐργάται, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 41, 2· ὡσαύτως τῶν μελισσῶν, ὁ αὐτ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μήτρα· εἶδος σφηκός. καὶ τῶν ξύλων τὸ ἐντός, ὃ καρδίαν τινὲς ἢ ἐντεριώνην καλοῦσι. καὶ νῦν ὁ κλῆρος ὑπὸ Σολέων, ὡς Κλείταρχος. καὶ ἡ τῆς γυναικός».
Spanish
English (Strong)
English (Thayer)
μήτρας, ἡ (μήτηρ), the womb: διανοίγω, 1); Herodotus, Plato, others; the Sept. for רֶחֶם.)
Greek Monolingual
(I)
η (ΑΜ μήτρα, Α ιων. τ. μήτρη)
κοίλο μυώδες όργανο του γυναικείου γεννητικού συστήματος με προορισμό τη φιλοξενία του γονιμοποιημένου ωαρίου ώς την τέλεια ανάπτυξή του, καθώς και την εξώθησή του κατά τη λήξη της κύησης
νεοελλ.
1. τεχνολ. κοίλο εξάρτημα που χρησιμοποιείται στις διαδικασίες διαμόρφωσης εύτηκτων μετάλλων και πλαστικών, τύπος, κν. φόρμα, καλούπι
2. βοτ. i) ιστός μεμβράνας που περιβάλλει το περίδιο τών βασιδιομηκύτων
ii) σπόρος στη γη από τον οποίο βλαστάνει το φυτό
3. ναυτ. εσωτερική ίνα σχοινιού που γύρω της πλέκονται οι υπόλοιπες ίνες του, κν. κολαούζος
4. μαθημ. πίνακας με στοιχεία ή αριθμούς, μιγαδικούς ή πραγματικούς, διατεταγμένους σε γραμμές και στήλες, ο οποίος χρησιμοποιείται στα μαθηματικά και στην επεξεργασία δεδομένων με ηλεκτρονικούς υπολογιστές
5. (τυπογρ.) ορειχάλκινο καλούπι που χρησιμοποιούνταν παλαιότερα και μέσα στο οποίο κατασκευάζονταν τα χυτά γράμματα που επρόκειτο να τυπωθούν
6. (πετρογρ.) το υλικό μέσα στο οποίο είναι ενσωματωμένο ένα άλλο υλικό
μσν.
φρ. «ἄνοιγμα μήτρας»
α) τέκνο
β) πρωτότοκο ανθρώπου ή ζώου
αρχ.
1. η κοιλιά σφαγίου, και ιδίως του χοίρου, ως έδεσμα
2. ο τράχηλος της μήτρας
3. η εντεριώνη του φυτού, το εσώτατο μέρος του βλαστού ή της ρίζας, η καρδιά, η ψίχα
4. η βασίλισσα τών σφηκών ή τών μελισσών, σε αντιδιαστολή με τους εργάτες
5. μτφ. αρχή ή πηγή
6. μάνταλο, μοχλός θύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μη- του μήτηρ + επίθημα -τρα (πρβλ. ρήτρα)].
(II)
μήτρα, ἡ (Α) συν. στον πληθ. αἱ μήτραι
τα κτηματολόγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μήτρα ανάγεται πιθ. σε μακρόφωνη ΙΕ ρίζα mē- «μετρώ, υπολογίζω, σταθμίζω» (βλ. λ. μέτρο, μῆτις) και αντιστοιχεί ακριβώς με αρχ. ινδ. mātrā- «μέτρο». Κατ' άλλη άποψη, ίσως πρόκειται για λ. σχηματισμένη ή παραγωγικά ή κατ' επίδραση τών μήτηρ, μητρῷον].
Greek Monotonic
μήτρα: Ιων. -τρη, ἡ (μήτηρ), Λατ. matrix, μήτρα (όργανο του γυναικείου γεννητικού συστήματος), σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.
Frisk Etymological English
1
Meaning: uterus
See also: s. μήτηρ.
2
Meaning: land-measure, κλῆρος
See also: s. μέτρον.
Middle Liddell
μήτρα, Ionic -τρη, ἡ, μήτηρ
Lat. matrix, the womb, Hdt., Plat., etc.
Frisk Etymology German
μήτρα: 1.
{mḗtra}
Grammar: f.
Meaning: Gebärmutter, Mutterleib, Kernholz, Mark
See also: s. μήτηρ.
Page 2,233
2.
{mḗtra}
Grammar: f.
Meaning: Ackermaß, κλῆρος
See also: s. μέτρον.
Page 2,233
Chinese
原文音譯:m»tra 姆特拉
詞類次數:名詞(2)
原文字根:母親 相當於: (רֶחֶם)
字義溯源:(生物形成之)母體,子宮,胎,生育,頭生;源自(μήτηρ)*=母親)。參讀 (γαστήρ)同義字參讀 (μήτηρ)同源字
出現次數:總共(2);路(1);羅(1)
譯字彙編:
1) 生育(1) 羅4:19;
2) 胎(1) 路2:23
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό μήτηρ ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
Léxico de magia
ἡ matriz de un siluro γράψον τὰ ὑποκείμενα αἵματι σιλούρου μήτρας escribe lo siguiente con sangre de la matriz de un siluro P XXXVI 363 sent. fig., ref. a la divinidad ἐγνωρίσαμεν, μ. πάσης γνώσεως te conocimos, matriz de todo conocimiento P III 603
Translations
womb
Afrikaans: baarmoeder; Albanian: an, mitër; Arabic: رَحِم, بَيْت الْوَلِد; Moroccan Arabic: والدة; Armenian: արգանդ; Asturian: úteru; Azerbaijani: uşaqlıq, bətn; Belarusian: матка, чэ́рава; Bengali: জরায়ু; Breton: mamm; Bulgarian: матка, утроба; Burmese: သားအိမ်; Catalan: úter, matriu; Central Melanau: peranakan; Chinese Cantonese: 子宮, 子宫; Mandarin: 子宮, 子宫; Min Nan: 子宮, 子宫, 生囝袋; Classical Nahuatl: nānyōtl; Czech: děloha; Danish: livmoder; Dhivehi: ރަހިމު; Dutch: baarmoeder; Elfdalian: livmųoðer; Esperanto: utero; Estonian: emakas; Faroese: lívmóðir; Finnish: kohtu; French: utérus, ventre, matrice, sein, entrailles; Galician: útero, madre, ventre, seo, entrañas; Georgian: საშვილოსნოს; German: Gebärmutter; Uterus; Mutterleib, Schoß; Gothic: 𐍅𐌰𐌼𐌱𐌰, 𐌺𐌹𐌻𐌸𐌴𐌹; Greek: μήτρα; Ancient Greek: μήτρα, ὑστέρα, ὑστέρη, δελφύς, δελφύα; Greenlandic: illiaq; Guaraní: ye; Gujarati: ગર્ભાશય; Hebrew: רֶחֶם \ רַחַם; Hindi: गर्भ, गर्भाशय; Hungarian: méh; Icelandic: leg, móðurlíf; Indonesian: rahim; Interlingua: utero, matrice; Irish: broinn; Italian: utero, grembo; Japanese: 子宮, 母胎; Kannada: ಗರ್ಭಕೋಶ; Kazakh: жатыр; Khmer: ស្បូន; Korean: 자궁(子宮); Kurdish Central Kurdish: مِناڵدان; Northern Kurdish: malzarok; Kyrgyz: жатын; Lao: ມົດລູກ; Latin: matrix, uterus, uterum; Latvian: dzemde; Lithuanian: gimda; Luxembourgish: Matrice, Gebärmutter, Uterus; Macedonian: матка, утроба; Malagasy: bobo, fananahana, vohoka; Malay: rahim, peranakan, kandung, kandungan, uterus; Malayalam: ഗര്ഭപാത്രം; Maltese: ġuf; Manx: brein; Maori: wharekano, wharekākano, wharetangata; Marathi: गर्भाशय; Middle English: matrice, maris, wombe; Mongolian: сав, умай, хэвлий; Navajo: iishchʼid; Nepali: पाठेघर; Norwegian Bokmål: livmor; Nynorsk: livmor; Old Church Slavonic Cyrillic: чрѣво; Old East Slavic: черево; Old English: innoþ, cwiþ, hrif, ċildhama; Pashto: رحم, توملنه, زيلان; Persian: رحم, زهدان, زاقدان; Polish: macica; Portuguese: útero, matriz; Quechua: kisma; Romanian: uter, matcă; Romansch: madra, uterus; Russian: матка, утроба, чрево; Rusyn: матка; Sami Inari: kuáhtu; Northern: mánágoahti, eatniheagga, goaŧŧu; Skolt: vuõbdd; Southern: boernesgåetie, jiemie; Sanskrit: गर्भ; Scottish Gaelic: machlag, broinn, brù; Serbo-Croatian Cyrillic: матерница, материца, утроба; Roman: maternica, materica, utroba; Slovak: maternica; Slovene: maternica; Sorbian Upper Sorbian: maćernica, rodźeńca; Spanish: útero, matriz; Sranan Tongo: bere; Sundanese: ᮕᮤᮃᮔᮊᮔ᮪; Swahili: nyumba ya uzazi, tumbo; Swedish: livmoder; Tagalog: bahay-bata, sinapupunan, matris, utero; Tajik: бачадон, раҳим, заҳдон; Tamil: கருப்பை; Telugu: గర్భం, గర్భాశయము; Thai: มดลูก; Tocharian B: kaläl, kātso; Tupinambá: ygé; Turkish: rahim, dölyatağı, uterus; Turkmen: ýatgy; Ugaritic: 𐎗𐎈𐎎; Ukrainian: матка, утроба, черево; Urdu: گربھ, رحم; Uyghur: بەچىدان, قارىن, ماتكا; Uzbek: bachadon, matka; Venetian: mare; Vietnamese: tử cung, dạ con; Volapük: vüm, motavüm; Welsh: croth; Old Welsh: gumbelauc; Yiddish: טראַכט, מוטערטראַכט, הייבמוטער
heartwood
Armenian: բնամիջուկ; Bulgarian: сърцевина на дърво; Catalan: duramen; Chinese Mandarin: 心材; Dutch: kernhout; Finnish: sydänpuu, ydinpuu; French: bois de cœur, duramen, bois parfait; Galician: cerne; German: Kernholz, kerniges Holz; Greek: εγκάρδιο ξύλο, εγκάρδιον ξύλον, καρδιόξυλο; Ancient Greek: ἐγκάρδιον, ἔνδρυον, ἐντεριώνη, μήτρα; Ido: durameno; Indonesian: inti kayu, teras; Irish: croí-adhmad; Italian: durame, cuore del legno; Japanese: 心材; Khmer: ក្រាក់; Korean: 심재; Macedonian: срцевина; Maori: taikākā, tōiki, karei, paiore; Norwegian Norwegian Bokmål: kjerneved, kjerne, alved; Norwegian Nynorsk: kjerneved; Persian: درونچوب; Polish: twardziel; Portuguese: cerne, durame, âmago; Romansch: lain da cor; Russian: ядровая древесина, сердцевина; Spanish: duramen, cerno; Swedish: kärnved; Tagalog: lasgas, tigas; Welsh: rhuddin
stomach
Afar: garba; Afrikaans: maag; Alawa: gundjäl; Albanian: mullë, zgrof, stomak; Aleut: sanĝux̂; Amharic: ጨጓራ; Apache Western Apache: bibid; Arabic: مَعِدَة, مِعْدَة, بَطْن; Egyptian Arabic: معدة; Hijazi Arabic: معدة, بطن; Aragonese: estomago; Aramaic Hebrew: אסטומכא; Syriac: ܐܣܛܘܡܟܐ; Armenian: ստամոքս; Assamese: পাকস্থলী; Asturian: estómagu; Aymara: puraka; Azerbaijani: mədə, qarın; Balinese: ᬩᬲᬂ; Bashkir: ашҡаҙан; Basque: urdail; Bau Bidayuh: toin, kubuoi; Belarusian: страўнік, жалудак; Bengali: পাকস্থলী; Bikol Central: tulak; Breton: stomog; Brunei Malay: parut; Bulgarian: стомах, желъ́дък; Burmese: ဝမ်း; Carpathian Rusyn: жалудок; Catalan: estómac; Central Melanau: pait; Chakma: 𑄞𑄢𑄣𑄴; Chamicuro: knani; Chechen: хьер, зорх; Chichewa: chifu; Chickasaw: ittakoba'; Chinese Cantonese: 胃; Dungan: дўзы; Eastern Min: 胃; Hakka: 胃; Hokkien: 胃; Mandarin: 胃, 肚子; Wu: 胃; Chuvash: хырӑм; Corsican: stomacu; Crimean Tatar: mide, aşqazan; Czech: žaludek; Danish: mave; Dhivehi: މައިދާ; Dutch: maag; Erzya: пеке; Esperanto: stomako; Estonian: kõht, magu; Finnish: mahalaukku, vatsalaukku; French: estomac; Friulian: stomi; Galician: estómago, calleiro, bandullo, ventrullo, maga; Georgian: კუჭი, სტომაქი, სტვამაქი; German: Magen; Greek: στομάχι; Ancient Greek: γαστήρ, καρδία, κοιλία, μήτρα, νηδύς, στόμαχος; Greenlandic: naaq; Gujarati: જઠર, પેટ; Haitian Creole: vant; Hawaiian: ʻōpū; Hebrew: קיבה \ קֵבָה; Hindi: अमाशय, पेट, उदर; Hungarian: gyomor; Icelandic: magi; Ido: stomako; Igbo: afo; Indonesian: lambung, maag; Interlingua: stomacho; Iranun: tian; Irish: goile; Italian: stomaco; Japanese: 胃, 胃袋,お腹, 腹; Kalmyk: гесн; Kannada: ಹೊಟ್ಟೆ, ಉದರ; Kapampangan: dungus; Kashubian: żołǫdk; Kazakh: асқазан; Khmer: ក្រពះ; Kimaragang: tiyan; Komi-Korean: 위(胃); Kurdish Central Kurdish: گەدە; Northern Kurdish: gede; Kyrgyz: ашказан, курсак; Lakota: niǧé, thezí; Lao: ກະເພາະ, ທ້ອງ, ກະມະລະ; Latgalian: pasirds; Latin: alvus, venter, stomachus; Latvian: kuņģis; Ligurian: stéumago; Linngithigh: arra; Lithuanian: skrandis; Livonian: mag; Lombard: stomegh; Lotud: tian; Low German: Maag; Luganda: ssebusa; Luo: ich; Luxembourgish: Mo; Macedonian: желудник, стомак, мев; Malagasy: vavony; Malay: perut; Malayalam: ആമാശയം; Maltese: stonku; Manchu: ᡤᡠᠸᡝᠵᡳᡥᡝ; Mandinka: konoo; Maranao: tiyan; Marathi: जठर; Middle Persian: 𐭪𐭥𐭬𐭡, 𐭪𐭥𐭬𐭩𐭪𐭩; Mongolian: гэдэс; Navajo: abid; Nepali: पेट; Norman: estonma, estouma, estuma; Northern Sami: čoavji; Norwegian Bokmål: mage, magesekk, mavesekk; Nynorsk: mage, magesekk; Occitan: estomac; Odia: ଫଣ୍ଡ; Ojibwe: nimisad; Old Church Slavonic Cyrillic: желудъкъ; Old English: maga; Old Turkic: 𐰴𐰆𐰺𐰆𐰍𐰽𐰴; Oromo: garaacha; Ossetian: ахсӕн; Ottoman Turkish: معده, قورساق; Pashto: معده, ګېډه; Persian: معده, کم; Piedmontese: stòmi; Pitjantjatjara: tjuni kata; Plautdietsch: Moag; Polish: żołądek; Portuguese: estômago; Punjabi: ਢਿੱਡ; Romagnol: stómac; Romanian: stomac; Rungus: tizan; Russian: желудок, живот; Sabah Bisaya: tinai'; Saho: garba; Sanskrit: उदरम्, उदर; Sardinian: istogomo, istocomo; Scottish Gaelic: stamag, brù; Serbo-Croatian Cyrillic: желудац, стомак; Roman: želudac, stomak; Shan: တွင်ႉ; Sicilian: stòmmacu; Sinhalese: බඩ; Slovak: žalúdok; Slovene: želodec; Somali: calool; Sorbian Lower: žołdk; Upper: žołdk; Spanish: estómago; Sundanese: ᮘᮥᮛᮤᮂ; Swahili: utumbo; Swedish: mage, magsäck; Tagal Murut: tinaai; Tagalog: tiyan, sikmura; Tajik: меъда; Tambunan Dusun: tian; Tamil: இரைப்பை, வயிறு; Taos: thį̀ęʼéna; Tarifit: aɛeddis; Tatar: ашказан; Telugu: జీర్ణకోశము, జీర్ణాశయము; Ternate: gate; Thai: ท้อง, กระเพาะ, กระเพาะอาหาร; Tibetan: གྲོད་ཁོག; Tigrinya: ከስዐ; Timugon Murut: tinaie; Tooro: enda; Turkish: mide, karın, aşkazan; Turkmen: garyn, aşgazan; Tuvan: ижин; Ukrainian: шлунок, желудок, жолудок; Urdu: معدہ, پیٹ; Uyghur: ئاشقازان; Uzbek: qorin, oshqozon; Venetan: stòmego; Vietnamese: dạ dày, bao tử; Vilamovian: maoga; Volapük: stomäg; Walloon: stoumak; Welsh: stumog; West Coast Bajau: betong; West Frisian: mage; White Wiradjuri: binji; Wolof: biir, bàq; Xhosa: isisu; Yakut: куртах; Yami: vitoka; Yiddish: מאָגן; Yoruba: àpòòkùn, ikùn; Yup'ik: aqsaq; Zhuang: dungx; Zulu: isisu