Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παίω: Difference between revisions

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
m (Text replacement - "τοῑσι" to "τοῖσι")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παίω]] και βοιωτ. τ. πήω (Α)<br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] με το [[χέρι]], με ράβδο ή με όπλο («τοῑσι σκυτάλοισι ἔπαιον τοὺς Πέρσας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για κωπηλάτη) [[χτυπώ]] με το [[κουπί]] («ἔπαισαν ἄλμην βρύχιον ἐκ κελεύματος», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> (σχετικά με βέλη, ακόντια ή βλήματα) [[βάλλω]] («τοὺς πολεμίους παίοντες ἀμηχανεῖν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[διώχνω]] («παῑε, παῑ,... τοὺς σφῆκας ἀπὸ τῆς οἰκίας», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[συνευρίσκομαι]] ερωτικά<br /><b>6.</b> [[συγκρούομαι]] με [[κάτι]] («πρὸς τὰς πέτρας παίοντες διεσφενδονῶντο», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>7.</b> [[καταβροχθίζω]]<br /><b>8.</b> <b>μτφ.</b> α) (για λόγο) [[πληγώνω]] («ἐς [[τάχος]] παίει ξυνάπτων στρογγύλοις τοῖς ῥήμασι», <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) (σχετικά με τη [[δίψα]]) [[καταπαύω]], [[σβήνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], το ρ. [[παίω]] προέρχεται από έναν αμάρτυρο τ. <i>παFίω</i> (<b>πρβλ.</b> [[καίω]] <span style="color: red;"><</span> <i>καFyω</i>) και συνδέεται με το λατ. <i>pavio</i> «[[χτυπώ]]». Σύμφωνα με την [[υπόθεση]] αυτή, οι αρχικοί τ. του μέλλ. και αορ. [[πρέπει]] να ήταν: <i>παύσω</i> και <i>ἔπαυσα</i>, από τους οποίους στη [[συνέχεια]] προήλθε το ρ. [[παύω]], ενώ οι τ. <i>παίσω</i>, <i>ἔπαισα</i> θεωρούνται μτγν. Η [[άποψη]] ότι το ρ. [[παίω]] προέρχεται από αμάρτυρο τ. <i>παίσω</i> και συνδέεται με το λατ. <i>pinso</i> «[[κόπτω]], [[σπάζω]]» προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες. Τέλος, αμφβλ. παραμένει η [[σύνδεση]] του ρ. [[παίω]] με τις λ. [[παιάν]] και [[πταίω]].
|mltxt=[[παίω]] και βοιωτ. τ. πήω (Α)<br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] με το [[χέρι]], με ράβδο ή με όπλο («τοῖσι σκυτάλοισι ἔπαιον τοὺς Πέρσας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για κωπηλάτη) [[χτυπώ]] με το [[κουπί]] («ἔπαισαν ἄλμην βρύχιον ἐκ κελεύματος», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> (σχετικά με βέλη, ακόντια ή βλήματα) [[βάλλω]] («τοὺς πολεμίους παίοντες ἀμηχανεῖν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[διώχνω]] («παῑε, παῑ,... τοὺς σφῆκας ἀπὸ τῆς οἰκίας», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[συνευρίσκομαι]] ερωτικά<br /><b>6.</b> [[συγκρούομαι]] με [[κάτι]] («πρὸς τὰς πέτρας παίοντες διεσφενδονῶντο», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>7.</b> [[καταβροχθίζω]]<br /><b>8.</b> <b>μτφ.</b> α) (για λόγο) [[πληγώνω]] («ἐς [[τάχος]] παίει ξυνάπτων στρογγύλοις τοῖς ῥήμασι», <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) (σχετικά με τη [[δίψα]]) [[καταπαύω]], [[σβήνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], το ρ. [[παίω]] προέρχεται από έναν αμάρτυρο τ. <i>παFίω</i> (<b>πρβλ.</b> [[καίω]] <span style="color: red;"><</span> <i>καFyω</i>) και συνδέεται με το λατ. <i>pavio</i> «[[χτυπώ]]». Σύμφωνα με την [[υπόθεση]] αυτή, οι αρχικοί τ. του μέλλ. και αορ. [[πρέπει]] να ήταν: <i>παύσω</i> και <i>ἔπαυσα</i>, από τους οποίους στη [[συνέχεια]] προήλθε το ρ. [[παύω]], ενώ οι τ. <i>παίσω</i>, <i>ἔπαισα</i> θεωρούνται μτγν. Η [[άποψη]] ότι το ρ. [[παίω]] προέρχεται από αμάρτυρο τ. <i>παίσω</i> και συνδέεται με το λατ. <i>pinso</i> «[[κόπτω]], [[σπάζω]]» προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες. Τέλος, αμφβλ. παραμένει η [[σύνδεση]] του ρ. [[παίω]] με τις λ. [[παιάν]] και [[πταίω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 22:09, 24 May 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παίω Medium diacritics: παίω Low diacritics: παίω Capitals: ΠΑΙΩ
Transliteration A: paíō Transliteration B: paiō Transliteration C: paio Beta Code: pai/w

English (LSJ)

Boeot. πήω Hdn.Gr.2.949; Att. 2sg. imper. A παῖ X.Cyn.6.18 codd.: fut. παίσω E.El.688, X.An.3.2.19, παιήσω Ar.Nu.1125, Lys.459: aor. ἔπαισα Supp.Epigr.2.509.4, al. (Crete, v B. C.), A.Pers. 397, X.An.5.8.10: pf. πέπαικα LXX Nu.22.28, (ὑπερ-) Ar.Ec.1118, D.50.34:—Med., impf. ἐπαιόμην Plu.Pomp.24: aor. ἐπαισάμην X. Cyr.7.3.6:—Pass., aor. ἐπαίσθην A.Th.957, Ch.184, Luc.Salt.10: pf. πέπαισμαι (ἐμ-) Ath.12.543f; but the pass. tenses were mainly supplied by πλήσσω (παίσαντές τε καὶ πληγέντες S.Ant.171); and ἐπάταξα (from πατάσσω) was generally used as aor.:—poet. Verb (not in Hom., rare in Att. Prose), strike, smite, whether with the hand, or with a rod or other weapon, σκυτάλοισί τινας Hdt.3.137, cf. A.Ag. 1384, etc.: freq. with acc. omitted, παισθεὶς ἔπαισας Id.Th.957; παῖε πᾶς strike home!, E.Rh.685; παισάτω πᾶς (παῖς codd.), παῖ δή, παῖ δή X.Cyn. l.c.; π. τινὰ ἐς τὴν γῆν Hdt.9.107; π. τινὰ μάστιγι S.Aj.242 (lyr.), etc.; π. ὑφ' ἧπαρ αὑτήν Id.Ant.1315; παίσας πρὸς ἧπαρ φασγάνῳ E.Or.1063; π. τινὰ ἐς τὴν γαστέρα Ar.Nu.549; εἰς τὰ στέρνα X.Cyr. 4.6.4; τινὰ ἐς πλευρὰν ξίφει E.Rh.794; κατὰ τὸ στέρνον X.An.1.8.26; κάρα S.Aj.308, cf. OT1270; τὸν νῶτόν τινος Alciphr.3.43: c. dupl. acc., π. ῥοπάλῳ τινὰ τὸ νῶτον Ar.Av.497: c. acc. cogn., ὀλίγας π. (sc. πληγάς) X.An.5.8.12; τί μ' οὐκ ἀνταίαν ἔπαισέν τις (sc. πληγήν) ; S.Ant.1309 (lyr.); π. ἅλμην, of rowers, A.Pers.397, E.IT1391:—Med., ἐπαίσατο τὸν μηρόν he smote his thigh, X.Cyr. 7.3.6, cf. Plu.Pomp.24:—Pass., παιομένους Th.4.47, cf. A.Pers. 416, Antipho 2.4.4, etc.; πὺξ παιόμενος, opp. ἐγχειριδίῳ πληγείς, Lys. 4.6. b rarely of missiles, X.Cyr.6.4.18:—Pass., τὰ παιόμενα τοῖς κεραυνοῖς Plu.2.665d; of atoms, παίονται καὶ παίουσι τὸν ἅπαντα χρόνον ib.1111e. 2 c. acc. instrumenti, drive, dash one thing against another, ναῦς ἐν νηῒ στόλον ἔπαισε struck its beak against... A.Pers.409; π. λαιμῶν εἴσω ξίφος E.Or.1472 (lyr.); [ναῦς] θάλασσα π. πρὸς χωρία δύσορμα Plu.Pyrrh.15: metaph., ἐν δ' ἐμῷ κάρᾳ θεὸς… μέγα βάρος ἔπαισεν S.Ant.1274 (lyr.). 3 drive away, τοὺς σφῆκας ἀπὸ τῆς οἰκίας Ar.V.456. 4 of sexual intercourse, Id.Pax874. 5 hit hard in speaking, π. στρογγύλοις τοῖς ῥήμασιν Id.Ach.686, cf. Lib. Or.63.34. 6 metaph., quench one's thirst, διψῶντα… ὄξει παίειν Eub. 138 (anap.); cf. πατάσσω 11.2. II intr., strike, dash against or upon, λόγοι παίουσ' εἰκῇ πρὸς κύμασιν ἄτης A.Pr.885 (anap.); πρὸς τὰς πέτρας π. X.An.4.2.3: c. acc., ἔπαισεν ἄφαντον ἕρμα A.Ag.1007 (lyr.); λανθάνει στήλην ἄκραν παίσας, of a charioteer, S.El.745. (From Παϝιω, cf. Lat. pavio, pavimentum.) III devour, παίειν ἐφ' ἁλὶ τὴν μάδδαν Ar.Ach.835, cf. Hsch.; perhaps to be read in Epich. 35.12: it has been doubted whether this is the same word as παίω 1, but cf. ἐρείδω 11.2, κόπτω 1.10, σποδέω III, φλάω 1.2.

German (Pape)

[Seite 444] fut. gew. παιήσω, Ar. Nubb. 1109 Lys. 459, aor. immer ἔπαισα, aor. pass. ἐπαίσθην, 1) schlagen, hauen; absolut, παῖε πᾶς, schlag zu, Eur. Rhes. 685; gew. c. accus., παῖε πᾶς τὸν μιαρόν, Ar. Ach. 282; παίειν τινὰ ἐς τὴν γῆν, Einen zu Boden schlagen, Her. 9, 107; παισθεὶς ἔπαισας, Aesch. Spt. 940; ἐπαίσθην ὡς διανταίῳ βέλει, Ch. 182; auch πότμος ἔπαισεν ἕρμα, Ag. 978; παίσαντές τε καὶ πληγέντες, von den sich wechselseitig Tödtenden, Soph. Ant. 171; τί μ' οὐκ ἀνταίαν ἔπαισέν τις; warum gab mir keiner den Todesstoß? 1294; u. von schwerem Unglück, εἰ δ' ἐμῷ κάρᾳ θεὸς μέγα βάρος μ' ἔχων ἔπαισεν, Ant. 1260; τόδ' εἰ στέρνον παίειν προθυμῇ, παῖσον; Ar. παίειν εἰς τὴν γαστέρα, Nubb. 541; παιόμενος, Plat. Legg. IX, 872 c; μαχαίρᾳ, λόγχῃ, Xen. An. 5, 9, 5. 8, 16; ὀλίγας, sc. πληγάς, 5, 8, 12; auch von Wurfgeschossen, 1, 8, 26, vgl. mit D. Sic. 14, 23 u. Plut. Artax. 11; med. ἐπαίσατο τὸν μηρόν, Xen. Cyr. 7, 3, 6. – Vom Beischlaf, Ar. Pax 839, bei dem παίειν ἐφ' ἁλὶ τὴν μάδδαν, Ach. 800, das hastige Essen (vulgär »hineinschlagen«) bedeutet. – 2) intransit., hinschlagen, anschlagen, λίθοι φερόμενοι παίοντες πρὸς τὰς πέτρας διεσφενδονῶντο, Xen. An. 4, 2, 2; u. übertr., θολεροὶ δὲ λόγοι παίουσ' εἰκῆ στυγνῆς πρὸς κύμασιν ἄτης, Aesch. Prom. 887.

Greek (Liddell-Scott)

παίω: (Α), Βοιωτικ. πήω Ἠρῳδιαν. π. μον. λέξ. 43. 27· μέλλ. παίσω Εὐρ. Ἠλ. 688, Ξεν., παιήσω Ἀριστοφ Νεφ. 1125, Λυσ. 459· ἀόρ. ἔπαισα Τραγ., Ξεν.· πρκμ. πέπαικα (ὑπέρ·) Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1118, Δημ. 1217. 18. - Μέσ., μέλλ. παιήσομαι Ἑβδ. ἀόρ. ἐπαισάμην Ξεν. - Παθ., ἀόρ. ἐπαίσθην Αἰσχύλ. Θήβ. 961, Χο. 184· πρκμ. πέπαισμαι (ἐμ-) Ἀθήν. 543F - ἀλλ’ οἱ παθ. χρόνοι κυρίως παρελαμβάνοντο ἐκ τοῦ πλήσσω (ὅθεν ὁ Σοφ. λέγει: παίσαντες καὶ πληγέντες, οὐχὶ παισθέντες, Ἀντ. 171)· καὶ τὸ ἐπάταξα (ἐκ τοῦ πατάσσω) συνήθως ἦτο ἐν χρήσει ὡς ἀόρ. (Ἡ ῥίζα φαίνεται ὅτι ἦτο ΠΑϜ, πρβλ. Λατ. pav-io, de-puvere, Lucil. παρὰ Fest.) Ποιητ. ῥῆμα (ἐν χρήσει ἐνίοτε παρὰ τοῖς πεζογράφοις τῶν Ἀττ. ἀντὶ τοῦ τύπτωπατάσσω, πρβλ. πλήσσω ἐν τέλ., καὶ ἴδε κατωτ.), τύπτω, κτυπῶ, εἴτε διὰ τῆς χειρὸς εἴτε διὰ ῥάβδου εἴτε δι’ ὅπλου ὡς τὸ οὑτάω, Ἡρόδ. 3. 137, Αἰσχύλ. κτλ.· καὶ συχν. παραλειπομένης τῆς αἰτ., παισθεὶς ἔπαισας Αἰσχύλ. Θήβ. 961 (ἴδε πλήσσω ἐν τέλ.)· παῖε, παῖε, παῖε πᾶς, κτυπεῖτε, κτυπεῖτε, κτυπεῖτε ὅλοι, Εὐρ. Ρησ. 685· π. τινὰ ἐς τὴν γῆν Ἡρόδ. 9. 107· π. τινὰ μάστιγι, μαχαίρᾳ, λόγχῃ Σοφ. Αἴ. 242, κτλ.· πὺξ π. Λυσ. 101. 13· ὑφ’ ἧπαρ π. τινὰ Σοφ. Ἀντ. 1315· π. τινὰ προς ἧπαρ φασγάνῳ Εὐρ. Ὀρ. 1063· π. τινὰ ἐς τὴν γαστέρα Ἀριστοφ. Νεφ. 549· εἰς τὰ στέρνα Ξεν. Κύρ. 4. 6, 4· κατὰ τὸ στέρνον ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1. 8, 26· κάρα Σοφ. Αἴ. 308, πρβλ. Ο. Τ. 1270· ὡσαύτως μετὰ διπλῆς αἰτ., ῥοπάλῳ π. τινὰ τὸ νῶτον Ἀριστοφ. Ὄρ. 497, πρβλ. Εὐρ. Ρῆσ. 794, Ἀλκίφρων 3. 43· - καὶ μετὰ συστοίχ. αἰτ., ὀλίγας π. (ἐξυπ. πληγὰς) Ξεν. Ἀν. 5. 8, 12· τὶ μ’ οὐκ ἀνταίαν ἔπαισὲν τις. (δηλ. πληγήν); Σοφ. Ἀντ. 1307· - π. ἅλμην, ἐπὶ κωπηλατῶν. Αἰσχύλ. Πέρσ. 397, Εὐρ. Ι. Τ. 1391. - Μέσ., ἐπαίσατο τὸν μηρόν, ἔπληξε τὸν μηρὸν του, Ξεν. Κύρ. 7. 3, 6, πρβλ. Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικα εἰς Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 505. - Παθητ., παιομένους Θουκ. 4. 47, ἴδε ἐν ἀρχ. β) σπανίως ὡς τὸ βάλλω, ἐπὶ βελῶν, ἀκοντίων ἢ βλημάτων οἵων δήποτε, Ξεν. Κύρ. 6. 4, 18, Ἀν. 1. 8, 26, καὶ Πλούτ. 2) μετ’ αἰτ. τοῦ ὀργάνου, κτυπῶ, κρούω τι κατὰ τινος, ναῦς ἐν νηὶ στόλον ἔπαισε, ἐνέπηξε μεθ’ ὁρμῆς τὸ ἔμβολον τῆς πρῴρας.., Αἰσχύλ. Πέρσ. 409· π. λαιμῶν ἔσω ξίφος Εὐρ. Ὀρ. 1472· καὶ μεταφορ., ἐν δ’ ἐμῷ κάρα θεός.. μέγα βάρος ἔπαισεν Σοφ. Ἀντ. 1274· ἔπαισας ἐπὶ νόσῳ νόσον ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 544. 3) ἀποδιώκω, τοὺς σφήκας ἀπὸ τῆς οἰκίας Ἀριστοφ. Σφ. 456. 4) ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως, ὡς τὸ κρούω καὶ Λατ. tundo, ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 874. 5) «κτυπῶ», πληγώνω διὰ τοῦ λόγου, ὡς τὸ ῥήματα ἐρείδειν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 686. 6) παίειν οἴνῳ, ἴδε πατάσσω ΙΙ. 2. ΙΙ. ἀμεταβ., «κτυπῶ» κατὰ τινος, συγκρούομαι, προσαράττω, Λατ. illido, λόγοι παίουσ’ εἰκῇ πρὸς κύμασιν ἄτης Αἰσχύλ. Πρ. 885, οὕτω, πρὸς τὰς πέτρας π. Ξεν. Ἀν. 4. 2, 3· παίειν πρὸς τὰ στήθη Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 6· πρὸς τὸν λίθον Κωμ. Ἀνώνυμ. 370 ἀλλὰ καὶ μετ’ αἰτ., παίειν ἄφαντον ἕρμα Αἰσχύλ. Ἀγ. 1007 (ἀλλ’ ἴσως λέξεις τινὲς ἐξέπεσον καὶ ἐλλείπουσι)· λανθάνει στήλην ἄκραν παίσας, ἐπὶ ἁρματηλάτου, Σοφ. Ἠλ. 745· - ἐντεῦθεν αἱ λέξεις: ἔμπαιος, πρόσπαιος, παραπαίω.

French (Bailly abrégé)

f. παίσω ou παιήσω, ao. ἔπαισα, pf. πέπαικα;
Pass. ao. ἐπαίσθην, pf. πέπαισμαι;
I. tr. 1 battre, frapper ; τινα μάστιγι SOPH, βέλει ESCHL, μαχαίρᾳ XÉN frapper qqn d’un fouet, d’un trait, d’une épée ; τινα εἰς τὴν γῆν HDT jeter qqn à terre en le frappant ; παίειν ἅλμην EUR frapper la mer de la rame ; θάλασσα παίουσα (τὰς ναῦς) πρὸς χωρία δύσορμα PLUT mer qui rejette les navires contre un litoral inabordable;
2 fig. παίειν τινὰ ἐν κάρᾳ SOPH atteindre qqn à la tête, càd faire perdre contenance ; παίειν ἐπὶ νόσῳ νόσον SOPH faire blessure sur blessure;
II. intr. se heurter : πρός τι contre qch;
Moy. παίομαι frapper sur soi : τὸν μηρόν XÉN se frapper la cuisse.
Étymologie: DELG rien de clair.
2dévorer.
Étymologie: DELG de παίω « se taper de la nourriture ».

English (Strong)

a primary verb; to hit (as if by a single blow and less violently than τύπτω); specially, to sting (as a scorpion): smite, strike.

English (Thayer)

1st aorist ἔπαισά; from Aeschylus and Herodotus down; the Sept. mostly for הִכָּה; to strike, smite: with the fists, ῤαπίζω, 2); to sting (to strike or wound with a sting), Revelation 9:5.

Greek Monolingual

παίω και βοιωτ. τ. πήω (Α)
1. χτυπώ με το χέρι, με ράβδο ή με όπλο («τοῖσι σκυτάλοισι ἔπαιον τοὺς Πέρσας», Ηρόδ.)
2. (για κωπηλάτη) χτυπώ με το κουπί («ἔπαισαν ἄλμην βρύχιον ἐκ κελεύματος», Αισχύλ.)
3. (σχετικά με βέλη, ακόντια ή βλήματα) βάλλω («τοὺς πολεμίους παίοντες ἀμηχανεῖν», Ξεν.)
4. διώχνω («παῑε, παῑ,... τοὺς σφῆκας ἀπὸ τῆς οἰκίας», Αριστοφ.)
5. συνευρίσκομαι ερωτικά
6. συγκρούομαι με κάτι («πρὸς τὰς πέτρας παίοντες διεσφενδονῶντο», Ξεν.)
7. καταβροχθίζω
8. μτφ. α) (για λόγο) πληγώνω («ἐς τάχος παίει ξυνάπτων στρογγύλοις τοῖς ῥήμασι», Αριστοφ.)
β) (σχετικά με τη δίψα) καταπαύω, σβήνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, το ρ. παίω προέρχεται από έναν αμάρτυρο τ. παFίω (πρβλ. καίω < καFyω) και συνδέεται με το λατ. pavio «χτυπώ». Σύμφωνα με την υπόθεση αυτή, οι αρχικοί τ. του μέλλ. και αορ. πρέπει να ήταν: παύσω και ἔπαυσα, από τους οποίους στη συνέχεια προήλθε το ρ. παύω, ενώ οι τ. παίσω, ἔπαισα θεωρούνται μτγν. Η άποψη ότι το ρ. παίω προέρχεται από αμάρτυρο τ. παίσω και συνδέεται με το λατ. pinso «κόπτω, σπάζω» προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες. Τέλος, αμφβλ. παραμένει η σύνδεση του ρ. παίω με τις λ. παιάν και πταίω.

Greek Monotonic

παίω: (Α), μέλ. παίσω και παιήσω, αόρ. αʹ ἔπαισα, παρακ. πέπαικα — Μέσ. αόρ. αʹ ἐπαισάμην — Παθ., αόρ. αʹ ἐπαίσθην, παρακ. πέπεσμαι·
I. 1. χτυπώ, πλήττω, σε Ηρόδ., Τραγ.· παίω τινὰ ἐς τὴν γῆν, σε Ηρόδ.· παίω τινὰ ἐς τὴν γαστέρα, σε Αριστοφ.· εἰς τὰ στέρνα ή κατὰ τὸ στέρνον, σε Ξεν.· με διπλή αιτ., παίω τινὰ τὸ νῶτον, σε Αριστοφ.· επίσης με σύστ. αντ., ὀλίγας παίω (ενν. πληγάς), σε Ξεν.· παίω ἅλμην, λέγεται για τους κωπηλάτες, σε Αισχύλ. — Μέσ., ἐπαίσατο τὸν μηρόν, χτύπησε τον μηρό του, σε Ξεν.
2. με αιτ. οργάνου, χτυπώ, κρούω κάτι πάνω σε κάτι άλλο, ναῦς ἐν νηῒ στόλον ἔπαισε, ένα πλοίο χτύπησε με την άκρη του πάνω σε κάποιο άλλο, σε Αισχύλ.· μεταφ., ἐν δ' ἐμῷ κάρᾳ θεὸς μέγα βάρος ἔπαισεν, ο θεός έριξε μεγάλο βάρος πάνω μου, δηλ. με χτύπησε σκληρά, σε Σοφ.· ἔπαισας ἐπὶ νόσῳ νόσον, στον ίδ.
3. απομακρύνω, τοὺς σφῆκας ἀπὸ τῆς οἰκίας, σε Αριστοφ.
4. πλήττω σκληρά με τα λόγια, στον ίδ.
II. αμτβ., χτυπώ ή συγκρούομαι, Λατ. illido, πρός τινι ή τι, σε Αισχύλ., Ξεν.· με αιτ., παίειν ἄφαντον ἕρμα, χτυπάει πάνω σε κρυμμένο σκόπελο, σε Αισχύλ.· ομοίως, στήλην παίσας, λέγεται για ηνίοχο, σε Σοφ.
παίω: (Β), = πατέομαι, τρώω, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παίω aor. pass. ἐπαίσθην en ἐπαίθην; fut. παίσω en παιήσω act. met acc. slaan, treffen:; π. τινὰ μάστιγι iem. met de zweep slaan Soph. Ai. 242; παίει ῥοπάλῳ με τὸ νῶτον hij slaat me met een knuppel op mijn rug Aristoph. Av. 497; Κλέων ( α ) π. εἰς τὴν γαστέρα Cleon in zijn buik stompen Aristoph. Nub. 549; π. κατὰ τὸ στέρνον (hem) tegen de borst slaan Xen. An. 1.8.26; ἔπαισαν ἅλμην zij sloegen (met hun riemen) de zee Eur. IT 1391; τοῦτον... ὀλίγας ( sc. πληγὰς ( acc. v. h. inw. obj. ) ) π. dat hij die vent (maar zo) weinig geslagen had Xen. An. 5.8.12; med..; ἐπαίσατο … τὸν μηρόν hij sloeg zich op de dij Xen. Cyr. 7.3.6; wegslaan:; παῖε... τοὺς σφῆκας ἀπὸ τῆς οἰκίας sla de wespen het huis uit Aristoph. Ve. 456; spreekw..; π. ἐφ ’ ἁλὶ τὰν μάδδαν de koek met het zout naar binnen slaan (d.w.z. opvreten) ( wsch. met seks. dubbele bodem) Aristoph. Ach. 835; overdr., seks. neuken:. Θεωρία ’ στιν, ἣν ἡμεῖς ποτε ἐπαίομεν het is Theoria, die wij ooit neukten Aristoph. Pax 873. causat. (iets) tegen (iets) aan slaan: met acc. en prep. bep.: ναῦς ἐν νηῒ χαλκήρη στόλον ἔπαισεν het ene schip sloeg zijn bronzen voorsteven tegen het andere Aeschl. Pers. 409; θάλασσα ( ναῦς ) παίουσα πρὸς χωρία δύσορμα terwijl de zee (de schepen) tegen het land waar geen haven is, aanslaat Plut. Pyrrh. 15.5. intrans. slaan, stoten:. λόγοι παίουσ ’ εἰκῇ... πρὸς κύμασιν ἄτης woorden slaan doelloos tegen de golven van onheil Aeschl. PV 885; δευτέραν ( sc. πληγήν ( acc. v. h. inw. obj. ) ) ἔπαισας je hebt een tweede klap uitgedeeld Soph. OC 544.

Russian (Dvoretsky)

παίω: (fut. παίσω, реже παιήσω)
1) бить, ударять (τινὰ μάστιγι Soph.): πὺξ παιόμενος Lys. избитый кулаками; παῖε πᾶς! Eur., Arph. бей вовсю!; π. διπλῆν (sc. πληγήν) Soph. наносить двойной удар; ἐπαίσατο τὸν μηρόν Xen. (Кир) хлопнул себя по бедрам; π. ἅλμην Aesch., Eur. ударять море (веслами), т. е. грести; π. τινὰ ἐς τὴν γῆν Her. (ударами) повалить кого-л. на землю; π. ἐφ᾽ ἁλὶ τὰν μᾶδδαν Arph. стучать хлебом по соли, т. е. питаться хлебом и солью;
2) поражать (τινὰ μαχαίρᾳ Soph.; τινὰ πρὸς ἧπαρ φασγάνῳ Eur.; π. εἰς τὰ στέρνα и κατὰ τὸ στέρνον Xen.; ῥοπάλῳ π. τινὰ τὸ νῶτον Arph.): π. ἐπὶ νόσῳ νόσον Soph. наносить рану на рану, т. е. к старой ране прибавлять новую; π. τινὰ ἐν κάρᾳ μέγα βάρος Soph. обрушить на чью-л. голову страшную тяжесть, т. е. тяжко покарать кого-л.; π. τοῖς ῥήμασι Arph. громить речами;
3) жалить (ὅταν παίσῃ ἄνθρωπον, sc. ὁ σκορπίος NT);
4) вонзать (ξίφος λαιμῶν εἴσω Eur.);
5) прогонять, отгонять (τοὺς σφῆκας ἀπὸ τῆς οἰκίας Arph.);
6) Arph. = βινέω;
7) ударяться, натыкаться (στήλην Soph.; πρὸς τὰς πέτρας Xen.); перен. биться (πρὸς κύμασιν ἄτης Aesch.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to strike, to hew, to thrust, to hit, to bump (IA., Cret.; relat. rare in Att. prose); in the non-pres. tempora, especially in the aor., often replaced by other verbs, e.g. πατάξαι, τύψαι, πλῆξαι; cf. Bloch Suppl. Verba 83 ff.
Other forms: Boeot. πήω (Hdn.), aor. παῖσαι, pass. παισθῆναι, fut. παί-σω, -ήσω, perf. πέπαι-κα, -σμαι.
Compounds: Often w. prefix, e.g. παρα-, ἀντι-, ἐν-, συν-, ὑπερ-.
Derivatives: παῖμα n. impression (Crete), παραπαί-σματα pl. attacks of madness (Oenom.), παραίπαιμα παρακοπή H.; ἀνάπαι-στος struck back,, metr. m. anapaest (com., Arist.); ἔμπαι-στος embossed, coined, -σμα n. embossment (Delos IIa). -στικη τέχνη the art of embossing (Ath.); backformations ἔμπαι-ος, πρόσπαι-ος (: ἐμ-, προσ-παίω) bursting in, suddenly (A.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Not certainly explained. All forms are based on the pres. παίω, which may stand for *πάϜι̯ω which is of old identified with Lat. paviō beat, stamp; doubtful Cypr. παϜιω is however an unreliable support (s. Schwyzer 713 n. 6 w. lit.). The etymology presupposes, that one assumes with Schwyzer IF 30, 443 ff. that the non-pres. παῦ-σαι, -σω etc. to be expected together with παύω formed a new system, which is quite difficult; s. on παύω. -- Improbable Ehrlich Betonung 99 and (hesitating) Sommer Lautst. 78: from *παίσω to Lat. pinsō knock to pieces, with ablaut pais- : pis-, as Lith. paisýti die Grannen abschlagen, enthülsen as secondary iterative formation does not prove an old pais-. Details w. further lit. in WP. 2, 12, Pok. 827, W.-Hofmann s. paviō. -- Cf. παιάν and πταίω, also 2. ἔμπαιος.

Middle Liddell

1
I. to strike, smite, Hdt., Trag.; π. τινὰ ἐς τὴν γῆν Hdt.; π. τινὰ ἐς τὴν γαστέρα Ar.; εἰς τὰ στέρνα or κατὰ τὸ στέρνον Xen.; c. dupl. acc., π. τινὰ τὸ νῶτον Ar.:—also c. acc. cogn., ὀλίγας π. (sc. πληγάς) Xen.;— π. ἅλμην, of rowers,, Aesch.:—Mid., ἐπαίσατο τὸν μηρόν he smote his thigh, Xen.
2. c. acc. instrumenti, to strike, dash one thing against another, ναῦς ἐν νηὶ στόλον ἔπαισε one ship struck its beak against another, Aesch.; metaph., ἐν δ' ἐμῶι κάραι θεὸς μέγα βάρος ἔπαισεν the god dashed a great weight upon my head, i. e. smote me heavily, Soph.; ἔπαισας ἐπὶ νόσωι νόσον Soph.
3. to drive away, τοὺς σφῆκας ἀπὸ τῆς οἰκίας Ar.
4. to hit hard in speaking, Ar.
II. intr. to strike or dash against, Lat. illido, πρός τινι or τι Aesch., Xen.; c. acc., παίειν ἄφαντον ἕρμα strikes on a hidden reef, Aesch.; so, στήλην παίσας, of a charioteer, Soph.
2 = πατέομαι
to eat, Ar.

Frisk Etymology German

παίω: {paíō}
Forms: böot. πήω (Hdn.), Aor. παῖσαι, Pass. παισθῆναι, Fut. παίσω, -ήσω, Perf. πέπαικα, -σμαι,
Grammar: v.
Meaning: schlagen, hauen, stoßen, anschlagen, anstoßen (ion. att., kret.; verhältnismäßig selten in att. Prosa); in den außerpräs. Tempora, namentlich im Aor., oft von anderen Verba, z.B. πατάξαι, τύψαι, πλῆξαι, ersetzt; vgl. Bloch Suppl. Verba 83 ff.
Composita : oft m. Präfix, z.B. παρα-, ἀντι-, ἐν-, συν-, ὑπερ-,
Derivative: Wenige Ableitungen: παῖμα n. ‘Prä- gung’ (Kreta), παραπαίσματα pl. Anfälle des Wahnsinns (Oenom.), παραίπαιμα· παρακοπή H.; ἀνάπαιστος zurückgeschlagen, metr. m. Anapäst (Kom., Arist. u.a.); ἔμπαιστος bossiert, geprägt, -σμα n. Bossierung (Delos IIa). -στικὴ τέχνη Bossierkunst (Ath.); Rückbildungen ἔμπαιος, πρόσπαιος (: ἐμ-, προσπαίω) hereinbrechend, plötzlich (A. u.a.).
Etymology : Nicht sicher erklärt. Der ganze Formenbestand geht vom Präs. παίω aus, das für *πάϝι̯ω stehen kann und seit alters mit lat. paviō schlagen, stampfen gleichgesetzt wird; das fragliche kypr. παϝιω ist jedoch dafür eine trügerische Stütze (s. Schwyzer 713 A. 6 m. Lit.). Die Etymologie setzt indessen voraus, daß man mit Schwyzer IF 30, 443 ff. die zu erwartenden außerpräs. παῦσαι, -σω usw. zusammen mit παύω ein neues System bilden läßt, was auf erhebliche Schwierigkeiten stößt; s. zu παύω. — Unwahrscheinlich Ehrlich Betonung 99 und (zögernd) Sommer Lautst. 78 : aus *παίσω zu lat. pinsō zerstoßen, mit Ablaut pais- : pis-, da lit. paisýti die Grannen abschlagen, enthülsen als iterative Sekundärbildung kein altes pais- erweist. Einzelheiten m. weiterer Lit. bei WP. 2, 12, Pok. 827, W.-Hofmann s. paviō. — Vgl. παιάν und πταίω, auch 2. ἔμπαιος.
Page 2,464

Chinese

原文音譯:pa⋯w 派哦
詞類次數:動詞(5)
原文字根:打擊
字義溯源:打^,擊,砍,螫。參讀 (δέρω)同義字
出現次數:總共(5);太(1);可(1);路(1);約(1);啓(1)
譯字彙編
1) 砍(2) 可14:47; 約18:10;
2) 打⋯的(1) 太26:68;
3) 打(1) 路22:64;
4) 螫(1) 啓9:5