εὐσταλής: Difference between revisions

From LSJ

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=ές, <i>[[wohl ausgerüstet]]</i>, [[zunächst]] von Schiffen, von der [[Flotte]], [[στόλος]] Aesch. <i>Pers</i>. 781; [[πλοῦς]] εὐστ. καὶ [[οὔριος]], [[leicht]], Soph. <i>Phil</i>. 769; von [[Soldaten]], εὐσταλέστατος ὁ [[ἱππεύς]] Xen. <i>Eq</i>. 7.8; bes. von leichtgerüsteten, Thuc. 3.22, der Schol. erkl. εὔζωνοι; Sp., wie Plut., εὐσταλῆ καὶ γυμνὰ σώματα <i>Crass</i>. 25; εὐσταλέστερος [[ὁπλισμός]], [[leichte]] [[Rüstung]], Dion.Hal. 7.59; εὐστ. τὸν ὄγκον, Plut. <i>Mar</i>. 34; [[übertragen]], <i>[[gefällig]], [[anständig]]</i>, [[κόσμιος]] καὶ εὐσταλὴς [[ἀνήρ]], dem [[ὀγκώδης]] und [[ἐπαχθής]] entgeggstzt, Plat. <i>Men</i>. 90a; Luc. <i>Tim</i>. 54 τὸ [[σχῆμα]] εὐσταλὴς καὶ [[κόσμιος]] τὸ [[βάδισμα]] καὶ σωφρονικὸς τὴν ἀναβολήν, <i>auf einfachen [[Schmuck]] und [[anständige]] [[Haltung]] zu [[beziehen]]</i>, wie Diod. Com. bei Ath. VI.239c ποιήσας ἐμαυτὸν εὐσταλῆ, ὥστε μὴ ἐνοχλεῖν τὸν συμπότην; Plut. εὐσταλεῖς ἐποίησε ταῖς ἱερουργίαις καὶ περὶ τὰ πένθη πρᾳοτέρους, <i>Sol</i>. 12.<br><b class="num">• Adv.</b>, <i>[[ohne Umstände]], [[leicht]]</i>, καὶ [[κούφως]] [[ἐκτρέχειν]] Hdn. 4.15.3; <i>[[anständig]]</i>, ἀναβεβλημένοι Luc. <i>[[Hermot]]</i>. 18; vgl. Opp. <i>C</i>. 1.97.
|ptext=ές, <i>[[wohl ausgerüstet]]</i>, [[zunächst]] von Schiffen, von der [[Flotte]], [[στόλος]] Aesch. <i>Pers</i>. 781; [[πλοῦς]] εὐστ. καὶ [[οὔριος]], [[leicht]], Soph. <i>Phil</i>. 769; von [[Soldaten]], εὐσταλέστατος ὁ [[ἱππεύς]] Xen. <i>Eq</i>. 7.8; bes. von leichtgerüsteten, Thuc. 3.22, der Schol. erkl. εὔζωνοι; Sp., wie Plut., εὐσταλῆ καὶ γυμνὰ σώματα <i>Crass</i>. 25; εὐσταλέστερος [[ὁπλισμός]], [[leichte]] [[Rüstung]], Dion.Hal. 7.59; εὐστ. τὸν ὄγκον, Plut. <i>Mar</i>. 34; [[übertragen]], <i>[[gefällig]], [[anständig]]</i>, [[κόσμιος]] καὶ εὐσταλὴς [[ἀνήρ]], dem [[ὀγκώδης]] und [[ἐπαχθής]] entgeggstzt, Plat. <i>Men</i>. 90a; Luc. <i>Tim</i>. 54 τὸ [[σχῆμα]] εὐσταλὴς καὶ [[κόσμιος]] τὸ [[βάδισμα]] καὶ σωφρονικὸς τὴν ἀναβολήν, <i>auf einfachen [[Schmuck]] und [[anständige]] [[Haltung]] zu [[beziehen]]</i>, wie Diod. Com. bei Ath. VI.239c ποιήσας ἐμαυτὸν εὐσταλῆ, ὥστε μὴ ἐνοχλεῖν τὸν συμπότην; Plut. εὐσταλεῖς ἐποίησε ταῖς ἱερουργίαις καὶ περὶ τὰ πένθη πρᾳοτέρους, <i>Sol</i>. 12.<br><b class="num">• Adv.</b>, [[εὐσταλῶς]], Ion. [[εὐσταλέως]] = <i>[[ohne Umstände]], [[leicht]]</i>, καὶ [[κούφως]] [[ἐκτρέχειν]] Hdn. 4.15.3; <i>[[anständig]]</i>, ἀναβεβλημένοι Luc. <i>[[Hermot]]</i>. 18; vgl. Opp. <i>C</i>. 1.97.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 10:38, 13 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐσταλής Medium diacritics: εὐσταλής Low diacritics: ευσταλής Capitals: ΕΥΣΤΑΛΗΣ
Transliteration A: eustalḗs Transliteration B: eustalēs Transliteration C: efstalis Beta Code: eu)stalh/s

English (LSJ)

ές, (στέλλω)
A well-equipped, στόλος A. Pers.795; of troops, light-armed, εὐσταλεῖς τῇ ὁπλίσει Th.3.22; ἱππεὺς εὐσταλέστατος X.Eq.7.8, etc.; ὁπλισμὸς εὐσταλέστερος D.H.7.59; τὸ εὐσταλὲς πρὸς πόλεμον, = εὐστάλεια, Hdn.3.8.5.
2 convenient, neat, Hp.Fract. 37 (Comp.), prob. in Id.Mochl.1; convenient to handle, manageable, σωμάτιον Id.Superf.7 (Comp.); πλοῦς οὔριός τε κεὐσταλής = a fair and easy voyage, S.Ph.780.
3 compact, εὐσταλὴς τὸν ὄγκον Plu.Mar.34; σώματα Id.2.353a; εὐσταλὴς δίαιτα = light diet, Philum. ap. Orib.45.29.8.
4 correct in habit and manners, well-behaved, κόσμιος καὶ εὐσταλὴς ἀνήρ Pl.Men. 90a, cf. Diod.Com.2.17; orderly, ἱερουργίαι Plu.Sol.12; in dress, neat, trim, Luc.Tim.54.
II Adv. εὐσταλῶς, Ion. εὐσταλέως, of dress, well girt up, Hp.Off.3, Opp.C.1.97; of light-armed troops, κούφως καὶ εὐσταλῶς ἐκτρέχειν Hdn.4.15.1.
2 of bandaging, compactly, Hp.Off.9 (Sup.), Mochl.1 codd.
3 decently, in order, ταφῆναι Phld.Mort.31.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 bien équipé;
2 dont l'équipement est bien proportionné ou ne surcharge pas ; léger, alerte, souple;
3 en gén. de tenue correcte;
4 aisé, facile.
Étymologie: εὖ, στέλλω.

German (Pape)

ές, wohl ausgerüstet, zunächst von Schiffen, von der Flotte, στόλος Aesch. Pers. 781; πλοῦς εὐστ. καὶ οὔριος, leicht, Soph. Phil. 769; von Soldaten, εὐσταλέστατος ὁ ἱππεύς Xen. Eq. 7.8; bes. von leichtgerüsteten, Thuc. 3.22, der Schol. erkl. εὔζωνοι; Sp., wie Plut., εὐσταλῆ καὶ γυμνὰ σώματα Crass. 25; εὐσταλέστερος ὁπλισμός, leichte Rüstung, Dion.Hal. 7.59; εὐστ. τὸν ὄγκον, Plut. Mar. 34; übertragen, gefällig, anständig, κόσμιος καὶ εὐσταλὴς ἀνήρ, dem ὀγκώδης und ἐπαχθής entgeggstzt, Plat. Men. 90a; Luc. Tim. 54 τὸ σχῆμα εὐσταλὴς καὶ κόσμιος τὸ βάδισμα καὶ σωφρονικὸς τὴν ἀναβολήν, auf einfachen Schmuck und anständige Haltung zu beziehen, wie Diod. Com. bei Ath. VI.239c ποιήσας ἐμαυτὸν εὐσταλῆ, ὥστε μὴ ἐνοχλεῖν τὸν συμπότην; Plut. εὐσταλεῖς ἐποίησε ταῖς ἱερουργίαις καὶ περὶ τὰ πένθη πρᾳοτέρους, Sol. 12.
• Adv., εὐσταλῶς, Ion. εὐσταλέως = ohne Umstände, leicht, καὶ κούφως ἐκτρέχειν Hdn. 4.15.3; anständig, ἀναβεβλημένοι Luc. Hermot. 18; vgl. Opp. C. 1.97.

Russian (Dvoretsky)

εὐστᾰλής:
1 хорошо снаряженный (στόλος Aesch.);
2 (тж. εὐσταλεῖς τῇ ὁπλίσει Thuc.) легко вооруженный (σώματα τῶν Γαλατῶν Plut.);
3 хорошо сидящий в седле (ἱππεύς Xen.);
4 легкий, подвижной (σῶμα Plut. - ср. 2);
5 легкий, нетяжелый (εὐσταλὴς τὸν ὄγκον Plut.);
6 легкий, благополучный (πλοῦς Soph.);
7 (тж. τὸ σχῆμα εὐσταλής Luc.) чинный, благовоспитанный (ἀνήρ Plat.);
8 правильный, нормальный (ὑστέρα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐσταλής: -ές, (στέλλω) καλῶς παρεσκευασμένος, στόλος Αἰσχύλ. Πέρσ. 795∙ ἐπὶ στρατοῦ, ἐλαφρῶς ὡπλισμένος, Λατιν. expeditus, εὐσταλεῖς τῇ ὁπλίσει Θουκ. 3. 22∙ ἱππεὺς εὐσταλέστατος Ξεν. Ἱππ. 7. 8, κτλ.∙ ὁπλισμὸς εὐσταλέστερος Διον. Ἁλ. 7. 59∙ τὸ εὐσταλὲς πρὸς πόλεμον = εὐστάλεια, Ἡρῳδιαν. 3. 8. 2) ἁπλοῦς, εὔκολος, Ἱππ. Μοχλ. 841∙ πλοῦς οὔριός τε κεὐσταλής, καλὸν καὶ εὔκολον ταξείδιον, Σοφ. Φιλ. 780. 3) συμπαγής, ὑστέρα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 6, 14∙ εὐσταλὴς τὸν ὄγκον, τῷ σώματι Πλουτ. Μάρ. 34, κτλ. 4) καλὸς τὸ ἦθος καὶ τοὺς τρόπους, εὐπρεπής, χαρίεις, κόσμιος καὶ εὐστ. ἀνὴρ Πλουτ. Μένων 90Α, πρβλ. Διόδ. Κωμ. ἐν «Ἐπικλήρῳ» 1. 17, Πλουτ. Σόλων 12: - κατὰ τὴν στολὴν ἢ ἐνδυμασίαν, εὐπρεπής, τὸ σχῆμα εὐσταλὴς Λουκ. Τίμ. 54. ΙΙ. Ἐπίρρ. -λῶς, Ἰων. -λέως, ἐπὶ στολῆς, Ὀππ. Κυν. 1. 97, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 740∙ ἐπὶ ἐλαφρῶς ὡπλισμένων στρατευμάτων, Ἡρῳδιαν. 4. 15. 2) κομψῶς, κοσμίως, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 743.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ εὐσταλής, -ές)
με ωραίο παράστημα και ευπρεπή ενδυμασία
μσν.-αρχ.
ευπρεπής, κόσμιος
αρχ.
1. (για στρατιώτη) ο ελαφρά οπλισμένος
2. ο ελαφρός («ὁπλισμὸν εὐσταλέστερον», Διον. Αλ.)
3. πρόσφορος, κατάλληλος
4. ευμεταχείριστος
5. άνετος, εύκολος («πλοῦς εὐσταλής», Σοφ.)
6. συμπαγής, στερεός
7. (για τροφή) σε κανονική ποσότητα
8. αυτός που έχει κανονική διατροφή («ταῖς διαίταις εὐσταλεῖς ὄντες», Δίων Κάσσ.)
9. (για ενδύματα) ο κομψός
10. αυτός που γίνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα («εὐσταλεῖς ἐποίησε τὰς ἱερουργίας», Πλούτ.)
11. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐσταλές
η κατάλληλη προετοιμασία.
επίρρ...
εὐσταλῶς (ΑΜ) (Α και εὐσταλέως)
ευπρεπώς, με σεμνότητα
αρχ.
1. (για ενδύματα) με καλό τρόπο ραψίματος
2. (για στρατιώτες) με ελαφρό οπλισμό
3. (για επιδέσμους) στερεά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σταλής (< εστάλην του στέλλω), πρβλ. ασταλής, μονοσταλής].

Greek Monotonic

εὐστᾰλής: -ές (στέλλω),·
1. καλά εφοδιασμένος, σε Αισχύλ.· λέγεται για στρατιώτες, ψιλά, ελαφρά οπλισμένοι, Λατ. expeditus, σε Θουκ., Ξεν.
2. απλός, εύκολος, ευχάριστος, σε Σοφ.
3. καλοδεμένος, καλοσυσκευασμένος, συμπαγής, σε Πλούτ.
4. αυτός που έχει καλή συμπεριφορά, αυτός που έχει καλούς τρόπους, σε Πλάτ.· λέγεται για τα ρούχα, καθαρός και περιποιημένος, συγυρισμένος, φροντισμένος, ευπρεπής, σε Λουκ.

Middle Liddell

εὐ-στᾰλής, ές στέλλω
1. well-equipped, Aesch.; of troops, light-armed, Lat. expeditus, Thuc., Xen.
2. well-conducted, favourable, Soph.
3. well-packed, compact, Plut.
4. well-behaved, mannerly, Plat.: —in dress, neat, trim, Luc.

English (Woodhouse)

lightly equipped, well equipped

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=καλά ἑτοιμασμένος, ἐλαφρά ὁπλισμένος, μέ ὡραία ἐμφάνιση). Ἀπό τό εὖ + σταλῆναι τοῦ στέλλω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

orderly

Armenian: կոկիկ; Bulgarian: акуратен, подреден; Cebuano: hapsay; Danish: ordentlig, velordnet; Dutch: ordelijk; Finnish: järjestynyt; French: ordonné; German: ordentlich; Greek: τακτικός, τακτοποιημένος, συμμαζεμένος, μεθοδικός; Ancient Greek: ἀσύμφυρτος, ἐμμελής, ἔντακτος, εὔκοσμος, εὔρυθμος, εὐσταλής, εὔτακτος, κόσμιος; Hungarian: rendes, rendszerető; Icelandic: skipulegur, reglulegur; Italian: ordinato; Japanese: 整然; Kurdish Central Kurdish: ڕێکوپێکی‎; Macedonian: уреден; Russian: опрятный, аккуратный; Spanish: ordenado; Swedish: ordentlig; Thai: มีระเบียบ, เป็นระเบียบ