μαίνομαι: Difference between revisions

From LSJ

Σοφὴ σοφῶν γὰρ γίγνεται συμβουλία → Denn nur von weisen Männern stammt der weise Rat

Menander, Monostichoi, 483
(23)
(5)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[μαίνομαι]])<br /><b>1.</b> [[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[μανιώδης]], κατέχομαι από [[μανία]] («χεῑρες ἄαπτοι μαίνονται», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] πολύ οργισμένος, [[πνέω]] μένεα («πατὴρ φρεσὶ μαίνεται οὐκ ἀγαθῇσι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ξεσπώ]] ορμητικά, εκδηλώνομαι με ακατάσχετη [[ορμή]], [[μανιάζω]] (α. «μαίνεται η [[θύελλα]]» β. «ὡς ὅτ'... ὀλοὸν πῡρ οὔρεσι μαίνηται», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> (η μτχ. ενεστ. και παθ. αορ. ως επίθ.) <i>μαινόμενος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i>(<i>ν</i>) και <i>μανείς</i>, -<i>εῑσα</i>, -<i>έν</i><br />[[παράφρων]], [[τρελός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[επιθυμώ]] [[κάτι]] [[μέχρι]] μανίας («καὶ πίστευσον, ἐμάνην το, καὶ [[θέλω]] νὰ τὸ [[φάγω]]», Πρόδρ.)<br /><b>2.</b> [[απεχθάνομαι]], [[μισώ]] κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> βρίσκομαι σε βακχική [[έκσταση]] («ταύτας τὰς γυναῑκας ἱερὰς [[εἶναι]] καὶ Διονύσῳ μαίνεσθαι λέγουσιν», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γίνομαι]] [[ένθεος]], εμπνέομαι, καταλαμβάνομαι από το [[θείο]] («καὶ ὑπὸ τοῡ θεοῡ μαίνεται», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (ως ενεργ.) <i>μαίνω</i><br />[[κάνω]] κάποιον τρελό («ὅτι σε [[κρίσις]] ἔμηνε θεᾱν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> (το έναρθρο απρμφ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ μαίνεσθαι</i><br />[[μανία]], [[παραφροσύνη]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἄμπελος]] [[μαινομένη]]» — το [[αμπέλι]] που δεν σταματά [[ποτέ]] να καρποφορεί<br />β) «[[οἶνος]] μαινόμενος» — πολύ δυνατό [[κρασί]]<br />γ) «μαινόμενα ἕλκη» — κακοήθεις πληγές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[μαίνομαι]] (<span style="color: red;"><</span> <i>μαν</i>-<i>jομαι</i>, με [[επένθεση]] του -<i>j</i>-) ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>man</i>- της ΙΕ ρίζας <i>men</i>- «[[σκέπτομαι]], [[διαλογίζομαι]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>manyate</i> και αβεστ. <i>mainyeite</i> «[[μεριμνώ]], [[διαλογίζομαι]], [[σκέπτομαι]]», ιρλδ. (<i>do</i>) <i>muiniur</i> «[[θεωρώ]], [[σκέπτομαι]]», αρχ. σλαβ. <i>m</i><i>ī</i><i>njo</i> και λιθουαν. <i>miniu</i> «[[διαλογίζομαι]]»). Από ό,τι φαίνεται, το ρ. [[μαίνομαι]] εξελίχθηκε πολύ [[νωρίς]] από τη γενική σημ. «[[σκέπτομαι]], [[διαλογίζομαι]]» στη σημ. της έκστασης, της μανίας. Έχει, [[τέλος]], διατυπωθεί η [[άποψη]] ότι το ρ. [[μαίνομαι]] συνδέεται με τη λ. [[μένος]], παρ' όλο που ο τ. αυτός έχει περισσότερο τη σημ. «πολεμική [[μανία]]» (<b>[[πρβλ]].</b> το [[χωρίο]], από την [[Ιλιάδα]]: «ἀλλ' ὅδε [[λίην]] / μαίνεται οὐδὲ τίς οἱ δύναται [[μένος]] ἰσοφαρίζειν»), και με το ρ. [[μιμνήσκω]]. Το ρ. εμφανίζεται ως β' συνθετικό με σιγμόληκτο [[θέμα]] σε [[σύνθετα]] του τύπου -<i>μανής</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μαινάδα]](-<i>άς</i>), [[μανία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μαινόλης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β'συνθετικό) <i>εκμαίνομαι</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[αντιμαίνομαι]], [[απομαίνομαι]], [[εμμαίνομαι]], <i>επιμαίνομαι</i>, [[καταμαίνομαι]], [[παραμαίνομαι]], [[παρεμμαίνομαι]], [[περιμαίνομαι]], [[προσεκμαίνομαι]], [[συμμαίνομαι]], [[υπερμαίνομαι]], [[υπομαίνομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αυτομαίνομαι</i>].
|mltxt=(AM [[μαίνομαι]])<br /><b>1.</b> [[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[μανιώδης]], κατέχομαι από [[μανία]] («χεῑρες ἄαπτοι μαίνονται», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] πολύ οργισμένος, [[πνέω]] μένεα («πατὴρ φρεσὶ μαίνεται οὐκ ἀγαθῇσι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ξεσπώ]] ορμητικά, εκδηλώνομαι με ακατάσχετη [[ορμή]], [[μανιάζω]] (α. «μαίνεται η [[θύελλα]]» β. «ὡς ὅτ'... ὀλοὸν πῡρ οὔρεσι μαίνηται», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> (η μτχ. ενεστ. και παθ. αορ. ως επίθ.) <i>μαινόμενος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i>(<i>ν</i>) και <i>μανείς</i>, -<i>εῑσα</i>, -<i>έν</i><br />[[παράφρων]], [[τρελός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[επιθυμώ]] [[κάτι]] [[μέχρι]] μανίας («καὶ πίστευσον, ἐμάνην το, καὶ [[θέλω]] νὰ τὸ [[φάγω]]», Πρόδρ.)<br /><b>2.</b> [[απεχθάνομαι]], [[μισώ]] κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> βρίσκομαι σε βακχική [[έκσταση]] («ταύτας τὰς γυναῑκας ἱερὰς [[εἶναι]] καὶ Διονύσῳ μαίνεσθαι λέγουσιν», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γίνομαι]] [[ένθεος]], εμπνέομαι, καταλαμβάνομαι από το [[θείο]] («καὶ ὑπὸ τοῡ θεοῡ μαίνεται», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (ως ενεργ.) <i>μαίνω</i><br />[[κάνω]] κάποιον τρελό («ὅτι σε [[κρίσις]] ἔμηνε θεᾱν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> (το έναρθρο απρμφ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ μαίνεσθαι</i><br />[[μανία]], [[παραφροσύνη]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἄμπελος]] [[μαινομένη]]» — το [[αμπέλι]] που δεν σταματά [[ποτέ]] να καρποφορεί<br />β) «[[οἶνος]] μαινόμενος» — πολύ δυνατό [[κρασί]]<br />γ) «μαινόμενα ἕλκη» — κακοήθεις πληγές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[μαίνομαι]] (<span style="color: red;"><</span> <i>μαν</i>-<i>jομαι</i>, με [[επένθεση]] του -<i>j</i>-) ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>man</i>- της ΙΕ ρίζας <i>men</i>- «[[σκέπτομαι]], [[διαλογίζομαι]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>manyate</i> και αβεστ. <i>mainyeite</i> «[[μεριμνώ]], [[διαλογίζομαι]], [[σκέπτομαι]]», ιρλδ. (<i>do</i>) <i>muiniur</i> «[[θεωρώ]], [[σκέπτομαι]]», αρχ. σλαβ. <i>m</i><i>ī</i><i>njo</i> και λιθουαν. <i>miniu</i> «[[διαλογίζομαι]]»). Από ό,τι φαίνεται, το ρ. [[μαίνομαι]] εξελίχθηκε πολύ [[νωρίς]] από τη γενική σημ. «[[σκέπτομαι]], [[διαλογίζομαι]]» στη σημ. της έκστασης, της μανίας. Έχει, [[τέλος]], διατυπωθεί η [[άποψη]] ότι το ρ. [[μαίνομαι]] συνδέεται με τη λ. [[μένος]], παρ' όλο που ο τ. αυτός έχει περισσότερο τη σημ. «πολεμική [[μανία]]» (<b>[[πρβλ]].</b> το [[χωρίο]], από την [[Ιλιάδα]]: «ἀλλ' ὅδε [[λίην]] / μαίνεται οὐδὲ τίς οἱ δύναται [[μένος]] ἰσοφαρίζειν»), και με το ρ. [[μιμνήσκω]]. Το ρ. εμφανίζεται ως β' συνθετικό με σιγμόληκτο [[θέμα]] σε [[σύνθετα]] του τύπου -<i>μανής</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μαινάδα]](-<i>άς</i>), [[μανία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μαινόλης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β'συνθετικό) <i>εκμαίνομαι</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[αντιμαίνομαι]], [[απομαίνομαι]], [[εμμαίνομαι]], <i>επιμαίνομαι</i>, [[καταμαίνομαι]], [[παραμαίνομαι]], [[παρεμμαίνομαι]], [[περιμαίνομαι]], [[προσεκμαίνομαι]], [[συμμαίνομαι]], [[υπερμαίνομαι]], [[υπομαίνομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αυτομαίνομαι</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μαίνομαι:''' (από √<i>ΜΑΝ</i>), μέλ. <i>μᾰνοῦμαι</i> και <i>μᾰνήσομαι</i>, παρακ. με [[σημασία]] ενεστ. [[μέμηνα]], σε Παθ. [[μορφή]] [[μεμάνημαι]] [ᾰ]· Παθ. αόρ. βʹ [[ἐμάνην]], μτχ. <i>μᾰνείς</i>, απαρ. <i>μᾰνῆναι</i>, Μέσ. αόρ. αʹ <i>ἐμήναο</i>, [[μήνατο]], <i>μηνάμενος</i>· <b>I.1.</b> [[μανιάζω]], είμαι [[έξαλλος]], σε Όμηρ.· ὁ [[μανείς]], ο [[τρελός]], σε Σοφ.· είμαι [[εκτός]] ορίων από [[οινοποσία]], σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για τη Βακχική [[μανία]], σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· ὑπὸ τοῦ θεοῦ [[μαίνομαι]], οδηγούμαι στην [[τρέλα]] από τον θεό, σε Ηρόδ.· <i>τὸ μαίνεσθαι</i>, [[τρέλα]], σε Σοφ.· [[πλεῖν]] ἢ [[μαίνομαι]], περισσότερο κι από την [[τρέλα]], σε Αριστοφ.· με σύστ. αντ., <i>μεμηνὼς οὐ σμικρὰν νόσον</i>, [[τρελός]] σε [[βαριά]] [[μορφή]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[φωτιά]], είμαι [[έξαλλος]], [[οργιάζω]], σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, [[μαινομένη]] [[ἐλπίς]], σε Χρησμ. [[παρά]] Ηροδ.· [[ἔρις]], σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ. αόρ. αʹ [[ἔμηνα]], με μτβ. [[σημασία]], [[οδηγώ]] στην [[τρέλα]], [[βγάζω]] [[εκτός]] ορίων, σε Ευρ., Ξεν.
}}
}}

Revision as of 00:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαίνομαι Medium diacritics: μαίνομαι Low diacritics: μαίνομαι Capitals: ΜΑΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: maínomai Transliteration B: mainomai Transliteration C: mainomai Beta Code: mai/nomai

English (LSJ)

fut.

   A μᾰνοῦμαι Hdt.1.109, μᾰνήσομαι AP11.216 (Lucill.), D.L.7.118 (neither found in Att.): pf. with pres. sense μέμηνα A.Pr. 977, S.El.879, Ar.Byz. ap. Ath.13.586f; Dor. μέμηνα dub. in Alcm. 68; also in pass. form μεμάνημαι [ᾰ] Theoc.10.31: aor. Pass. ἐμάνην, part. μᾰνείς, inf. μᾰνῆναι, Hdt.3.30, E.Ba.1295: also aor. Med. ἐμηνάμην CPHerm.7.18 (iii A. D.); poet. 2sg. ἐμήναο prob. in Bion 1.61, 3sg. μήνατο Theoc.20.34; part. μηνάμενος AP9.35 (Antiphil.):—on the act. forms, v. infr. 11.—Hom. uses only pres. and impf.:—rage, be furious, in Il. freq. of martial rage, μαίνεσθαι ἐάσομεν οὖλον Ἄρηα 5.717, cf. 6.101, Od.9.350, etc.; χεῖρες ἄαπτοι μαίνονται Il.16.245; μαίνεται ἐγχείη ἀπὸ λοιγὸν ἀμῦναι ib.75; δόρυ μαίνεται ἐν παλάμῃσιν 8.111; rage with anger, πατὴρ . . φρεσὶ μαίνεται οὐκ ἀγαθῇσι ib.360; ἐνὶ φρεσὶ μ. ἦτορ ib.413; φρεσὶ μαινομένῃσιν 24.114; μαινομένᾳ κραδίᾳ A.Th. 781, E.Med.432 (both lyr.); μανείσᾳ πραπίδι Id.Ba.999 (lyr.); ὁ μανείς the madman, S.Aj.726; μ. καὶ παραπαίω Pl.Smp.173e, etc.; αἱ τῶν μεμηνότων αἰσθήσεις Aristocl. ap. Eus.PE14.20; to be mad with wine, Od. 18.406, 21.298; μεμηνότες ὑπὸ τοῦ ποτοῦ Luc.DDeor.18.2; of Bacchic frenzy, μαινόμενος Διώνυσος Il.6.132; [Θυιάδες] μαινόμεναι S.Ant. 1152 (lyr.); Διονύσῳ μαίνεσθαι Paus.2.7.5; ἐπὶ τῷ Δ. Alex.223; ὑπὸ τοῦ θεοῦ μ. to be inspired by... driven mad by... Hdt.4.79, cf. μάντις; τὸ μαίνεσθαι madness, S.OC1537; πλεῖν ἢ μαίνομαι I am beside myself with joy, Ar.Ra.103, 751; of madness in animals, Plu.2.641c, al.; later simply, = ὀργίζομαι, μαινόμενος ὅτι . . PCair.Zen.41.11 (iii B. C.): freq. with words of manner, ὁ δὲ μαίνεται οὐκέτ' ἀνεκτῶς Il.8.355; τάδε μαίνεται 5.185: c. acc. cogn., μεμηνότ' οὐ σμικρὰν νόσον A.Pr. l. c.; μ. μανίας Ar.Th.793; μ. μανίαν ἐρρωμένην Luc.Ind.22: c. dat., μ. γόοισι φρήν A.Th.967 (lyr.); τόλμῃ X.Cyr.1.4.24; πόνοις at or because of... A.Supp.562 (lyr.); τοῖς εὑρήμασιν E.Cyc.465; ἐπί τινι (sc. φιλοτιμίᾳ) Id.Ph.535 (but ἐπί τινι, of love, Theoc.10.31); ἀμφί τινι Semon.7.33; εἰς τὴν ποιητικήν D.S.14.109; κατά τινος Luc.Abd. 1; ὑφ' ἡδονῆς S.El.1153.    2 of things, rage, riot, esp. of fire, ὡς ὅτ' . . ὀλοὸν πῦρ οὔρεσι μαίνηται Il.15.606, cf. Tryph.230; μαινόμενος οἶνος a hot, strong wine, Pl.Lg.773d; of feelings, ἐλπὶς μαινομένη Orac. ap. Hdt.8.77; ἔρις A.Th.935 (lyr.); ἄχεα S.Aj.957 (lyr.); μαινομένᾳ ξὺν ὁρμᾷ Id.Ant.135 (lyr.); σὺν μ. δόξᾳ E.Ba.887 (lyr.).    3 ἄμπελος μαινομένη, of a vine that is never done bearing fruit, Arist. Mir.846a38, Thphr.CP1.18.4.    4 μαινόμενα ἕλκη malignant ulcers, Asclep. ap. Aët.15.14.    II aor. 1 Act. ἔμηνα, in causal sense, madden, E.Ion520 (troch., prob. in IA580 (lyr.)), Ar.Th.561; enrage, X.HG3.4.8: pres. μαίνω first in Orph.H.71.6. (Cf. μέμονα.)

Greek (Liddell-Scott)

μαίνομαι: μέλλ. μᾰνοῦμαι Ἡρόδ. 1. 109, μᾰνήσομαι Ἀνθ. Π. 11. 116, Διογ. Λ. 7. 118, ἀλλ’ οὔτε ὁ πρῶτος οὔτεδεύτερος ἀπαντᾷ παρὰ τοῖς δοκίμοις Ἀττ.· πρκμ. μὲ σημασ. ἐνεστ. μέμηνα Ἀλκμὰν 62, καὶ Ἀττ.· ὡσαύτως ἐν τῷ παθ. τύπῳ μεμάνημαι [ᾰ] Θεόκρ. 10. 31· παθ. ἀόρ. ἐμάνην, μετοχ. μᾰνείς, ἀπαρ. μᾰνῆναι Ἡρόδ. καὶ Ἀττ.· ὡσαύτως μέσ. ἀόρ. ἐμήναο, μήνατο Βίων 1. 61, Θεόκρ. 20. 34 (πρβλ. ἐπιμαίνομαι)· μηνάμενος Ἀνθ. Π. 9. 35· - περὶ τῶν ἐνεργ. τύπων ἴδε κατωτ. ΙΙ. - Ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται μόνον ἐνεστ. καὶ παρατ. (Ἐκ τῆς ῥίζης √ΜΑ, *μάω). Μαίνομαι, εἶμαι μανιώδης, ἐν Ἰλ. τὸ πλεῖστον ἐπὶ πολεμικῆς μανίας ἢ ὁρμῆς, μαίνεσθαι ἐάσομεν οὖλον Ἄρηα Ε. 717, πρβλ. Ζ. 101, Ὀδ. Ι. 350, κτλ.· οὕτω, χεῖρες ἄαπτοι μαίνονται Ἰλ. Π. 245· μαίνεται ἐγχείη Π. 75· δόρυ μαίνεται ἐν παλάμησιν Θ. 111· - ὡσαύτως, μαίνομαι ἐξ ὀργῆς, πατήρ... φρεσὶ μαίνεται οὐκ ἀγαθῇσιν αὐτόθι 360· ἐνὶ φρεσὶ μ. ἦτορ αὐτόθι 413· φρεσὶ μαινομένῃσιν Ω. 114· μαινομένᾳ κραδίᾳ Αἰσχύλ. Θήβ. 781, Εὐρ. Μήδ. 432· μανείσᾳ πραπίδι ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 999· ὁ μανείς, ὁ παράφρων, «τρελλός», Σοφ. Αἴ. 726· μ. καὶ παραπαίω, Πλάτ. Συμπ. 173Ε, κτλ.· εἶμαι παράφρων ἕνεκα οἰνοποσίας, Ὀδ. Σ. 406., Φ. 298· μεμηνότες ὑπὸ τοῦ ποτοῦ Λουκ. Θεῶν Διάλ. 18. 2· - ὡσαύτως ἐπὶ Βακχικῆς μανίας, μαινόμενος Διόνυσος Ἰλ. Ζ. 132· [Θυιάδες] μαινόμεναι Σοφ. Ἀντ. 1152· μαίνεσθαι Διονύσῳ Παυσ. 2. 7, 5· ἐπὶ τῷ Δ. Ἄλεξ. ἐν «Ταραντ.» 5· ὑπὸ τοῦ θεοῦ μ., διατελῶ ὑπὸ τὴν ἔμπνευσιν τοῦ..., γίνομαι παράφρων τῇ ἐνεργείᾳ τοῦ..., Ἡρόδ. 4. 79, ἔνθα ἴδε Valck.· πρβλ. μάντις· - τὸ μαίνεσθαι, μανία, παραφροσύνη, Σοφ. Ο. Κ. 1537· πλεῖνμαίνομαι, πλειότερόν τι τῆς παραφροσύνης, Ἀριστοφ. Βάτρ. 103. 751· - συχνάκις μετὰ προσδιορισμοῦ τοῦ τρόπου, ὁ δὲ μαίνεται οὐκέτ’ ἀνεκτῶς Ἰλ. Θ. 355· τάδε μαίνεται Ε. 185· μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., μεμηνότ’ οὐ σμικρὰν νόσον Αἰσχύλ. Πρ. 977· μ. μανίας Ἀριστοφ. Θεσμ. 793· μ. μανίαν ἐρρωμένην Λουκ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 25· μετὰ δοτ., μ. γόοις Αἰσχύλ. Θήβ. 966· τόλμῃ Ξεν. Κύρ. 1. 4, 24· πόνοις, πρὸς τοὺς πόνους, ἢ ἕνεκα τῶν πόνων, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 562· τοῖς εὑρήμασιν Εὐρ. Κύκλ. 465· οὕτω, ἐπί τινι ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 535· ἀμφί τινι Σιμων. Ἰαμβ. 6. 33· εἴς τι Διόδ. 14. 109· κατά τινος Λουκ. Ἀποκηρυτ. 1· ὑφ’ ἡδονῆς Σοφ. Ἠλ. 1153. 2) ἐπὶ πραγμάτων, μανιωδῶς φέρομαι, ἐπιφέρω βλάβην, κυρίως ἐπὶ τοῦ πυρός, ὡς ὅτ’... ὀλοὸν πῦρ οὔρεσι μαίνεται Ἰλ. Ο. 606, κτλ.· ἐπὶ τῆς θαλάσσης ἢ ἄλλων στοιχείων, Wern. εἰς Τρυφ. 230· μαινόμενος οἶνος, ἰσχυρός, δυνατὸς οἶνος, Πλάτ. Νόμ. 733D· ἐπὶ αἰσθημάτων, μαινομένη ἐλπὶς Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 8. 77· ἔρις Αἰσχύλ. Θήβ. 936· ἄχεα Σοφοκλ. Αἴ. 757, πρβλ. Ἀντ. 135· σὺν μ. δόξᾳ Εὐριπ. Βάκχ. 887. 3) ἄμπελος μαινομένη, ἐπὶ ἀμπέλου ἥτις οὐδέποτε παύεται καρποφοροῦσα, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 161, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 18, 4. ΙΙ. ἀόριστός τις α΄ ἐνεργητικ. ἔμηνα, μετὰ μεταβ. σημασίας ἀπαντᾷ ἐν Εὐρ. Ἴωνι 520, Ἀριστοφ. Θεσμ. 561· ἐμβάλλω εἰς μανίαν, Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 8· ἐν Εὐρ. Ι. Α. 581, ὁ Hermann διορθοῖ: ὅτε σε κρίσις ἔμανε [βέλτιον ἔμηνε] θεῶν, ἀντὶ ἔμενε (ἐνῷ παρὰ Βίωνι 1. 61, ὁ Brunck ἐπανορθοῖ τὸν μέσ. ἀόρ. ἐμήναο) ἐπὶ ἀμεταβ. σημασίας· - ὁ ἐνεστὼς μαίνω πρῶτον ἐν Ὀρφ. Ὕμν. 70. 6· πρκμ. μεμάνηκα (ἐπι-) παρὰ Κυρίλλῳ· καὶ ἐν Ἐπικ. μετοχ. μεμανηώς, παράφρων, παραφρονήσας, ἐν Χρησμ. Σιβ. 11 (9). 137.

French (Bailly abrégé)

v. μαίνω.

English (Autenrieth)

ipf. μαίνετο: be mad, rave, rage, Il. 6.132, Od. 18.406; often of the frenzy of battle, Il. 5.185, Od. 11.537; fig., of the hand, weapons, fire, Il. 16.75, Il. 8.111, Il. 15.606.

English (Slater)

μαίνομαι
   1 be insane μαινομέναις φρασὶν Ἥρας ὅτ' ἐράσσατο (P. 2.26)

English (Strong)

middle voice from a primary mao (to long for; through the idea of insensate craving); to rave as a "maniac": be beside self (mad).

English (Thayer)

(from Homer down); to be mad, to rave: said of one who so speaks that he seems not to be in his right mind, σωφροσύνης ῤήματα ἀποφθέγγεσθαι, δαιμόνιον ἔχειν, ἐμμαίνομαι.)

Greek Monolingual

(AM μαίνομαι)
1. είμαι ή γίνομαι μανιώδης, κατέχομαι από μανία («χεῑρες ἄαπτοι μαίνονται», Ομ. Ιλ.)
2. είμαι πολύ οργισμένος, πνέω μένεα («πατὴρ φρεσὶ μαίνεται οὐκ ἀγαθῇσι», Ομ. Ιλ.)
3. ξεσπώ ορμητικά, εκδηλώνομαι με ακατάσχετη ορμή, μανιάζω (α. «μαίνεται η θύελλα» β. «ὡς ὅτ'... ὀλοὸν πῡρ οὔρεσι μαίνηται», Ομ. Ιλ.)
4. (η μτχ. ενεστ. και παθ. αορ. ως επίθ.) μαινόμενος, -η, -ο(ν) και μανείς, -εῑσα, -έν
παράφρων, τρελός
μσν.
1. επιθυμώ κάτι μέχρι μανίας («καὶ πίστευσον, ἐμάνην το, καὶ θέλω νὰ τὸ φάγω», Πρόδρ.)
2. απεχθάνομαι, μισώ κάποιον
αρχ.
1. βρίσκομαι σε βακχική έκσταση («ταύτας τὰς γυναῑκας ἱερὰς εἶναι καὶ Διονύσῳ μαίνεσθαι λέγουσιν», Παυσ.)
2. γίνομαι ένθεος, εμπνέομαι, καταλαμβάνομαι από το θείο («καὶ ὑπὸ τοῡ θεοῡ μαίνεται», Ηρόδ.)
3. (ως ενεργ.) μαίνω
κάνω κάποιον τρελό («ὅτι σε κρίσις ἔμηνε θεᾱν», Ευρ.)
4. (το έναρθρο απρμφ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ μαίνεσθαι
μανία, παραφροσύνη
5. φρ. α) «ἄμπελος μαινομένη» — το αμπέλι που δεν σταματά ποτέ να καρποφορεί
β) «οἶνος μαινόμενος» — πολύ δυνατό κρασί
γ) «μαινόμενα ἕλκη» — κακοήθεις πληγές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαίνομαι (< μαν-jομαι, με επένθεση του -j-) ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα man- της ΙΕ ρίζας men- «σκέπτομαι, διαλογίζομαι» (πρβλ. αρχ. ινδ. manyate και αβεστ. mainyeite «μεριμνώ, διαλογίζομαι, σκέπτομαι», ιρλδ. (do) muiniur «θεωρώ, σκέπτομαι», αρχ. σλαβ. mīnjo και λιθουαν. miniu «διαλογίζομαι»). Από ό,τι φαίνεται, το ρ. μαίνομαι εξελίχθηκε πολύ νωρίς από τη γενική σημ. «σκέπτομαι, διαλογίζομαι» στη σημ. της έκστασης, της μανίας. Έχει, τέλος, διατυπωθεί η άποψη ότι το ρ. μαίνομαι συνδέεται με τη λ. μένος, παρ' όλο που ο τ. αυτός έχει περισσότερο τη σημ. «πολεμική μανία» (πρβλ. το χωρίο, από την Ιλιάδα: «ἀλλ' ὅδε λίην / μαίνεται οὐδὲ τίς οἱ δύναται μένος ἰσοφαρίζειν»), και με το ρ. μιμνήσκω. Το ρ. εμφανίζεται ως β' συνθετικό με σιγμόληκτο θέμα σε σύνθετα του τύπου -μανής.
ΠΑΡ. μαινάδα(-άς), μανία
αρχ.
μαινόλης.
ΣΥΝΘ. (Β'συνθετικό) εκμαίνομαι
αρχ.
αντιμαίνομαι, απομαίνομαι, εμμαίνομαι, επιμαίνομαι, καταμαίνομαι, παραμαίνομαι, παρεμμαίνομαι, περιμαίνομαι, προσεκμαίνομαι, συμμαίνομαι, υπερμαίνομαι, υπομαίνομαι
νεοελλ.
αυτομαίνομαι].

Greek Monotonic

μαίνομαι: (από √ΜΑΝ), μέλ. μᾰνοῦμαι και μᾰνήσομαι, παρακ. με σημασία ενεστ. μέμηνα, σε Παθ. μορφή μεμάνημαι [ᾰ]· Παθ. αόρ. βʹ ἐμάνην, μτχ. μᾰνείς, απαρ. μᾰνῆναι, Μέσ. αόρ. αʹ ἐμήναο, μήνατο, μηνάμενος· I.1. μανιάζω, είμαι έξαλλος, σε Όμηρ.· ὁ μανείς, ο τρελός, σε Σοφ.· είμαι εκτός ορίων από οινοποσία, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για τη Βακχική μανία, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· ὑπὸ τοῦ θεοῦ μαίνομαι, οδηγούμαι στην τρέλα από τον θεό, σε Ηρόδ.· τὸ μαίνεσθαι, τρέλα, σε Σοφ.· πλεῖνμαίνομαι, περισσότερο κι από την τρέλα, σε Αριστοφ.· με σύστ. αντ., μεμηνὼς οὐ σμικρὰν νόσον, τρελός σε βαριά μορφή, σε Αισχύλ.
2. λέγεται για φωτιά, είμαι έξαλλος, οργιάζω, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, μαινομένη ἐλπίς, σε Χρησμ. παρά Ηροδ.· ἔρις, σε Αισχύλ. κ.λπ.
II. Ενεργ. αόρ. αʹ ἔμηνα, με μτβ. σημασία, οδηγώ στην τρέλα, βγάζω εκτός ορίων, σε Ευρ., Ξεν.