Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σχάζω: Difference between revisions

From LSJ

Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily

Cicero, de Senectute
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σχάζω:''' παρατ. [[ἔσχων]] (όπως αν προερχόταν από τύπο *[[σχάω]])· μέλ. σχάσω [ᾰ], αόρ. αʹ <i>ἔσχᾰσα</i>· αρχική [[σημασία]], [[λύνω]], [[χαλαρώνω]] τα [[δεσμά]], [[αφήνω]] ελεύθερο· απ' όπου·<br /><b class="num">I.</b> [[σχίζω]], [[ανοίγω]], σε Αριστοφ.· <i>σχάζωφλέβα</i>, [[ανοίγω]] [[φλέβα]], σε Ξεν. κ.λπ.· λέγεται για [[άνθη]], [[σχάζω]] [[κάλυκας]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[αφήνω]] [[κάτι]] να πέσει, [[εγκαταλείπω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[παραμελώ]], [[αφήνω]], [[εγκαταλείπω]]· <i>σχάσας τὴν [[φροντίδα]]</i>, [[αφού]] απέβαλε τις μέριμνες από το νου του, άφησε το [[μυαλό]] του να χαλαρώσει, σε Αριστοφ.· [[σχάζω]] [[τὰς]] μηχανάς, [[αφήνω]] τις μηχανορραφίες να μπουν σε [[λειτουργία]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">3.</b> [[αναχαιτίζω]], [[εμποδίζω]], [[σταματώ]] [[κάτι]], Λατ. inhibere· <i>κώπαν σχάσον</i>, δηλ. σταμάτα να κωπηλατείς, σε Πίνδ.· σχάσον [[ὄμμα]], χαμήλωσε τα μάτια [[σου]], σε Ευρ. — Μέσ., <i>σχασάμενος τὴνἱππικήν</i>, αφήνοντας, σταματώντας την [[ιππασία]], καταπαύοντας το ζήλο του για την [[ιππασία]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''σχάζω:''' παρατ. [[ἔσχων]] (όπως αν προερχόταν από τύπο *[[σχάω]])· μέλ. σχάσω [ᾰ], αόρ. αʹ <i>ἔσχᾰσα</i>· αρχική [[σημασία]], [[λύνω]], [[χαλαρώνω]] τα [[δεσμά]], [[αφήνω]] ελεύθερο· απ' όπου·<br /><b class="num">I.</b> [[σχίζω]], [[ανοίγω]], σε Αριστοφ.· <i>σχάζωφλέβα</i>, [[ανοίγω]] [[φλέβα]], σε Ξεν. κ.λπ.· λέγεται για [[άνθη]], [[σχάζω]] [[κάλυκας]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[αφήνω]] [[κάτι]] να πέσει, [[εγκαταλείπω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[παραμελώ]], [[αφήνω]], [[εγκαταλείπω]]· <i>σχάσας τὴν [[φροντίδα]]</i>, [[αφού]] απέβαλε τις μέριμνες από το νου του, άφησε το [[μυαλό]] του να χαλαρώσει, σε Αριστοφ.· [[σχάζω]] [[τὰς]] μηχανάς, [[αφήνω]] τις μηχανορραφίες να μπουν σε [[λειτουργία]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">3.</b> [[αναχαιτίζω]], [[εμποδίζω]], [[σταματώ]] [[κάτι]], Λατ. inhibere· <i>κώπαν σχάσον</i>, δηλ. σταμάτα να κωπηλατείς, σε Πίνδ.· σχάσον [[ὄμμα]], χαμήλωσε τα μάτια [[σου]], σε Ευρ. — Μέσ., <i>σχασάμενος τὴνἱππικήν</i>, αφήνοντας, σταματώντας την [[ιππασία]], καταπαύοντας το ζήλο του για την [[ιππασία]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''σχάζω:''' Arph. тж. [[σχάω]] (impf. ἔσχαζον и [[ἔσχων]], aor. ἔσχασα, aor. pass. ἐσχάσθην)<br /><b class="num">1)</b> рассекать, разрезывать или вскрывать (τὴν [[φλέβα]] Xen., Plat.): σ. τι Anth. врываться куда-л.; σ. τὴν φροντίδα Arph. углубляться мыслью, сосредоточиваться;<br /><b class="num">2)</b> вскрывать жилу, пускать кровь (ὑπὸ τὴν γλῶτταν Arst.);<br /><b class="num">3)</b> (о цветах) раскрывать, распускать (πορφυρέας κάλυκας Anth.);<br /><b class="num">4)</b> пускать в ход (σχάσαντος τὰς μηχανὰς τοῦ Ἀρχιμήδους Plut.);<br /><b class="num">5)</b> опускать (вниз) (τὴν οὐράν Xen.);<br /><b class="num">6)</b> приостанавливать, задерживать, прекращать: σ. κώπαν Pind. переставать грести; σ. πλάταν Eur. задерживать корабль; γῆρυν [[ἄφθογγον]] σ. Eur. не произносить ни слова (досл. подавлять (свою) речь безмолвием); σχάσον δεινὸν [[ὄμμα]] Eur. сдержи (свой) страшный взгляд, т. е. не гляди так гневно; σχασάμενος τὴν ἱππικήν Arph. бросив конный спорт.
}}
}}

Revision as of 14:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχάζω Medium diacritics: σχάζω Low diacritics: σχάζω Capitals: ΣΧΑΖΩ
Transliteration A: scházō Transliteration B: schazō Transliteration C: schazo Beta Code: sxa/zw

English (LSJ)

Hp.Epid.6.5.15, Aff.4, X.HG5.4.58; also σχάω, inf.

   A σχᾶν Pl.Com.127, κατα-σχᾶν Hp.Epid.7.76; so impf. ἔσχων, Ar. Nu.409; 3pl. ἔσχαζον Anon. ap. Phryn.194; also ἐσχάζοσαν Lyc. 21: fut. σχάσω (ἀπο-) Crates Com.41: aor. ἔσχᾰσα Pi.P.10.51, E.Tr.811 (lyr.), Ar.Nu.740:—Med., aor. ἐσχασάμην ib.107, Pl. Com.32:—Pass., 3sg. pres. σχᾶται Hp.Art.30: fut. σχασθήσομαι LXX Am.3.5: aor. ἐσχάσθην Hp.Ulc.24, Antisth. ap. Stob.3.18.26, etc.: pf. ἔσχασμαι in plant-name ἐσχασμένη, = ὀνοβρυχίς, Ps.-Dsc.3.153.    1 slit open so as to let something escape, οὐκ ἔσχων ἀμελήσας [τὴν γαστέρα] I carelessly forgot to slit the haggis, Ar.Nu.409 (anap.); σ. φλέβα open a vein, Hp.Epid.6.5.15, X.HG 5.4.58, Plu.Ages.27, etc.; ἐκ βραχιόνων τὰς φλέβας Arr.Fr.168J. (so σ. τὸ φλεγμαῖνον μόριον lance the boil, Gal.11.119); freq. also without φλέβα, Aret.CA2.7, etc.; σ. ὑπὸ τὴν γλῶτταν bleed it under the tongue, Arist.HA603b15; σ. τὸν ἀγκῶνα, i.e. bleed in the arm, Hp.Int.37; τὴν κεφαλήν Id.Aff.2: c. acc. cogn., σ. τομήν make an incision, Aret.CA1.7; αἷμα σ. Poll.2.215; τὸ πρωτόσφακτον ὅρκιον σχάσας slaying the . . victim, Lyc.329: metaph. in Pass., to be purged by bleeding, Antisth. ap. Stob.3.18.26.    2 open, ἐσχάσαμεν κάλυκας we (roses) have opened our buds, AP6.345 (Crin.); στόμα Lyc.28.    3 let go, σχάσας τὴν φροντίδα letting your mind go, relaxing your thought, Ar.Nu.740; σχάσαντες τὴν ἀγκύλην τοῦ βρόχου slackening, Paul.Aeg.6.51; σ. τὰς μηχανάς let off the engines, Plu.Marc.15; σχάσει τὴν χεῖρα, ὥστε ἀφεθῆναι τὸ βέλος Hero Spir.1.41:—Pass., ἐσχάζετο αὐτόματον [τὸ βέλος] Ph. Bel.73.51, cf. 70.45, 78.31; -όμενον παττάλιον (in a mousetrap) Poll.7.114; εἰ σχασθήσεται παγὶς ἄνευ τοῦ συλλαβεῖν τι; LXX Am.3.5; ἔσχαστο ἡ ὕσπληξ the ὕσπληξ ( σχαστηρία 1) had been let off, Hld.4.3; βαλβῖδα μηρίνθου σχάσας, i.e. starting the race, Lyc.13 ( = βαλβῖδος μήρινθον acc. to Sch.); κἀπὸ γῆς ἐσχάζοσαν ὕσπληγγας were starting off from shore, Id.21; of the jaw, ἐκπίπτει μὲν γνάθος ὀλιγάκις, σχᾶται μέντοι πολλάκις ἐν χάσμῃσι slips, Hp.Art.30 ( = χαλᾶται acc. to Paul.Aeg.6.112):—also Act., of the surgeon, ἐξαπίνης σχάσαι let the jaw slip back into position, let it go, ibid. καὶ κατὰ παλαίστραν δὲ τὸ σχάσαι σημαίνει τὴν χεῖρα ταχέως ἄγειν πρὸς αὐτὴν (leg. αὑτὴν) ἐκ τῆς ἔμπροσθεν θέσεως Gal.18(1).438.    4 relax effort, cease an action, esp. rowing, κώπαν σχάσον easy!, i.e. cease rowing, Pi.P.10.51, cf. E.Tr.811 (lyr.), Call.Fr.104; τί σιγᾷς γῆρυν ἄφθογγον σχάσας; E.Ph.960; σχάσον δὲ δεινὸν ὄμμα καὶ θυμοῦ πνοάς ib.454: abs., φοβοῦμαι μὴ σχάσῃ, νεναυσίακε γάρ I fear he may give up, BGU1097.4 (i A.D.):—Med., σχασάμενος τὴν ἱππικήν giving up horses, Ar.Nu.107; τὰς ὀφρῦς σχάσασθε καὶ τὰς ὄμφακας Pl.Com.32 (cf. ὄμφαξ 11.3).    5 let fall, drop, τὴν οὐράν X.Cyn.3.5; πεύκης ὀδόντας, i.e. the anchor, Lyc.99; λάθρᾳ κατὰ μηχανὰς σχασθέντων τῶν φραγμάτων Hippoloch. ap. Ath.4.130a.    6 cause to collapse, θάλαμον σχάσε μῆνις AP9.422 (Apollonid.); σχάσας . . ἐν πέδῳ γόνυ, i.e. kneel down, Sammelb.5629.3 (iii B.C.):—Pass., μήπω σχασθῇ lest the dyke collapse, PLond.1.131.243 (i A.D., abbrev.).    7 metaph., cause to collapse or fail, foil, πῦρ... λεόντων . . ὄνυχας, ἀκμὰν καὶ δεινοτάτων σχάσαις ὀδόντων, of Peleus subduing the metamorphosed Thetis, Pi.N.4.64; φεῦ, οἵαισιν ἐν φροντίσι Κνώσιον ἔσχασεν στραταγέταν B.16.121.

German (Pape)

[Seite 1053] 1) stechen, ritzen, aufschlitzen, übh. aufklaffen machen, öffnen, θάλαμον, Apollnds. 19 (19, 422); bes. bei den Aerzten, τὴν φλέβα, die Ader öffnen, um Blut zu lassen, s. Lob. Phryn. 219; auch ohne φλέβα, zur Ader lassen, Xen. Hell. 5, 4, 58. – 2) fallen lassen; τὴν οὐράν, den Schwanz hangen lassen, Xen. Cyr. 3, 5; βαλβῖδα, das vor der Rennbahn gezogene Seil fallen lassen und dadurch die Rennbahn öffnen, Lycophr. 13; ἄγκυραν, den Anker auswerfen, 99, vgl. 329. – Bei den Fechtern auch τὴν χεῖρα, die Hand schnell zurückziehen und in die vorige Lage bringen. – 3) zurückhalten, anhalten, hemmen; κώπαν σχάσον, Pind. P. 10, 51, was der Schol. Ar. Nubb. 730 durch ἀτρεμέω erklärt; ἀκμὰν σχάσαις ὀδόντων, Pind. N. 4, 64; γῆρυν ἄφθογγον σχάσας, Eur. Phoen. 967, wie σχάσον δεινὸν ὄμμα 457; σχάσας τὴν φροντίδα, Ar. Nubb. 730; auch med., σχασάμενος τὴν ἱππικήν, sie aufgebend, unterlassend, 108; vgl. σχάσασθε τὰς ὀφρῦς, Plat. com. b. Schol. Ar. Ach. 351; – τὰς μηχανάς, Plut. Marcell. 15. – 4) intrans., klaffen, offen stehen, aus einander gehen; nachlassen, allmälig aufhören; Sp., wie Plut.; – Lycophr. 71 hat die alexandrinische Form ἐσχάζοσαν für ἔσχαζον.

Greek (Liddell-Scott)

σχάζω: ἀπαρ. κατασχᾶν, ὥσπερ ἐξ ὁριστικῆς σχάω, παρ’ Ἱππ. 122. Β οὕτω παρατ. ἔσχων Ἀριστοφ. Νεφ. 409· γ΄ πληθ. ἐσχάζοσαν Λυκόφρ. 21· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 219 - μέλλ. σχάσω (ἀπο-) Κράτης ἐν Ἀδήλ. 5· ἀόρ. ἔσχᾰσα Πίνδ., Ἀττ.· - Μέσ., ἀόρ. ἐσχασάμην Ἀριστοφ. Νεφ. 107, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ἑορταῖς» 5· -Παθητ., μέλλ. σχασθήσομαι Ἑβδ.· ἀόρ. ἐσχάσθην Ἱππ. 881Η, Πλούτ., κλπ.· πρκμ. ἔσχασμαι Διοσκ. 3. 160. (Πιθ. συγγενὲς τῷ σκεδάννυμι, πρβλ. καὶ χάζομαι). Πρώτη σημασία, ἀφίνω ἐλεύθερον, λύω, 1) σχίζω, ἀνοίγω, οὐκ ἔσχων ἀμελήσας [τὴν γαστέρα], ἐξ ἀμελείας δὲν ἤνοιξα τὴν κοιλίαν, Ἀριστοφ. Νεφέλ. 409· σχ. φλέβα, ἀνοίγω φλέβα, Ἱππ. 1185C, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 58, Πλούτ., κλπ.· ἐκ βραχιόνων τὰς φλέβας Ἀρρ. παρὰ Σουΐδ.· (οὕτω, σχ. φλεγμονήν, δι’ ἐγχειρητικοῦ μαχαιρίου ἀνοίγω οἴδημά τι, σχίζω αὐτό, Γαλην.)· συχνάκις καὶ ἄνευ τοῦ φλέβα, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 2. 6, 7, κλπ· σχ. ὑπὸ τὴν γλῶτταν, φλεβοτομῶ ὑποκάτω τῆς γλώσσης, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 21, 3· σχ. τὸν ἀγκῶνα, δηλ. φλεβοτομῶ κατὰ τὸν ἀγκῶνα ἢ τὸν βραχίονα, Ἱππ. 552. 40, πρβλ. 516. 47· μετὰ συστοίχου αἰτιατ., σχ. τομὴν, κάμνω ἐντομήν, ἐγκοπήν, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 1, 7· σχ. αἶμα Πολυδ. Β΄, 215· ― μεταφορ., ἐν τῷ παθ., διὰ φλεβοτομίας καθαίρομαι, Ἀντισταθ. παρὰ Στοβ. 165. 17. 2) ἐπὶ ἀνθέων πορφυρέας ἐσχάσαμεν κάλυκας Ἀνθ. Π. 6. 345· στόμα Λυκόφρ. 28· οὕτω μεταφορ., θάλαμον σχάσε μῆνις Ἀνθ. Π. 9. 422. ΙΙ. ἀφίνω τι νὰ πέσῃ, σχ. τὴν οὐρὰν Ξεν. Κυν. 3. 5· ἄκραν βαλβῖδα μηρίνθου σχάσας, ἀνοίξας διὰ τοῦ σχοινίου τὴν ἀφετηρίαν, Λατ. aperire carceres, Λυκόφρ. 13· οὕτω, σχ. ὕσπληγγα Ἡλιόδ. 4. 3. σχ. πεύκης ὀδόντας = σχ. ἄγκυραν, Λυκόφρ. 99 (ἀλλά, κἀπὸ γῆς ἐσχάζοσαν ὕσπληγγας, «ἀνέσπασαν τὰς ἀγκύρας» (Σχόλ.), ὁ αὐτ. 21)· σ. τὰ φράγματα Ἀθήν. 130Α. ― Μέσ., τὰς ὀφρῦς σχάσασθε, καταβιβάσατε τὰς ὀφρῦς, Πλάτων Κωμικ. ἐν «Ἑορταῖς» 5 μεταφορ., σχασάμενος τὴν ἱππικήν, καταλιπών, ἐγκαταλιπὼν τὴν ἱππικήν, «καταπαύσας» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 107. 2) ἀφίνω, παραμελῶ, ἐγκαταλείπω, σχάσας τὴν φροντίδα, ἀποβαλών, αὐτόθι 740 (κατ’ ἄλλους, φλεβοτομήσας τὸν νοῦν σου, καθαρίσας αὐτὸν διὰ φλεβοτομίας, ἴδε ἀνωτ.)· σχ. τὰς μηχανάς, ἀφίνω τὰς μηχανὰς νὰ ἐνεργήσωσι, Πλουτ. Μάρκελλ. 15· σχ. τὸ παττάλιον Πολυδ. ϛʹ, 114· ἀφίνω ἄρθρον τι ἐλεύθερον καὶ ἔπειτα πάλιν μετὰ βίας σύρω αὐτό, τοποθετῶ ἢ διορθώνω διὰ βιαίας κινήσεως, ἐν τῷ παθ. τύπῳ σχᾶται, Ἱππ. π. Ἄρθ. 797, κλπ. 3) ἀναχαιτίζω, ἐμποδίζω, σταματῶ, Λατ. inhibere, κώπαν σχάσον, δηλ. παῦσαι κωπηλατῶν, Πινδ. Π. 10. 79, πρβλ. Εὐρ. Τρῳ. 809, Καλλ. Ἀποσπ. 104· σχάσον δὲ δεινὸν ὄμμα καὶ θυμοῦ πνοὰς Εὐρ. Φοίν. 454· γῆρυν ἄφθογγον σχάσας αὐτόθι 969, πρβλ. Πινδ. Ν. 4. 104. 4) παραδίδω, προδίδω, ἐγκαταλείπω, τινί τι Λυκόφρ. 329.

French (Bailly abrégé)

f. σχάσω, ao. ἔσχασα, pf. inus.
Pass. f. σχασθήσομαι, ao. ἐσχάσθην, pf. ἔσχασμαι, pqp. ἐσχάσμην;
1 ouvrir en coupant, inciser : φλέβα XÉN ouvrir une veine, saigner;
2 laisser tomber ; fig. laisser aller, relâcher, abandonner.
Étymologie: R. Σχαδ, ouvrir ; cf. χάζομαι, σκεδάννυμι.

English (Slater)

σχάζω
   1 check κώπαν σχᾰσον (P. 10.51) πῦρ δὲ παγκρατὲς θρασυμαχάνων τε λεόντων ὄνυχας ὀξυτάτους ἀκμὰν καὶ δεινοτάτων σχᾰσαις ὀδόντων (sc. Πηλεύς: having overcome ) (N. 4.64)

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και σχάω ΜΑ
ανοίγω σχισμή, κάνω εντομή
νεοελλ.
1. (μτβ.) σχίζω στα δύο, διασπώ («τα επιταχυνόμενα σωματίδια σχάζουν τους πυρήνες τών βομβαρδιζόμενων πυρήνων»)
2. (αμτθ.) α) ανοίγω στα δύο, σχίζομαι («τα σύκα άρχισαν να σχάζουν»)
β) ναυτ. (για άνεμο) μεταπίπτω αντίστροφα
γ) ναυτ. (για σκάφος) ανακρούω, κινούμαι όπισθεν
μσν.-αρχ.
1. λύνω ή χαλαρώνω κάτι (α. «σχάσαντες τὴν ἀγκύλην τοῡ βρόχου», Παύλ. Σιλ.
β. «σχάσει τὴν χεῑρα ὥστε ἀφεθῆναι τὸ βέλος», Ήρων)
2. (κυρίως το μέσ.) σχάζομαι
παύω να ασχολούμαι με κάτι («σχασάμενος τὴν ἱππικήν», Αριστοφ.)
αρχ.
1. (σχετικά με φλέβα) διανοίγω με μαχαιρίδιο
2. (χωρίς τη λ. φλέβα) φλεβοτομώ για αφαίμαξη, παίρνω αίμα
3. σφάζω («πρωτόσφακτον ὅρκιον σχάσας», Λυκόφρ.)
4. ανοίγω («σχάζειν στόμα», Λυκόφρ.)
5. (για φυτά και άνθη) ανοίγω, σκάζω
6. αφήνω κάτι να πέσει («σχάσασαι τὴν οὐρὰν... διατρέχουσιν» — να αφήσει δηλ. την ουρά να κρέμεται, Ξεν.)
7. ανακόπτω, αναστέλλω, σταματώ (α. «κώπαν σχάσαν» — σταμάτα την κωπηλασία, Πίνδ.
β. «σχάσον... δεινὸν ὄμμα καὶ θυμοῡ πνοάς», Ευρ.)
8. προκαλώ κατάρρευση
9. εγκαταλείπω ή προδίδω
10. μτφ. α) περιορίζω κάτι στρέφοντας την προσοχή μου αλλού («σχάσας την φροντίδα λεπτήν», Αριστοφ.)
β) προξενώ ήττα, προξενώ συμφορά («φεῡ, οἵαισιν ἐν φροντίσι Κνώσιον, ἔσχασεν στραταγέταν», Βακχυλ.)
11. παθ. α) (για γνάθο) εξαρθρώνομαι
β) ιατρ. (για μέλος του σώματος) τοποθετούμαι στην αρχική θέση, ανατάσσομαι με βίαιη κίνηση
γ) μτφ. καθαίρομαι με φλεβοτομία
12. (κατά τον Γαλ.) «καὶ κατὰ παλαίστραν δὲ τὸ σχάσαι σημαίνει τήν χεῑρα ταχέως ἄγειν πρὸς αὐτὴν ἐκ τῆς ἔμπροσθεν θέσεως»
13. φρ. «σχάσας... ἐν πέδῳ γόνυ» — αφού έπεσε στα γόνατα, αφού γονάτισε πάπ..
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, το ρ. σχάζω/σχάω ανάγεται στην ΙΕ ρίζα skei- «κόβω, χωρίζω» (για την εναλλαγή κλειστού - δασέος συμφώνου κ/χ πρβλ. σπόγγος: σφόγγος) και συνδέεται με το αρχ. ινδ. chyati, chā-ta «κόβω, πληγώνω» οι οποίοι εμφανίζουν επίσης δυσερμήνευτο φωνηεντισμό -α-. Ο ενεστ. σχάζω έχει σχηματιστεί υστερογενώς από τον αόρ. ἔσχασ-α, ο οποίος είναι ο τ. που απαντά συχνότερα και ο οποίος, κατά μία άποψη, έχει προέλθει από συμφυρμό τών αορ. σχίσαι και χαλάσαι, ἐάσαι. Το ρ. σχάζω χρησιμοποιήθηκε κυρίως στο ιατρικό λεξιλόγιο αλλά και σε τεχνικούς όρους και διακρίνεται από το συγγενές σημασιολογικώς ρ. σχίζω, με το οποίο, όμως, βρίσκεται σε σχέση αλληλεπίδρασης].

Greek Monotonic

σχάζω: παρατ. ἔσχων (όπως αν προερχόταν από τύπο *σχάω)· μέλ. σχάσω [ᾰ], αόρ. αʹ ἔσχᾰσα· αρχική σημασία, λύνω, χαλαρώνω τα δεσμά, αφήνω ελεύθερο· απ' όπου·
I. σχίζω, ανοίγω, σε Αριστοφ.· σχάζωφλέβα, ανοίγω φλέβα, σε Ξεν. κ.λπ.· λέγεται για άνθη, σχάζω κάλυκας, σε Ανθ.
II. 1. αφήνω κάτι να πέσει, εγκαταλείπω, σε Ξεν.
2. παραμελώ, αφήνω, εγκαταλείπω· σχάσας τὴν φροντίδα, αφού απέβαλε τις μέριμνες από το νου του, άφησε το μυαλό του να χαλαρώσει, σε Αριστοφ.· σχάζω τὰς μηχανάς, αφήνω τις μηχανορραφίες να μπουν σε λειτουργία, σε Πλούτ.
3. αναχαιτίζω, εμποδίζω, σταματώ κάτι, Λατ. inhibere· κώπαν σχάσον, δηλ. σταμάτα να κωπηλατείς, σε Πίνδ.· σχάσον ὄμμα, χαμήλωσε τα μάτια σου, σε Ευρ. — Μέσ., σχασάμενος τὴνἱππικήν, αφήνοντας, σταματώντας την ιππασία, καταπαύοντας το ζήλο του για την ιππασία, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

σχάζω: Arph. тж. σχάω (impf. ἔσχαζον и ἔσχων, aor. ἔσχασα, aor. pass. ἐσχάσθην)
1) рассекать, разрезывать или вскрывать (τὴν φλέβα Xen., Plat.): σ. τι Anth. врываться куда-л.; σ. τὴν φροντίδα Arph. углубляться мыслью, сосредоточиваться;
2) вскрывать жилу, пускать кровь (ὑπὸ τὴν γλῶτταν Arst.);
3) (о цветах) раскрывать, распускать (πορφυρέας κάλυκας Anth.);
4) пускать в ход (σχάσαντος τὰς μηχανὰς τοῦ Ἀρχιμήδους Plut.);
5) опускать (вниз) (τὴν οὐράν Xen.);
6) приостанавливать, задерживать, прекращать: σ. κώπαν Pind. переставать грести; σ. πλάταν Eur. задерживать корабль; γῆρυν ἄφθογγον σ. Eur. не произносить ни слова (досл. подавлять (свою) речь безмолвием); σχάσον δεινὸν ὄμμα Eur. сдержи (свой) страшный взгляд, т. е. не гляди так гневно; σχασάμενος τὴν ἱππικήν Arph. бросив конный спорт.