συναίρω: Difference between revisions
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "theilen" to "teilen") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0997.png Seite 997]] (s. [[αἴρω]]), poet. [[συναείρω]], mit aufheben, erheben, οὐ συναίρεται [[δόρυ]] Eur. Rhes. 495. – Bes. im med. Einem helfen, ihm beistehen, τινί, auch τινί τι, συνηράμην φόνον σοι ματρός Eur. Or. 765; συναίρεσθαί τινι τοῦ κινδύνου, mit Einem gemeinschaftlich die Gefahr auf sich nehmen, sie mit ihm | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0997.png Seite 997]] (s. [[αἴρω]]), poet. [[συναείρω]], mit aufheben, erheben, οὐ συναίρεται [[δόρυ]] Eur. Rhes. 495. – Bes. im med. Einem helfen, ihm beistehen, τινί, auch τινί τι, συνηράμην φόνον σοι ματρός Eur. Or. 765; συναίρεσθαί τινι τοῦ κινδύνου, mit Einem gemeinschaftlich die Gefahr auf sich nehmen, sie mit ihm teilen, Thuc. 4. 10, τοῦ πολέμου, 5, 28; auch ξυναρασθαι τὸν κίνδυνον τῆς μάχης, 2, 71; πράγματα, Dem. 1, 24; Aesch. Prom. 653 συναίρεσθαι Κύπριν, sich in Liebe vereinigen. – S. [[συναείρω]]. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 07:35, 10 April 2024
English (LSJ)
poet. συναείρω (q.v.):—Med. aor.
A συνηράμην E.Or.767, etc.; poet. aor. inf. συνᾰρέσθαι prob. cj. in Bion Fr.8.8 (συνερᾶσθαι codd.): v. αἴρω, ἄρνυμαι: pf. inf. written συνῆρσθαι, BGU975.15 (i A.D.), PLips.27.15 (ii A.D.):—take up together, Arist.Pr.945a39, Plu.2.659a; σ. λόγον μετά τινος cast up accounts... Ev.Matt.18.23, PLond.1.131r.194 (i A.D.), cf. PSI7.801.3 (ii A.D., Pass.), Ostr.Bodl. iii 336 (ii/iii A.D., Pass.): abs., συναίρειν Ev.Matt.18.24.
2 = συνάγω, gather in a harvest, τὰ γενήματα TAM2.245.9 (Lycia):—Pass., ὁ ἐπὶ τοῖς βαλανείοις συναιρόμενος ῥύπος collected, Dsc.1.30 (v.l. -αγόμενος).
3 ὅπως συνάρωμεν διπλῆν εἰλαπίνην that we may celebrate together a double festival, BGU1080.9 (iii A.D.).
4 τῷ Καίσαρι συναίρει espouses Caesar's cause, D.C.46.3 codd. (fort. -εται).
II Med., take part in a thing, c. gen. rei, συνάρασθαι τοῦ πολέμου, τοῦ κινδύνου, Th.5.28, 4.10; σ. τισὶ τοῦ πολέμου D.H.6.3: c. acc. rei, help in bearing or undertaking, ξυναίρεσθαι κίνδυνον Th.2.71; τὰ πράγματα D.1.24; also σ. Κύπριν engage in love with another, A.Pr.650; φόνον τινί E.Or.767 (troch.); σ. τὴν Χάριν τινός espoused his cause, D.C.45.15; συνάρασθαι εἰς τὸ αὐτό co-operate, X.Ath.2.2; μηδενὸς ὑμῶν μηδὲν συναραμένου D. Prooem. 41, cf. 33; σ. τινί with one, Plu.Galb.18, etc.; τινὶ ἐς ἀποικίαν Paus.3.1.7; πρὸς οὐδὲν αὐτῷ συνήρατο D.C.37.49; ἐπί τινα in attacking him, Plu.Comp.Dion. Brut.3; help, assist, ταῖς ἀναγωγαῖς τοῦ πύου Gal.11.683, cf. 6.265; εἰς εὐτροφίαν τοῖς νεύροις ib.209.
2 raise or use in helping, οὐ συναίρεται δόρυ E.Rh.495; πᾶν ὅ τι ἔχομεν σ. τῷ κάλλει enlist all we have in the service of beauty, Luc.Charid.12.
3 τῶν σκελῶν σ. catch by both legs, trip up, Plu.Lys.15.
III Med. in signf.1.1, σ. λογάριον PFay.109.6 (i A.D.), cf. POxy.113.27 (ii A.D.).
IV Med., annul jointly with another, ἐφ' ᾧ συναρεῖταί μοι ἣν ἔχει ἡμῶν συνοικεσίου συγγραφήν PTeb.809.4 (ii B.C.), cf. PRein.31.8 (ii B.C.), BGU l.c. (i A.D.), PLips. l.c. (ii A.D.), CPR23.17 (ii A.D.):—Pass., PRein.8.7 (ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 997] (s. αἴρω), poet. συναείρω, mit aufheben, erheben, οὐ συναίρεται δόρυ Eur. Rhes. 495. – Bes. im med. Einem helfen, ihm beistehen, τινί, auch τινί τι, συνηράμην φόνον σοι ματρός Eur. Or. 765; συναίρεσθαί τινι τοῦ κινδύνου, mit Einem gemeinschaftlich die Gefahr auf sich nehmen, sie mit ihm teilen, Thuc. 4. 10, τοῦ πολέμου, 5, 28; auch ξυναρασθαι τὸν κίνδυνον τῆς μάχης, 2, 71; πράγματα, Dem. 1, 24; Aesch. Prom. 653 συναίρεσθαι Κύπριν, sich in Liebe vereinigen. – S. συναείρω.
French (Bailly abrégé)
f. συναρῶ, ao. συνῆρα, etc.
lever ensemble ou avec ; particul.
1 lever ou prendre les armes en faveur de, secourir;
2 NT régler un compte avec qqn;
Moy. συναίρομαι;
I. lever ensemble pour soi : ὅπλα prendre les armes avec d'autres ; p.suite :
1 se lever contre : ἐπί τινα contre qqn;
2 venir au secours de, aider, assister;
3 prendre sa part de, partager : τινι τὸν κίνδυνον THC, τοῦ κινδύνου THC le danger de qqn;
II. soulever à la fois : τινα τῶν σκελῶν PLUT qqn par les deux jambes, le culbuter.
Étymologie: σύν, αἴρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-αίρω, Att. ξυναίρω, poët. praes. συναείρω act. opheffen; NT Mt. 18.24; overdr. rekenschap vragen:. συνᾶραι λόγον μετὰ τῶν δούλων αὐτοῦ rekenschap vragen van zijn dienaren NT Mt. 18.23. med. overdr. mede op zich nemen, met gen.:; ξυναράμενοι τοῦδε τοῦ κινδύνου die deze oorlog mede ondernomen hebben Thuc. 4.10.1; met acc.:; ξυναίρεσθαι Κύπριν samen de liefde bedrijven Aeschl. PV 650; samenwerken, met dat.:; τοὺς Γαλάτας Οὐίνδικι συναραμένους de Galliërs die Vindex hadden geholpen Plut. Galb. 18.1; met dat. en acc.: συνηράμην φόνον σοι μητρος ik heb met jou de moord op jouw moeder op me genomen (ik heb je geholpen bij de moord op jouw moeder) Eur. Or. 767.
Russian (Dvoretsky)
συναίρω: эп. συναείρω (fut. συναρῶ, aor. συνῆρα; преимущ. med.)
1 вместе или одновременно поднимать (ὕδωρ πολύ Arst.): συναίρεσθαι δόρυ Eur. поднимать и свое копье, т. е. оказывать военную помощь; τῶν σκελῶν συνᾳράμενος ἀνέτρεφεν αὐτόν Plut. подняв за ноги, он опрокинул его;
2 общими силами поднимать, помещать (τινὰ ἐπ᾽ ἀπήνης Hom.);
3 выносить, вынимать (τοὺς πυροὺς ἐκ τῆς ἅλω Plut.);
4 соединять, связывать (ἵππους ἱμᾶσι Hom.): συνάρασθαι εἰς τὸ αὐτό Xen. объединиться в тесный союз;
5 med. одновременно брать на себя, принимать участие (συναίρεσθαί τινι τὸν κίνδυνον или τοῦ κινδύνου Thuc.): συναίρεσθαι Κύπριν Aesch. разделять любовь (с кем-л.), т. е. наслаждаться (чьей-л.) любовью; φόνον τινὶ συναίρεσθαι Eur. быть чьим-л. соучастником в убийстве;
6 med. вместе подниматься, совместно восставать: συναίρεσθαί τινι Plut. восставать вместе с кем-л.; συναίρεσθαι ἐπί τινα Plut. вместе восставать против кого-л.;
7 med. оказывать помощь, помогать, содействовать Dem.: ἔργῳ τε καὶ λόγῳ συναίρεσθαί τῷ κάλλει Luc. и словом и делом служить красоте;
8 (тж. σ. λόγον) учинять расчет, рассчитываться, расплачиваться (μετὰ τῶν δούλων NT).
English (Strong)
from σύν and αἴρω; to make up together, i.e. (figuratively) to compute (an account): reckon, take.
English (Thayer)
1st aorist infinitive συνᾶραι;
1. to take up together with another or others.
2. to bring together with others;λόγον, to cast up or settle accounts, to make a reckoning with (an expression not found in Greek authors), μετά τίνος, Matthew 25:19.
Greek Monolingual
και ποιητ. τ. συναείρω Α
1. σηκώνω μαζί με κάποιον
2. συμφωνώ με κάποιον, πηγαίνω με το μέρος κάποιου («ἄλλως τε καὶ συναίρων τῷ Πλάτωνι περὶ τῆς τοῦ κόσμου γενέσεως ἐπαγγειλάμενος», Φιλοπ.)
3. συνάγω, συναθροίζω («τοὺς δὲ πυροὺς οἱ γεωργοῦν
τες σπεύδουσι φθίνοντος τοῦ μηνὸς ἐκ τῆς ἅλω συναίρειν», Πλούτ.)
4. (στον ποητ. τ.) (ενεργ. και μέσ.) (σχετικά με ίππους) συζευγνύω
5. μέσ. συναίρομαι
α) βοηθώ κάποιον να σηκώσει κάτι
β) μετέχω σε κοινή προσπάθεια (α. «οἱ πλεῖστοι τῶν συναραμένων τὰ ὅπλα δημοτῶν», Διον. Αλ.
β. «οὐ ξυναράμενοι τοῦ Ἀττικοῦ πολέμου», Θουκ.)
γ) ενώνομαι με κάποιον για σύμπραξη («Ἀργεῖοι οὐ συναράμενοι τοῖς Ἕλλησιν», Πλούτ.)
δ) συντελώ, συμβάλλω («συναίρεται εἰς εὐτροφίαν τοῖς νεύροις», Γαλ.)
ε) ακυρώνω από κοινού με άλλον
6. φρ. α) «συναίρομαι Κύπριν» — συνδέομαι ερωτικά με κάποιον (Αἰσχύλ.)
β) «συναίρομαι τὴν χάριν τινός» — προσπαθώ από κοινού να κερδίσω την εύνοια κάποιου από κοινού με άλλον (Δίων Κάσσ.)
γ) «συναίρω λόγον»
i) κάνω λογαριασμό με κάποιον (ΚΔ)
ii) έχω δοσοληψίες με κάποιον (Αποφθ. Πατέρ.)
δ) «συναίρομαι τῶν σκελῶν» — πιάνω κάποιον από τα δύο του πόδια και τον ανατρέπω (Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + αἴρω / ἀείρω «σηκώνω»].
Greek Monotonic
συναίρω: ποιητ. συναείρω (βλ. αυτ.)· αόρ. αʹ συνῆρα·
I. 1. σηκώνω, υψώνω από κοινού, σε Αριστ., Πλούτ.· συναίρω λόγον μετά τινος, σταθμίζω, κάνω τους λογαριασμούς μου με κάποιον, σε Καινή Διαθήκη
II. 1. Μέσ., συμμετέχω σε κάτι, με γεν., σε Θουκ.
2. με αιτ. πράγμ., βοηθώ κάποιον να σηκώσει ή να μεταφέρει κάτι, στον ίδ., σε Δημ.· επίσης, ασχολούμαι με, αναλαμβάνω κάτι, σε Αισχύλ., Ευρ.
3. τῶν σκελῶν συναίρω, πιάνω κάποιον από τα δυο του πόδια, τον ανατρέπω, σε Πλούτ.
III. Παθ.,
1. συναίρεσθαι εἰς τὸ αὐτό, ενώνομαι μαζί με, συνενώνομαι, σε Ξεν.
2. συνεισφέρω, βοηθώ, σε Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
συναίρω: ποιητικ. συναείρω (ὃ ἴδε) ― αἴρω, σηκώνω ὁμοῦ, Ἀριστ. Προβλ. 26. 46, Πλούτ. 2. 659Α· σ. λόγον μετά τινος, κάμνω, θεωρῶ λογαριασμὸν μετά τινος..., Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιη΄, 23., κε΄, 19· καὶ ἀπολ., συναίρειν ιθ΄, 24. ΙΙ. Μέσ., λαμβάνω μέρος εἴς τι πρᾶγμα, μετὰ γενικ. πράγματος, συναίρεσθαι τοῦ πολέμου, τοῦ κινδύνου Θουκ. 5. 28., 4. 10· σ. τινὶ τοῦ πολέμου Διονύσ. Ἁλ. 6. 3· σ. τινι, βοηθῶ τινά, Παυσ. 7. 7, 7, κ. ἀλλ. 2) βοηθῶ τινα νὰ σηκώσῃ ἢ φέρῃ τι, οὐ ξυναίρεται δόρυ Εὐρ. Ρῆσ. 495· ξυναίρεσθαι κίνδυνον Θουκ. 2. 71· τὰ πράγματα Δημ. 16. 6· ὡσαύτως, ξ. Κύπριν, ἀσχολοῦμαι εἰς ἔρωτα μετά τινος, Αἰσχύλ. Πρ. 650· φόνον τινι Εὐρ. Ὀρ. 767· σ. τὴν χάριν τινός, ἀπὸ κοινοῦ προσπαθῶ νὰ κερδήσω τὴν εὔνοιάν τινος, Δίων Κ. 45. 15· ἀλλά, πᾶν ὅ τι ἔχομεν σ. τῷ κάλλει, τὸ ὑπολογίζομεν εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τοῦ κάλλους, Λουκ. Χαρίδ. 12. 3) τῶν σκελῶν σ., ὡς φαίνεται σημαίνει, λαμβάνω τινὰ ἐξ ἀμφοτέρων τῶν σκελῶν, ἀνατρέπω, Πλουτ. Λύσανδρ. 15. ΙΙΙ. Παθ., συναίρομαι εἰς τὸ αὐτό, ἑνοῦμαι ὁμοῦ, συνενοῦμαι, Ξεν. Ἀθην. 2. 2· μηδενὸς ὑμῶν οὐδὲν συναραμένου, κατ’ οὐδὲν βοηθήσαντος, Δημ. 1449. 16, πρβλ. 1443. 5· σ. τινι, μετά τινος, Πλουτ. Γάλβ. 18, κτλ.· τινι ἔς τι Παυσ. 3. 1, 7· σ. πρός τι, κατά τινος Δίων Κ. 37. 49· ἐπί τινα, ἐναντίον τινός, ἐπιτιθέμενος κατ’ αὐτοῦ, Πλουτ. Δίων. καὶ Βρούτ. Σύγκρ. 3. IV. ἐνίοτε τὸ ἐνεργ. κεῖται ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας, σ. τινι Δίων Κ. 46, 3, Ἐκλογ. 55. 66· ὡσαύτως ἐν τῷ ἐνεργ. β΄ πρκμ. συναρηρώς, συνηνωμένος, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 497., 2. 1112.
Middle Liddell
poet. συναείρω aor1 συνῆρα
I. to take up together, Arist., Plut.; ς. λόγον μετά τινος to balance accounts with another, NTest.
II. Mid. to take part in a thing, c. gen., Thuc.
2. c. acc. rei, to help in bearing, Thuc., Dem.; also to engage in a thing, undertake it, Aesch., Eur.
3. τῶν σκελῶν ς. to catch by both legs, Plut.
III. Pass., συναίρεσθαι εἰς τὸ αὐτό to be joined together, unite, Xen.
2. to contribute, assist, Dem.
Chinese
原文音譯:suna⋯rw 尋-埃羅
詞類次數:動詞(3)
原文字根:共同-舉起
字義溯源:共同完成,計算,算,算清的帳目,共同拿起;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(αἴρω)*=舉起)組成
出現次數:總共(3);太(3)
譯字彙編:
1) 算(3) 太18:23; 太18:24; 太25:19