βάλλω: Difference between revisions
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
(21) |
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=fut. βαλῶ, [[βαλέω]], aor. [[ἔβαλον]], βάλον, subj. βάλησθα, opt. βάλοι- σθα, plup. 3 [[sing]]. βεβλήκειν, [[pass]]. perf. 3 pl. [[βεβλήαται]], plup. [[βεβλήατο]] ([[also]], [[but]] only w. metaph. signif., βεβόλητο, [[βεβολήατο]], [[βεβολημένος]]), [[mid]]. aor. [[with]] [[pass]]. signif., [[βλῆτο]], subj. [[βλήεται]], opt. 2 [[sing]]. [[βλεῖο]], [[part]]. [[βλήμενος]]: [[throw]], [[cast]], [[mid]]., [[something]] pertaining to [[oneself]]; [[hence]] [[often]] in the [[sense]] of [[shoot]], [[hit]]; καὶ βάλεν οὐδ' ἀφάμαρτε, Il. 13.160; [[ἕλκος]], τό μιν [[βάλε]] [[Πάνδαρος]] ἶῷ ([[μίν]] is the [[primary]] obj.), Il. 5.795; metaph., φιλότητα μετ' ἀμφοτέροισι βάλωμεν, ‘[[strike]],’ ‘[[conclude]],’ Il. 4.16 ; σὺ δ' ἐνὶ φρεσὶ [[βάλλεο]] σῇσιν, ‘[[bear]] in [[mind]]’ ([[note]] the [[mid]].), Il. 1.297, etc. The [[various]] applications, [[literal]] and metaphorical, are [[numerous]] [[but]] [[perfectly]] [[intelligible]].—Intrans., ποταμὸς [[εἰς]] ἅλα βάλλων, Il. 11.722; ἵπποι περὶ [[τέρμα]] βαλοῦσαι, Il. 23.462; [[mid]]. aor., [[with]] [[pass]]. signif., [[βλήμενος]] ἢ ἶῷ ἢ ἔγχεϊ, Il. 8.514; [[pass]]., of the [[mind]] only, ἄχεῗ μεγάλῳ [[βεβολημένος]] [[ἦτορ]], ‘[[stricken]],’ Il. 9.9, , Od. 10.347. | |auten=fut. βαλῶ, [[βαλέω]], aor. [[ἔβαλον]], βάλον, subj. βάλησθα, opt. βάλοι- σθα, plup. 3 [[sing]]. βεβλήκειν, [[pass]]. perf. 3 pl. [[βεβλήαται]], plup. [[βεβλήατο]] ([[also]], [[but]] only w. metaph. signif., βεβόλητο, [[βεβολήατο]], [[βεβολημένος]]), [[mid]]. aor. [[with]] [[pass]]. signif., [[βλῆτο]], subj. [[βλήεται]], opt. 2 [[sing]]. [[βλεῖο]], [[part]]. [[βλήμενος]]: [[throw]], [[cast]], [[mid]]., [[something]] pertaining to [[oneself]]; [[hence]] [[often]] in the [[sense]] of [[shoot]], [[hit]]; καὶ βάλεν οὐδ' ἀφάμαρτε, Il. 13.160; [[ἕλκος]], τό μιν [[βάλε]] [[Πάνδαρος]] ἶῷ ([[μίν]] is the [[primary]] obj.), Il. 5.795; metaph., φιλότητα μετ' ἀμφοτέροισι βάλωμεν, ‘[[strike]],’ ‘[[conclude]],’ Il. 4.16 ; σὺ δ' ἐνὶ φρεσὶ [[βάλλεο]] σῇσιν, ‘[[bear]] in [[mind]]’ ([[note]] the [[mid]].), Il. 1.297, etc. The [[various]] applications, [[literal]] and metaphorical, are [[numerous]] [[but]] [[perfectly]] [[intelligible]].—Intrans., ποταμὸς [[εἰς]] ἅλα βάλλων, Il. 11.722; ἵπποι περὶ [[τέρμα]] βαλοῦσαι, Il. 23.462; [[mid]]. aor., [[with]] [[pass]]. signif., [[βλήμενος]] ἢ ἶῷ ἢ ἔγχεϊ, Il. 8.514; [[pass]]., of the [[mind]] only, ἄχεῗ μεγάλῳ [[βεβολημένος]] [[ἦτορ]], ‘[[stricken]],’ Il. 9.9, , Od. 10.347. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:12, 17 August 2017
English (LSJ)
fut. βᾰλῶ (in Att. Prose only in compds.), Ion.
A βαλέω Il. 8.403, βαλλήσω Ar.V.222,1491: aor. 2 ἔβᾰλον, Ion. προ-βάλεσκε Od. 5.331; later aor. 1 ἔβαλα LXX3 Ki.6.1 (5.18); Ep. and Ion. inf. βαλέειν Il.2.414,al., Hdt.2.111,al., but βαλεῖν Il.13.387, 14.424; opt. βλείης in Epich.219, part. βλείς Id.176, as if from ἔβλην (v. συμβάλλω): pf. βέβληκα: plpf. ἐβεβλήκειν, Ep. βεβλήκειν Il.5.661:—Med., Ion. impf. βαλλέσκετο Hdt.9.74: fut. βᾰλοῦμαι (προ-) Ar.Ra.201, (ἐπι-) Th.6.40, etc., Ep. βαλεῦμαι (ἀμφι-) Od.22.103: aor. 2 ἐβᾰλόμην, Ion. imper.βαλεῦ Hdt.8.68.γ, used mostly in compds.:—Pass., fut. βληθήσομαι X.HG7.5.11, (δια-) E.Hec.863; also βεβλήσομαι Id.Or.271, Hld.2.13, (δια-) D.16.2; part. δια-βεβλησόμενος Philostr. VA6.13 (Ep. fut. ξυμ-βλήσομαι, v. συμβάλλω): aor. ἐβλήθην Hdt.1.34, Th.8.84, etc.: Hom. also has an Ep. aor. Pass., ἔβλητο Il.11.675, ξύμβλητο 14.39; subj. βλήεται Od.17.472; opt. βλῇο or βλεῖο Il.13.288; inf. βλῆσθαι 4.115; part. βλήμενος 15.495: pf. βέβλημαι, Ion. 3pl. βεβλήαται 11.657 (but 3sg. h.Ap.20), opt. δια-βεβλῇσθε And.2.24: plpf. ἐβεβλήμην (περι-) X.HG7.4.22, (ἐξ-) Isoc.18.17; Ion. 3pl. περι-εβεβλέατο Hdt.6.25.—Ep. pf. βεβόλημαι in special sense, v. βολέω. A Act., throw: I with acc. of person or thing aimed at, throw so as to hit, hit with a missile, freq. opp. striking with a weapon in the hand, βλήμενος ἠὲ τυπείς Il.15.495; τὸν βάλεν, οὐδ' ἀφάμαρτε 11.350, cf. 4.473, al.; so even in ἐγγύθεν ἐλβὼν βεβλήκει . . δουρί 5.73; and δουρὶ ὤμων μεσσηγὺς σχεδόθεν βάλε 16.807; but later opp. τοξεύειν, D.9.17, X.An.4.2.12; ἐκ χειρὸς β. ib.3.3.15: c. dat. instrumenti, β. τινὰ δουρί, πέτρῳ, κεραυνῷ, etc., Il.13.518, 20.288, Od.5.128, etc.: βλήμενος ἢ ἰῷ ἢ ἔγχεϊ Il.8.514: c. dupl. acc. pers. et partis, μιν βάλε μηρὸν ὀϊστῷ 11.583: c. acc. partis only, 5.19,657; so τὸν δ' Ὀδυσεὺς κατὰ λαιμὸν . . βάλεν ἰῷ Od.22.15; δουρὶ βαλὼν πρὸς στῆθος Il. 11.144: c. acc. cogn., ἕλκος. ., τό μιν βάλε Πάνδαρος ἰῷ 5.795; also βάλε Τυδεΐδαο κατ' ἀσπίδα smote upon it, ib.281. 2 less freq. of things, ἡνίοχον κονίης ῥαθάμιγγες ἔβαλλον 23.502; of drops of blood, 11.536, cf. A.Ag.1390: metaph., κηλὶς ἔβαλέ νιν μητροκτόνος E.IT 1200, cf. HF1219; of the sun, ἀκτῖσιν ἔβαλλεν [θάμνους] Od.5.479; ἔβαλλε . . οὐρανὸν Ἠώς A.R.4.885 (so Pass., σελήνη . . δι' εὐτρήτων βαλλομένη θυρίδων AP5.122 (Phld.)); strike the senses, of sound, ἵππων ὠκυπόδων ἀμφὶ κτύπος οὔατα βάλλει Il.10.535, cf. S.Ant.1188, Ph.205 (lyr.); of smell, ὀσμὴ β. τινά Id.Ant.412; τάχ' ἂν πέμφιξ σε βροντῆς καὶ δυσοσμίας β. Id.Fr.538. 3 metaph., β. τινὰ κακοῖς, φθόνῳ, ψόγῳ, smite with reproaches, etc., Id.Aj.1244, E.El.902, Ar. Th.895; στεφάνοις β. τινά Pi.P.8.57 (hence metaph., praise, Id.O.2.98); φθόνος βάλλει A.Ag.947; φίλημα βάλλει τὴν καρδίαν Ach.Tat. 2.37. II with acc. of the weapon thrown, cast, hurl, of missiles, rare in Hom., βαλὼν βέλος Od.9.495; χαλκὸν ἐνὶ στήθεσσι βαλών Il.5. 346, cf. Od.20.62; ἐν νηυσὶν . . πῦρ β. Il.13.629: c. dat., of the weapon, throw or shoot with a thing, οἱ δ' ἄρα χερμαδίοισι . . βάλλον 12.155; βέλεσι Od.16.277: in Prose abs., β. ἐπί τινα throw at one, Th.8.75; ἐπὶ σκοπόν X.Cyr.1.6.29; ἐπίσκοπα Luc.Am.16; alone, οἱ ψιλοὶ βάλλοντες εἶργον Th.4.33: c. gen., βάλλοντα τοῦ σκοποῦ hitting the mark, Pl.Sis.391a. 2 generally of anything thrown, εἰς ἅλα λύματ' ἔβαλλον Il.1.314; τὰ μὲν ἐν πυρὶ βάλλε Od.14.429; [νῆα] β. ποτὶ πέτρας 12.71; εὐνὰς β. throw out the anchor-stones, 9.137; β. σπόρον cast the seed, Theoc.25.26; β. κόπρον POxy.934.9 (iii A. D.): hence β. ἀρούρας manure, PFay.118.21 (ii A. D.): metaph., ὕπνον . . ἐπὶ βλεφάροις β. Od.1.364; β. σκότον ὄμμασι E.Ph.1535(lyr.); β. λύπην τινί S.Ph.67. b of persons, β. τινὰ ἐν κονίῃσιν, ἐν δαπέδῳ, Il.8.156, Od. 22.188; γῆς ἔξω β. S.OT622; β. τινὰ ἄθαπτον Id.Aj.1333; ἄτιμον Id.Ph.1028:—Pass., ὑπὸ χλαίνῃ βεβλημένος AP5.164 (Mel.); βεβλημένος on a sick-bed, Ev.Matt.8.14: then metaph., ἐς κακὸν β. τινά Od. 12.221; ὅς με μετ' . . ἔριδας καὶ νείκεα β. Il.2.376; β. τινὰ ἐς ἔχθραν, ἐς φόβον, A.Pr.390, E.Tr.1058; also ἐν αἰτίᾳ or αἰτίᾳ β. τινά, S.OT657, Tr.940 (but in E.Tr.305 β. αἰτίαν ἔς τινα) ; κινδύνῳ β. τινά A.Th. 1053. 3 let fall, ἑτέρωσε κάρη βάλεν Il.8.306, cf. 23.697; β. ἀπὸ δάκρυ παρειῶν Od.4.198, cf. 114; κατὰ βλεφάρων β. δάκρυα Thgn. 1206; κατ' ὄσσων E.Hipp.1396; αἵματος πέμφιγα πρὸς πέδῳ β. A.Fr. 183; β. τοὺς ὀδόντας cast, shed them, Arist.HA501b2, etc.; so βάλλειν alone, ib.576a4; βοῦς βεβληκώς SIG958.7 (Ceos). 4 of the eyes, ἑτέρωσε βάλ' ὄμματα cast them, Od.16.179; ὄμματα πρὸς γῆν E.Ion 582; πρόσωπον εἰς γῆν Id.Or.958: intr., ὀφθαλμὸς πρὸς τὸ φῶς βαλών aiming at... Plot.2.4.5; βαλὼν πρὸς αὐτό directing one's gaze at... Id.3.8.10. 5 of animals, push forward or in front, τοὺς σοὺς [ἵππους] πρόσθε βαλών Il.23.572; πλήθει πρόσθε βαλόντες (sc. ἵππους) ib.639; βάλλε κάτωθε τὰ μοσχία Theoc.4.44: metaph., β. ψυχὰν ποτὶ κέρδεα BionFr.5.12. 6 in a looser sense, put, place, with or without a notion of haste, τὼ μὲν . . βαλέτην ἐν χερσὶν ἑταίρων Il.5.574, cf. 17.40, 21.104; μῆλα . . ἐν νηΐ β. Od.9.470; ἐπὶ γᾶν ἴχνος ποδὸς β. E.Rh.721 (lyr.); φάσγανον ἐπ' αὐχένος β. Id.Or.51; τοὺς δακτύλους εἰς τὰ ὦτα Ev.Marc.7.33; β. πλίνθους lay bricks, Edict.Diocl.7.15; pour, οἶνον εἰς ἀσκούς Ev.Matt.9.17; εἰς πίθον Arr.Epict.4.13.12, cf. Dsc.1.71.5 (v.l. for ἐμβ.): metaph., ἐν στήθεσσι μένος βάλε ποιμένι λαῶν Il.5.513; ὅπως . . φιλότητα μετ' ἀμφοτέροισι βάλωμεν may put friendship between them, 4.16; μαντεύσομαι ὡς ἐνὶ θυμῷ ἀθάνατοι βάλλουσι Od.1.201; ἐν καρδίᾳ β. Pi.O.13.16; but also θυμῷ, ἐς θυμὸν β., lay to heart, A.Pr.706, S.OT975. b esp. of putting round, ἀμφ' ὀχέεσσι θοῶς βάλε καμπύλα κύκλα Il.5.722; of clothes or arms, ἀμφὶ δ' Ἀθήνη ὤμοις . . βάλ' αἰγίδα 18.204; put on, φαιὰ ἱμάτια Plb. 30.4.5. c place money on deposit, ἀργύριον τοῖς τραπεζίταις Ev.Matt.25.27. d pay, PLond.3.1177 (ii A. D.), POxy.1448.5 (iv A. D.). 7 of dice, throw, τρὶς ἓξ βαλεῖν A.Ag.33, cf. Pl.Lg.968e; ἄλλα βλήματ' ἐν κύβοις βαλεῖν E.Supp.330: so prob. ψῆφος βαλοῦσα, abs., by its throw, A.Eu.751: metaph., εὖ or καλῶς βάλλειν to be lucky, successful, Phld.lr.p.51 W., Rh.1.10 S. III intr., fall, ποταμὸς Μινυήϊος εἰς ἅλα βάλλων Il.11.722, cf. A.R.2.744, etc.; ἄνεμος κατ' αὐτῆς (sc. νεώς) ἔβαλε Act.Ap.27.14; [ἵππους] περὶ τέρμα βαλούσας having run round the post, Il.23.462; ἐγὼ δὲ . . τάχ' ἐν πέδῳ βαλῶ (sc. ἐμαυτήν) A.Ag.1172 (lyr.); λίμνηθεν ὅτ' εἰς ἁλὸς οἶδμα βάλητε arrive at... A.R.4.1579; εἴσω β. enter a river's mouth, Orac. ap.D.S.8.23; βαλὼν κάθευδε lie down and sleep, Arr.Epict.2.20.10; τί οὖν, οὐ ῥέγκω βαλών; ib.4.10.29; βαλὼν ἐπὶ τῆς στιβάδος ἐπεχείρει καθεύδειν Anon. ap. POxy.1368.51; cf. A. 11.4. 2 in familiar language, βάλλ' ἐς κόρακας away with you! be hanged! Ar.V.835, etc.; βάλλ' ἐς μακαρίαν Pl.Hp.Ma.293a, cf. Men.Epit.389. B Med., put for oneself, ὡς ἐνὶ θυμῷ βάλλεαι that thou may'st lay it to heart, Il.20.196, cf. Od.12.218; σὺ δ' ἐνὶ φρεσὶ βάλλεο σῇσιν Hes.Op.107; εἰ μὲν δὴ νόστον γε μετὰ φρεσὶ . . βάλλεαι Il.9.435; ἐς θυμὸν βαλέσθαι τι Hdt.1.84, etc.; εἰς or ἐπὶ νοῦν, εἰς μνήμην, Plu.Thes. 24, Jul.Or.2.58a, etc. (v. supr. A.11.6); ἐπ' ἑωυτῶν βαλόμενοι on their own responsibility, Hdt.4.160, cf. 3.71, al.; ἑτέρως ἐβάλοντο θεοί, v. l. for ἐβόλοντο in Od.1.234; θεοὶ δ' ἑτέρωσε βάλοντο Q.S.1.610. 2 τόξα or ξίφος ἀμφ' ὤμοισιν βάλλεσθαι throw about one's shoulder, Il.10.333, 19.372, etc.; ἐπὶ κάρα στέφη β. E.IA1513(lyr.). 3 ἐς γαστέρα βάλλεσθαι γόνον conceive, Hdt.3.28. 4 lay as foundation, κρηπῖδα βαλέσθαι Pi.P.7.3, cf. 4.138, Luc.Hipp.4; also, lay the foundations of, begin to form, οἰκοδομίας Pl.Lg.779b; χάρακα Plb.3.105.10, Poll. 8.161; simply, build, ἱερὸν περί τι Philostr.VA4.13; β. ἄγκυραν cast anchor, Hdt.9.74, etc.; καθάπερ ἐξ ἀγκυρῶν βαλλόμενος ψυχῆς δεσμούς Pl.Ti.73d. II rarely, χρόα βάλλεσθαι λουτροῖς dash oneself with water, bathe, h.Cer.50 (but λουτρὰ ἐπὶ χροῒ βαλεῖν E.Or.303). (Arc. -δέλλω in ἐσ-δέλλοντες, = ἐκ-βάλλοντες, IG5(2).6.49: ζέλλειν· βάλλειν, Hsch. Root g[uglide]el- 'throw', Skt.galati 'trickle', OHG. quellan 'spurt up', Lith. gulēti 'lie'.)
German (Pape)
[Seite 429] werfen, treffen; entst. aus βαλίω; fut. βαλῶ, Ar. Vesp. 1491 βαλλήσεις, 222 βαλλήσομεν, wie Sp., die auch aor. ἐβάλλησα bilden, sonst ἔβαλον; perf. βέβληκα; βέβλημαι, 2. pers. βέβληαι Iliad. 5, 284. 13, 251 u. als Dactylus 11, 380; episch βεβόλημαι, Hom. βεβολημένος Iliad. 9, 9 Odyss. 10, 247, βεβολήατο Iliad. 9, 3; aor. pass. ἐβλήθην, u. diesem gleichbedeutend episch syncop. aor. med. ἔβλητο, βλῆτο, βλήεται Odyss. 17, 472, βλεῖο Iliad. 13, 288, βλῆ σθαι, βλήμενος. – Die beiden Perfecta βέβλημαι u. βεβόλημαι unterscheidet Hom. nach Aristarchs Beobachtung so, daß er βεβόλημαι nur da gebraucht, wo von der verwundeten Seele die Rede ist, βέβλημαι dagegen vom verwundeten Körper; Scholl. Aristonic. Iliad. 9, 3 βεβολήατο: ἡ διπλῆ, ὅτι ἔνιοι βεβλήατο, καὶ Ζηνόδοτος οὕτως. ἐπὶ δὲ τῆς κατὰ ψυχὴν τρώσεως καὶ ἀλγηδόνος ἀεὶ τοῦτο τάττει· ἐπὶ δὲ τῆς κατὰ σῶμα πληγῆς οὐκέτι οὕτως; derselbe zu Iliad. 9, 9 ἡ διπλῆ, ὅτι πάλιν τὸ βεβολημένος διὰ τοῦ ο ἐπὶ ψυχῆς λέγει; falsche Lesart Iliad. 13, 212 κατ' ἰγνύην βεβολημένος ὀξέι χαλκῷ statt βεβλημένος. Vgl. Lehrs Aristarch. p. 76. – Die 3 pers. sing. plusqpft. act. βεβλήκει oder βεβλήκειν (ἐβεβλήκειν) gebraucht Hom. als einfaches Präteritum, als aorist. oder als imperf.; s. βεβλήκει Iliad. 4, 108. 492. 5, 66. 73. 394. 12, 401. 17, 606 Odyss. 22, 286; v. l. Iliad. 8, 270 ἐπεὶ ἄρ τιν' ὀιστεύσας βεβλήκει, ὁ μὲν αὖθι πεσὼν ἀπὸ θυμὸν ὄλεσκεν, αὐτὰρ ὁ αὖτις ἰών, πάις ἃς ὑπὸ μητέρα, δύσκεν εἰς Αἴανθ'· ὁ δέ μιν σάκεϊ κρύπτασκε, besser die andere Lesart βεβλήκοι, optat. iterativ.; Scholl. Didym. zu der Stelle βεβλήκει: Ἀρίσταρχος βεβλήκει; die andere Form, mit dem ν, βεβλήκειν, s. Iliad. 5, 661. 14, 412 Odyss. 22, 258. 275; ἐβεβλήκειν v. l. Iliad. 14, 412 στῆθος ἐβεβλήκειν statt στῆθος βεβλήκειν; Scholl. Didym. daselbst βεβλήκει: οὕτως (verstehe Ἀρίσταρχος) ἔξω τοῦ ν, βεβλήκει, καὶ ἄνευ τοῦ ε. Ζηνόδοτος καὶ Ἀριστοφάνης σὺν τῷ ν, βεβλήκειν. Vgl. noch Scholl. Didym. Iliad. 5, 661 Ἀρίσταρχος μετὰ τοῦ ν βεβλήκειν. Meistens ist βεβλήκει (βεβλήκειν) Versanfang; mitten im Verse Iliad. 14, 412 στῆθος βεβλήκειν, s. vorhin. Als wirkliches plusquamperf. läßt sich βεβλήκει allenfalls ein Paar Male auffassen, s. Iliad. 4, 108. 5. 394; aber Hom. gebraucht eben auch den gewöhnlichen aor. überall statt des plusquamperf., so daß sich aus den bezeichneten Stellen über die ursprüngliche Natur des βεβλήκει Nichts folgern läßt. Die anderen Personen dieses plusquamperf. außer βεβλήκει kommen bei Hom. nicht vor. Vgl. die dem βεβλήκει ähnliche und ähnlich gebrauchte Form βεβήκει s. v. βαίνω. – Die gewöhnlichste Bed. von βάλλειν ist – 1) mit Geschoffen werfen, mit Lanzen, Pfeilen, Steinen u. s. w.; nach Aristarchs Beobachtung (Lehrs Aristarch. p. 61 sqq.) bei Hom. stets im eigentlichsten Sinne, wirklich werfen, d. h. so, daß man die Waffe aus der Hand fahren läßt; Gegensatz οὐτάζειν, τύπτειν, νύσσειν, πλήττειν, stoßen, hauen, stechen, schlagen, wobei man die Waffe in der Hand behält. Iliad. 15, 495 βλήμενος ἠὲ τυπείς, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι διαστέλλει τὸ βαλεῖν καὶ τύψαι; 11, 191 ἢ δουρὶ τυπεὶς ἢ βλήμενος ἰῷ, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ πρὸς τὴν διαφορὰν τοῦ τύψαι καὶ βαλεῖν; 14, 424 οὔ τις ἐδυνήσατο ποιμένα λαῶν οὐτάσαι οὐδὲ βαλεῖν, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι διαστέλλει τὸ οὐτάσαι καὶ βαλεῖν; 21, 576 ἢ οὐτάσῃ ἠὲ βάλῃσιν, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ πρὸς τὴν ἀντιδιαστολὴν τοῦ οὐτάσαι καὶ βαλεῖν. Zenodot kannte diesen Unterschied nicht; Iliad. 16, 807 ὄπιθεν δὲ μετάφρενον ὀξέι δουρὶ ὤμων μεσσηγὺς σχεδόθεν βάλε Δάρδανος ἀνήρ, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ περιεστιγμένη, ὅτι Ζηνόδοτος γράφει σχεδὸν οὔτασε Δάρδανος ἀνήρ. ἀγνοεῖ δὲ ὅτι ἐκ βολῆς τέτρωται, ὡς διὰ τῶν ἑξῆς δείκνυται, »ὥςτοι πρῶτος ἐφῆκε βέλος (812)«; 20, 274 δεύτερος αὖτ' Ἀχιλεὺς προΐει δολιχόσκιον ἔγχος, καὶ βάλεν Αἰνείαο κατ' ἀσπίδα πάντοσ' ἐίσην, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ περιεστιγμένη, ὅτι Ζηνόδοτος μετεποίησεν οὕτως, μελίην ἰθυπτίωνα ἀσπίδα νύξ' ἐς χαλκὸν ἀμύμονος Αἰνείαο. οὐκ ἐκ χειρὸς δὲ ἐπέτυχεν ὁ Ἀχιλλεύς, ὅπερ διὰ τοῦ νύξε σημαίνεται, ἀλλὰ βέβληκε τὸ δόρυ· διὸ καὶ ἑξῆς (283) αὐτὸ βέλος εἴρηκεν. Wenn Mehrere zusammen erwähnt werden, von denen Einer durch einen Wurf, ein Anderer durch Stoß, Hieb, Stich oder Schlag verwundet ist, so gebraucht Homer συλληπτικῶς von Allen zusammen das Wort βάλλειν; Iliad. 14, 28 ὅσοι βεβλήατο χαλκῷ, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι συλληπτικῶς εἴρηκε βεβλήατο ἐπὶ τῶν οὐτασμένων. Vgl. Lehrs Aristarch. p. 62. Bei'm Werfen kann man natürlich nahe an das Ziel herantreten, Iliad. 5, 72 τὸν μὲν Φυλείδης ἐγγύθεν ἐλθὼν βεβλήκει κεφαλῆς κατὰ ἰνίον ὀξέι δουρί, 17, 600 ὁ γάρ ῥ' ἒβαλε σχεδὸν ἐλθών; aber der Grammatiker Seleukos behauptete, die Verbindung σχεδὸν βάλεν sei unerträglich, s. Scholl. Iliad. 16, 807. – Die Sp. beobachten den Homerischen Unterschied zwischen βάλλειν u. οὐτάζειν u. s. w. nicht durchweg; vgl. Lehrs Aristarch. p. 78 sqq. Aecht Homerisch z. B. Herodot. 6, 117 οὔτε πληγέντα οὔτε βληθέντα. – Besondere Arten des Gebrauchs: – a) absolut, Iliad. 8, 289 βάλλ' οὕτως, αἴ κέν τι φόως Δαναοῖσι γένηαι; 4, 519 βάλε δὲ Θρῃκῶν ἀγὸς ἀνδρῶν, Πείροος Ἰμβρασίδης; Prosa, Thuc. 3, 23; κἂν μήπω βάλλῃ μηδὲ τοξεύῃ Dem. 9, 17; Xen. Anab. 3, 3, 15 οἱ μὲν πολέμιοι τοξεύουσι καὶ σφενδονῶσιν ὅσον οὔτε οἱ Κρῆτες ἀντιτοξεύειν δύνανται οὔτε οἱ ἐκ χει ρὸς βάλλοντες ἐξικνεῖσθαι. – b) Angabe der Waffe, ἐγχείῃσιν Iliad. 18, 534; λάεσσι 3, 80; κεραυνῷ Odyss. 12, 388; τοῖς λίθοις Thuc. 4, 43; Xen. An. 5, 7, 19; πέτροις Eur. Andr. 1128; τόξοις Eur. Hec. 388; übertr., κακοῖς, so. λόγοις, mit Schmähreden, Soph. Aj. 1244; ψόγῳ Ar. Th. 895, u. ä.; bes. bei Sp.; ähnl. στεφάνοισι Pind. P. 8, 57. – Seltner steht das Geschoß im accusat.: Hom. Odyss. 9, 495 βέλος, 20, 62 ἰὸν ἐνὶ στήθεσσι βαλοῦσα, Iliad. 5, 346 χαλκὸν ἐνὶ στήθεσσι βαλών. – c) Angabe des Zieles; bei Hom. ist nach Aristarchs Beobachtung (s. Lehrs Aristarch. p. 71 sqq) βάλλειν, wenn das Ziel im accus. dabei steht, allemal = treffen, nicht = zielen, zu treffen suchen. Iliad. 11, 376 ὁ δὲ τόξου πῆχυν ἄνελκεν καὶ βάλεν, οὐδ' ἄρα μιν ἅλιον βέλος ἔκφυγε χειρός, ταρσὸν δεξιτεροῖο ποδός, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι τὸ βάλεν ἀντὶ τοῦ ἐπέτυχεν, καὶ ὅτι ἐν σχήματι εἴρηκεν, οὐδὲ ἅλιον αὐτὸν ἐξέφυγε τῆς χειρός; 5, 17 Τυδείδεω δ' ὑπὲρ ὦμον ἀριστερὸν ἤλυθ' ἀκωκὴ ἔγχεος, οὐδ' ἔβαλ' αὐτόν, Scholl. Aristonic. ἔβ αλ': ἀντὶ τοῦ ἐπέτυχεν; 3, 368 ἐκ δέ μοι ἔγχος ἠίχθη παλάμηφιν ἐτώσιον, οὐδ' ἔβαλόν μιν, Scholl. Aristonic. ὅτι σαφῶς τὸ οὐδ' ἔβαλόν μιν σημαίνει ἀντὶ τοῦ οὐδὲ ἐπάταξα αὐτόν; über die v. l. οὐδ' ἐδάμασα vgl. Scholl. Didym. daselbst; 21, 591 ὀξὺν ἄκοντα χειρὸς ἀφῆκεν, καί ῥ' ἔβαλε κνήμην ὑπὸ γούνατος, οὐδ' ἀφάμαρτεν; Odyss. 22, 6 νῦν αὖτε σκοπὸν ἄλλον, ὃν οὔ πώ τις βάλεν ἀνήρ, εἴσομαι, αἴ κε τύχωμι; – mit praeposit., zum Theil Tmesis; Iliad. 3, 347 Ἀλέξανδρος προΐει ἔγχος, καὶ βάλεν Ἀτρείδαο κατ' ἀσπίδα πάντοσ' ἐίσην· οὐδ' ἔρρηξεν χαλκός, ἀνεγνάμφθη δέ οἱ αἰχμὴ ἀσπίδ' ἔνι κρατερῇ; 5, 317 χαλκὸν ἐνὶ στήθεσσι βαλών; 11, 108 τὸν μὲν ὑπὲρ μαζοῖο κατὰ στῆθος βάλε δουρί; – mit doppeltem accusat.: Iliad. 4, 480 πρῶτον γάρμιν ἰόντα βάλε στῆθος παρὰ μαζὸν δεξιόν· ἀντικρὺ δὲ δι' ὤμου ἔγχος ἦλθεν; 11, 583 καί μιν βάλε μηρὸν ὀιστῷ δεξιόν· ἐκλάσθη δὲ δόναξ, ἐβάρυνε δὲ μηρόν, Scholl. Aristonic. καί μιν βάλε μηρὸν ὀιστῷ: ἡ διπλῆ, ὅτι ἀντὶ τοῦ καὶ αὐτοῦ τὸν μηρὸν ἔτρωσεν; – pass., Iliad. 4, 518 χερμαδίῳ γὰρ βλῆτο παρὰ σφυρὸν ὀκριόεντι κνήμην δεξιτερήν. – Die Sp. weichen auch hier oft von Hom. ab; Homerisch z. B. Soph. Phil. 289 πρὸς δὲ τοῦθ', ὅ μοι βάλοι νευροσπαδὴς ἄτρακτος, αὐτὸς ἂν τάλας εἰλυόμην δύστηνον ἐξέλκων πόδα πρὸς τοῦτ' ἄν; oft = auf etwas schießen, z. B. Thuc. 8, 75 ἐπὶ τοὺς τὴν ὀλιγαρχίαν μάλιστα ποιήσαντας καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων τοὺς μετασχόντας τὸ μὲν πρῶτον ὥρμησαν βάλλειν; ἐπὶ σκοπὸν βάλλειν ἐδιδάσκομεν Xen. Cyr. 1, 6, 29; Pol. 1, 48; εἰς τὸ μέτωπον Xen. Cyr. 1, 4, 8; Sp. auch σκοποῦ, ἐπὶ σκοποῦ, Sisyph. 391 a; Luc. Amor. 16. – Selten steht die Wunde im accus. dabei: Iliad. 5, 795 ἕλκος, τό μιν βάλε Πάνδαρος ἰῷ, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι ἰδίως εἴρηκε ἀντὶ τοῦ βαλὼν ἕλκος ἐποίησεν; Plat. Rep. 3, 408 a ἢ οὐ μέμνησαι ὅτι καὶ τῷ Μενέλεῳ ἐκ τοῦ τραύματος οὗ ὁ Πάνδαρος ἔβαλεν αἷμ' ἐκμυζήσαντ' ἐπί τ' ἤπια φάρμακ' ἔπασσον; – Adverbial, εὔσκοπα, εὔστοχα βάλλειν, gut treffen. – 2) Aehnlich dem Deutschen in vielen anderen Verbindungen, wo nicht von Geschossen die Rede ist. – Wie ἐν κονίῃσι βάλλειν Il. 8, 156 zu Boden strecken, u. ἐν δαπέδῳ χαμαὶ Od. 22, 188: so ist οἶκον β. zerstören, Aesch. Eum. 721; ἐς γόνυ τὴν πόλιν, herunter, in Sklaverei bringen, Her. 6, 27. – Gew. wird verbunden ἐν πυρὶ βάλλειν, ins Feuer werfen, Od. 14, 429; πῦρ ἐν νηυσίν Il. 13, 629; λύματα εἰς ἅλα Il. 1, 314. – 3) In vielfachen Uebertragungen, wo theils ein stärkeres od. schwächeres Berühren und Treffen, theils ein Hinwerfen bezeichnet wird, a) von Eindrücken, welche die Sinne treffen, ἵππων μ' ὠκυπόδων ἀμφὶ κτύπος οὔατα βάλλει Iliad. 10, 535, Tmesis, der Schall umtönt mein Ohr; Ap. Rh. 2, 554; φθόγγος βάλλει με, trifft mich, Soph. Ant. 1173; Phil. 205; wohin auch τὸν ὕμνος ἔβαλεν Pind. N. 3, 62 gerechnet werden kann, der auch kurzweg τίνα βάλλωμεν Ol. 2, 89 sagt, sc. ὕμνῳ, wen wollen wir preisen? ὀσμὴ μὴ βάλῃ ἡμᾶς Soph. Ant. 408; νὺξ ὄμματα ἔβαλλε Call. Lav. Pall. 82. – b) von der Sonne, Strahlen werfen, ἀκτῖσιν β. ἠέλιος, Od. 5, 479; γαῖαν βάλλει ἀκτὶς ἡλίου Eur. Suppl. 659; vgl. Theocr. 2, 86; ἄκρον ἔβαλλε οὐρα νὸν Ἠώς Ap. Rh. 4, 885; σελήνη διὰ θυρίδων βαλλομένη Philod. 7 (V, 123). – e) Uebertr. auf geistige Eindrücke, Befleckung durch Schuld od. Verbrechen, κηλὶς ἔβαλέ νιν μητροκτόνος Eur. I. T. 1209; μὴ μύσος με σῶν βάλῃ προσφθεγμάτων Herc. fur. 1219; – πένθεϊ ἀτλήτῳ βεβολήατο Iliad. 9, 3, ἄχεϊ μεγάλῳ βεβολημένος ἦτορ 9, 9, κῆρ ἄχεϊ μεγάλῳ βεβολημένος Odyss. 10, 247, vgl. oben; λύπην τινί Soph. Phil. 67. – d) besprengen, bespritzen, ἡνίοχον κονίης ῥαθάμιγγες ἔβαλλον Iliad. 23, 502; ἃς ἀφ' ἱππείων ὁπλέων ῥαθάμιγγες ἔβαλλον 11, 536. 20, 501; mit Wasser Eur. I. T. 58. – e) anlegen, anfügen, κύκλα ἀμφὶ ὀχέεσσι Il. 5, 722, Tmesis, s. ἀμφιβάλλω; ἀμφὶ ὤμοις αἰγίδα 18, 204, u. öfter von Kleidern; bloß dat., κρήδεμνον πλοκάμοις Agath. 5 (V, 276); χεῖρας ἀμφί τινι, ihn umarmen, Hom., s. ἀμφιβάλλω; ἀμφὶ χεῖρα βάλεν ἔγχεϊ Odyss. 21, 433; ἐν πύλαισιν ἀκοάν, das Ohr an die Thür legen, Eur. Or. 1282. – f) Uebertr., βάλλειν τι ἐν θυμῷ, eingeben, Od. 1, 201; σοφίσματα ἐν καρδίαις Pind. Ol. 13, 16; σὺ τοὺς ἐμοὺς λόγους θυμῷ βάλε, nimm du meine Worte zu Herzen, Aesch. Prom. 708; αὐτῶν μηδὲν ἐς θυμὸν βάλῃς Soph. O. R. 975; gewöhnlicher so im med., ἐν θυμῷ δ' ἐβάλοντο ἔπος Il. 15, 566; ἐνὶ θυμῷ βάλλευ, überlege, beherzige, Od. 12, 218; σὺ δ' ἐνὶ φρεσἰ βάλλεο σῇσιν, sich etwas zu Herzen nehmen, Iliad. 1, 297; ὡς ἐνὶ θυμῷ βάλλεαι, wie du denkst, Iliad. 20, 196; νόστον μετὰ φρεσὶ βάλλεαι, du sinnst auf Heimkehr, 9, 435. So nicht nur die folgenden Dichter, z. B. Theocr. 25, 163 Ap. Rh. 2, 256, sondern auch in Prosa, ἐς θυμὸν βαλεῦ τὸ παλαιὸν ἔπος Her. 7, 51; vgl. 1, 84; ἐπὶ ἑαυτῷ βάλλεσθαι, bei sich überlegen, 3, 155. 5, 73 u. Sp., z. B. Dion. H. 10, 31; εἰς νοῦν τὸ ἔργον Plut. Thes. 24. – g) wie ῥίπτειν, fallen lassen, hinwerfen, von Würfeln, κύβους Aesch. Ag. 33; Eur. Suppl. 330; Plat. Legg. XII, 968 e; auch Sp., wie Plut. Pyrrh. 26; vom Loose, κλῆρον N. T; – εὐνάς, Anker, Od. 9, 137; vgl. Pind. I. 5, 13 u. unten 5 c); ποτὶ δὲ σκῆπτρον βάλε γαίῃ Odyss. 2, 80; σπόρον ἐν νειοῖσιν Theocr. 21, 25; ἄγκιστρον, δίκτυον, das Netz auswerfen, N. T.; οἶνον εἰς ἀσκούς Matth. 9, 17; εἰρήνην ἐπὶ γῆν 10, 34; – ῥόον εἰς ἅλα, ins Meer ergießen, Ap. Rh. 2, 401; absol., βάλλει εἰς ἅλα. ergießt sich, fällt ins Meer, Il. 11, 722 u. Sp., wie Nic. Th. 889; – βαλέειν τ' ἀπὸ δάκρυ παρειῶν, die Thräne fallen lassen, vergießen, Od. 4, 198; κατ' ὄσσων Eur. Hipp. 1396; κατὰ βλεφάρων Theogn. 1206; – ὀδόντας, schichten, Arist. H. A. 1, 1. 6, 2; – ὁ παῖς βέβληται, ist aufs Krankenlager geworfen, liegt krank, N. T., Matth. 8, 6. 14. 9, 2. – Man vgl. noch ὄμματα ἑτέρωσε βάλλειν, nach der andern Seite hin werfen, Od. 16, 179; πρόσωπον εἰς γῆν Eur. Or. 958; ὄμματα πρὸς γῆν Ion. 582 u. öfter; – ὅθεν τ' ἀπὸ νῆας ἐίσας ἐς πόντον βάλλουσιν, Schiffe ins Meer laufen lassen, Od. 4, 359; πρὸς πέτρας, an Felsen werfen, 12, 71; ἵππους πρόσθεβ., vortreiben, Il. 23, 572, wie κάτωθε τὰ μοσχία, herabtreiben, Theocr. 4, 44. – h) εἰς φόβον βάλλειν τινά, in Furcht setzen, Eur. Tr. 1058; ἐς κακόν Od. 12, 221; ἐς ἔχθραν Aesch. Prom. 388; εἰς ὕπνον Eur. Cycl. 574; ἐν αἰτίᾳ, die Schuld beimessen, Soph. O. R. 657; εἰς δεῖμα Her. 7, 139; – ἦ φιλότητα μετ' ἀμφοτέροισι βάλωμεν, Freundschaft zwischen beiden Theilen stiften, Il. 4, 16. – 4) Intrans., außer dem unter g) bemerkten Falle; ἵπποι περὶ τέρμα βαλοῦσαι, sich ums Ziel herumwerfend, rennend, Il. 23, 462; in der Sprache des gewöhnlichen Lebens, βάλ' ἐς κόρακας, geh zum Henker, Ar. Vesp. 835 Plut. 782; βάλλ' ἐς μακαρίαν Plat. Hipp. mai. 293 a; wie man bei uns etwa Einem die ewige Seligkeit wünscht; ἐς ὀλβίαν Phot. – 5) Med., a) βάλλεσθαί τι ἐν φρεσί u. ä. s. 3 f); νῦν δ' ἑτέρως ἐβάλοντο θεοί, beschlossen es anders, Od. 1, 234, Bekker ἐβόλοντο, s. Scholl. u. vgl. Buttm. Lexil. I p. 31, Andere ἑτέρωσ' ἐβάλοντο, wie Qu. Sm. 10, 427 θεοὶ δ' ἑτέρωσε βάλοντο; sp. D., z. B. Qu. Sm. 2, 133 u. öfter φόνον βάλλεσθαι, Mord bereiten. – b) sich umwerfen; τόξα ἀμφ' ὤμοισιν β., tmesis, Il. 10, 333; ἀμφὶ ὤμοισιν ξίφος 19, 372; χρόα βάλλεσθαι λουτροῖς, sich besprengen, H. h. Cer. 50. – c) κρηπῖδα βάλλεσθαι, den Grund legen, z. B. ἀοιδᾶν Pind. P. 7, 4; σοφῶν ἐπέων 4, 138; οἰκοδομίας Plat. Legg. VI, 779 b; χαράκωμα πρὸς τῇ πόλει Dem. 18, 87; χάρακα Pol. 3, 105. 110; ἄγκυραν Plat. Legg. XII, 961 c; vgl. Her. 9, 74 u. Plat. Tim. 73 d ψυχῆς δεσμοὺς καθάπερ ἐξ ἀγκύρας βαλλόμενος. Ebenso πείσματα νηός Ap. Rh. 1, 1020 u. öfter; ἀρχὴν τῶν πραγμάτων Lue. Hipp. 4. – d) ἐς γαστέρα, empfangen, sich schwängern lassen, Her. 3, 23.
French (Bailly abrégé)
f. βαλῶ, ao.2 ἔβαλον, pf. βέβληκα, pqp. ἐβεβλήκη ou ἐβεβλήκειν;
Pass. f. βληθήσομαι, ao. ἐβλήθην, pf. βέβλημαι;
A. lancer, jeter, d’où
I. tr.
1 lancer : βέλος, λίθον, etc. HOM, etc. un trait, une pierre ; fig. β. ὕπνον ἐπὶ βλεφάροις OD jeter le sommeil sur les paupières ; λύπην τινί SOPH jeter le chagrin dans l’âme de qqn ; ἐν στήθεσσι μένος β. τινί IL jeter le courage dans l’âme de qqn ; τί τινι ἐν θυμῷ OD ou θυμῷ ESCHL ou ἐς θυμόν SOPH jeter qch (un sentiment de colère, de crainte, etc.) dans le cœur (de qqn) ; β. τινὰ ἐς κακόν OD précipiter qqn dans le malheur ; p. anal. κινδύνῳ β. χώραν ESCHL mettre un pays en péril;
2 jeter à terre, renverser : οἶκον ESCHL détruire une maison;
3 lancer, faire tomber : κύβους ESCHL lancer des dés ; ἑτέρωσε β. ὄμματα OD jeter ses regards dans une autre direction ; poser sur ou dans : β. χεῖρα ἀμφί τινι OD jeter ses bras autour de qch (les genoux de qqn, etc.) ; ἀμφί τινι β. πήχεε OD ou abs. ἀμφὶ δὲ χεῖρας β. OD jeter ses bras autour de qqn, embrasser qqn ; ἀμφὶ δὲ χεῖρας δειρῇ β. τινί OD jeter ses bras autour du cou de qqn ; β. μῆλα ἐν νηΐ OD embarquer des troupeaux ; κύκλα β. ἀμφὶ ὀχέεσσι IL poser des roues des deux côtés des chars ; β. ἀμφ’ ὤμοις αἰγίδα IL jeter, càd placer vivement son bouclier autour des épaules (d’Achille) ; β. ἀμφί τινι ῥάκος OD jeter des haillons sur le corps de qqn;
4 laisser tomber : δάκρυ OD une larme ; β. ἑτέρωσε κάρη IL laisser tomber sa tête de l’autre côté;
5 jeter de côté, rejeter : β. τινὰ γῆς ἔξω SOPH jeter qqn hors de son pays, le bannir ; ἄθαπτόν τινα SOPH refuser la sépulture à qqn;
II. intr. en apparence (s.e. ἑαυτόν) se jeter : εἰς ἅλα IL dans la mer en parl d’un fleuve. ; β. περὶ τέρμα IL s’élancer autour du but en parl. de chevaux ; ἐν πέδῳ ESCHL se précipiter sur le sol;
B. frapper à distance (d’un trait, d’une pierre, etc.) : β. τινά, frapper qqn d’un trait ; τινα δουρί IL frapper qqn d’une lance ; σάκος λίθῳ IL frapper un bouclier d’une pierre ; τινα μηρὸν ὀϊστῷ IL frapper qqn d’un trait à la cuisse ; τινα στῆθος IL frapper qqn à la poitrine ; βάλλειν τινὰ κατά τι ou τινὸς κατά τι IL frapper qqn en qqe partie du corps ou de son armure ; ἕλκος τό μιν βάλε Πάνδαρος ἰῷ IL la blessure que lui fit Pandaros en le frappant d’un trait ; fig. β. τινὰ κακοῖς SOPH frapper qqn de malheurs ; φθόνῳ EUR poursuivre qqn de sa haine ; Pass. ἄχει ou πένθει βεβολημένος ἦτορ IL ou κῆρ OD frappé de douleur dans son cœur ; avec un sujet de chose β. τινά, atteindre qqn en parl. de gouttes de sang, de flοts de poussière, etc. ; en parl. du soleil ἀκτῖσιν βάλλειν OD frapper de ses rayons ; p. anal. κτύπος οὔατα βάλλει IL un bruit frappe les oreilles;
Moy. βάλλομαι (f. βαλοῦμαι, ao.2 ἐβαλόμην);
1 jeter sur soi ou qch à soi : ἀμφὶ ὤμοισιν ξίφος IL ou τόξα IL se jeter autour des épaules (le baudrier qui supporte) une épée, un carquois ; fig. τι ἐπὶ θυμῷ βάλλεσθαι IL ou ἐνὶ φρεσί IL, OD ou μετὰ φρεσί IL ou ἐς θυμόν HDT se mettre qch dans l’esprit ; ἐπ’ ἑωυτοῦ βαλόμενος HDT s’étant mis de lui-même (qch) dans l’esprit, ayant décidé d’après son propre jugement;
2 jeter pour soi, pour son usage : β. ἄγκυραν HDT jeter l’ancre.
Étymologie: R. Βαλ > Βλη, lancer ; βάλλω = *βάλϜω ; cf. lat. volvo.
English (Autenrieth)
fut. βαλῶ, βαλέω, aor. ἔβαλον, βάλον, subj. βάλησθα, opt. βάλοι- σθα, plup. 3 sing. βεβλήκειν, pass. perf. 3 pl. βεβλήαται, plup. βεβλήατο (also, but only w. metaph. signif., βεβόλητο, βεβολήατο, βεβολημένος), mid. aor. with pass. signif., βλῆτο, subj. βλήεται, opt. 2 sing. βλεῖο, part. βλήμενος: throw, cast, mid., something pertaining to oneself; hence often in the sense of shoot, hit; καὶ βάλεν οὐδ' ἀφάμαρτε, Il. 13.160; ἕλκος, τό μιν βάλε Πάνδαρος ἶῷ (μίν is the primary obj.), Il. 5.795; metaph., φιλότητα μετ' ἀμφοτέροισι βάλωμεν, ‘strike,’ ‘conclude,’ Il. 4.16 ; σὺ δ' ἐνὶ φρεσὶ βάλλεο σῇσιν, ‘bear in mind’ (note the mid.), Il. 1.297, etc. The various applications, literal and metaphorical, are numerous but perfectly intelligible.—Intrans., ποταμὸς εἰς ἅλα βάλλων, Il. 11.722; ἵπποι περὶ τέρμα βαλοῦσαι, Il. 23.462; mid. aor., with pass. signif., βλήμενος ἢ ἶῷ ἢ ἔγχεϊ, Il. 8.514; pass., of the mind only, ἄχεῗ μεγάλῳ βεβολημένος ἦτορ, ‘stricken,’ Il. 9.9, , Od. 10.347.