ἐπανάγω

From LSJ
Revision as of 22:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπανάγω Medium diacritics: ἐπανάγω Low diacritics: επανάγω Capitals: ΕΠΑΝΑΓΩ
Transliteration A: epanágō Transliteration B: epanagō Transliteration C: epanago Beta Code: e)pana/gw

English (LSJ)

[ᾰγ],

   A bring up: hence,    1 stir up, excite, τὸν θυμόν Hdt.7.160.    2 exalt, elevate, εἰς ἡρωϊκὴν ἐπανῆκται τάξιν D.60.9.    II bring up, πρὸς τὸ φῶς Pl.Lg.724a.    2 lead or draw back, τὸ στρατόπεδον ἐς τὴν εὐρυχωρίαν Th.7.3; ἐ. τὰ δεξιά X.Eq.12.13; τὸν ἄνθρωπον ἐπανήγαγεν ὡς ὑμᾶς D.18.133; σύαγρον εἰς τὴν οἰκίαν Antiph.42 (s.v.l.).    3 bring back, τινὰ εἰς τὸν περὶ τοῦ πράγματος λόγον Pl.Lg.949b; τὸν λόγον ἐπὶ τὴν ὑπόθεσιν X.Mem.4.6.13; ἐ. ἐμαυτὸν ἀπὸ τῶν κακῶν Pl.Ep.325a; εἰς ἐλευθερίαν τὰ πράγματα v.l. in D.15.19; restore, τὰς αἱρέσεις τῶν ἱερέων εἰς τὸν δῆμον D.C.37.37; τὸν οἶκον Philostr.VA1.28; τὰ ἱερά ib.2 (Pass.); τὰ ἀδικήματα εἰς τὰ κοινὰ δικαστήρια ἐ. refer them to... Pl.Lg.846b, cf. Epicur.Ep.3p.62U.; ἐ. τὸ δισταζόμενον εἰς τὸν κανόνα UPZ110.57 (ii B.C.); but τῷ Δὶ ἐ. make acknowledgements to Zeus, ib.6:—Pass., to be referred back, ἐπαναγέσθω πάλιν ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας Arist.Pol.1298b37; to be restored, ἐπὶ ἀρχὰς καὶ στρατηγίας App.BC4.15.    4 ἐ. ἐπί τι lead to, entail, ἐπ' ἀλγοῦν Epicur.Sent.26,30.    III intr., withdraw, retreat, X. Cyr.4.1.3; revert, ἐπὶ τὴν ἀρχήν Plb.3.5.9, etc.; recur, in argument, ὅθεν ἐξέβην Jul.Or.7.226c; return, ἐπὶ ὕψιστον LXXSi.17.26; turn back, ἀπὸ δικαιοσύνης εἰς ἁμαρτίαν ib.26.28.    2 ἐ. τῷ σώματι recover one's health, Apollon.Perg.Con.1 Praef.    IV put out to sea, τὸ κέρας ἀπὸ τῆς γῆς X.HG6.2.28: abs., Ev.Luc.5.3:—Pass., put to sea against, τινί Hdt.9.98; ἐπανάγεσθαι ταῖς ναυσί with one's ships, Th. 8.42: abs., Hdt.7.194, X.HG2.1.24; ἐπὶ τὴν Χίον ib.1.6.38; sail up the Nile, Pstrassb.102.19 (iii B.C.).    V Pass., also, to be carried to a place, ἐπαναχθέντας Hdt.4.103, where however the v.l. ἐπαναχθέντες (in signf. iv) is to be preferred.

German (Pape)

[Seite 899] (s. ἄγω), 1) herausführen; πρὸς τὸ φῶς , an das Licht, Plat. Legg. IX, 724 a; τὸ κέρας ἀπὸ τῆς γῆς, die Flotte vom Lande aufs hohe Meer führen, Xen. Hell. 6, 2, 28; pass., ἐκεῖθεν ἐπανήχθησαν ἐς τὴν Χίον, sie fuhren hinauf, 6, 1, 38; vgl. ἐπανάγονται ταῖς ναυσίν Thuc. 8, 42; Her. 7, 194. 9, 98; verschlagen werden, von ungefähr wohin gerathen, 4, 103; – τὰ ἀδικήματα εἰς τὰ δικαστήρια, sie vor das Gericht bringen, Plat. Legg. VIII, 846 b; τὰ ψηφίσματα πάλιν ἐπαναγέσθω ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας, sollen wieder vor die Archonten gebracht werden, Arist. Pol. 4, 14; – übertr., τὰ ὀνείδεα φιλέει ἐπανάγειν τὸν θυμόν, den Muth zu erregen, Her. 7, 160. – 2) zurückführen; τὸ στρατόπεδον Thuc. 7, 3; τὸν λόγον ἐπὶ τὴν ὑπόθεσιν Xen. Mem. 4, 6, 13; Plat. Legg. XII, 949 b; τὰ πράγματα εἰς ἐλευθερίαν Dem. 15, 19; ἐμαυτὸν ἐπανήγαγον ἀπὸ τῶν τότε κακῶν, ich erholte mich oder zog mich zurück, Plat. Ep. VII, 325 a. – Bei den Aerzten vom Einbringen, Einrenken der Glieder. – 3) intrans., sich zurückziehen, wo man ἑαυτόν oder στρατόν u. ä. ergänzen kann. Xen. Cyr. 4, 1, 3; zurückkehren, ἐπὶ τὴν ἀπολειπομένην διήγησιν D. Hal. 4, 7; Pol. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπανάγω: μέλλ. -άξω· ἄγω ἐπάνω, ἑπομένως, 1) ἀνακινῶ, διεγείρω, ἐξεγείρω (πρβλ. τὸ Γερμ. anforingen), τὸν θυμὸν Ἡρόδ. 7. 160. 2) ἀνυψῶ, εἰς ἡρωϊκὴν τάξιν Δημ. 1391. 22. ΙΙ. ἄγω ἐπάνω, ἄγω εἰς, οἷον πρὸς τὸ φῶς ἐπανάγειν Πλάτ. Νόμοι 724Α. 2) ἀποσύρω, ἐπανῆγε τὸ στρατόπεδον εἰς τὴν εὐρυχωρίαν μᾶλλον Θουκ. 7. 3· σύρω ὀπίσω, προβαλλόμενος μὲν τὰ ἀριστερά, ἐπανάγων δὲ τὰ δεξιὰ Ξεν. Ἱππ. 12. 13· ἄγω ὀπίσω, ἐπαναφέρω, ἐπανήγαγεν ὡς ὑμᾶς Δημ. 271. 17· λαβὼν ἐπανάξω, σύαγρον εἰς τὴν οἰκίαν... καὶ λέοντα καὶ λύκον Ἀντιφ. Ἁρπ. 1. 3) ἐπαναφέρω τινὰ εἴς τι, τοὺς ἄρχοντας πάλιν ἐπανάγειν (αὐτὸν) εἰς τὸν περὶ τοῦ πράγματος ἀεὶ λόγον Πλάτ. Νόμοι 949Β· τὸν λόγον ἐπὶ τὴν ὑπόθεσιν Ξεν. Ἀπομν. 4. 6, 13· ἐδυσχέρανά τε καὶ ἐμαυτὸν ἐπανήγαγον ἀπὸ τῶν τότε κακῶν, ἀπεμάκρυνα, Πλάτ. Ἐπιστ. 325Α· εἰς ἐλευθερίαν τὰ πράγματα Δημ. 196, 7· τὰ ἀδικήματα εἰς τὰ κοινὰ δικαστήρια ἐπ. Πλάτ. Νόμοι 846Β, πρβλ. Διογ. Λ. 10. 128. - Παθ., ἐπαναγέσθω πάλιν ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 14, 16. ΙΙΙ. ἀμεταβ., ἀποσύρομαι, ὑποχωρῶ, Ξεν. Κύρ. 4. 1, 3· ὑποστρέφω, ἐπανέρχομαι, ἐπί τι Πολύβ. 3. 5, 9, κτλ. IV. ἐξάγω εἰς τὸ πέλαγος, ἐπανήγαγεν ἂν τὸ κέρας ἀπὸ τῆς γῆς κατὰ ταῦτα τὰ χωρία Ξεν. Ἑλλην. 6. 2, 28· ἀπὸ τῆς γῆς ἐπαναγαγεῖν ὀλίγον (ἐξυπ. τὸ πλοῖον) Εὐαγγ. κ. Λουκ. ε΄, 3: - Παθ., ἐξέρχομαι εἰς τὸ πέλαγος ἐναντίον τινός, τινι Ἡρόδ. 9. 98· ἐπανάγεσθαι ταῖς ναυσὶ Θουκ. 8. 42· καὶ ἀπολ., Ἡρόδ. 7. 194, Ξεν. Ἑλλην. 2. 1, 24· ἐπὶ τὴν Χίον αὐτόθι 1. 6, 38. V. ἐν τῷ Παθ. ὡσαύτως, ἐπὶ πλεόντων, φέρομαι ὑπὸ τῶν ἀνέμων εἴς τι μέρος, εἴς τινα τόπον, τοὺς ἂν λάβωσι Ἑλλήνων ἐπαναχθέντας Ἡρόδ. 4. 103, ἔνθα ὁ Schweigh. προτείνει: ἐπενειχθέντας.

French (Bailly abrégé)

f. ἐπανάξω, ao. ἐπανήγαγον;
I. tr. 1 (ἀνά en haut) faire remonter;
2 conduire au large ; Pass. gagner la haute mer ; εἰς τὴν Χίον XÉN partir pour une expédition maritime contre Chios;
3 fig. exciter (le courage, la colère, etc.);
II. (ἀνά en arrière) ramener en arrière, ramener : τὸ στρατόπεδον THC reporter son camp en arrière ; fig. τὸν λόγον ἐπὶ τὴν ὑπόθεσιν XÉN ramener le discours à son point de départ (litt. à son fondement) ou au sujet;
III. intr. en appar. (s.e. ἑαυτόν, νῆα ou στρατόν);
1 gagner la haute mer;
2 revenir en arrière.
Étymologie: ἐπί, ἀνάγω.

English (Strong)

from ἐπί and ἀνάγω; to lead up on, i.e. (technical) to put out (to sea); (intransitively) to return: launch (thrust) out, return.

English (Thayer)

2nd aorist infinitive ἐπαναγαγεῖν, imperative ἐπανάγαγε (participle ἐπαναγαγων, T WH text Tr marginal reading);
1. literally, to lead up upon, namely, τό πλοῖον, a ship upon the deep, i. e. to put out, Xenophon, Hell. 6,2, 28; εἰς τό βάθος added, into the deep, ibid. 4.
2. to lead back; intransitive, to return (cf. Buttmann, 144 (126)): Xenophon, Cyril 4,1, 3; Polybius, Diodorus, Josephus, Herodian, others).

Greek Monolingual

(AM ἐπανάγω) άγω
φέρνω κάτι στην προηγούμενη θέση ή κατάσταση, επαναφέρω («ἐπανήγαγες ἡμᾱς ἐξ ἀγνωσίας πρὸς εὐσέβειαν», Μηναία)
νεοελλ.
ξαναφέρνω μια υπόθεση στο δικαστήριο, κάνω έφεση, εφεσιβάλλω
αρχ.
Ι. 1. διεγείρω, εξεγείρω («ὀνείδεα κατιόντα ἀνθρώπῳ φιλέει ἐπανάγειν τὸν θυμόν», Ηρόδ.)
2. ανυψώνω
3. οδηγώ σε ανοιχτό μέρος («πρὸς τὸ φῶς ἐπανάγειν», Πλάτ.)
3. σέρνω προς τα πίσω («ἐπεζήτησε τὸν ἄνθρωπο καὶ συλλαβοῡσ' ἐπανήγαγεν ὡς ἡμᾱς», Ξεν.)
4. αποκαθιστώ
5. παρουσιάζω σε κάποιον ξανά μια υπόθεση για να αποφασίσει («ἐπαναγέσθω πάλιν ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας, Αριστοτ.)
6. αναφέρω με ευγνωμοσύνη, ευγνωμονώ
7. αποσύρομαι, υποχωρώ
8. επιστρέφω, ξαναγυρίζω σε κάτι
9. απομακρύνομαι από την ξηρά προς τη θάλασσα
ΙΙ. μέσ. ἐπανάγομαι
1. ανοίγομαι στο πέλαγος εναντίον κάποιου («ἐπανήχθησαν ἐπὶ τὴν Χίον», Ξεν.)
2. διαπλέω ποταμό
3. αναρρωνύω, ξαναβρίσκω την υγεία μου, αποκτώ και πάλι τις δυνάμεις μου
4. φρ. «ἐπανάγω ἐπί τι» — συνεπάγομαι, οδηγώ σε κάτι.

Greek Monotonic

ἐπανάγω: μέλ. -άξω,
I. οδηγώ επάνω· υποκινώ, διεγείρω, σε Ηρόδ.
II. 1. αποσύρω στράτευμα, σε Θουκ.
2. επαναφέρω στο θέμα, σε Ξεν., Δημ.
3. αμτβ., αποσύρομαι, υποχωρώ, σε Ξεν.
III. βγάζω, ανοίγω στο πέλαγος, ναῦς στον ίδ.· και χωρίς το ναῦς, σε Καινή Διαθήκη· ομοίως και στην Παθ., εξέρχομαι, βγαίνω στο πέλαγος εναντίον, τινι, σε Ηρόδ.· απόλ., στον ίδ., σε Θουκ.