ἄχθομαι
πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword
English (LSJ)
Pass.: fut. Med. A ἀχθέσομαι Ar.Nu.865,1441, Av.84, Pl.R.603e, Hp.Ma.292e; Pass., ἀχθεσθήσομαι And.3.21, Pl.Grg. 506c, v.l. in X.Cyr.8.4.10, (συν-) Aeschin.3.242: pf. ἤχθημαι Lyc. 827: aor. ἠχθέσθην Hdt.2.103, A.Pr.392, Th.6.15, Isoc.12.17:—to be loaded, ὅτε δὴ κοίλη νηῦς ἤχθετο Od.15.457: c. gen., τράπεζα τυροῦ καὶ μέλιτος πίονος ἀχθομένη Xenoph.1.10: c. dat., ἐλάτην . . ἀχθομένην ὄζοις A.R.1.1191. II mostly of mental oppression, to be vexed, grieved:—Constr.: abs., ἤχθετο γὰρ κῆρ Il.11.274, cf. A.Pr.392; ὅτῳ μὴ ἀχθομένῳ εἴη (constr. like ἀσμένῳ, βουλομένῳ ἐστί) X.Cyr.4.5.21; ἀχθομένην ὀδύνησι Il.5.354; ἄ. τινί at a thing, or with a person, Hdt. 2.103, 3.1, al., Ar.Ach.62, Pax 119, Th.6.28, etc.; μοι μὴ ἄχθεσθε λέγοντι τἀληθῆ Pl.Ap.31e, cf. Men.99e: with Preps., ἐπί τινι X.HG 7.1.32, etc.; ἐφ' ἑκάστου Pl.Prm.130a; περὶ τῶν νεῶν Hdt.8.99; ὑπέρ τινος Ar.Lys.10, Pl.Ap.23e; διά τινα Isoc.12.17: also c.acc., λίην ἄχθομαι ἕλκος Il.5.361: c. neut. Adj., τοῦτο X.An.3.2.20; μεῖζον Pl. Smp.216c: c. gen., τῆς οἰκίας Plu.Publ.10: c. part., either of subject, οὐκ ἄχθομαί σ' ἰδών τε καὶ λαβὼν φίλον S.Ph.671, cf. Ar.Pl.234, Th.1.92, X.Cyr.3.3.20, Pl.Prt.342c, etc.; or of object, ἤχθετο δαμναμένους at their being conquered, Il.13.352; Ἀρίσταρχον στρατηγοῦντ' ἄ. Eup.43: but the part. of the object is also put in gen., οὐδὲν ἤχθετο αὐτῶν πολεμούντων he had no objection to... X.An.1.1.8, cf. Th.1.95: folld. by a relat. clause, ἄ. εἰ... or ἤν... E.IA1413, Th.8.109, Pl.Hp.Ma.292e; less freq. ἄ. ὅτι . . Ar.Pl.899, X.Cyr.3.3.13, Pl.R.549c.
German (Pape)
[Seite 418] (ἄχθος), eigtl. pass., fut. ἀχθέσομαι Ar. Nubb. 852. 1432; Plat. Rep. X. 603 e, v. l. ἀχθεσθήσομαι; Hipp. mai. 292 e; nach den Atticisten unattisch ἀχθεσθήσομαι, Andoc. 3, 21; Plat. Gorg. 506 c; Xen. Cyr. 8, 4, 10; Aeschin. u. Folgde; aor. ἠχθέσθην; – 1) belastet, beschwert sein; νηῦς ἤχθετο τοῖσι νέεσθαι, ihr Schiff war zur Abfahrt befrachtet, Od. 15, 457; übertr., ἀχθομένην ὀδύνῃσι, mit Schmerzen beladen, Il 5, 354; ἄχθομαι ἕλκος, ich bin (in Beziehung auf) durch die Wunde belästigt, 5, 361; ἤχθετο κῆρ, er empfand Schmerz im Herzen, 11, 274. 400; von Gemüthszuständen, sich belästigt fühlen, unwillig, betrübt sein über etwas, zürnen auf Einen, neben βαρέως φέρω Ar. Eccl. 174; Ggstz ἥδομαι Xen. Hell. 5, 2, 7; am gewöhnlichsten τινί, τοῖς παροῦσι, Soph. Phil. 970; τῇ πλάνῃ Her. 2, 103; τῷ δεσπότῃ Plat. Gorg. 510 d; τοῖς πρέσβεσι Ar. Ach. 62; οἱ μάλιστα τῷ Ἀλκιβιάδῃ ἀχθόμενοι Thuc. 6, 28; τοῖς γεγενημένοις Xen. An. 7. 6, 10; ἐπί τινι; von Sachen, ἐπὶ τῷ φρονήματι Hell. 7, 1, 32, wie Mem. 2, 4. 3 u. oft Plut.; seltener ἐφ' ἑκάστου, Plat. Parm. 130 a; περί τινος Her. 8, 99; ὑπέρ τινος. sich in Jemandes Namen ärgern, Ar. Lys. 10; Plat. Apol. 23 e; mit acc., wie oben ἕλκος, so τοῦτο, ὅτι, Xen. An. 3, 2, 20, wozu noch ein partic. tritt, ἤχθετο δαμναμένους. er betrübte sich, daß sie besiegt würden, Il. 13, 352; Ἀρίσταρχον στρατηγοῦντα Eupol. beim Schol. zu d. St.; τοιούτους κωμῳδουμένους Xen Ath. 2, 18; mit gen. abs., ἤχθετο ἐκείνων πολεμούντων An. 1, 1. 8; ἄχθομαι ἰδών, es ist mir unangenehm zu sehen, daß ich sehe, Soph. 671; ἄχθομαι ἁμαρτάνων, ich ärgere mich, daß ich verfehle, Thuc. 1, 92; ἄχθομαι εἰσιών Ar. Plut. 234; λάθρα συγγινόμενοι Plat. Prot. 342 c; vgl. Xen. Cyr. 3, 3, 20; umgekehrt, οὐκ ἀχθόμενοι πλανώμεθα, nicht ungern, 1, 3, 5. Sonst folgen noch ὅτι, Ar. Plut. 899; Xen. Cyr. 3, 3, 13; εἰ, ἐάν, Xen. Cyr. 8, 4, 9; Eur. I. A. 1414. Erst Sp., wie Plut., haben auch den bloßen gen.
Greek (Liddell-Scott)
ἄχθομαι: παθ. μέσ. μέλλ. ἀχθέσομαι Ἀριστοφ. Νεφ. 865, 1441, Ὄρν. 84, Πλάτ. Πολ. 603Ε, Ἱππ. Μείζ. 292Ε (μετὰ διαφ. γραφ. ἀχθήσομαι)· ὡσαύτως ἐν τῷ παθ. τύπῳ ἀχθεσθήσομαι, Ἀνδοκ. 26. 7, Πλάτ. Γοργ. 506C, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 10 (συν-) Αἰσχίν. 88. 23· πρκμ. ἤχθημαι Λυκόφρ. 827· ἀόρ. ἠχθέσθην Ἡρόδ. 2. 103, Αἰσχύλ. Πρ. 390, Θουκ. (ἴδε ἐν λ. ἄγχω). Βαρύνομαι διὰ φορτίου, φορτώνομαι, ὅτε δή κοίλη νηῦς ἤχθετο τοῖσι νέεσθαι, ἐφορτώθη πρὸς ἀπόπλουν, Ὀδ. Ο. 457· μετὰ γεν., τράπεζα τυροῦ καί μέλιτος πίονος ἀχθομένη Ξενοφάν. 1. 10· μετὰ δοτ., ἐλάτην... ἀχθομένην ὄζοις Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1191. ΙΙ. τὸ πλεῖστον ἐπὶ ψυχικοῦ ἄχθους, ἀνιῶμαι, λυποῦμαι, δυσθύμως ἔχω, στενοχωροῦμαι: ― Σύνταξις: ἀπόλ., ἤχθετο γάρ κῆρ Ἰλ. Λ. 274, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 390· ὅτῳ μή ἀχθομένῳ εἴη (συντάσσ. ὡς τὸ ἀσμένῳ, βουλομένῳ ἐστί), Ξεν. Κύρ. 4. 5, 21· ὡσαύτως ἀχθομένην ὀδύνῃσι Ἰλ. Ε. 354· ἀλλ. ἄχθ. τινι, ἐπί τινι ἢ ἐναντίον προσώπου τινός, Ἡρόδ. 2. 103., 3. 1, κ. ἀλλ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 62, Εἰρ. 119, Θουκ. 6. 28, κτλ.· μή μοι ἄχθεσθε λέγοντι τἀληθῆ Πλάτ. Ἀπολ. 31Ε· ὡσαύτως, ἐπὶ τινι Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 32, κτλ.· ἐπὶ τινος Πλάτ. Παρμ. 130Α· περί τινος Ἡρόδ. 8. 99· ὑπέρ τινος Ἀριστοφ. Λυσ. 10, Πλάτ. Ἀπολ. 23Ε· διά τινα Ἰσοκρ. 236C: - ὡσαύτως μετ’ αἰτ., λίην ἄχθομαι ἕλκος Ἰλ. Ε. 361· οὕτω μετ’ οὐδετέρ. ἐπίθ., τοῦτο Ξεν. Ἀν 3. 2, 20· μεῖζον Πλάτ. Συμπ. 216C· μετὰ γεν., τῆς οἰκίας Πλουτ. Ποπλ. 10:- ὡσαύτως μετὰ μετοχ. ἢ τοῦ ὑποκειμένου, ὡς οὐκ ἄχθομαί σ’ ἰδών τε καὶ λαβών φίλον Σοφ. Φ. 671, πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 234. Θουκ. 1. 92, κτλ., ἤ τοῦ ἀντικειμένου, ἤχθετο δαμναμένους, ὅτι ἐνικῶντο, Ἰλ. Ν. 353· Ἀρίσταρχον στρατηγοῦντ’ ἄχθομαι Εὔπολ. ἐν «Αὐτολύκῳ» 7· ἀλλ’ ἡ μετοχὴ τοῦ ἀντικειμένου τίθεται ὡσαύτως κατὰ γεν., οὐδὲν ἤχθετο αὐτῶν πολεμούντων Ξεν. Ἀν. 1. 1, 8, πρβλ. Θουκ. 1. 95· καὶ ἐνίοτε μετὰ δοτ., ὅδε σοι ἄχθεται λέγοντι Πλάτ. Μένων 99Ε· ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, ἄχθ. εἰ…, ἤ ἤν..., Εὐρ. Ι. Α. 1414, Θουκ. 8. 109, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 292Ε· ἧττον συχνῶς, ἄχθ. ὅτι..., Ἀριστοφ. Πλ.· 899, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 13, Πλάτ. Πολ. 549G.
French (Bailly abrégé)
f. ἀχθέσομαι ou ἀχθεσθήσομαι, ao. ἠχθέσθην, pf. inus.
1 être chargé : νηῦς ἤχθετο τοῖσι OD le navire était alourdi par leur poids;
2 fig. être accablé, souffrir : ἤχθετο κῆρ IL son cœur était accablé ; ἄχθεσθαι ἕλκος IL souffrir d’une blessure ; ἄχθεσθαι ὀδύνῃσι IL être accablé de chagrins ; en gén. ἄχθεσθαι τινί, ἐπί τινι, περί τινος être importuné de qqn ou de qch, supporter qqn ou qch avec peine : ἤχθετο δαμναμένους IL il s’irritait de les voir vaincus ; οὐδὲν ἤχθετο ἐκείνων πολεμούντων XÉN il ne lui était nullement désagréable de les voir s’engager dans la guerre ; ἐγὼ ἄχθομαι τρέφων ὑμᾶς XÉN je suis fâché de vous nourrir.
Étymologie: ἄχθος.
English (Autenrieth)
(ἄχθος), ipf. ἤχθετο (see also ἔχθομαι): (1) be laden; νηῦς ἤχθετο τοῖσι νέεσθαι, Od. 15.457†.—(2) be distressed, afficted; ὀδύνῃσι, Il. 5.354; κῆρ, ‘at heart,’ and w. obj. (cognate) acc., ἄχθομαι ἕλκος, distressed ‘by,’ Il. 5.361, cf. Il. 13.352.
Spanish (DGE)
• Morfología: [impf. ἄχθετο Call.Cer.31; pas. fut. ind. ἀχθεσθήσεται And.3.21, inf. ἀχθεσθήσεσθαι E.Ep.1.4; aor. ind. ἠχθέσθην PSI 1248.4 (III d.C.), subj. ἀχθεσθῇ A.Pr.390, inf. ἀχθεσθῆναι E.Ep.2.5, part. ἀχθεσθέντες Hdt.2.103]
I c. suj. de cosa ser cargado ὅτε δὴ κοίλη νηῦς ἤχθετο Od.15.457
•estar cargado de c. gen. τράπεζα τυροῦ καὶ μέλιτος πίονος ἀχθομένη Xenoph.B 1.10, c. dat. ἐλάτην ... ἀχθομένην ὄζοις A.R.1.1191.
II c. suj. gener. de pers.
1 sent. fís. sentirse abrumado por el dolor, sentirse molesto c. ac. de rel., de Agamenón herido ἤχθετο γὰρ κῆρ Il.11.274, λίην ἄχθομαι ἕλκος Il.5.361, σφόδρα ἄχθεται τὴν εὐνήν de una enferma, Hp.Mul.2.177
•c. dat. ἀχθομένη ὀδύνῃσι Il.5.354, ἄχθεται τῇ συνουσίῃ Hp.Mul.2.179, ἀχθόμενοι τῇ συμφορῇ Aret.SA 2.12.1, SD 1.6.11, ἄχθονται τῷ βίῳ Aret.SD 1.2.3
•tb. c. suj. de partes del cuerpo o heridas ἐγκέφαλος ... ψυχρῷ μὲν ἄχθεται Hp.Liqu.2, τὰ δὲ ἕλκεα θερμῷ ἥδεται ... τῷ ἑτέρῳ ἄχθεται Hp.Liqu.2, τὴν κύστιν ... τῇ δριμύτητι τῶν χυμῶν ἀχθομένην Aret.CA 1.2.6, c. πρός y ac. τὸ σῶμα πρὸς ἅπαντα ἄχθεται Aret.SD 2.13.18.
2 en sent. no fís. irritarse con c. dat. de pers. ἄχθομαι 'γὼ πρέσβεσιν Ar.Ach.62, Τριοπίδαισιν ὁ δεξιὸς ἄχθετο δαίμων Call.l.c., a veces tb. c. part. τῷ Ἀλκιβιάδῃ ἀχθόμενοι ἐμποδὼν ὄντι σφίσι Th.6.28, μοι ... λέγοντι τἀληθῆ Pl.Ap.31e
•c. ac. de rel. irritarse τούτου φυλάσσου μή ποτ' ἀχθεσθῇ κέαρ guárdate, no se irrite en su corazón A.l.c., abs. οἶδα μὲν σαφῶς ὅτι ἀχθέσεται Ar.Au.84, cf. And.3.21, Aesop.13.2
•sentirse molesto, fastidiado o disgustado por c. n. de abstr.: en dat. instrum. acompañado de una determ. pers. τῇ πλάνῃ αὐτοῦ Hdt.2.103, τῇ δυνάμι τῶν Περσέων Hdt.3.1, τῇ ἀμελείῃ τῶν τετρωμένων Hp.Art.14, τῇ βλάβῃ τῆς ἀγέλης Longus 1.27.4, τῷ ὑποχειρίαν μοι εἶναι BGU 1578.15 (II/III d.C.), en ac. compl. dir. ἐγὼ δὲ τὴν ἀναβολὴν ἠχθόμην Ach.Tat.4.1.5
•c. un part. pred. del suj. οὐκ ἄχθομαί σ' ἰδών S.Ph.671, οὐκ ἀχθέσει παθών Ar.Nu.1441, cf. Pl.234, Th.1.92, Ach.Tat.2.29.1, Aesop.23.1, ἤχθετο δὲ ὡς ἀποτυχών Ach.Tat.7.1.1, c. or. complet. o cond. ἄχθομαι ὅτι ... πάσχω Ar.Pl.899, cf. X.An.3.2.20, ἄχθομαι ... εἰ μή σε σώσω E.IA 1413, cf. Th.8.109, Longus 1.8.1, 4.18.1, οὐκ ἀχθέσῃ, ἂν εἴπω ταῦτα; ¿no te disgustarás si digo eso? Pl.Hp.Ma.292e
•c. n. de pers.: en ac. acompañado de part. pred. Ἀργείους ... ἤχθετο γάρ ῥα Τρωσὶν δαμναμένους Il.13.352, ἥδη γὰρ Ἀρίσταρχον στρατηγοῦντ' ἄχθομαι Eup.49, en dat. y una or. adverb. ἄχθομαι ὑμῖν, ἥνικ' ... Ar.Pax 119, en gen. acompañado de part. βιαίου ὄντος αὐτοῦ ... ἤχθοντο Th.1.95, οὐδὲν ἤχθετο αὐτῶν πολεμούντων X.An.1.1.8, en gen. c. prep. πόλλ' ὑπὲρ ἡμῶν τῶν γυναικῶν ἄχθομαι Ar.Lys.10, κατὰ τῶν στρατηγῶν Agath.4.11.1
•c. n. de concr.: en gen. o gen. y prep. ἀ. περὶ τῶν νεῶν Hdt.8.99, ἐφ' ἑκάστου Pl.Prm.130a, τῆς οἰκίας Plu.Publ.10
•usos abs. πολὺ μεῖζον ἂν ἀχθοίμην Pl.Smp.216c, ἧσσον ἀχθεσθῆναι E.Ep.2.5, cf. Ach.Tat.5.19.1, PSI l.c.
• Etimología: v. ἄχθος.
Greek Monolingual
ἄχθομαι (Α)
1. έχω επάνω μου βάρος, είμαι φορτωμένος
2. στενοχωριέμαι, υποφέρω
3. αγανακτώ, οργίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τα άχθομαι και άχθος, η μεταξύ των οποίων σχέση είναι ασαφής, αποτελούν ομηρικές ήδη λέξεις αβέβαιης ετυμολ. Αρχικώς η λ. σήμαινε «βάρος, φορτίο», υστερογενώς δε σήμαινε «λύπη, οδύνη». Η πρωταρχική σημασία των λέξεων οδηγεί σε συσχετισμό με το ρ. άγω (με τη σημασία «μεταφέρω ως φορτίο», απ' όπου υποστηρίζεται ότι προέκυψαν οι σχετικές με το βάρος, φορτίο σημασίες των λέξεων), ενώ η προσέγγιση με το ρ. οχθώ («λυπούμαι πολύ, δοκιμάζω ψυχικό βάρος») δεν φαίνεται αποδεκτή για λόγους φωνητικούς και σημασιολογικούς. Τέλος, η υστερογενής, πιθ. παρετυμολογική, σύνδεση με τα φωνητικά όμοια άχομαι, άχνυμαι (λέξεις που εκφράζουν αποκλειστικά λύπη, στενοχώρια) συνετέλεσε στη σημασιολογική εξέλιξη των άχθομαι, άχθος στη σημ. «της στενοχώριας, της οδύνης, της ψυχικής πιέσεως».
ΣΥΝΘ. αρχ. επάχθομαι, συνάχθομαι, υπεράχθομαι].
Greek Monotonic
ἄχθομαι: Παθ. μέλ. ἀχθεσθήσομαι ή (στη Μέσ.) ἀχθέσομαι, αόρ. αʹ ἠχθέσθην·
I. είμαι φορτωμένος, φορτώνομαι, νηῦς ἤχθετο, σε Ομήρ. Οδ.
II. λέγεται για ψυχική πίεση, λύπη, είμαι στενοχωρημένος, θυμωμένος, λυπημένος, είμαι θλιμμένος, σε Όμηρ.· τινι, για ένα πράγμα ή με ένα πρόσωπο, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως, ἐπί τινι, σε Ξεν.· περί τινος, σε Ηρόδ.· ὑπέρ τινος, σε Πλάτ.· επίσης με αιτ., ἄχθομαι ἕλκος, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης με μτχ. είτε του υποκ., όπως ἄχθομαι ἰδών, σε Σοφ.· ή του αντικ., ἤχθετο δαμναμένους, ότι νικήθηκαν, σε Ομήρ. Ιλ.· αλλά το υποκ. είναι επίσης σε γεν., οὐδὲν ἤχθετο αὐτῶν πολεμούντων, δεν είχε αντίρρηση να πάει στον πόλεμο, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἄχθομαι: (fut. ἀχθέσομαι - v. l. ἀχθήσομαι и ἀχθεσθήσομαι, aor. ἠχθέσθην)
1) быть нагружаемым (νηῦς ἤχθετο Hom.);
2) быть удручаемым, печалиться, мучиться (τινα Hom., τινι Hom., Her., Thuc., Arph., Xen., περί τινος Her., ἐπί τινι или τινος Xen. и ἐπί или ὑπέρ τινος Plat.): ἄ. ἔλκος Hom. страдать от раны; ἄ. κῆρ Hom. скорбеть сердцем, сокрушаться; οὐκ ἄ. σ᾽ ἰδών Soph. я не жалею, что увидел тебя.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: to be loaded; be vexed, grieved (Il.).
Other forms: Aor. ἀχθεσθῆναι
Derivatives: ἄχθος n. burden, metaph. burden, load (Il.); relation to ἄχθομαι unclear, s. Schwyzer 723. ἀχθεινός burdensome (E.). ἀχθίζω load (Babr.). ἀχθηδών, -όνος f. weight, burden (A.); cf. ἀλγηδών.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: If one separates the θ as a suffix (cf. βρίθω : βρῖθος : βριαρός; πλήθω : πλῆθος : πίμπλημι), remains ἀχ-, ἀκ- or ἀγ- . One connects this with ἄγω as carry on, with ἄχ-θος load. Not very convincing. One compares also ὀχθέω. Not to ἄχομαι, ἄχνυμαι be sad, which does not explain the concrete meaning.
Middle Liddell
[fut mid in pass sense
I. to be loaded, νηῦς ἤχθετο Od.
II. of mental oppression, to be weighed down, vexed, annoyed, grieved, Hom.; τινι at a thing, or with a person, Hdt., etc.; so, ἐπί τινι Xen.; περί τινος Hdt.; ὑπέρ τινος Plat.:—also c. acc., ἄχθομαι ἕλκος Il.;—also c. part., either of subject, as ἄχθομαι ἰδών Soph.; or of object, ἤχθετο δαμναμένους at their being conquered, Il.; but the object is also in gen., οὐδὲν ἤχθετο αὐτῶν πολεμούντων he had no objection to going to war, Xen.
Frisk Etymology German
ἄχθομαι: {ákhthomai}
Forms: Aor. ἀχθεσθῆναι
Grammar: v.
Meaning: beladen, belastet sein, gew. übertr. sich gedrückt fühlen, betrübt sein (seit Il.).
Derivative: Daneben ἄχθος n. Ladung, Last, Bürde, auch übertr. Beschwerde, Mühe (vorw. poet. s. Il.); Verhältnis zu ἄχθομαι unklar, vgl. Schwyzer 723. — Mehrere Ableitungen, meist spärlich belegt. Von ἄχθος : ἀχθεινός lästig, unangenehm (E., X. usw.), wozu noch die seltenen ἀχθηρός (Antiph. 94, unsicher), ἀχθήεις (Mark. Sid. 96), ἀχθήμων (Man. 4, 501); letzteres kann auch von ἄχθομαι ausgegangen sein. Denominatives Verb ἀχθίζω laden (Babr.), außerdem ἀχθήσας (zu lesen ἀχθίσας?)· γομώσας, ἤγουν πληρώσας H., wie von *ἀχθέω. — Von ἀχθομαι, evtl. aus ἄχθος erweitert: ἀχθηδών, -όνος f. Last, Belästigung (A., Th., Pl. usw.); zur Bildung vgl. ἀλγηδών u. a., Schwyzer 529f., Chantraine Formation 361.
Etymology : Nicht sicher erklärt. — Wenn man in ἄχθομαι, ἄχθος das θ als verbal-nominales Formans abtrennt, was unzweifelhaft am nächsten liegt (vgl. z. B. βρίθω : βρῖθος : βριαρός; πλήθω : πλῆθος : πίμπλημι), bleibt ein Gutturalstamm ἀχ-, bzw. ἀκ- oder ἀγ- übrig. Dadurch erhält man Anschluß an ἄχομαι, ἄχνυμαι betrübt sein, trauern (Curtius 63 und 190; danach Brugmann, Schwyzer u. a.), wobei indessen die konkrete Bedeutung beladen sein, bzw. Ladung sich schwerlich erklären läßt. Walde in WP. 1, 40 A. 2 (ähnlich schon Prellwitz) ist deshalb geneigt, von ἄγω im Sinn von fortschaffen auszugehen, wovon ἄχθος Ladung, ἄχθομαι beladen sein; die übertragene Bedeutung sich gedrückt fühlen wäre durch Assoziation mit den lautähnlichen ἄχομαι, ἄχνυμαι begünstigt. Vgl. auch ὀχθέω.
Page 1,200-201